Του Αγίου Πνεύματος γιόρταζε το νησί. Η κυρά η Φανερωμένη, ψηλά στον βράχο Της, βιγλάτορας του νησιού και προστάτης, μάζευε στο Πανηγύρι Της χιλιάδες προσκυνητές. Κυριακή ξημερώματα όταν… ξεκινούσαμε με τα πόδια για τη Χάρη Της.
Μύριζε το αγριόχορτο στον κάμπο, νοτισμένον από την πρωινή πάχνη και το αεράκι που κατέβαινε από το βουνό, φορτωμένο την ανάσα του λόγγου, έδιωχνε και τα τελευταία ίχνη της νύστας από πάνω μας. Μακρινά βελάσματα και ήχοι κουδουνιών στον ελαιώνα έσμιγαν με την πρωινή δοξολογία των κορυδαλλών και τους ήχους της πρώτης καμπάνας του Μοναστηριού.
Μετά το πηγάδι της Αγίας Αικατερίνης, ανηφορίζαμε από το βουνίσιο μονοπάτι, για να κόψουμε δρόμο, προσπερνούσαμε το Φρύνι, χτισμένο αμφιθεατρικά στον απότομο βράχο και ασθμαίνοντας πιάναμε, επιτέλους, το ίσωμα για το Μοναστήρι.
Η λιμνοθάλασσα, ακίνητη σαν τεράστιος καθρέφτης, καθρέφτιζε το πορφυρό της ανατολής που ήδη στεφάνωνε το βουνό, τη Λάμια κι οι ανταύγειες ρόδιζαν το αγιάζι πάνω απ’ τον ελαιώνα, τις στέγες των σπιτιών και τους ανεμόμυλους της Γύρας. Το πέλαγος γαληνεμένο έγλειφε τη λευκότατη απέραντη ακτογραμμή κι οι γλάροι γυρόφερναν πάνω απ’ τα πριάρια.
Στη στροφή του δρόμου, μπροστά από το κλιμακοστάσιο του Μοναστηριού, ξεχώριζε κι η παραλία του Αϊ – Γιάννη με το Κοντρί μέσα στη θάλασσα, τις ζαφειρένιες αποχρώσεις των νερών, την κατάλευκη αμμουδιά και την καταπράσινη κατεβασιά του βουνού.
Η αυλή του Μοναστηριού πνιγμένη στα μυριστερά και στα χρώματα των λουλουδιών, με το ξύλινο σήμαντρο, τ’ ασβεστωμένα πεζούλια, τα κελλιά ολόγυρα κα το ναό στο κέντρο, ήταν ένας ολόκληρος ξεχωριστός κόσμος, που απέπνεε γαλήνη, σιγουριά και μια χαρά ανεξήγητη.
Η εικόνα της Κυράς της Φανερωμένης ήταν δίπλα στο ιερό κι είχε πρόσβαση κατευθείαν από την αυλή. Προσκυνούσα την εικόνα κοιτάζοντας δειλά, για να βεβαιωθώ ότι η Παναγία ήταν εκεί….Τα παράθυρα του ναού είχαν χρωματιστά τζάμια κι οι ακτίνες του ήλιου, που είχε ήδη ψηλώσει, χρωματισμένες κατά δέσμες, έβαφαν με χρώματα δυνατά τους τοίχους, τις εικόνες και τους ανθρώπους μέσα στην εκκλησία. που γονατισμένοι κατά την ακολουθία της Γονυκλισίας, άκουγαν τις ευχές προς τον Πατέρα…
Απόλυση, αντίδωρο, λουκούμια, κρύο νερό και καφέδες στην αυλή, που ήδη είχε αρχίσει να γεμίζει από τα κοφίνια με τους άρτους. Το πανηγύρι είχε αρχίσει, κι έξω από τον περίβολο του Μοναστηριού είχαν στηθεί οι πάγκοι των γυρολόγων με ένα σωρό λαμπερά μικροπράγματα που μας μαγνήτιζαν. Οι αγορές όμως ήσαν για το απόγευμα, όταν θα ερχόμασταν ξανά, με λεωφορείο αυτή τη φορά, που ανέβαινε και κατέβαινε συνεχώς, μεταφέροντας τους πανηγυριώτες.
Σαν έπεσε το σκοτάδι, μια σειρά φωτάκια άναψαν στο βουνό, στο δρόμο του Μοναστηριού, σημάδι της γιορτής και της χαράς του νησιού για την Κυρά του. Το λεωφορείο ξεκινούσε μπροστά απ’ τον Ανθώνα, ένα μικρό πάρκο γεμάτο ανθισμένες πικροδάφνες. Γέμιζε και φυσώντας, ανηφόριζε στα στενά του Φρυνιού, κουβαλώντας τους πανηγυριώτες με τις λαμπάδες τους, τα μπουκάλια το λάδι, τις λειτουργιές τυλιγμένες σε κρουστές κατάλευκες λινές πετσέτες, τις κόφες με τους άρτους που μοσχομύριζαν τυλιγμένοι σε ασπροκεντημένα μεσάλια, τη χαρά των παιδιών, τον ενθουσιασμό των κοριτσιών και την ευλάβεια των ηλικιωμένων.
Πάγκοι με απίστευτες πραμάτειες μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας. Ρούχα, τόπια με πολύχρωμα υφάσματα, παπούτσια, παιχνίδια, ζαχαρωτά, μαλλί της γριάς, κόκκινα κοκοράκια από καραμέλα, αρμαθιές κουλούρια, δαχτυλιδάκια με γαλάζιες και κόκκινες πέτρες — μια δεκάρα το ένα – ψεύτικα βραχιόλια και ρολόγια. Τα κλαρίνα και τα βιολιά περίμεναν να τελειώσει ο πανηγυρικός εσπερινός για ν’ αρχίσουν να παίζουν.
Συνωστισμός στον αυλόγυρο του ναού. Ουρά ατέλειωτη σι προσκυνητές περίμεναν με υπομονή τη σειρά τους για το προσκύνημα. Οι καμπάνες κατά διαστήματα σήμαιναν τη χαρά της γιορτής. Ο αχός τους κατέβαινε το βουνό, πλημμύριζε την πόλη και τα γύρω χωριά και ξεσήκωνε και τους τελευταίους αργοπορημένους.
Εκείνο το βράδυ όλο το νησί «ανήρχετο» στο βράχο της Παναγίας της Φανερωμένης. Κατά οικογένειες προσκυνούσαν και μετά τριγυρνούσαν στους πάγκους, αγόραζαν μικροπράγματα, χάζευαν τους οργανοπαίχτες, φλυαρούσαν χαρούμενα και μοίραζαν ευχές. Η νύχτα έμοιαζε ατέλειωτη και μόνο η νύστα των παιδιών ανάγκαζε τους μεγάλους να κατηφορίσουν. ‘Όλοι όμως ήξεραν πως μια μεγάλη μέρα γιορτής ξημέρωνε.
Η προσδοκία αυτής της Δευτέρας του Αγίου Πνεύματος, ανακατεμένη με τη νύστα που βάραινε τα μάτια μου μέσα στην προχωρημένη νύχτα, τον παραπονεμένο ήχο του κλαρίνου να κυριαρχεί πάνω στην οχλαχοή, τη ζεστασιά της αγκαλιάς της στο κάθισμα του λεωφορείου που μας κατέβαζε στην πόλη μαζί με τα καλούδια από τους πάγκους του πανηγυριού και τη λάμψη της γαλάζιας πέτρας του δαχτυλιδιού που μου είχε αγοράσει, εγκατέστησε για πάντα εντός μου την αίσθηση ενός ονειρικού χώρου «… ένθα ο των εορταζώντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντη ηδονή των καθορώντων του Σου προσώπου το κάλλος το άρρητον.. .»
Απόσπασμα από το βιβλίο της Κωνσταντίνας Γεωργακάκη – Βρεττού «Σόρα Κάτε». Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου