Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Λευκαδίτες και Παναγία Φανερωμένη

Εορταστικά κείμενα σχετικά με την Πανήγυρη της Ιεράς Μονής μας. Εκ του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής (αποσπάσματα από το βιβλίο του μακαριστού π. Αποστόλου Ζαβιτσάνου  «Στης Παναγιάς το Μοναστήρι»).
Στης Παναγιάς το Μοναστήρι ακουμπάει η ψυχή του λευκαδίτικου λαού. Ο καθένας έχει κάτι να προσφέρει, κάτι ν’ αφήσει, κάτι να ζητήσει απ’ τη μεγάλη μητέρα. Ο ένας δάκρυα, ο άλλος στεναγμούς, η άλλη ευχαριστίες, παρακλήσεις, δεήσεις, ικεσίες, για κάθε περίσταση της ζωή.
«Προς τίνα καταφύγω άλλην, Αγνή; Που προσφύγω λοιπόν και σωθήσομαι;» λέγει με πόνο ο εξόριστος αυτοκράτορας, ποιητής του μεγάλου παρακλητικού κανόνα.
Στον ιερό χώρο του μοναστηριού της, τον εξαγιασμένο με τα δάκρυα και τις μετάνοιες των μοναχών, καταφεύγει η ψυχή του Λευκαδίτη και της Λευκαδίτισσας, για να εκδηλώσει με τις πολλές της μετάνοιες ό,τι δεν δύναται με λόγια να πει. Η ψυχή του λευκαδίτικου λαού αισθάνεται πάντοτε ευγνωμοσύνη προς την Παναγία μητέρα του θεού, τη μεσίτρια του κόσμου, την αιτία όλων των αγαθών που ο μονάκριβος Υιός της, με δική της δέηση στους ανθρώπους παρέχει. Γι αυτό και σε κάθε περίσταση της όχι μόνο να ζητήσει τη χάρη Της, αλλά και να ευχαριστήσει για τη δωρεά δεν παραλείπει.

Κι ο Λευκαδίτης θυμάται… Θυμάται ο φτωχός ψαράς της πόλης τότε που ο δυνατός αγέρας, το μπουρίνι, κόντεψε να τσακίσει το βαρκάκι του στο μουράγιο σαν γύριζε από το δούλεψή του. Έστρεψε ο ψαράς τα μάτια του στον Ιερό βράχο μες από το πέλαγος ψελλίζοντας: Φανερωμένη μου, μη μ αφήσεις να χαθώ. Κι έγινε αμέσως γαλήνη.
Θυμάται ο βιοπαλαιστής που τρέχει με το αυτοκίνητο για τον επιούσιο, τη στιγμή που του κόπηκε το φρένο κι ενώ ήταν έτοιμος να πάει στο βράχο, μια δύναμη του ακινητοποίησε το όχημα. Τρομαγμένος βγήκε να ιδεί ποιος ήταν, μα δεν είδε κανέναν. – Ω Φανερωμένη μου, είπε, μ έσωσες ακόμα μια φορά.

Θυμάται ο άρρωστος, που έντρομοι οι γιατροί μετά τη διαπίστωση της φοβερής αρρώστιας του, τον έστειλαν στο χειρουργείο με λίγες ελπίδες ζωής. Έτρεξε τότε η γυναίκα του στο μοναστήρι με δάκρυα θερμά για παράκληση στην Παναγία να σώσει τον άντρα της. Και ώ του θαύματος! Μετά την εγχείριση και την βιοψία, βγήκε αρνητικό το αποτέλεσμα του όγκου και χαίρεται τώρα τη ζωή και την οικογένειά του.

Θυμάται ο φοιτητής που με όλη την φιλότιμη προσπάθειά του δεν μπόρεσε να περάσει τα μαθήματά του κι είχε θολώσει το μυαλό του από τη μελέτη. Γονάτισε τότε το παλληκάρι μια βραδιά σ΄ολόθερμη προσευχή προς τη Φανερωμένη, σαν τον Ιωάννη της Κροστάνδης και, ώ των μεγαλείων Σου, Κύριε1 Αισθάνθηκε κάποιο χέρι να του τραβάει το πέπλο από το σκοτισμένο νου, να ξεθολώσει το μυαλό και να τελειώσει από τότε με άνεση το πανεπιστήμιο.

Θυμάται η φτωχή μητέρα όταν στις αρχές του αιώνα μας που αυτοκίνητα δεν υπήρχαν στα χωριά, ούτε ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, και πήρε απ’ το χέρι το οχτάχρονο αγόρι της να ‘ρθει στην Παναγία. Κι ανεβαίνοντας στο Μοναστήρι το ανήσυχο και ζωηρό παιδάκι της ξέφυγε από το χέρι στο βράχο κι έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Το παιδάκι απ’ τη μέση του γκρεμού φώναζε κι εκείνο: – Μην κλαίς, μάνα, μια γυναίκα με κρατάει. Και σε λίγο έτρεξαν οι περαστικοί και με κόπο τράβηξαν το παιδάκι από το βράχο. «Γλυκειά μου φανερωμένη, μου τόσωσες», είπε με ανακούφιση.

Κι ο Λευκαδίτης εξακολουθεί να θυμάται… να θυμάται… και να φέρνει στο νου του πάντα την αγία της μορφή!
Ακόμα και οι πιο αδιάφοροι θρησκευτικώς τα όνομά της θα προφέρουν στη δύσκολη ώρα.
Όσοι επισκέπτονταν τότε το μοναστήρι συχνά, θα κρατάνε ακόμα θαρρώ την εικόνα του τοπίου, έξω από την παλιά μάντρα που τόσο σήμερα έχει αλλάξει. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πεύκα ούτε πρασινάδες, ούτε η καινούργια πελεκητή πύλη με την εκατέρωθεν αρμολογημένη τοιχοποιία, ούτε κτίσματα, ούτε ευρύχωροι δρόμοι. Ένας ελεύθερος ξερότοπος με δυο τρεις ρίζες ελιές, γεμάτος πέτρες ριζωμένες βαθειά στο έδαφος, ασφάκες, γρυπάρια και κοντοπύρναρα. Εδώ συχνά έπαιζαν κυνηγητό οι γάτες με τα φίδια.

Από τη σημερινή είσοδο δίπλα στην κουζίνα απ’ έξω, ξεκινούσε μια πλατιά λιθιά που χώριζε ένα μικρό επίπεδο μέρος με λίγο χώμα και δυο τρεις μυγδαλιές. Ήταν ο μικρός κήπος του μοναστηριού. Όλα τούτα δεν υπάρχουν σήμερα. Υπήρχαν έως τα 1989, που άλλαξε εντελώς η μορφή αυτού του χώρου. Εκεί σε κείνη τη λιθιά απίθωσε την κούνια η θλιμμένη μητέρα για να ξεκουραστεί και να ρίξει μια ματιά στο αναμμένο ακόμα πρόσωπο του παιδιού της.
Έστρεψε το βλέμμα της προς την εκκλησία και με βουρκωμένα μάτια παρακάλεσε την μεγάλη μητέρα να την λυπηθεί.
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τα μασημένα πνιχτά λόγια της και τα τρεμάμενα χείλη της σώπασαν.
Μια πανώρια αιθέρια ύπαρξη λευκοντυμένη πλησίασε την κούνια του παιδιού της κι άγγιξε το αναμμένο του προσωπάκι. Μα πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη και να συνέλθει από την έκσταση, χάθηκε με μιας από μπροστά της.
-Ω Παναγιά μου, ω γλυκιά μου Παρθένα! Σ’ ευχαριστώ. Για πάντα θα σ’ ευγνωμονώ. Έριξε μια ματιά στο παιδί της κι εκείνο ευδιάθετο χαμογελούσε. Το θαύμα είχε γίνει.
Πήρε πάλι την κούνια στο κεφάλι της η μητέρα και κατέβηκε να συναντήσει τον άντρα της για να πάνε στο γιατρό.
Η πρωινή αύρα δρόσιζε το πρόσωπό της και η εσωτερική ψυχική της ευχαρίστηση πλημμύριζε την ύπαρξή της.
Με την ανατολή του ηλίου συναντούσε τον Γιάννη στο μέρος που έμενε, μια πρόχειρη παράγκα, για να αναπαύεται από την καθημερινή του εργασία.
Το πρώτο που έκανε ο πατέρας ήταν να ξεσκεπάσει την κούνια να ιδεί την κατάσταση του παιδιού του. Ήσυχο σαν αγγελούδι κοιμώταν με τα χεράκια σφιγμένα και τα χείλη να σαλέυουν αποζητώντας το θηλασμό. Ήταν σχεδόν δυο μέρες νηστικό. Άπλωσε το ροζιασμένο του χέρι απ’ την ανάποδη στο μέτωπο του παιδιού να ιδεί αν είχε ακόμα πυρετό. Κι εκείνο ξύπνησε ευδιάθετο κι άρχισε να χαμογελά. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Λες και δεν είχε περάσει την προηγούμενη ημέρα η λαίλαπα του πυρετού από το τρυφερό σωματάκι του.

Διηγήθηκε στο Γιάννη η μητέρα ότι σταμάτησε τα χαράματα στο Μοναστήρι και η Κυρά Φανερωμένη άκουσε την προσευχή της και έσωσε το παιδί της. Σε λίγες ώρες το πήγαν στο γιατρό. Εκείνος διαπίστωσε ότι το παιδί ήταν υγιέστατο κι αμφέβαλε αν ήταν αληθινά όσα του διηγήθηκε η μητέρα του για το δυνατό πυρετό και τους σπασμούς του την προηγούμενη ημέρα. Για την επέμβαση της Παναγίας εκείνο το πρωί δεν είπε τίποτα. Μήπως και θα την πίστευε; Το πολύ πολύ να γελούσε ειρωνικά μαζί της αποδίδοντας το γεγονός στη φαντασία της ή το λιγότερο ότι έβλεπε όνειρο. Για την Κατερίνα όμως δεν ήταν όνειρο. Δεν ήταν αποτέλεσμα στομαχικής αδιαθεσίας. Η πονεμένη μάνα ήταν νηστική, ξαγρυπνισμένη στην κούνια του παιδιού της. Ποιας μάνας τα βλέφαρα κλείνουν τέτοιες ώρες;

Την προτελευταία ημέρα του Μαίου συνέπεσε, είπαμε, εκείνη τη χρονιά, 1988, το πανηγύρι της Παναγίας. Στο Μοναστήρι βρισκόμαστε όλοι σχεδόν οι ιερείς της Λευκάδας και πολλοί ξένοι. Ὁ τωρινός Δεσπότης εἰχε φροντίσει γιά όλα μέ ἐπιμέλεια. Τό πιό σημαντικό εῖναι πού ὓστερα ἀπό εἰκοσι χρόνια ἀπό τότε πού ὁ τελευταίος ἡγούμενος κοιμήθηκε καί θάφτηκε στό μοναστήρι, τοποθετήθησε τό νέο ἡγούμενο πού εἶναι ἡ ψυχή τοῦ μοναστηριού.

Ἀπό τότε ἓνας ἂνεμος δημιουργίας πνέει στό μοναστήρι. Νά τό ποῦμε συγχρονισμός; Δέν ξέρω ἂν ἀποδίδει σωστά ἡ λέξη αὐτή ὃσα ὁ νέος ἡγούμενος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία τοῦ Δεσπότη καθημερινά μᾶς παρουσιαζει.

Βιβλιοθήκη, κελλιά, ξενῶνες, ευπρεπισμος τοῦ προαυλίου χώρου, πελεκητή ἀριστουργηματική περίφραξη, ὑποδειγματική καθαριότητα. Ἀλλά προπάντων καθημερινή παρουσία ἱερωμένου πού ἡ ἂδολη καρδιά καί τό γλυκό χαμόγελο σέ σκλαβώνει.

Λαβαίναμε μέρος στην ολονύχτια παράκληση χάριν όσων αγρυπνούσαν. Και ήταν πάντα γεμάτη όλη τη νύχτα η εκκλησία από την παρουσία ξαγρυπνισμένων και προσευχομένων ψυχών.

Η ώρα περνούσε γλυκά. Η μέρα νίκαε τη νύχτα. Ήρεμα φωτοχάραζε πάλι στην πλάση. Η αυλή του Μοναστηριού αντιδονούσε από τα βήματα των προσκυνητών. Η πρωινή σιγαλιά σχιζότανε σιγά – σιγά ώσπου να γεμίσει η ημέρα με τις χαρούμενες φωνές, τα πολυχρονέματα και τα χαμόγελα που κουβαλάνε οι άνθρωποι στην γιορτερή ημέρα της Παναγίας. Η ταπεινή ψαλμωδία του Μεσονυκτικού ξέφευγε από την πόρτα της Εκκλησίας μες στην πρωινή σιγαλιά.

Μέσα σε κείνο το σύθαμπο βγήκα λίγο έξω από το προαύλιο ν’ αναπνεύσω τη δροσιά του πεύκου. Προχώρησα αριστερά προς τη λιθιά, που είπαμε δεν υπάρχει σήμερα. Κοντά στην πεζούλα της ελιάς, καθισμένη σε μια πέτρα κι ακουμπισμένη στη λιθιά, βρισκόταν μια γριούλα χωριάτισσα με το μαντήλι κατεβασμένο χαμηλά.
-Καλημέρα, γιαγιά, της είπα. Σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε με κάποια αγωνία. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Το πρόσωπό της ροδοκόκκινο, έδειχνε πως ήταν πολλές ώρες σκυμμένο στην κρύα πέτρα. Με όλα τα γηατειά της φαινόταν μια ψυχή γεμάτη δυναμισμό και αποφασιστικότητα.
-Σου συμβαίνει τίποτα, γιαγιά; Θέλεις καμία βοήθεια; Την ξαναρώτησα.
-Όχι, μου απάντησε. Σήμερα δεν μου συμβαίνει τίποτα. Κάθησε όμως να σου πω τι μου συνέβηκε σε τούτη τη θέση.
Άκουσα προσεκτικά όλη την ιστορία της. Ολόκληρη τη ζωή της. Σαν να την είχε γραμμένη στο χαρτί. Όλους τους καϋμούς και τα βάσανα της κατοχής. Και τέλος την ακράδαντη πίστη της στη χάρτη της Παναγίας.
-Σαράντα χρόνια, γιε μου, έρχομαι εδώ στο μοναστήρι χαράματα στο πανηγύρι να ευχαριστήσω την Παναγία. Μια χάρη σου ζητάω. Όσα σου είπα να τα γράψεις, γιε μου, να μάθει ο κόσμος για την Παναγία μς, να την προσκυνάει και να την δοξάζει όπως την αξίζει.
Δεν ξέρω αν αυτά που μου είπε ήταν όλα αληθινά. Δεν γνωρίζω αν όσα άκουσα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ένα μόνο διέκρινα μέσα σε τούτη την γερασμένη Λευκαδίτικη ψυχή. Τη λαχτάρα και την αγάπη της για την Παναγία.
Η μέρα άνοιξε ολόλαμπρη. Οι προσκυνητές μπουλούκια άρχισαν να μπαίνουν στο προαύλιο. Τα αυτοκίνητα ξεφόρτωναν. Σηκώθηκα να πάω ν’ αναλάβω την υπηρεσία μου. Τη χαιρέτησα και την καθησύχασα λέγοντας:
-Θα τα γράψω, θεία Κατερίνα. Θα τα γράψω όλα όπως μου τα είπες. Και κράτησα την υπόσχεσή μου!
Ἀπολυτίκιον
Ἐν τῇ Μονῇ Σου Παρθένε πόθῳ προστρέχοντες
καὶ προσκυνοῦντες τὴν θαυμαστήν Σου Εἰκόνα,
μετ᾿ εὐλαβίας ἀντλοῦμεν τὰς χάριτας·
καὶ δι᾿ αὐτῆς ἔκ τε σεισμοῦ λιμοῦ, λοιμοῦ, αὐχμοῦ καὶ νόσων,
ταῖς πρεσβείαις Σου σωζόμεθα.
(ελευθερη ἀπόδοση στην Νεοελληνική ὑπό τῆς φιλολόγου κας Χαρᾶς Τυπάλδου – Ἀντωνίου)
Στὸ Μοναστήρι Σου, Παναγία μας, προστρέχουμε
μὲ πίστη, μὲ θάρρος μὲ ἐλπίδα σὲ κάθε μας χρεία
γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴ θαυμάσια καὶ θαυμαστὴ
καὶ θαυματουργή Σου Εἰκόνα.
Τὸ θάρρος, ἡ πεποίθηση, ἡ εὐλάβεια, ὁ σεβασμός
ποὺ δείχνουμε, ὡς ὀφείλουμε, Σὲ Αὐτὴ
εἶναι τόσο πλούσια διότι τή θεωροῦμε
τό μόνιμο καὶ ἀσφαλές μας καταφύγιο.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ δίκαια περιμένουμε βοήθεια, εὐεργεσεία, χάριτες.
Στὴ θαυμαστή Σου Εἰκόνα, Παναγία μας,
ἀκουμπάει ἡ ψυχή μας, μεταγγίζεται ἡ πίστη μας
καὶ σωζόμαστε ἀπὸ ὅλα τὰ δεινὰ μὲ τὴ Χάρη Σου
ἀπὸ ἀπρόσμενους σεισμούς, ξαφνικοὺς λιμούς, ἐπιδημικοὺς λοιμούς, γήινες ξηρασίες καὶ κάθε εἴδους ἀσθένειες.
Σὲ παρακαλοῦμε, Παναγία μας, μεῖνε βοηθός μας γιὰ πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου