Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ἡ Ἁγία Φερφούθη μετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της (4 Απριλίου)

Ὄ­νο­μα τε­λεί­ως ἄ­γνω­στο στούς περισσότερους. Καί πράγ­μα­τι εἶναι ὄ­νο­μα ξε­νι­κό, Περ­σι­κό, πού ἀ­νή­κει στήν ἔν­δο­ξη Περ­σί­δα μάρ­τυ­ρα. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἄ­κμα­σε καί στήν Περ­σί­α, καί μά­λι­στα πο­λύ ἐγ­καί­ρως. 
Ἀλ­λά καί πο­λε­μή­θη­κε ἀ­πό τούς ἐ­κεῖ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἄρ­χον­τες. Κι ὅ­μως δο­ξά­σθη­κε πολύ καί ἔ­χει νά πα­ρου­σί­α­σει χι­λιά­δες καί μυ­ριά­δες Μάρ­τυ­ρες. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί ἡ Φερ­φού­θα μέ τήν ἀ­δελ­φή της καί τή νε­α­ρή κό­ρη τῆς ἀ­δελ­φῆς της.
Ἡ Φερ­φού­θα ἦ­ταν ἀ­νε­ψιά τοῦ ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Ἐ­πι­σκό­που Συ­με­ών, ὁ ὁ­ποῖ­ος μα­ζί μέ ἄλ­λους χί­λιους Μάρ­τυ­ρες ἐ­πι­σφρά­γι­σε τήν ἁ­γί­α ζω­ή του μέ μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το, ἄ­ξιο τοῦ κα­λοῦ ποι­μέ­νος. 
Ἦ­ταν τό­τε ἐ­πο­χή τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στήν Ἀ­να­το­λή τοῦ Μεγάλου Κων­σταν­τί­νου. Στήν Περ­σί­α βα­σί­λευ­ε ὁ βα­σι­λεύς Σα­πώρ ὁ Β, φα­να­τι­κός εἰ­δω­λο­λά­τρης.
Κά­πο­τε ἀ­σθέ­νη­σε ἡ σύ­ζυ­γος τοῦ βα­σι­λέ­ως μέ ἀ­σθέ­νεια σο­βα­ρή. Καί κα­θώς οἱ ἰα­τροί τῆς Περ­σί­ας δέν ἦ­ταν σέ θέ­ση νά τήν θε­ρα­πεύ­σουν, ὁ βα­σι­λεύς κα­τέ­φυ­γε στούς πολυ­πλη­θεῖς ἐ­κεῖ μά­γους. Καί οἱ πιό κο­ρυ­φαῖ­οι ἀ­π’­ αὐ­τούς ἀ­πέ­δω­σαν τήν ἀ­σθέ­νεια τῆς βα­σί­λισ­σας στίς μα­γι­κές ἐ­νέρ­γει­ες τῆς Φερ­φού­θας καί τῆς ἀ­δελ­φῆς της.
Καί τίς πα­ρου­σί­α­σαν στόν βα­σι­λιά καί στό πε­ρι­βάλ­λον του ὡς ὑ­πεύ­θυ­νες γιά τήν ἀ­σθέ­νεια τῆς βα­σί­λισ­σας. Καί τό ἔκαναν αὐτό εἴ­τε δι­ό­τι τίς ἔ­βλε­παν νά ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ θρη­σκευ­τι­κούς τύ­πους, ἄγνω­στους καί ὕπο­πτους γι’ αὐ­τούς, ξέ­νους ἀ­πό τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά συ­νη­θι­σμέ­να, εἴ­τε δι­ό­τι τίς γνώ­ρι­ζαν ὡς Χρι­στια­νές καί ἤ­θε­λαν νά τίς ἐκ­δι­κη­θοῦν.

Ἦ­ταν φυ­σι­κό ὁ Σα­πώρ νά δε­χθεῖ τή γνώ­μη τῶν ἔμ­πι­στων μά­γων του. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­δω­σε τήν ἐν­το­λή νά συλ­λη­φθοῦν οἱ δυ­ό ἀ­δελ­φές καί νά ὁ­δη­γη­θοῦν σέ ἀ­νά­κρι­ση, τήν ὁ­ποί­α ὁ βα­σι­λεύς ἀ­νέ­θε­σε στόν ἀρ­χι­μά­γο Μα­πτόν. Κι αὐ­τός τίς ἀ­νέ­κρι­νε μέ ἐ­πι­μο­νή καί μέ τρό­πο βί­αι­ο. Πα­ρό­λα αὐ­τά δέν μπό­ρε­σε νά στη­ρί­ξει καμ­μί­α κα­τη­γο­ρί­α σέ βά­ρος τους. Ἡ Φερ­φού­θα, γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­θω­ό­τη­τά της, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων ἐ­πι­χει­ρη­μά­των της ἀνέφερε καί τήν ἰ­δι­ό­τη­τά της ὡς Χρι­στια­νῆς. Εἴ­μα­στε Χρι­στια­νές, εἶ­πε, καί ἡ πί­στη μας, ἡ θρη­σκεί­α μας δέν δέ­χε­ται, δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει τήν μα­γεί­α. Εἴ­μα­στε ἀ­θῶ­ες!

Ναί, ἡ κα­τη­γο­ρί­α δέν ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἀ­λη­θι­νή. Ὅ­μως ὁ ἀ­να­κρι­τής ἀρ­χι­μά­γος Μα­πτόν δέν θέ­λη­σε νά ἀ­παλ­λά­ξει τίς ἀ­δελ­φές ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α. Ἀν­τί­θε­τα πρό­σθε­σε καί τή νέ­α κα­τη­γο­ρί­α ὅ­τι ἦ­ταν Χρι­στια­νές. Δι­πλή λοι­πόν ἡ κα­τη­γο­ρί­α ἐ­ναν­τί­ον τῶν δυ­ό ἀ­δελ­φῶν, ἡ μί­α ὅ­τι ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ τή μα­γεί­α, ἡ ἄλ­λη, ἡ χρι­στι­α­νι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἀλ­λά αὐ­τά σύμ­φω­να μέ τόν ἀ­να­κρι­τή ἐ­πι­βάλ­λουν τήν ποι­νή τοῦ θα­νά­του.

Ἔ­τσι μέ πολ­λή εὐ­κο­λί­α ὁ βα­σι­λεύς κα­τε­δί­κα­σε τήν Φερ­φού­θα, τήν ἀ­δελ­φή της καί τήν νε­α­ρή ἀ­νε­ψιά της σέ θά­να­το. Εὔ­κο­λη ἀ­πό­φα­ση, στήν ὁ­ποί­α τα­κτι­κά κα­τέ­φευ­γε ὁ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος ἡ­γε­μό­νας. Στήν πε­ρί­πτω­ση μά­λι­στα αὐ­τήν πο­λύ εὐ­κο­λό­τε­ρα, ἐ­φό­σον τόν ἔ­πει­σαν ὅ­τι αἰ­τί­α τῆς σο­βα­ρῆς καί ἀ­θε­ρά­πευ­της ἀ­σθέ­νειας τῆς συ­ζύ­γου του ἦ­ταν οἱ δυ­ό μά­γισ­σες Χρι­στια­νές ἀ­δελ­φές. Ποιός μπο­ροῦ­σε νά ἐμ­πο­δί­σει τόν βα­σι­λιά στήν ἀ­πό­φα­σή του, ἐ­φό­σον δέν πί­στευ­ε σέ Θε­ό δί­και­ο Κρι­τή;

Ἡ Φερ­φού­θα, ἡ ἀ­δελ­φή καί ἡ ἀ­νε­ψιά της δέ­θη­καν γε­ρά σέ πασ­σά­λους, ὥ­στε νά μήν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ξε­φύ­γουν οὔ­τε κἄν νά κι­νη­θοῦν. Ἐ­κεῖ οἱ δή­μιοι ὑ­πο­βάλ­λουν τίς Μάρ­τυ­ρες σέ μαρ­τύ­ριο φρι­κτό, φρι­κο­δέ­στε­ρο τοῦ ὁ­ποί­ου ἴ­σως δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πάρ­ξει.

Μέ με­γά­λα πρι­ό­νια τίς πρι­ό­νι­σαν. Πρι­ό­νι­σαν τά σώ­μα­τά τους κα­θέ­τως, ἀ­πό τό κε­φά­λι πρός τά πό­δια, καί τά χώ­ρι­σαν στά δυ­ό. Δέν μπο­ροῦ­με ἐ­δῶ νά μι­λή­σου­με γιά πό­νο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Δι­ό­τι ἡ λέ­ξη πό­νος δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δώ­σει τή φρί­κη τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, τό ὁποῖο ὑ­πέ­στη­σαν ζων­τα­νές. Τό ὑ­πέ­στη­σαν ὅ­μως ἐν Κυ­ρί­ῳ.

Γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τήν ἀ­λή­θεια του, γιά νά μεί­νουν στα­θε­ρές σ’ ὅ­σα πί­στευ­αν καί ζοῦ­σαν, σ’ ὅ­σα οἱ ἴ­δι­ες δί­δα­σκαν στό πε­ρι­βάλ­λον τους. Καί ὑ­πέ­μει­ναν τό φο­βε­ρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο, γιά νά μή χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό. Δέν τό γρά­φει αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; «Τίς ἡ­μᾶς χω­ρί­σει ἀ­πό τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρί­στου; θλῖ­ψις, ἤ στε­νο­χώ­ρια, ἤ δι­ωγ­μός, ἤ λι­μός, ἤ γυ­μνό­της, ἤ κίν­δυ­νος, ἤ μά­χαι­ρα»; (Ρωμ. η΄ 35).

Δι­α­με­ρι­σμέ­να τά σώ­μα­τά τους τά κάρ­φω­σαν σέ ξύ­λα, τά ἔ­βα­λαν τό ἕ­να ἀ­πέ­ναν­τι στό ἄλ­λο, γιά νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἕ­νας στε­νός δι­ά­δρο­μος. Καί ἀ­πό τόν δι­ά­δρο­μο αὐ­τόν ἔ­βα­λαν νά πε­ρά­σει ἡ βα­σί­λισ­σα. 
Καί ἡ βα­σί­λισ­σα, ἡ βα­ρειά ἀ­σθε­νής, αὐ­τόματα θε­ρα­πεύ­θη­κε πλή­ρως καί μέ θαυ­μα­στό τρό­πο. Θαῦ­μα μέ­γα, πού ἔγινε μπρο­στά στά ἔκ­πλη­κτα βλέμ­μα­τα τοῦ βα­σι­λιά καί τῆς συ­νο­δεί­ας του. Θαῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, πού πι­στο­ποι­εῖ τή δύ­να­μη τῶν Ἁ­γί­ων με­τά θά­να­τον, τή δύ­να­μη τῶν ἱ­ε­ρῶν τους Λει­ψά­νων.

Ἄ­ρα­γε συγ­κλο­νί­σθη­καν οἱ βα­σι­λεῖς καί οἱ ἐ­πι­τε­λεῖς τους ἀ­πό τό θαῦ­μα; Αὐ­τό δέν τό γνω­ρί­ζου­με! Ἐ­κεῖ­νο πού γνω­ρί­ζου­με, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Κύ­ριος τί­μη­σε τίς τρεῖς αὐ­τές Μάρ­τυ­ρες καί μέ τό χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Καί τε­λι­κά τίς στε­φά­νω­σε μέ τόν ἁ­μα­ράν­τι­νο στε­φά­νι τῆς αἰ­ω­νί­ου δό­ξης.

Ναί, οἱ Χρι­στια­νές αὐ­τές γυ­ναῖ­κες κα­τη­γο­ρή­θη­καν, συ­κο­φαν­τή­θη­καν, ὑ­πέ­στη­σαν σκλη­ρό μαρ­τύ­ριο. Καί ἦ­ταν φυ­­­σι­κό, ἐ­φό­σον ἔ­ζη­σαν σ’ ἕνα εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό πε­ρι­βάλ­λον, ἐ­χθρι­κό καί ἀ­νί­κα­νο νά κα­τα­νό­η­σει τήν πί­στη τους, τήν ἐν Χρι­στῷ και­νή ζω­ή. Ὅ­μως δέν ὑ­πέ­στει­λαν τή ση­μαί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς ἀ­λη­θεί­ας. Ἔ­μει­ναν πι­στές στόν Χρι­στό μέ­χρι θα­νά­του!

Ἰ­σχύ­ει καί γι’ αὐ­τές ὅ,τι βε­βαί­ω­σε ὁ Κύ­ριος γιά τούς Ἐ­πι­σκό­πους Περ­γά­μου καί Σάρ­δε­ων: «Ὅ­τι κρα­τεῖς τό ὄ­νο­μά μου, καί οὐκ ἠρ­νή­σω τήν πί­στιν μου… ὁ­μο­λο­γή­σω τό ὄ­νο­μά σου ἐ­νώ­πιον τοῦ πα­τρός μου καί ἐ­νώ­πιον τῶν ἀγ­γέ­λων αὐ­τοῦ» (Ἀ­ποκ. β΄ 13, γ΄ 5). Ἄ­ξι­ες θαυ­μα­σμοῦ, τι­μῆς καί μι­μή­σε­ως!
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες», Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη.
Πηγή: ο Σωτήρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου