Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὅ­σοι προ­σκυ­νη­τὲς φθά­σουν στὴν Ἱ. Μο­νὴ Ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας – ποὺ βρί­σκε­ται σὲ γρα­φι­κὸ ὕ­ψω­μα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Βα­σι­λι­κά, ἀ­να­το­λι­κὰ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης – καὶ εἰ­σέλ­θουν στὸ κα­θο­λι­κό της (στὸν κεν­τρι­κὸ δη­λα­δὴ Να­ό), ἀν­τι­κρί­ζουν μὲ δέ­ος στὸ δε­ξιὸ κλί­τος τὴν ἱ­ε­ρὴ Λάρ­να­κα μὲ ἄ­φθαρ­το τὸ ἱ­ε­ρὸ σκή­νω­μα τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ω­νᾶ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες τώ­ρα ἀ­πὸ τῆς κοι­μή­σε­ώς του (1541) ἀ­να­παύ­ε­ται ὁ σε­πτὸς Ἱ­ε­ράρ­χης στὸν γα­λή­νιο καὶ ἥ­συ­χο αὐ­τὸν τό­πο ποὺ τό­σο ἀ­γά­πη­σε, ἀ­να­καί­νι­σε καὶ λάμ­πρυ­νε ὑ­λι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν ὁ­σί­α ζω­ή του. Ποι­ὸς ὅ­μως ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς;

Ἅ­γιος τοῦ 16ου αἰ­ῶ­νος μὲ ἄ­γνω­στη τὴν κα­τα­γω­γή του. Κά­ποι­οι ὑ­πέ­θε­σαν ὅ­τι κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴ Βέ­ροι­α ἢ τὴ Λέ­σβο. Στὰ πρῶ­τα στοι­χεῖ­α τῆς βι­ο­γρα­φί­ας του τὸν συ­ναν­τοῦ­με στὴν ἁ­γι­α­σμέ­νη πο­λι­τεί­α τοῦ Ἄ­θω­να νὰ ἀ­σκεῖ κα­θή­κον­τα ἐ­φη­με­ρί­ου στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Παν­το­κρά­το­ρος. Σύν­το­μα ὅ­μως τὸν ἔ­θελ­ξε ἡ πνευ­μα­τι­κὴ μορ­φὴ τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἰ­βη­ρο­σκη­τι­ώ­τη (τοῦ με­τέ­πει­τα νε­ο­μάρ­τυ­ρος), ποὺ εἶ­χε φή­μη σπου­δαί­ου δι­δα­σκά­λου ἀ­ρε­τῆς σ’ ὅ­λο τὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Γι’ αὐ­τὸ ζή­τη­σε καὶ ἔ­γι­νε δε­κτὸς στὴ μι­κρή του συ­νο­δεί­α, ποὺ βρι­σκό­ταν στὸ μο­νύ­δριο τοῦ Τι­μί­ου Προδρό­μου πά­νω ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Ἰ­βή­ρων. Ὁ Θε­ω­νᾶς ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κὸς τοῦ Ἰ­α­κώ­βου προ­έ­κο­πτε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους στὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­θλή­μα­τα τῆς κοι­νο­βια­κῆς ζω­ῆς. Καὶ συ­νέ­χεια εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τὸν Θε­ό, σκιρ­τών­τας ἀ­πὸ χα­ρὰ ποὺ τοῦ χά­ρι­σε ἕ­ναν τέ­τοι­ο «οὐ­ρά­νιο γέ­ρον­τα».

Τὸ 1518 ὁ Ἰ­ά­κω­βος φω­τι­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος μὲ τοὺς ἕ­ξι μα­θη­τές του σὲ πε­ρι­ο­δεί­α γιὰ νὰ στη­ρί­ξει στὴν πί­στη τοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν δρό­μο πρὸς τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, κα­τέ­βη­καν στὸν Πλα­τα­μώ­να, πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὰ Με­τέ­ω­ρα ἐ­νι­σχύ­ον­τας τοὺς ἐ­κεῖ Μο­να­χοὺς καὶ κα­τέ­λη­ξαν στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου πε­ρι­ο­χῆς Δερ­βέ­κι­στας (Ἀ­ναλή­ψε­ως) τῆς Αἰ­τω­λί­ας καὶ ἄρ­χι­σαν ἀ­μέ­σως τὸ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό τους ἔρ­γο. Ἕ­να ἦ­ταν τὸ σύν­θη­μα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου: «νὰ προ­τρέ­πει τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ ἐ­φαρ­μό­ζουν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ μὴν κάνουν οἱ ἄν­θρω­ποι κα­νέ­να κα­κό». Ὁ κό­σμος δι­ψοῦ­σε γιὰ τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α. Πλή­θη λα­οῦ ἔ­τρε­χαν σὰν δι­ψα­σμέ­να ἐ­λά­φια ἀ­πὸ τὰ γύ­ρω χω­ριὰ γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴν ψυ­χω­φε­λὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος, νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν καὶ νὰ γυ­ρί­σουν πί­σω ἀ­να­γεν­νη­μέ­νοι ὄ­χι μό­νο πνευ­μα­τι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ σω­μα­τι­κά, ἀ­φοῦ καὶ θαύ­μα­τα πολ­λὰ γί­νον­ταν σὲ ἀ­σθε­νεῖς.

Ὅ­μως τὸ ἁ­γνὸ καὶ καρ­πο­φό­ρο αὐ­τὸ ἔρ­γο τὸ φθό­νη­σε ὁ δι­ά­βο­λος. Ἀ­κού­στη­καν συ­κο­φαν­τί­ες γιὰ τὸν Ἰ­ά­κω­βο ὅ­τι ὑ­πο­κι­νεῖ τὸ λα­ὸ σὲ ἐ­πα­νά­στα­ση. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ συ­νε­λή­φθη ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους μα­ζὶ μὲ δύ­ο ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, τὸν δι­ά­κο­νο Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν μο­να­χὸ Δι­ο­νύ­σιο. Καὶ ἀ­φοῦ τοὺς βα­σά­νι­σαν σκλη­ρά, τοὺς ἀ­παγ­χό­νι­σαν τὴν 1η Νο­εμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1519 στὸ Δι­δυ­μό­τει­χο καὶ στὴν Ἀ­δρι­α­νού­πο­λη.

Ὁ ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς μὲ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους Μο­να­χοὺς τῆς συ­νο­δεί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου ἦλ­θαν στὴ Σι­μω­νό­πε­τρα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο χρό­νια πε­ρί­που πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν ὅ­τι οἱ τρεῖς νε­ο­μάρ­τυ­ρες – συμ­μο­να­στές τους εἶ­χαν τα­φεῖ στὸ Ἀρ­βα­νι­το­χώ­ρι, πέν­τε χι­λι­ό­με­τρα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­δρι­α­νού­πο­λη. Πῆ­γαν λοι­πὸν ἐ­κεῖ καὶ μὲ ἱ­ε­ρὴ κα­τά­νυ­ξη ἔ­κα­μαν τὴν ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν τι­μί­ων Λει­ψά­νων τους καὶ ἐ­πέ­στρε­ψαν πά­λι στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Τὸ 1522 μὲ τοὺς πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ροὺς τῶν χα­ρι­το­βρύ­των Λει­ψά­νων τῶν ὁ­σι­ο­νε­ο­μαρ­τύ­ρων τους ἔ­φθα­σαν στὰ ἀ­να­το­λι­κὰ μέ­ρη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης (πε­ρι­ο­χὴ Γα­λά­τι­στα Χαλ­κι­δι­κῆς) καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ μι­κρὸ καὶ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο τό­τε Μο­να­στή­ρι τῆς Ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας. Ὁ Θε­ω­νᾶς ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε ἀ­μέ­σως ἡ­γού­­με­νος τῆς μι­κρῆς συ­νο­δεί­ας. Μὲ πολ­λὴ ἐ­πι­μέ­λεια καὶ προ­σω­πι­κὴ ἐρ­γα­σί­α ὁ ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς ἀ­να­καί­νι­σε τὸ Μο­να­στή­ρι καὶ τὸ με­τέ­βα­λε σὲ μιὰ φι­λάν­θρω­πη πνευ­μα­τι­κὴ κυ­ψέ­λη μὲ Σχο­λεῖ­ο, Νο­σο­κο­μεῖ­ο καὶ ἐν­νέ­α πα­ρεκ­κλή­σια. Γιὰ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ ἡ Μο­νὴ ἦ­ταν ἕ­νας πνευ­μα­τι­κὸς φά­ρος ποὺ γλυ­κὰ καὶ πα­ρή­γο­ρα φώ­τι­ζε καὶ στή­ρι­ζε τὸ σκλα­βω­μέ­νο τό­τε Γέ­νος μας. Ὁ ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λὺ τὴν κα­τὰ Θε­ὸν ἡ­συ­χί­α, τὴν πε­ρι­συλ­λο­γὴ τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἄ­σκη­ση γιὰ τὸν προ­σωπι­κό του ἐ­ξα­γνι­σμό (σώ­ζε­ται ἀ­κό­μη τὸ ἀ­σκη­τή­ριό του). Δὲν ὑ­στέ­ρη­σε ὅ­μως καὶ πρὸς τὸ ἄλ­λο κα­θῆ­κον τῆς δι­α­ποι­μάν­σε­ως τῆς ἱ­ε­ρᾶς συ­νο­δεί­ας του, ποὺ ἔ­φθα­σε τοὺς 150 Μο­να­χούς. Ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­σε μὲ πολ­λὴ ἐ­πι­μέ­λεια στὴ μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α καί τούς μόρ­φω­νε «κα­τὰ Θε­ὸν» μὲ τὶς ἅ­γι­ες δι­δα­χές του.

Ἡ εἴ­δη­ση τῆς φω­τει­νῆς καὶ πλού­σιας σὲ ἀ­ρε­τὴ ζω­ῆς του εἶ­χε φθά­σει μέ­χρι τὴν πό­λη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Γι’ αὐ­τὸ ὅ­ταν ὁ θρό­νος της χή­ρευ­σε τὸ 1535 πε­ρί­που, ὅ­λοι προ­έ­κρι­ναν τὸν ὅ­σιο καὶ ἐ­νά­ρε­το Θε­ω­νᾶ ὡς νέ­ο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό της. Ἐ­κεῖ μὲ τὰ πλού­σια καὶ σπά­νια χα­ρί­σμα­τα τῆς σο­φί­ας, τῆς πρα­ό­τη­τος καὶ τῆς κα­λο­σύ­νης του ὁ­δή­γη­σε στὴν «ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας» πλή­θη πνευ­μα­τι­κῶν του παι­δι­ῶν. Ὄρ­θιος νύ­κτα καὶ ἡ μέ­ρα στὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἐ­πάλ­ξεις ἀ­γρυ­πνοῦ­σε προ­σευ­χό­με­νος γιὰ τὸ ποί­μνιό του δι­α­φυ­λάτ­τον­τάς το ἀ­πὸ τοὺς νο­η­τοὺς λύ­κους τῶν αἱ­ρέ­σε­ων.

Ὁ ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς μὲ θε­ο­φι­λὴ ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­α δό­ξα­σε τὸν Θε­ὸ καὶ λάμ­πρυ­νε τὴν το­πι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης μέ­χρι τὴν ἐκ­δη­μί­α του τὸ 1541! Τὸ ὄ­νο­μά του προ­φέ­ρε­ται μὲ εὐ­λάβεια καὶ τι­μὴ ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης μέ­χρι σή­με­ρα. Ἱ­ερὲς εἰ­κό­νες του κο­σμοῦν πλή­­θη Να­ῶν (Ὑ­πα­παν­τῆς, Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ.­.­.) καὶ πα­ρεκ­κλη­σί­ων.

Ἅ­γιος Θε­ω­νᾶς! Μιὰ ὁ­σια­κὴ μορ­φὴ μὲ γνή­σιο ἀ­σκη­τι­κὸ πνεῦ­μα καὶ αὐ­θεν­τι­κὴ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὴ δι­α­κο­νί­α. Μιὰ μορ­φὴ ποὺ βά­δι­σε τὸ δρό­μο τοῦ Χρι­στοῦ μὲ πι­στό­τη­τα, γεν­ναι­ό­τη­τα καὶ αὐ­το­θυ­σί­α. Ἂς γί­νει ἡ ζω­ή του καὶ δι­κή μας ζω­ή.
«Ἅ­γι­ε θε­ο­φό­ρε Θε­ω­νᾶ, Ἐκ­κλη­σί­ας καλ­λο­νὴ καὶ δο­χεῖ­ον τοῦ Πα­ρα­κλή­του, ἀ­παύ­στως δυ­σώ­πει ἐ­λε­η­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡμῶν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου