Η Εορτή των Φώτων και τα Άγια Θεοφάνεια από το βιβλίο του Λάζαρου Ευπραξιάδη «ΠΡΟΚΟΠΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ Μ.ΑΣΙΑΣ»
Το έθιμο του βαπτίσματος υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες και συμβόλιζε την κάθαρση του ανθρώπου για να μπορέσει να μυηθεί στα μυστήρια που δόξαζε η θρησκεία του. Ο Χριστός ο ίδιος συνέστησε το βάπτισμα για να καθαρθή ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα και ν’ αξιωθεί να μπει στο θεμελιώδη μυστήριο της Χριστιανικής λατρείας.
Πρώτος ο Χριστός στον Ιορδάνη τον ποταμό καθόρισε το βάπτισμα για τον εαυτό του ζητώντας να τον βαφτίσει ο Ιωάννης ο βαπτιστής. Την ημέρα αυτή όπως όλος ο Χριστιανισμός, έτσι και οι Προκοπιείς πιστεύουν ότι αγιάστηκαν τα νερά όχι μόνο της θάλασσας αλλά και των ποταμών των λιμνών και των πηγών.
Στο Προκόπι την ημέρα των Φώτων ο παπάς ψέλνοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνηση»βάπτιζε το Σταυρό στην κολυμβήθρα (στην Καππαδοκία δεν υπάρχει θάλασσα, ποτάμι ή λίμνη) και ρωτούσε με αψηλή φωνή τους παρευρισκομένους ποιός θα ήθελε να βγάλει το Σταυρό από το Αγίασμα και όριζε μία λίρα για την ενίσχυση της εκκλησίας. Άρχιζε πλειοδοσία άλλος έδινε επί πλέον δέκα γρόσια άλλος είκοσι, άλλος μία λίρα στο τέλος γινόταν η επικύρωση σ’ εκείνον που έδινε τα περισσότερα. Τότε ο παπάς τον ευλογούσε και αυτός με τρείς μετάνοιες φιλούσε τη δεξιά του παπά.
Κατόπιν ο παπάς έβγαζε το Σταυρό από την κολυμβήθρα και διαμοίραζε το αγιασμένο νερό στους Χριστιανούς που περίμεναν με τα ποτήρια στα χέρια. Αυτοί το πήγαιναν με αναμμένα τα κεριά τους στα σπίτια τους. Όλα τα μέλη της οικογένειας έπιναν από λίγο και έβρεχαν μ ’αυτό το μέτωπο και το κεφάλι για να φωτιστούν. Ένα μέρος από το αγιασμένο νερό πήγαινε στα αμπέλια, στα χωράφια και στα ζωντανά τα οποία ράντιζαν για καλή σοδιά και υγεία. Επίσης φύλαγαν και λίγο μέχρι τον άλλο χρόνο των Φώτων για ευλογία του σπιτιού αλλά και για να θεραπεύουν διάφορες τυχόν ασθένειες της οικογένειας Ο παπάς την ημέρα αυτή συνοδευόμενος από ένα παιδί που κρατούσε ένα χάλκινο αγγείο με χερούλι (το ονομαζόμενο παχράτσι) με το αγιασμένο νερό επισκεπτόταν όλα τα σπίτια της ενορίας του και μ’ ένα ματσάκι βασιλικό ράντιζε όλα τα δωμάτια καθώς και τα μέλη της οικογένειας, ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Αυτοί έριχναν τα νομίσματα πότε μικρά και πότε μεγάλα μέσα στο παχράτσι Στο Προκόπι της Καππαδοκίας ο παπάς επαναλάμβανε το έθιμο στην ενορία του κάθε πρώτη εκάστου μηνός. Το ράντισμα των δωματίων από τον παπά εκτός του αγιάσματος είχε και σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα. Στο Προκόπι εκτός από τα μικρά, ακόμη και μεγάλοι και προ πάντων κάποια φοβητσιάρικα κορίτσια, πίστευαν ότι στα σκοτεινά δωμάτια και στα υπόγεια κατοικούσαν πλάσματα μαύρα σαν διαβόλια και τα λέγανε «χώχ». Όταν επρόκειτο να πάνε στα σκοτεινά δωμάτια ή υπόγεια έλεγαν φωναχτά το Πάτερ ημών ή το Άγιος ο Θεός ή το Πιστεύω γιατί νόμιζαν ότι έφευγαν μακριά ή γίνονταν ακίνδυνα. Κατά πάσα πιθανότητα η γνώμη ότι με το ράντισμα του παπά φεύγουν τα χώχ είναι το αντικατόπτρισμα της γνώμης που υπήρχε στους Ελληνόφωνες κατοίκους του Προκοπίου και άλλων περιοχών της Καππαδοκίας για τους Καλικάντζαρους.
Την παραμονή των Φώτων τα παιδιά ηλικίας 6εως 12 ετών το πρωί από σπίτι σε σπίτι και έψελναν τα κάλαντα «Ήρτανε τα Φώτα και οι Φωτισμοί, ήρτανε οι παπάδες και οι αγιασμοί. Ήρτανε τα φώτα τα φωτεινά, ήρτε και η κυρά μας η Παναγιά. Σ’ αυτό το σπίτι πούρταμε πέτρα να μη ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήση, και του χρόνου» Έπαιρναν το φιλοδώρημά τους και έφευγαν για άλλο σπίτι. Την παραμονή των Φώτων προπάντων, τα κορίτσια, δεν κοιμόντουσαν, γιατί ξέρανε ότι θα άνοιγε ο ουρανός κατά την βάπτιση του Χριστού και ο Θεός θα τα εισάκουγε και θα τους έδινε ότι επιθυμούσαν. Την ημέρα των Θεοφανείων κάθε βαπτισμένο παιδί είχε την υποχρέωση να πάει στους νονούς του, που ήταν οι πνευματικοί του γονείς, να υποβάλει τα σέβη του με χειροφιλήματα. Δεν πήγαινε δώρα ή γλυκίσματα εάν είχε πάει την Πρωτοχρονιά ή τα Χριστούγεννα. Όπως την ημέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έτσι και τα Φώτα οι Προκοποιείς πήγαιναν επισκέψεις στα σπίτια που είχαν ονόματα που εόρταζαν εκείνη την ημέρα έστω και αν δεν ήταν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, για να ευχηθούν, εκτός αν υπήρχαν σοβαροί λόγοι ασθενείας ή πένθους. Όλα τα σπίτια ακόμη και αυτά που δεν εόρταζαν, είχαν στρωμένο τραπέζι με ρακί ,κρασί, αυγά, παστουρμά, κότα τσιγαρισμένη και λογιών λογιών μεζέδες για τα γερά στομάχια (και ποιος δεν είχε;) Σε κάθε σπίτι οι παρέες έπρεπε να καθίσουν να πιούν και να κεραστούν στην υγειά του εορτάσαντος και να πάρουν ύστερα σειρά τα σπίτια. Τόση ήταν η οικειότητα των κατοίκων μεταξύ των και τόσο διάχυτη η επιθυμία να διασκεδάσουν με αγάπη, ώστε και τα σπίτια που δεν είχαν ονομαστική εορτή καλούσαν τις συντροφιές να επισκεφθούν και αυτά, να κεραστούν και να ευχηθούν για την υγεία και ευτυχία των. Άλλωστε τα Φώτα ήταν η τελευταία ημέρα του δωδεκαημέρου και μαζί μ’ αυτήν τέλειωναν τα φαγοπότια κατά γλέντια. Αξέχαστες μέρες που δεν θα μπορέσουν να τις νοιώσουν οι απόγονοι αυτών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα με διαφορετική νοοτροπία και άλλο τρόπο ζωής.
Πηγή: iliakis20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου