Ἂν καὶ εὑρισκόμεθα στὴν ἐποχὴ τοῦ Χειμῶνος, χθὲς εἴχαμε μία καλὴ ἡμέρα, ἡλιόλουστη. Ἐπήραμε θάρρος ὅτι ὁ καιρὸς ἔγινε ὁμαλός, καὶ βλέπομε σήμερα ὅτι ἄλλαξε πάλι καὶ ᾖλθε ταραχή. Καὶ τώρα δὲν ἠμποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὰ ἔξω γιὰ νὰ κάνωμε τὴν ἐργασία μας.
Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦμε, ἕως ὅτου παρέλθῃ αὐτὴ ἡ κατάστασι, ποὺ ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι προσωρινή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῶν ἀλλοιώσεων τοῦ καιροῦ συμβαίνει καὶ στὴν πνευματική μας ζωή. Οἱ τροπὲς καὶ ἀλλοιώσεις, εἶναι μεταπτωτικὸ φαινόμενο.
Μετὰ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς ἔχασε τὴν προσωπικότητά του καὶ εἶναι ὑποκείμενος στὶς ἐναλλαγές. Πρὸ τῆς πτώσεως εἶχε σύνοικο τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐζοῦσε κατὰ φύσι, εὑρίσκετο ἐκτὸς ἀναγκῶν καὶ «Κύριος πάντων ὤν» ἐδέσποζε τοῦ χρόνου, τοῦ τόπου, τοῦ τρόπου, τῶν μέσων καὶ δὲν ὑπέκειτο σὲ καμμία μορφὴ ἀλλοιώσεως, διότι εἶχε ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα· θέλοντας νὰ γίνῃ Θεός, διὰ τοῦ διαβόλου, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὄχι μόνο δὲν ἔγινε Θεός, ἀλλὰ ἔγινε ἕνας ἰδιότυπος διάβολος. Καὶ τώρα ὑπήχθη πλέον στὶς ἀλλοιώσεις· τοῦ ἔγιναν ἀναφαίρετο πρᾶγμα καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξουσιάζει τίποτε στὴν προσωπικότητά του. Καὶ περιμένει νὰ ἰδῇ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ εὕρη. Μόνο ἡ δύναμι τῆς λογικῆς του ἔμεινε καὶ μὲ αὐτὴ ἐπινοεῖ τρόπους, ὥστε νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τοὺς κινδύνους, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς ἀλλοιώσεις. Αὐτὴ εἶναι μιὰ μεγάλη φιλοσοφία ποὺ θὰ βοηθήσῃ ἰδίως ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐπιτύχωμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶναι ἡ ἀκριβὴς μελέτη τῆς συνειδήσεως. Δὲν ἐλέγχαμε μόνο τὰ ἀποτελέσματα τῆς πράξεως γιὰ νὰ ἀπέχωμε ἀπὸ αὐτή. Ἐλέγχαμε ἀκόμα καὶ αὐτὲς τὶς ἀφορμὲς ποὺ προκαλοῦν.
Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦμε, ἕως ὅτου παρέλθῃ αὐτὴ ἡ κατάστασι, ποὺ ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι προσωρινή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῶν ἀλλοιώσεων τοῦ καιροῦ συμβαίνει καὶ στὴν πνευματική μας ζωή. Οἱ τροπὲς καὶ ἀλλοιώσεις, εἶναι μεταπτωτικὸ φαινόμενο.
Μετὰ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς ἔχασε τὴν προσωπικότητά του καὶ εἶναι ὑποκείμενος στὶς ἐναλλαγές. Πρὸ τῆς πτώσεως εἶχε σύνοικο τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐζοῦσε κατὰ φύσι, εὑρίσκετο ἐκτὸς ἀναγκῶν καὶ «Κύριος πάντων ὤν» ἐδέσποζε τοῦ χρόνου, τοῦ τόπου, τοῦ τρόπου, τῶν μέσων καὶ δὲν ὑπέκειτο σὲ καμμία μορφὴ ἀλλοιώσεως, διότι εἶχε ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα· θέλοντας νὰ γίνῃ Θεός, διὰ τοῦ διαβόλου, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὄχι μόνο δὲν ἔγινε Θεός, ἀλλὰ ἔγινε ἕνας ἰδιότυπος διάβολος. Καὶ τώρα ὑπήχθη πλέον στὶς ἀλλοιώσεις· τοῦ ἔγιναν ἀναφαίρετο πρᾶγμα καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξουσιάζει τίποτε στὴν προσωπικότητά του. Καὶ περιμένει νὰ ἰδῇ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ εὕρη. Μόνο ἡ δύναμι τῆς λογικῆς του ἔμεινε καὶ μὲ αὐτὴ ἐπινοεῖ τρόπους, ὥστε νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τοὺς κινδύνους, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς ἀλλοιώσεις. Αὐτὴ εἶναι μιὰ μεγάλη φιλοσοφία ποὺ θὰ βοηθήσῃ ἰδίως ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐπιτύχωμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶναι ἡ ἀκριβὴς μελέτη τῆς συνειδήσεως. Δὲν ἐλέγχαμε μόνο τὰ ἀποτελέσματα τῆς πράξεως γιὰ νὰ ἀπέχωμε ἀπὸ αὐτή. Ἐλέγχαμε ἀκόμα καὶ αὐτὲς τὶς ἀφορμὲς ποὺ προκαλοῦν.
Στὴν περίοδο τῆς Χάριτος, ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐδίδαξε νὰ βγάζωμε τὴν ρίζα τοῦ κακοῦ. Στὴν περίοδο τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἐτιμωρεῖτο τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπός, ἡ πρᾶξι. Ἐμεῖς ζοῦμε στὴν περίοδο τῆς Χάριτος. Δὲν περιμένομε τὴν ὥρα ποὺ γίνονται τὰ κακὰ νὰ τὰ σταματήσωμε ἢ προσέχομε νὰ μὴν τὰ ἐφαρμόσωμε. Ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ προσέχαμε ἀπὸ τὴν σύλληψι τῆς σκέψεως, τὴν «προσβολή» κατὰ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων, οὕτως ὥστε νὰ ξεριζώσωμε τὰ ἴδια τὰ φυτά, ποὺ γεννοῦν τοὺς κακοὺς καρπούς, ποὺ εἶναι ἡ κατ᾿ ἐνέργεια ἁμαρτία. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχωμε αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχομε πολλὴ λεπτομέρεια στὸν χειρισμὸ τῶν ἀλλοιώσεων. Οἱ ἀλλοιώσεις, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι ὅπως οἱ καιρικὲς συνθῆκες. Δὲν εἶναι μόνιμες, ἀλλὰ παροδικές. Δὲν πρέπει νὰ φοβίζουν κανένα, ὥστε νὰ μεταβάλλουν τὸν ροῦν τῆς ζωῆς του. Ἔχομε παράδειγμα τοὺς ναυτικούς. Δὲν ἀρνοῦνται τὴν ναυτική τους ἰδιότητα ἐπειδὴ ἡ θάλασσα γίνεται σὰν κόλασι, ὅταν ἔχῃ τρικυμία.Τί κάνουν; Δένουν λίγο στὸ λιμάνι τὸ καράβι τους καὶ περιμένουν. Καὶ μετὰ συνεχίζουν τὴν πορεία τους καὶ δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ θέμα τῆς τρικυμίας. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν τρομάζαμε, ὅταν ξέρωμε τὴν δεξιοτεχνία τοῦ χειρισμοῦ τῶν ἀλλοιώσεων. Μέσῳ τῶν ἀλλοιώσεων προσπαθεῖ ὁ σατανᾶς νὰ μᾶς προκαλέσῃ φοβία, νὰ μᾶς φράξῃ τὸν δρόμο. Γνωρίζοντας ὅμως τὴν λεπτομέρεια ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ ἀλλοιώσεις εἶναι παρείσακτα καὶ παροδικὰ στοιχεῖα, τότε δὲν τὶς λαμβάνωμε ὑπ᾿ ὄψι, ἀλλὰ σὰν τοὺς ναυτικοὺς δένομε τὸ καράβι καὶ περιμένομε, θὰ παρέλθῃ ἡ θύελλα καὶ πάλι θὰ συνεχίσωμε. Βλέπετε καὶ στὶς ἀναγνώσεις ποὺ κάνομε στὴν τράπεζα, πῶς οἱ Πατέρες σχεδὸν δὲν δίνουν καμμία βαρύτητα στὸ ζήτημα τῶν λογισμῶν - τῶν λεγομένων προσβολῶν - καὶ περισσότερο ὁ Μέγας καθηγητὴς τῆς διακρίσεως, ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἑρμηνεύει αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν λεπτομέρεια. Οἱ ἀλλοιώσεις, σὲ μᾶς ποὺ εἴμεθα μακρὰν ἀπὸ τὰ αἴτια, εἶναι πραγματικὰ γελοῖες, διότι δὲν ἠμποροῦν νὰ κάνουν τίποτε. Ἐμεῖς πρακτικὰ εὑρισκόμεθα μέσα στὴν πραγματικότητα. Ποία; Ὅτι ἀκούσαμε τὴν κλῆσι. Μᾶς ἐκάλεσε ὁ Ἰησοῦς μας μὲ τὸ προφητικὸ ρητὸ τοῦ Ἡσαΐου: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἄπτεσθε. Καὶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας». Καὶ ἐμεῖς ἀκούσαμε τὴν κλῆσι· καθένας στὴν ἡλικία καὶ τὴν περίστασι ὅπως οἰκονόμησε ἡ θεία Χάρις καὶ «ἐξήλθομεν ἐκ μέσου αὐτῶν». Ποίων; Τῶν αἰτίων καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονο! Μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἴμεθα ἀδελφοί. Δὲν μᾶς βλάπτουν οἱ ἄνθρωποι. Ἔχομε σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐξήλθαμε ἀκριβῶς ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς τοῦ «μαμωνᾶ», κατὰ τὴν γλῶσσα τοῦ Ἰησοῦ μας, ποὺ συμβολίζει τὸν νόμο τῆς παραφύσεως, τὸν νόμο τῆς ἐπιθυμίας. Ἐβγήκαμε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πλέον τέτοιου εἴδους «ἀκαθάρτου», ποὺ συνιστᾷ τὸ σῶμα τοῦ «μαμμωνᾶ», δὲν ἀπτόμεθα... Πρᾶγμα τῆς καταχρήσεως καὶ τῆς ἐπιθυμίας δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ. Καὶ παραμέναμε ὄχι γιὰ μία στιγμὴ μακρὰν τῶν αἰτίων, ἀλλὰ ἐκτίσαμε κατοικία καὶ καλύβη μέσα στὶς ἐρημιές, σὰν ἀγρίμια, καὶ προσκαρτεροῦμε ἐδῶ, προσμένοντες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πεπεισμένοι ὅτι Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἐκάλεσε εἶναι πιστὸς στὶς ἐπαγγελίες Του. Τώρα λοιπόν, ὁ διάβολος πολὺ ἐλάχιστα ἠμπορεῖ νὰ βγάλῃ ἀπὸ μᾶς, ἂν εἴμεθα λίγο προσεκτικοί. Διότι, κατὰ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων, ποὺ ἑρμηνεύουν μὲ λεπτομέρεια τὴν πρακτικὴ φάσι τῆς ζωῆς μας, τὰ πλεῖστα κακὰ τὰ ὁποῖα ἠμποροῦμε νὰ πάθωμε, ὠφείλονται στὶς ἀφορμὲς καὶ στὰ αἴτια. Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ αἰσθήσεις καὶ οἱ φυσικοὶ πόροι καὶ νόμοι, μὲ προφάσεις ἀκατονόμαστες, τὶς ὁποῖες συγχίζει ὁ σατανᾶς, γίνονται τὰ ὀλισθήματά μας. Τώρα ποὺ εὑρισκόμεθα ἔξω ἀπὸ αὐτά, ὁ σατανᾶς ἀπεγυμνώθη ἀπὸ τὴν δύναμί του. Ἡ θεία Χάρις μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ μας, τὸν ἀπεγύμνωσε διότι «τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπαν αἱ ρομφαίαι εἰς τέλος». Καὶ ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι «ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων καὶ ἐν ἐμοὶ εὑρήσει οὐδέν» καὶ «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμο» καὶ φυσικὰ ἐννοεῖ καὶ αὐτὸν τὸν διάβολο. Μὴ ἠμπορώντας τώρα νὰ μᾶς προσβάλῃ κατ᾿ εὐθεία ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ποὺ εὑρίσκονται τὰ αἴτια καὶ μᾶς ἐρεθίζουν, προσπαθεῖ μέσῳ τῶν ἀλλοιώσεων νὰ φέρῃ παλαιὲς μνῆμες, οὕτως ὥστε νὰ μᾶς ταράξη, νὰ μᾶς διακόψῃ τὴν ἡσυχία μας καὶ τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὸν στόχο μας. Ποιόν;Στὸ νὰ ξεχάσωμε τὸ παρελθὸν καὶ νὰ ἐνστερνησθοῦμε τὸ μέλλον. Νὰ ξεχάσωμε τὴν παλαιὰ ζωή, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς καταχρήσεως καὶ νὰ ἐνστερνισθοῦμε τὴν νέα, τὴν «καινὴ ζωή». Νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ μας καὶ τῶν Ἁγίων μας Πατέρων, τῶν ὁποίων εἴμεθα συνεχισταί.
Τὸ κεφάλαιο τῆς ὑποστάσεως τῶν μοναχῶν εἶναι ἡ παρθενία. Ἔχοντας σὰν στόχο τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν παρθενία, γι᾿ αὐτὸ ἐφύγαμε ἀπὸ τὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν. Μαζὶ μὲ τὴν παρθενία συνυφαίνονται ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, ποὺ εἶναι ἡ ὑποταγὴ καὶ ἀκολουθοῦν φυσικὰ ἡ διακονία, ἡ ταπεινοφροσύνη, τὸ πρᾶο, τὸ σιωπηλό, τὸ εὐκτικὸ καὶ ὅλα ὅσα μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολούμεθα. Αὐτὰ χάριτι Χριστοῦ, ὁ κάθε ἕνας μας λίγο-πολύ με ὅση ἔχει δύναμι τὰ κρατᾷ καὶ ἀπέχει πρακτικὰ ἀπὸ τὰ αἴτια. Μέχρι ἐδῶ φθάνει ἡ ἀνθρώπινη δύναμι καὶ προσπάθεια, ἄλλο τίποτε δὲν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμε. Ἐὰν θὰ βγοῦν ἀπὸ μέσα μας οἱ ρίζες τῶν κακῶν καὶ στὴ θέσι τους θὰ σφηνωθοῦν οἱ ρίζες τῶν καλῶν καὶ θὰ ἀρχίσουν μέσα μας νὰ καρποφοροῦν οἱ ἀγαθὲς μνῆμες καὶ οἱ ἀρετές, αὐτὸ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Τὸ νοσταλγοῦμε, τὸ προσμέναμε, τὸ ἐλπίζαμε, τὸ πιστεύομε, δὲν τὸ κρατοῦμε. Αὐτὸ θὰ τὸ δώσῃ μόνο ἡ θεία Χάρις, τὴν ὁποία ἀναμένομε. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ἔλεγχο. Ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ἔλεγχο ἐξαρτᾶται μόνο τὸ νὰ ἀπέχομε πρακτικὰ ἀπὸ κάθε τί, ποὺ λέγεται καὶ εἶναι ἁμάρτημα. Καὶ μὲ ὅση δύναμι ἔχομε, νὰ εὑρισκόμεθᾳ στὰ περιθώρια τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς.
Αὐτὸ χάριτι Χριστοῦ λίγο-πολὺ τὸ κάνομε. Μέχρι ἐδῶ φθάνει ἡ δύναμί μας. Τὰ ἄλλα ὅλα τὰ ἀναμέναμε διὰ τῆς πίστεως καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἔλθει ἡ Χάρις τὰ δίδει ἐκείνη. Ὁ διάβολος λοιπόν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ἀδικήσῃ, ἐκτὸς ἂν θολώσῃ τὰ νερὰ καὶ πλανήσῃ τὸν μοναχὸ καὶ ἀρχίσῃ νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὶς βάσεις του, οἱ βάσεις ποιὲς εἶναι; Εἶναι ἡ ἁγνότης, ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑπακοή. Ὅταν λοιπόν, αὐτὰ τὰ κρατήσῃ ὁ μοναχὸς ἀπαραχάραχτα, δὲν ἠμπορεῖ ὁ διάβολος νὰ τοῦ κάνει κακό. Εἰς μὲν τὴν ἁγνότητα δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν ζημιώσῃ, διότι δὲν ὑπάρχουν τὰ αἴτια. Πρέπει νὰ εἶναι τόσο ἄφρων ἕνας μοναχὸς ὥστε νὰ πλανεθῇ καὶ νὰ μπῇ μέσα στὰ ἐπίκτητα κακὰ καὶ νὰ ἐπινοήσῃ τρόπους νὰ βρῇ ἡδονὴ μέσα στὶς ἀκαθαρσίες καὶ στὶς συγκαταθέσεις αὐτές, ποὺ εἶναι αἰσχρὸ καὶ νὰ τὶς ἐνθυμηθῇ κανείς. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία αἴτια ποὺ φράζει τὸν δρόμο σὲ μᾶς ποὺ θέλομε νὰ ἀκολουθήσωμε μὲ ἀκρίβεια τὴν παρθενία, εἶναι τὸ ἕτερο φῦλο. Διότι παρόντος αὐτοῦ τοῦ αἰτίου, ἐπιβουλεύεται ἡ ἁγνότητά μας. Κάθε τί τὸ ὁποῖο μᾶς παρακινεῖ πρὸς ἐνθύμησι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἡδονῆς, εἶναι ἐντελῶς ξένο γιὰ μᾶς. Στὸν ἀληθινὸ μοναχὸ ἔχει τόση μεγάλη ἐπίδρασι ἡ Χάρις, ποὺ τέτοιοι λογισμοὶ τοῦ προκαλοῦν γέλωτα. Ἐὰν κάποτε ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ παραταθῇ ἐπάνω μας αὐτὸς ὁ πόλεμος, ὑπάρχει κάποιος λόγος. Εἴτε διότι ἐμεῖς ἀφήναμε τὸ καθῆκον μας καὶ παραδιδόμεθα στὴν ἀμέλεια καὶ ἀκηδία ζητώντας ἔτσι ἡ Χάρις νὰ μᾶς ξυπνήσῃ, εἴτε ἐπειδὴ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ θέλει νὰ μᾶς δώσῃ τὸν στέφανο τῆς ἁγνότητας, τὴν ὁλοκληρωτικὴ σφραγῖδα τῆς παρθενίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπιτρέπει νὰ μᾶς πειράξῃ ὁ σατανᾶς, γιὰ νὰ ἀποδείξωμε πρακτικὰ τὴν εἰλικρινῆ πρόθεσί μας πρὸς τὴν ἁγνότητα. Καὶ στὸν πόλεμο αὐτό, θὰ δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ τὴν κατάλληλη δύναμι. «Πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν».
Ἐρχόμεθα τώρα στὸ δεύτερο καθῆκον μας, τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ὑπακοή. Ὅπως γνωρίζετε, μὲ τὴν ἀνταρσία ἔγινε ἡ πτῶσι τῶν λογικῶν ὄντων καὶ τῶν ἀγγελικῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων. Ὅταν ᾖλθε ὁ Ἰησοῦς μας νὰ ἐπαναφέρῃ σὲ ἰσορροπία τὰ πεπτωκότα, δὲν εὐδόκησε, δὲν οἰκονόμησε, δὲν ἐπεχείρησε, δὲν ἀποφάσισε νὰ κάνῃ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ ἄλλη θύρα, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν θύρα τῆς ὑπακοῆς. Διότι ἂν ἔκανε τὴν ἐπαναφορὰ διαφορετικά, θὰ ἔδινε τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶχε κάνει λάθος κατὰ τὴν δημιουργία. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ πάντα «καλὰ λίαν». Σὲ ἕνα λόγο του ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ἑρμηνεύοντας τὸ «καλὰ λίαν», λέγει.
«Καὶ πῶς ἦταν δυνατό, Πανάγαθε Δέσποτα, νὰ κάνῃς Ἐσὺ πρᾶγμα ἐσφαλμένο, ποὺ νὰ μὴν εἶναι «καλὸ λίαν»; Ἀφοῦ Ἐσὺ εἶσαι τὸ κέντρο πάσης καλοσύνης. Ἐσὺ εἶσαι τὸ ὑπέρτατο ἀγαθό, ἦταν δυνατὸ νὰ κάνῃς λάθος καὶ νὰ κάνῃς ἕνα πρᾶγμα ποὺ νὰ μὴν εἶναι σὰν καὶ Σένα καλό;».
Ἑπομένως τὰ «λίαν καλά» ἀπὸ τὸν Θεὸ γενόμενα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ μεταβάλῃ ὁ διάβολος, ὁ ἄνθρωπος ἢ ἄλλος παράγων. Ἐρχόμενος ὁ Ἰησοῦς μας, εἶχε τὴν δύναμι σὰν Κύριος τῶν πάντων νὰ μεταβάλῃ ἀκόμα καὶ τὸν νόμο τῆς δημιουργίας, διότι «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν, Αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». Αὐτὸς εἶναι ὁ τεχνουργός. Ἐν τούτοις γιὰ νὰ ἀποδείξῃ τὸ τέλειο τῆς θεοπρεποὺς μεγαλοσύνης Του, ὑπέδειξε ὅτι πρέπει νὰ γίνῃ ἐπιστροφὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔγινε ἡ πτῶσι. Ἀναγκάζεται λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, νὰ φορέσῃ τὴν ἰδική μας φύσι, νὰ ὑποστῇ τέτοιους εἴδους κένωσι, ποὺ νὰ εἶναι ἀσύλληπτη στὴν διάνοια τῶν λογικῶν ὄντων καὶ γιὰ νὰ μᾶς πείσῃ πρακτικὰ ὅτι ἡ ἐπαναφορά μας, μόνο διὰ τοῦ τρόπου τῆς ὑπακοῆς ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ. Ἐμεῖς οἱ μοναχοί, ποὺ κρατοῦμε τὸ κεφάλαιο τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητος, εἴμεθα ἀπόλυτοι μιμηταὶ τοῦ Ἰησοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ μετὰ τὴν ἁγνότητα, ὑποσχεθήκαμε ὑποταγὴ καὶ ὑπακοή. Ἐὰν ὁ μοναχὸς μένει ὑπήκοος καὶ ὑποτακτικός, δὲν ἠμπορεῖ ὁ διάβολος ποτὲ νὰ τοῦ κάνει κακό, οὔτε στὶς ἀλλοιώσεις, οὔτε στὶς ἀρρώστιες, οὔτε στοὺς κινδύνους, οὔτε στοὺς φόβους, οὔτε σὲ καμμιὰ λογικὴ ἢ παράλογη πρόφασι. Γιατὶ ἀκριβῶς, ὁ ὑπάκουος μοναχὸς δὲν δέχεται τὸν ἰδικό του λογισμό. Ὁ σατανᾶς κατ᾿ εὐθεῖαν δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ φανερωθῇ καὶ νὰ μιλήσῃ στόμα μὲ στόμα, ἢ ἀκόμα νὰ μᾶς κάνῃ σχήματα γιὰ νὰ μᾶς ἀπατήσῃ. Ἀκριβῶς κάτι κάνει, ἀλλὰ μὲ ποιὸ τρόπο; Δολίως, μέσῳ τῆς σκέψεως. Ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ ὁ νοῦς πηγάζει τὶς ἰδικές του σκέψεις καὶ τὶς ρίχνει στὴν ὀθόνη τῆς διανοίας καὶ τὶς ἐπιλέγει καὶ τὶς ἀποφασίζει, πηγαίνει καὶ ὁ σατανᾶς καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο προβολέα ρίχνει τὴν πονηρὴ σκέψι στὴν ἴδια ὀθόνη. Ὁ νοῦς ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδαὴς καὶ δὲν καταλαβαίνει, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ δὲν διακρίνει ποιὸς τὴν ἔβαλε ἐκεῖ. Τὴν παίρνει γιὰ ἰδική του σκέψι. Διότι ἡ σκέψι ἔρχεται μὲ δόλο. Δὲν λέγει καθαρὰ «φᾶγε, κοιμήσου, ραθύμησε, κλέψε, πὲς ψέματα, γέλασε». Διότι ἂν πῇ ἔτσι κατ᾿ εὐθεῖα, δὲν ὑπακούει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος, φύσι ἀγαθή, κατ᾿ εὐθεῖα στὸ πονηρὸ δὲν πάει· ἐκτὸς ἂν διαστραφῇ. Τότε ἔρχεται μὲ τὴν εὔλογη πρόφασι καὶ λέγει: «Εἶμαι ἀδιάθετος, ἂς πάω νὰ κοιμηθῶ»· καὶ πολλὲς ἄλλες ἀκατονόμαστες προφάσεις. Ὅταν ἔλθουν αὐτά, ὁ γνήσιος ὑποτακτικὸς ἀμέσως σκέπτεται. Ὁποιαδήποτε σκέψι ἔρχεται μέσα μου, καλή-κακὴ θὰ τὴν ἀναγγείλω στὸν Γέροντα. Καὶ εὑρίσκεται στὰ πλαίσια τῆς ὑποταγῆς καὶ τῆς ὑπακοῆς. Μόλις ὁ διάβολος ἰδῇ ὅτι ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ ὑποτακτικός, ἀποδυναμώνεται. Δοκιμάστε καὶ θὰ ἰδῆτε. Ὅταν ἐπιμένει ἕνας λογισμὸς λεπτὸς καὶ παραμένει, μόλις πεῖτε «θὰ πάω στὸν Γέροντα, καὶ ὅ,τι μοῦ πεῖ θὰ κάνω», ἀμέσως ἐξαφανίζεται.
Οἱ ἀλλοιώσεις δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ μεταβάλλουν τὶς διαθέσεις. Ἐνῷ τώρα ἕνας ἄνθρωπος εἶναι εὐδιάθετος, πρόθυμος, «ζέων τῷ πνεύματι», ξαφνικὰ σκυθρωπάζει, αἰσθάνεται ξηρασία, ἀκηδία καὶ χάνεται ὅλη ἡ προθυμία του. Τότε ἔρχεται ἡ εὔλογη πρόφασι νὰ ἐφαρμόσῃ οἰκονομία. Ἐπειδὴ εἶναι ἀδιάθετος νὰ φάγῃ λίγο παραπάνω, κάτι καλύτερο, νὰ ξεκουρασθῇ πρὸ τῆς κανονικῆς ὥρας, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν κανόνα του. Ὁ μοναχὸς ὅμως λέγει: «Δὲν θὰ κάνω τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καὶ ἂν εἶναι ἀνάγκη θὰ ἐρωτήσω τὸν Γέροντα». Ἔτσι δὲν κινδυνεύει. Διότι ἂν ὑποταχθῇ κανεὶς στὸν ὅρο τῆς οἰκονομίας, εἰσέρχεται σὲ ἕνα πλῆθος πειρασμῶν ποὺ δὲν ἔχει ἄκρη. Τὸν καταλαμβάνει ἀπόγνωσι, ἀποθάρρυνσι, τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδησί του καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο, οὕτως ὥστε καὶ σωματικὰ νὰ τὸν πείσῃ νὰ παραλείψῃ τὸν κανόνα του καὶ πνευματικὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃ νὰ ἐνθυμηθῇ τὸν Θεό. Θὰ τοῦ σαλέψῃ καὶ τὸν ψυχικὸ καὶ τὸν σωματικὸ κόσμο. Ἐὰν ὅμως εἶναι προσεκτικός, ὅ,τι τὸν ἀπασχολεῖ καὶ τὸν πιέζει, τὸ ἀναφέρει στὸν Γέροντα· καὶ ἔτσι σκεπάζεται μὲ τὴν Χάρι τῆς ὑπακοῆς καὶ ἐξαρτήσεως, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δὲν αἰχμαλωτίζεται στὶς διάφορες παγίδες τοῦ σατανᾶ. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ ὁ σατανᾶς, ὅλα τὰ πράγματα εἶναι ὁμαλὰ καὶ εἰρηνικά, διότι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ἔχομε κτῆμα μας τὴν εἰρήνη τοῦ Ἰησοῦ μας, «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. 14,27) καὶ «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας» (Ματθ. 28,20). Αὐτὰ εἶναι θέσεις, δὲν εἶναι ἁπλὰ λόγια.
Μένοντες ἐμεῖς μέσα στὸν ὅρο τῆς ὑπακοῆς καὶ τοῦ καθήκοντος, ἔχομε τὴν συνέχεια τῆς παρουσίας τῆς Χάριτος τοῦ Ἰησοῦ μας καὶ εἰρηνεύομε. Ὅλα αὐτὰ θὰ αὐξήσουν μέσα μας τὴν ἐμπειρία στὸ πῶς νὰ πολεμᾶμε. Ἂν αὐτὸ μάθετε, ἔληξε τὸ θέμα. Δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κάνῃ τίποτε κανείς· διότι νουνεχῶς καὶ μὲ φρόνησι συνεχίζαμε τὴν πορεία μας. Δὲν φοβούμεθα ὁποιονδήποτε παράγοντα ποὺ θέλει νὰ μᾶς φράξῃ τὸ δρόμο, διότι ἁπλούστατα, δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ δικαίωμα, γιατὶ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α´ Ἰωάν. 4,4).
Ἐρ.: Γέροντα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς εἴπατε, τί ἄλλο πρέπει νὰ κάνωμε ὅταν ἔλθουν αὐτὲς οἱ ἀλλοιώσεις;
Ἀπ.: Εἶπα καὶ προηγουμένως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ μάθῃ τὴν τέχνη τοῦ πολέμου. Τὸ κεντρικότερο ἀπὸ ὅλα φυσικά, ὅπως ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐτόνισε, εἶναι ἡ ὑπομονή. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» καὶ «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Γιατὶ ἡ ὑπομονὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ δείξῃ τὴν πραγματικότητα. Ἐπειδὴ οἱ ἀλλοιώσεις, ποὺ εἶναι ἀνιοῦσες καὶ κατιοῦσες καταστάσεις, δὲν εἶναι πραγματικές. Οὔτε ἡ ἀνιοῦσα, οὔτε ἡ κατιοῦσα κατάστασι εἶναι πραγματική, οὔτε τὸ κῦμα τῆς Χάριτος ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν δροσίζει καὶ τὸν παρηγορεῖ, εἶναι μόνιμο, ἀλλὰ οὔτε ἡ ἀπόγνωσι καὶ ἡ ξηρασία πάλι εἶναι μόνιμα. Τὴν ποιότητά τους θὰ τὴν εὕρωμε μόνο με τὴν μακροθυμία, ἡ ὁποία λέγεται ὑπομονή. Συνηθίζοντας κανεὶς νὰ ὑπομένῃ, περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἔλθη καὶ θὰ τὸν πληροφορήσῃ. Οἱ ἀλλοιώσεις προκαλοῦνται ἀπὸ πολλὲς αἰτίες. Εἴτε ἐκ δεξιῶν, εἴτε ἐξ ἀριστερῶν εἶναι, οἱ ἀφορμὲς ἕνα σκοπὸ ἔχουν. Τὸ συμφέρον, τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ συμβῇ στὸν ἄνθρωπο ὁ,τιδήποτε, πρέπει νὰ τὸ κρίνῃ μὲ τὴν θεοπρεπή Του δικαιοσύνη, ποὺ ὁπωσδήποτε εἶναι πρὸς ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ θέμα τῆς παναγάπης καὶ προνοίας τοῦ Θεοῦ εἶναι - ὅπως ὅλες οἱ θεῖες τελειότητες - θεοπρεπὲς καὶ τέλειο. Ὁ Θεὸς δὲν μεταβάλλεται, ὥστε νὰ πηγάζῃ ἀπὸ μία ἀπόφασί Του κακό. Μόνο καλοσύνη, μόνο ἀγάπη, μόνο ἀγαθότης, μόνο συμπάθεια, μόνο ἐλεημοσύνη εἶναι ὁ Θεός. Ἄρα, καὶ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ, καὶ ἐκείνους ποὺ παιδεύει, τοὺς παιδεύει σύμφωνα μὲ τὶς ἰδιότητές Του, ἀγαπητικά.
Γιὰ νὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς - καὶ ἰδίως στὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο τόσο πολὺ ἀγάπησε, ὥστε «οὐδὲ τοῦ ἰδίου Υἱοῦ ἐφείσατο» - μία ἀλλοίωσι, ἕνα πειρασμό, ἀπὸ ἀγάπη τὸ ἐπιτρέπει, γιὰ τὸ συμφέρον του.
ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου