Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων
Ο Ιωάννης ήταν Ρωμαίος όχι καταγόμενος από κάποια πόλη που ήταν φόρου υποτελής στους Ρωμαίους, αλλά από αυτήν την ίδια την Ρώμη, που βασίλευε σε όλες τις άλλες και ήταν η βασιλίδα πόλη τους και που την είχε αυτός μαζί και πατρίδα και πόλη.
Καθόσον η Ρώμη επιθύμησε να προσθέσει και τούτο στη δική της λαμπρότητα, το να ‘ναι καλλωπισμένη και στολισμένη και με τα θειότατα θαύματα των αγίων Κύρου και Ιωάννου, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι λαμπρότερα και πολυτιμότερα και από τους στεφάνους και από τα σκήπτρα και από την αλουργίδα (τη βασιλική πορφύρα)!
Γιατί αυτά από τη γη έχοντας την ύπαρξή τους, στη γη πάλι επιστρέφουν μια μέρα διαλυόμενα, τα χαρίσματα όμως και οι θαυματουργίες των αγίων, επειδή κατάγονται από τον ουρανό και γεννιούνται από τη θεία δύναμη, δεν επιδέχονται τη διάλυση και την ανάλυσή τους στη γη. Ας μην φθονήσουμε, λοιπόν, τη μεγάλη έφεση της Ρώμης, η οποία αν και έχει μεγάλη κοσμική δόξα, και τη δόξα των ουρανίων πραγμάτων επιποθεί, αλλά αφού καλέσουμε τον πολίτη της Ιωάννη, και με τούτον τον πόθο της αυτόν ας εκπληρώσουμε.
Αυτός είχε μια πάθηση των ματιών του, για την οποία όπως συμβαίνει με όλους του ασθενείς, γινόταν ενοχλητικός στους γιατρούς με σκοπό ν’ απαλλαγεί απ’ τη συνήθεια και να αναλάβει και πάλι την πρότερη απάθεια, αλλά αν και ξόδεψε πολλά χρήματα, δεν μπόρεσε να πετύχει τίποτε, γιατί όσο κυνηγούσε και επεδίωκε τον καλύτερο, τόσο χειρότερο γινότανε το νόσημα. Κι ενώ αποδέχθηκε τον πιο φωτισμένο από αυτούς τους γιατρούς, ολίγον κατ’ ολίγον και σιγά-σιγά κατάντησε αόμματος, και έως ότου επισκέπτονταν τους πιο διάσημους και προβεβλημένους από αυτούς, άφωτος και αφώτιστος αποδείχτηκε πέρα για πέρα! Και δεν θα διέφευγε από τα χέρια των γιατρών, αν η έλλειψη των χρημάτων δεν αποκάλυπτε των ματιών του την τύφλωση…
Γιατί μαζί με το φως των οφθαλμών του, χάθηκε και το… φως του πουγκιού του(!), το οποίο, όταν «αρρώστησε» κι αυτό βαριά και ανίατα, τότε έμαθε ότι και αυτός ανίατα έπασχε… Γιατί όσο αυτό ήταν γεμάτο, «έχε θάρρος» ολοένα άκουγε από τους γιατρούς «και μη στεναχωριέσαι για τίποτε! Ελπίζουμε ότι σύντομα θα βρεις το φως των ματιών σου», όταν όμως το πουγκί έμεινε άδειο κι έπαθε την κένωση από χρήματα, έπαθε και αυτός τη στέρηση, που ήδη είχε πάθει των ματιών του.
Τότε άρχισε να ακούει απ’ αυτούς τα «Πήγαινε και μη σε απατήσει κανείς λέγοντας ότι θα δεις ξανά τον ήλιο, οι κόρες των οφθαλμών σου χύθηκαν και τα βλέφαρά σου ενώθηκαν μεταξύ τους για πάντα! Πρόσεξε μη σου καταφάει κανείς από τους γιατρούς τα λεφτά σου πουλώντας σου ελπίδες, κάνοντάς σε με τα λόγια μόνον να ‘χεις καλές ελπίδες, ενώ δεν μπορεί να σε κάνει να ‘χεις και καλά μάτια!»
Αυτές τις διαγνώσεις μαθαίνοντας ο Ιωάννης και βλέποντας ότι δεν μπορεί πλέον να ενοχλεί τους γιατρούς, όχι μόνον γιατί ήξερε ότι δεν θα ξαναδεί πια, αλλά και γιατί του έλειπαν τα χρήματα, με τα οποία τους αποζημίωνε, έχοντας περιέλθει σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση, σκέφτηκε ότι μάλλον χρειαζόταν έναν που θα μπορούσε να ενεργήσει περισσότερο από τους γιατρούς και που χρήματα δεν θα απαιτούσε, μάλλον δε και θα έτρεφε και τον άρρωστο. Και μάλλον βρήκε τελικά αυτόν τον σπουδαιότατο, που θα τον έσωνε, κατά το ευαγγελικό έκρουσε και η θύρα ήταν ήδη ανοικτή (Ματθ. 7:7).
Ρωτά να μάθει για τον Κύρο και τον Ιωάννη, που βρίσκονται όχι μακριά από την Αλεξάνδρεια και τους οποίους θέλει και επιθυμεί να συναντήσει, γιατί είναι οι μόνοι που μπορούν να νικήσουν τις αρρώστιες του. Κι όταν το έμαθε αυτό, μάλλον δε όταν πείστηκε γι’ αυτό από τις φήμες, που είχαν κυκλοφορήσει στη Ρώμη, πολύ γρήγορα καταφθάνει στην Αλεξάνδρεια και στο ναό των αγίων, θέτοντας έναν όρο απαρασάλευτο, να μην εισέλθει στο σεβάσμιο τέμενος, εάν προηγουμένως δεν ιδεί το φως του και δεν αποβάλλει την βλάβη των ματιών του.
Κι αυτόν τον όρο τον πλήρωσε με πολλές και σκληρές δοκιμασίες, καθόσον εμπρός στην πύλη του ναού καθόταν κι εκεί έτρωγε κι εκεί κοιμόταν, καθ’ όλη δε τη διάρκεια του καλοκαιριού καιγόταν, το δε χειμώνα πάγωνε, και πότε μεν βρεχόταν από καταρρακτώδεις βροχές, πότε δε φλογιζόταν από τις καυστικές ακτίνες του ήλιου, αφού είχε όλη μέρα πάνω απ’ το κεφάλι του τον ήλιο, που τον κατάκαιε, και όλη τη νύχτα τη σελήνη, που τον παρέλυε.
Έτσι λοιπόν πέρασε εκεί έξω στον υπαίθριο χώρο οκτώ συναπτά έτη και δεν παρέβηκε την υπόσχεσή του και ήταν αποφασισμένος να μη την παραβεί ποτέ και να μην εγκαταλείψει εκείνο το σημείο ακόμη κι αν χρειαστεί να παραμείνει εκεί τυφλός μέχρι του θανάτου του. Γι’ αυτό το λόγο και κρίθηκε άξιος επαίνων για τη σταθερή απόφαση του λογισμού του, από δε τους αγίους μάρτυρες άξιος της πλήρους αποθεραπείας του. Αφού φάνηκαν λοιπόν οι άγιοι μια νύκτα, καθώς κοιμόταν έξω από την πύλη στον υπαίθριο χώρο, του αποκατέστησαν την υγεία του αγγίζοντας τα μάτια του και χαρίζοντάς τους το φως, χωρίς να παραγγείλουν τη χρήση κάποιου φαρμάκου.
Το πώς και το με ποιους τρόπους καθάρισαν ανοίγοντας τα μάτια του, δεν θα το μάθουμε. Μόνον ότι, αφού σηκώθηκε απ τον ύπνο και από το στρώμα του κατά τα μεσάνυχτα και αφού πήρε σιναπίδιο (*) έγραψε τα εξής δίπλα στην πύλη του ναού: «Εγώ ο Ιωάννης που κατάγομαι από την πόλη της Ρώμης, αφού παρέμεινα επί οκτώ χρόνια σ’ αυτό εδώ το σημείο υπομένοντας καρτερικά, είδα ξανά το φως μου με τη δύναμη των αγίων Κύρου και Ιωάννου».
Αφού λοιπόν τα χάραξε αυτά με το χρώμα, μπήκε στο ναό υγιής, όπως και το είχε τάξει, ευχαριστώντας από καρδιάς τους μάρτυρες και, πριν ο ήλιος ανατείλει και με τις ακτίνες του φαιδρύνει τη γη, αναχώρησε επιστρέφοντας στην πατρίδα του, αφήνοντας όμως εκεί την επιγραφή στον τοίχο της πύλης, σαν ενθύμιο και κήρυκα μαζί, της μαρτυρικής χάρης, με την οποία και θεραπεύτηκε.
(*) Συναπίδιον (αντί σινωπίδιον): ερυθρό χρώμα παραγόμενο στη Σινώπη.
Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου). Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 268.
Πηγή: koinoniaorthodoxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου