Ινδουισμός
Η πολύπτυχη θρησκευτική παράδοση των Ινδών, που περικλείει σε μικρογραφία τους περισσότερους τύπους θρησκευτικής εμπειρίας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στους νεότερους χρόνους από Ευρωπαίους μελετητές, για να περιλάβει την απίθανη ποικιλία
θρησκειακών μορφωμάτων, που αναπτύχθηκε στη διαδρομή των αιώνων στην Ινδική χερσόνησο. Οι ίδιοι οι Ινδοί ονομάζουν τη Θρησκεία τους ‘σανάτανα ντάρμα’ (sanatana dharma), δηλ. αιώνιο νόμο ή αιώνια θρησκευτική διδασκαλία. Αριθμητικά είναι η τρίτη μεγάλη Θρησκεία, μετά το Χριστιανισμό και το Ισλάμ.
Παλαιότερα, ορισμένοι συγγραφείς εξέταζαν ως ιδιαίτερα θρησκεύματα το Βεδισμό, το Βραχμανισμό και τον Ινδουισμό. Προτιμούμε την υιοθετούμενη από τους ίδιους τους Ινδούς και τους σύγχρονους ερευνητές διαπραγμάτευση των δύο πρώτων ως αρχικών στρωμάτων του Ινδουισμού. Στην ινδική θρησκευτικότητα υπάρχει αδιάκοπη αναζήτηση, συνεχής ανέλιξη. Οι Ινδοί θεωρούν τη Θρησκεία τους αιώνια και πιστεύουν ότι οι ρίζες της βυθίζονται στην αρχή του κόσμου.
Ο Ινδουισμός είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών που κράτησαν χιλιάδες χρόνια και αποτελείται από αλλεπάλληλα θρησκευτικο-πνευματικά στρώματα. Συχνά, τα πρώτα σπέρματα βασικών ινδουιστικών ιδεών εμφανίζονται σε μία αρχαιότερη περίοδο, αλλά η ουσιαστική ανάπτυξη και καρποφορία συντελείται σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη φάση. Δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τον καθορισμό των επί μέρους περιόδων ανάπτυξης του Ινδουισμού. Σημαντικές παραλλαγές παρατηρούνται ως προς τον προσδιορισμό τους και τα χρονικά όριά τους. Διαγραμματικά διακρίνονται:
1. Προβεδική περίδος (4η χιλιετία - μέσα 2ης χιλιετίας π.Χ.). Ορισμένοι την αποκαλούν προϊστορική, άλλοι «πρωτο-ιστορικό» Ινδουισμό. Σ' αυτή δεσπόζει η παλαιά Θρησκεία των λαών της κοιλάδας του Ινδού ποταμού. 2. Βεδική (περίπου μέσα 2ης χιλιετίας - 7ος αι. π.Χ.), κατά την οποία πραγματοποιείται η σύνθεση και συλλογή των βεδικών ύμνων. 3. Περίοδος ζυμώσεων και αντιδράσεων (7ος - 2ος αι. π.Χ.). Η παλαιά βεδική Θρησκεία εξελίσσεται προς μονιστικές και μονοθεϊστικές κατευθύνσεις. Συγχρόνως αναπτύσσονται οι βασικές αντιλήψεις της ινδικής θρησκευτικής σκέψης και πνευματικότητας. Αναδύονται ο Τζαϊνισμός και ο Βουδδισμός, που εξελίσσονται σε ιδιαίτερες θρησκείες. 4. Περίοδος παγίωσης του κλασικού Ινδουισμού (2ος αι. π.Χ. - 8ος αι. μ.Χ.). Οι ιδέες που εμφανίζονται στα έπη και την πουρανική φιλολογία τονώνουν ένα τύπο θρησκευτικότητας στραμμένης σε προσωπικούς θεούς. Επίσης, στο θεωρητικό πεδίο διαμορφώνονται τα βασικά θεολογικά -φιλοσοφικά συστήματα. 5. Αύξηση και ακμή της μπάκτι (bhakti) θρησκευτικότητας (8ος - 19ος αι.). Αναπτύσσονται, ιδιαίτερα στο δραβιδικό Νότο, ενθουσιώδεις λατρείες με κέντρο την αφοσίωση σε ορισμένη θεότητα. Από τη συνάντηση Ινδουισμού και Ισλάμ προκύπτει (15ος αι.) μια νέα θρησκεία, ο Σικχισμός. 6. Σύγχρονη περίοδος (19ος αι. ως σήμερα), κατά την οποία ο Ινδουισμός αντιμετωπίζει την επιρροή του δυτικο-ευρωπαϊκού Χριστιανισμού και πολιτισμού. Η αντίδραση στις ξένες επιδράσεις συμβάλλει στην εκ νέου κατάφαση των παλαιών αξιών του ινδικού πολιτισμού και στην ανασύνταξη της ινδουιστικής θρησκείας.
Στη μακραίωνη θρησκευτική σύνθεση που πραγματοποιήθηκε στους κόλπους του Ινδουισμού διαφαίνονται δύο διεργασίες. Η πρώτη, που θα την ονομάζαμε «σανσκριτοποίηση», υπήρξε μια τάση να ενσωματωθούν τοπικές λατρείες και αντιλήψεις της πολυποίκιλης ινδικής υπαίθρου στον κλασικό βραχμανικό πολιτιστικό και θρησκευτικό τύπο (π.χ. να δοθούν σανσκριτικά ονόματα σε θεότητες διαφόρων χωριών και να αναγνωριστεί η υπεροχή των Βραχμάνων). Η άλλη διεργασία, που θα μπορούσε να αποκληθεί «δραβιδοποίηση», συνέβαλε στη σταδιακή απορρόφηση από τους ινδο-ευρωπαίους Αρίους ορισμένων στοιχείων της Θρησκείας και του πολιτισμού της Ν. Ινδίας. Δραβίδες ονομάζονται οι γηγενείς μελανοϊνδικοί λαοί που ομιλούν σήμερα τις γλώσσες Ταμύλ, Τελέγκου, Καναρέσε, Μαλαγιαλάμ και Τούλου. Οι λαοί αυτοί στα νεότερα χρόνια έχουν έντονα αντιδράσει στις θρησκευτικές και κοινωνικές απαιτήσεις των Βραχμάνων και στην επιβολή της γλώσσας Χίνα, απογόνου της αρχαίας σανσκριτικής, στο νότιο τμήμα της Ινδίας.
Διδασκαλία
Ο Ινδουισμός δεν έχει κοινό πιστεύω. Είναι κατεξοχήν ελαστικός. Χωρίς δυσκολία υιοθετεί και αφομοιώνει νέες αντιλήψεις. Ένας Ινδουιστής μπορεί να λατρεύει ένα θεό ή πολλούς, να λατρεύει κάποιον άνθρωπο σαν θεό ή να μην λατρεύει κανένα θεό. Οι θρησκευτικές δοξασίες και αντιλήψεις των Ινδών παρουσιάζονται εξαιρετικά δαιδαλώδεις και οι διάφορες απόπειρες λογικών ταξινομήσεων και αναλύσεων παραμένουν ατελείς και συμβατικές. Πάντως, ως καθολικά χαρακτηριστικά στοιχεία των διαφόρων ινδουιστικών ομάδων εμφανίζονται η πεποίθηση στη μετενσάρκωση, στον καθοριστικό ρόλο του κάρμα (Karma) και η αναγνώριση των «Βεδών» ως αυθεντικής αποκάλυψης. Ο Ινδουισμός γενικά τονίζει την τελική ενότητα του σύμπαντος, την ενότητα του Θείου, το θεϊκό χαρακτήρα της ψυχής. Διακηρύσσει επίσης ότι η πνευματικότητα πρέπει να εκφραστεί με ανιδιοτελή βίο και ότι πολλοί δρόμοι οδηγούν στην Υπέρτατη πραγματικότητα.
Πηγές
Τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού αποτελούν μία πολύτομη φιλολογική παραγωγή, που διαμορφώθηκε σε διάστημα δύο σχεδόν χιλιετηρίδων. Η ιερή αυτή γραμματεία δεν είναι σαφώς και αυστηρώς περιχαρακωμένη, ώστε ν' αποτελεί ένα είδος «κανόνα». Συνήθως διακρίνονται η ‘σρούτι’ (sruti), που σημαίνει αυτό που έχει ακουστεί και, κατ' επέκταση, αυτό που έχει αποκαλυφθεί, και η ‘σμρίτι’ (smriti), που δηλώνει την παράδοση. Μεγαλύτερο κύρος έχει η πρώτη ομάδα. Σ' αυτήν ανήκουν: 1. Οι «Βέδες», που θεωρούνται η αρχαιότερη και σημαντικότερη ιερή συλλογή και περιλαμβάνουν, στη σανσκριτική, ύμνους και λατρευτικές διατάξεις. 2. Οι «Βραχμάνες», ογκώδη βιβλία, σε πεζό λόγο, που αποτελούν υπομνήματα των «Βεδών», κυρίως επί των τελετουργικών θεμάτων. 3. Οι «Ουπανισάδες», που επιχειρούν τη φιλοσοφική εμπέδωση των «Βεδών» και διακρίνονται για τη διανοητική και ποιητική τους έξαρση. Αποτελούνται από πραγματείες, ομιλίες, αφορισμούς, ύμνους, γνωμικά και αποφθέγματα παλαιών Ινδών ασκητών και σοφών, που εκφράζουν εμπειρίες για το απόλυτο Ένα.
Στην ομάδα Σμρίτι εντάσσονται: 1.Τα έπη «Ιτιχάσας» (itihasas), που περιλαμβάνουν τα ποιήματα «Μαχαβάρατα» και «Ραμάγιανα» και είναι για τους Ινδούς ό,τι η Iλιάς και η Οδύσσεια για τους Έλληνες. Αποτελούν το πρότυπο της ινδικής και, ευρύτερα, της ασιατικής ποίησης. Το τελευταίο μέρος της «Μαχαβάρατα». που θεωρείται το άνθος της ινδικής θρησκευτικής έμπνευσης, αποσπάται συνήθως από το υπόλοιπο έπος και απαρτίζει το κατεξοχήν βιβλίο της θρησκευτικής οικοδομής των Ινδών, τη «Βαγκαβατγκίτα», δηλ. «Το άσμα του Κυρίου» ή «του Υπερόχου». 2. Οι «Ντάρμα-σούτρας» και «Ντάρμα-σάστρας». Πρόκειται για έργα φιλοσοφικο-θρησκευτικά, στα οποία αποθησαυρίζονται παραδόσεις τελετουργικές και νομικές, που αφορούν σε πρακτικές πλευρές της ινδικής θρησκευτικότητας. 3. Οι «Πουράνας», που αποτελούν συλλογές της μετακλασικής θρησκευτικής φιλολογίας, η οποία αναπτύχθηκε στη διάρκεια της πάλης του Ινδουισμού με το Βουδδισμό, και ιδιαίτερα μετά από αυτήν. Ενσωματώνουν παλαιές παραδόσεις και βοηθούν στη γνώση των θρησκευτικών ζυμώσεων που συντελέστηκαν στον ινδικό κόσμο. 4. Οι «Άγκαμας» και οι «Τάντρας». Οι τελευταίες είναι εγχειρίδια μαγείας και
μυθολογίας, που περιγράφουν ιδιότυπες τελετουργίες, δίνοντας οδηγίες για την απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων. Υπάρχουν ακόμη πολυάριθμα βιβλία φιλοσοφικού, θεολογικού και υμνολογικού χαρακτήρα πολλά γραμμένα σε τοπικές διαλέκτους. που επηρεάζουν τη θρησκευτική ζωή των Ινδών. Τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού αποτελούν μια πολύτομη και δαιδαλώδη φιλολογία στην οποία συναντούμε τις πιο αντίθετες απόψεις και τάσεις.
Αντιλήψεις περί Θείου
Η κλασική ινδική φιλοσοφία και θρησκευτικότητα παρατρέχει την επιφάνεια της ζωής και στρέφεται κυρίως στα προβλήματα τα οποία σχετίζονται με το άπειρο, το Υπερβατικό. Αναζητεί την πρώτη αιτία των πάντων, ενδιαφέρεται για εκείνο που υπάρχει «πέρα από τις κατηγορίες της ανθρώπινης σκέψης», για την αναζήτηση του αμετάβλητου της παγκόσμιας αρμονίας, της αιώνιας ουσίας, που διαπερνά το σύμπαν.
Το πιο αρχαϊκό στρώμα όπως παρουσιάζεται στις «Βέδες», χαρακτηρίζεται από ανθρωπομορφικό πολυθεϊσμό. Στη «Ριγκ-Βέδα» έχουν συγκεντρωθεί ύμνοι σε διάφορους θεούς και μαρτυρούν ένα είδος φυσιολατρίας. Το βεδικό πάνθεο περιλάμβανε πολλούς θεούς, όπως τον Βαρούνα, εξουσιαστή του ουράνιου χώρου, τον Αγκνί, θεό της φωτιάς, τον Ίντρα, θεό της βροχής, τον Ρούντρα, θεό των βουνών και της χιονοθύελλας. Συγχρόνως όμως, από τις «Βέδες» αναδύεται ένας συνθετότερος στοχασμός γύρω από τους θεούς και αναπτύσσονται τα πρώτα σπέρματα ενός μονιστικού Πανθεϊσμού.
Τα περισσότερα ινδουιστικά συστήματα αρνούνται την ύπαρξη ενός προσωπικού, υπέρτατου Θεού, δημιουργού και κυβερνήτη του κόσμου. Αναφέρονται στο Βράχμαν ως την ύψιστη, απρόσωπη αρχή, που βρίσκεται πάνω απ' όλα, μέσα σ' όλα, περικλείει τα πάντα, διαποτίζει τα πάντα. Σύμφωνα με τις «Ουπανισάδες» Βράχμαν είναι ο αιθέρας, η ζωή, το κενό· περιλαμβάνει ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει, βρίσκεται πέρα από κάθε ορισμό.
Στον κλασικό Ινδουισμό διαπιστώνεται συνύπαρξη εναλλακτικών τύπων λατρείας του Βίσνου και του Σίβα, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν δύο μορφές του υπέρτατου Θεού. Στον κύκλο των Βαϊσνάβα (Vaisnava, δηλ. των πιστών στον Βίσνου) αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η διδασκαλία περί αβατάρα, η πίστη στις διαδοχικές ενσαρκώσεις του Βίσνου. Ο όρος σημαίνει κάθοδο, κατάβαση της θεότητας στη γη (ava = κάτω). Η διδασκαλία αυτή εμφανίζεται με μεγάλη εκφραστική δύναμη στη «Βαγκαβατγκίτα». Προβάλλει ως αντίδραση στο μονισμό και τον πολύτροπο πολυθεϊσμό. Ενώ στις «Ουπανισάδες» το υπέρτατο Ον παρουσιάζεται συνήθως απρόσωπο και χωρίς ιδιότητες, στις μορφές του Κρίσνα και του Ράμα το απόλυτο αυτό γνωρίζεται, γίνεται προσφιλές και ταυτίζεται με κάθε τι που υπάρχει. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, όταν ο κόσμος βρίσκεται σε φοβερή κρίση, ο προνοητής θεός Βίσνου, για να δώσει λύση στο αδιέξοδο κατέρχεται με μια ορισμένη μορφή. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 8 αβατάρα. Ο Βίσνου έχει εμφανιστεί στο παρελθόν ως Ιχθύς (Matsya), Χελώνα (Kurma), Κάπρος (Varaha), Λεοντάνθρωπος (Narasimha), Νάνος (Vamana), πελεκυφόρος Ράμα (Parasurama), Κρίσνα (Krsna) και Ράμα (Rama). Στο θεολογικό αυτό σύστημα των Βαϊσνάβα εκτός από τους αβατάρα υπάρχουν και άλλες λαοφιλείς θεότητες, όπως ο Σρι Γκανέσα (Sri Canesa), ο οποίος παρουσιάζεται με μορφή καλοκάγαθου ελέφαντα και πιστεύεται ότι είναι γιος του Βίσνου.
Στη «Βαγκαβατγκίτα» παρουσιάζεται μια αντίληψη περί Θεού, που αποτελεί κράμα των αντιλήψεων περί απρόσωπης αρχής των «Ουπανισάδων» και της πίστης σ' έναν από τους προσωπικούς θεούς της λαϊκής ευσέβειας, τον Κρίσνα, την 7η ενσάρκωση του Βίσνου. Με τη σύνθεση αυτή εναρμονίζονται μερικές αντίθετες απόψεις, που ενυπάρχουν στη μακραίωνη παράδοση του Ινδουισμού, και έτσι επιτυγχάνεται η αξιοποίηση ορισμένων στοιχείων της ινδικής θρησκευτικής ζωής, τα οποία ενώ συγκινούν τις μάζες, δεν αφήνουν αδιάφορους τους τυπολάτρες και τους διανοούμενους. Γενικά, ο Θεός στην περίπτωση αυτή δεν ταυτίζεται με τον κόσμο, με τα σώματα ή τις ψυχές των ανθρώπων. Είναι η πρώτη αρχή και η ψυχή του κόσμου, ό,τι υψηλότερο και ωραιότερο.
Στο θρησκευτικό σύστημα της δεύτερης μεγάλης ομάδας, των Σάιβα (Saiva), των οπαδών του Σίβα κεντρική επίσης θέση κατέχουν οι θεές Κάλι και Ντούργκα. που δεσπόζουν στη λατρευτική ζωή της περιοχής της Βεγγάλης. Στο μεταγενέστερο Ινδουισμό οι γυναικείες αυτές θεότητες αποκαλούνται Σάκτι, δηλ. ενέργειες, δυνάμεις του Θεού. Συνήθως προσωποποιούνται και θεωρούνται «σύζυγοι» του Σίβα. Στο λατρευτικό αυτό τύπο αφομοιώθηκαν, ως φαίνεται, παλαιότερες μορφές λατρείας Μητέρων – θεών. Οι φανατικοί θιασώτες της λατρείας αυτής είναι γνωστοί ως Σάκτας (Saktas).
Στις «Πουράνας» και τις «Άγκαμας» επανέρχονται παλαιά θεολογικά θέματα με νέες ερμηνείες και εμφάσεις. Η θεολογία τους αντανακλά περισσότερο μια θρησκευτικότητα στραμμένη σε προσωπικούς θεούς. Η παλαιά, απρόσωπη αρχή του σύμπαντος, το Βράχμαν των «Ουπανισάδων», παίρνει στη θρησκευτική ζωή του λαού τριπρόσωπη μορφή. 'Έτσι, η προσοχή συγκεντρώνεται στο τριμούρτι (trimurti), στην τριάδα των θεών: Βράχμα, τον δημιουργό, Βίσνου, τον συντηρητή, και Σίβα, τον καταστροφέα. Δίπλα στον Βράχμα στέκεται ως σύζυγος η Σαρασβάτι, στον Βίσνου η Λάξμι και στον Σίβα η Παρβάτι. Οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες βλέπουν το δικό τους Θεό σαν πηγή προέλευσης των δύο άλλων. Η σύνθεση του ˝τριμούρτι˝ δεν παραμένει σταθερή (πχ σε μια «Πουράνα» προστίθεται η μορφή του Κρίσνα). Ο Βράχμα κατέχει σοβαρή θέση στη θεολογία, αλλά υποχωρεί ολοκληρωτικά στη Λατρεία.
Η αφοσίωση στις θεότητες αυτές κατάκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Ινδίας, εκτοπίζοντας τη λατρεία παλαιών βεδικών θεών, όπως του Βαρούνα, του Ίντρα κ.α. Ο επισκέπτης της Ινδίας σήμερα συναντά κυρίως αυτό τον τύπο ινδικής θρησκευτικότητας. Λέγεται ότι στο ινδουιστικό σύμπαν του υπερβατικού κινούνται 330 εκατομμύρια θεοί. Οι Ινδοί διανοούμενοι δεν ενοχλούνται από τη λατρεία πολλών θεοτήτων. Τους αντιμετωπίζουν ως εκφράσεις και εκδηλώσεις της μιας θεϊκής πραγματικότητας και υποστηρίζουν ότι οι θεότητες αυτές είναι όψεις και αντανακλάσεις του ενός. (Για τις περί Θεού αντιλήψεις του φιλοσοφικού Ινδουισμού, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στις έξι «ορθόδοξες» ντάρσανας βλ κατωτέρω).
Ο κόσμος για την ινδουιστική σκέψη δεν δημιουργήθηκε από το Θεό εκ του μηδενός. Κινείται με απρόσωπους φυσικούς νόμους. Ότι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις, είναι παραισθήσεις. Ο πολύμορφος κόσμος αποτελεί φανταστική εικόνα, οφθαλμαπάτη, «μάγια» (maya) και όχι πραγματικότητα. Το σύμπαν περιοδικά καταστρέφεται και αναδημιουργείται. Υπάρχει ανακύκληση των κόσμων. Αφού διανυθεί ορισμένη χρονική περίοδος ζωής, η οποία ονομάζεται κάλπα (kalpa), το σύμπαν καταστρέφεται. Μεσολαβεί περίοδος αδράνειας, ανυπαρξίας και ακολουθεί νέα φάση διαμόρφωσης καινούργιου κόσμου. Η κάλπα χαρακτηρίζεται σαν ημερονύκτιο του Βράχμα και υπολογίζεται σε 4.320 εκατομμύρια έτη (βλ.λ. Γιούγκα).
Για την ινδική σκέψη υπάρχει διαβάθμιση των όντων, που αρχίζει από τα φυτά, τα ζώα και φτάνει στους υπέρτατους θεούς. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε ενδιάμεση βαθμίδα και είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί παίρνοντας διάφορες μορφές ύπαρξης. Το δόγμα της μετενσάρκωσης, της ανακύκλησης των μεταβιώσεων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του Ινδουισμού και των Φιλοσοφικών συστημάτων, τα οποία αναπτύχθηκαν στο χώρο του. Το ουσιαστικότερο στοιχείο του ανθρώπου είναι το άτμαν. Η πρώτη σημασία της λέξης ήταν ˝αναπνοή˝, ζωή, τελικά όμως έφτασε να σημαίνει: ψυχή, εγώ, συνείδηση, το όχημα του νου και του χαρακτήρα τη βαθύτερη ουσία ενός όντος. Με το θάνατο, το άτμαν αναχωρεί από το φυσικό σώμα για να κατοικήσει σ' ένα καινούργιο. Το αν στη συνέχεια ενσωματωθεί σε κατώτερη ή ανώτερη μορφή ύπαρξης, αυτό εξαρτάται από το κάρμα. Βασικά, η λέξη αυτή σημαίνει πράξη, έργο, αλλά στην ινδουιστική ορολογία δηλώνει το ποσόν ενέργειας, θετικής ή αρνητικής, που συσσωρεύει μια ύπαρξη, καθώς ζει και δρα. Η αλυσίδα των γεννήσεων, θανάτων και αναγεννήσεων, στην οποία είναι καταδικασμένο το άτμαν, ονομάζεται μπάβα - τσάκρα (bhava-cakra), τροχός της ζωής ή σαμσάρα, ανακύκληση των μεταβιώσεων.
Στη βεδική εποχή η θέση της γυναίκας ήταν σχετικά υψηλή. Αργότερα σε συσχετισμό με το γενετήσιο αυτοέλεγχο, που καλλιέργησε η Φιλοσοφία των «Ουπανισάδων», αναπτύχθηκαν στην ινδουιστική κοινωνία κανόνες, που φανερώνουν σαφή υποτίμηση της γυναίκας. Ώς κόρη είναι εξαρτημένη από τον πατέρα της, ως σύζυγος από τον άντρα της, αν χηρεύσει από τους γιους της. Δεν δικαιούται να ενεργεί αυτοδύναμα. Κατά περιόδους επικράτησε το έθιμο να καίεται μαζί με τον νεκρό σύζυγό της στην πυρά. Η θυσία αυτή (sati) θα συνέβαλλε σε μια καλύτερη μετενσάρκωση των συζύγων.
Λύτρωση
Βασικό θέμα της ινδικής θρησκευτικής αναζήτησης υπήρξε ο προσδιορισμός της οδού για τη λύτρωση. Το πρόβλημα αυτό συνυφάνθηκε με πλήθος άλλων ζητημάτων, στα οποία οι συζητήσεις και απαντήσεις κατά τη μακραίωνη εξέλιξη του Ινδουισμού υπήρξαν πολυσύνθετες. Οι τρεις δρόμοι πορείας προς τη λύτρωση, τους οποίους καθόρισε η ινδική σκέψη είναι: Η κάρμα-μάργκα (karma-marga), οδός των έργων, η τζνάνα-μάργκα (Jnana-marga), η οδός της γνώσης, και η μπάκτι-μάργκα (bhakti-marga), η οδός της αφοσίωσης Η: κάρμα-γιόγκα (karma-yoga), τζνάνα-γιόγκα (jnana-yoga), μπάκτι-γιόγκα (bhakti-yoga). Γιόγκα σημαίνει άσκηση, γυμνασία, ζεύξη. Υπάρχουν διάφορες άλλες παραλλαγές και συνδυαστικές μορφές της ινδουιστικής ευσέβειας.
Σύμφωνα με τον πρώτο δρόμο, όπως χαράχθηκε από το Βεδισμό και το Βραχμανισμό, το κέντρο της θρησκευτικής ζωής συνιστούν οι θυσίες, τα τελετουργικά έργα, και προϋπόθεση για την αποδοχή εκ μέρους των θεών των αιτημάτων του ανθρώπου αποτελεί η ακριβής τήρηση του τυπικού. Η θυσία προσφέρει και παράγει το παν. Αργότερα αναζητήθηκε βαθύτερη θεολογική ερμηνεία του νοήματος των τελετουργικών τύπων.
Η δεύτερη λυτρωτική κατεύθυνση, που επισημαίνουν κυρίως οι «Ουπανισάδες», τονίζει ότι στο σύμπαν υπάρχει ένα μόνο Άτμαν. Τα αλλά, τα επί μέρους άτμαν, αποτελούν απλώς διαφοροποιήσεις του ενός. Η ινδική σκέψη θα ταυτίσει τελικά το ένα και μοναδικό Άτμαν με το Βράχμαν. Οι «Ουπανισάδες», αναζητώντας τη σωτηρία τη μόξα (moksa) τονίζουν ότι ο τελικός σκοπός, τον οποίο πρέπει να επιδιώξει ο άνθρωπος, είναι η λύτρωση από την αδιάκοπη ροή της σαμσάρα και ότι αυτό το επιτυγχάνει, όταν συνειδητοποιήσει την ταυτότητα Άτμαν και Βράχμαν. Ο άνθρωπος, αποτελώντας μια σπίθα της παγκόσμιας ψυχής, του Άτμαν, δεν αποχωρίζεται από αυτή την ενότητα με ανυπακοή ηθικής τάξης. Η υπέρτατη αρχή του σύμπαντος το Βράχμαν, εφόσον είναι απρόσωπη, δεν μπορεί να προσβληθεί. Για την ινδική, λοιπόν, σκέψη αμαρτία κυρίως είναι η άγνοια. Και αυτή πρέπει να υπερνικηθεί με τη γνώση και την εμπειρία για να φτάσει κανείς στην έλλαμψη. Η θέληση επιστρατεύεται όχι για τη μεταμόρφωση του κόσμου, αλλά για την απομάκρυνση του ατόμου απ' αυτό τον κόσμο της απάτης.
Η «Βαγκαβατγκίτα» ως οδός σωτηρίας απλούστερη και αμεσότερη, εξήρε την οδό της αφοσίωσης σε προσωπική θεότητα (μπάκτι-μάργκα). Ο επιφανέστερος θεολόγος της αφοσίωσης και αγαπητικής προσκόλλησης σε μια ορισμένη θεότητα υπήρξε ο μεγάλος θεολόγος και ποιητής Ραμανούτζα (Ramanuja, 11ος - 12ος αι. μ.Χ.). Η θερμή αγάπη του είχε δοθεί στον Βίσνου και ιδιαίτερα στην ενσάρκωση του, τον Κρίσνα
Στο κοινωνικό πεδίο ο κλασικός Ινδουισμός, αιώνες τώρα ήδη από τη βεδική εποχή, διαχωρίζει τους ανθρώπους σε αυστηρά περιχαρακωμένες τάξεις, κάστες (varnas). Τις 4 ανώτερες τάξεις στην ινδουιστική κοινωνία αποτελούν: οι βραχμάνες (brahmanas), οι ιερείς, oι ξάτριγυας (ksatriyas), οι πολεμιστές, όπου ανήκουν βασιλείς και αριστοκράτες. Οι βαϊσυας (vaisyas) οι επαγγελματίες. Οι Σούντρας (sudras), οι χωρικοί. Όσοι βρίσκονται έξω από τις τάξεις, θεωρούνται παρίες. Οι παραδοσιακές βεδικές κάστες υποδιαιρούνται σ' άλλες μικρότερες και συνολικά φτάνουν σήμερα στις 26 χιλιάδες υποκάστες. Στην τάξη των βραχμάνων και μόνο, διακρίνονται 1.887 υποδιαιρέσεις. Στη δεκαετία του 1960 το 82.4% του πληθυσμού ανήκε στις τέσσερις παραδοσιακές κάστες, ενώ το 17.6% αποτελούσαν οι παρίες.
Η ινδουιστική παράδοση έχει καθορίσει με προσοχή τα ατομικά και κοινωνικά καθήκοντα των ανθρώπων κάθε επαγγέλματος, τάξης, κοινωνικής ομάδας και έχει υπογραμμίσει την ανάγκη περιορισμού του εγωισμού, το χρέος για συνεχή πνευματική βελτίωση και αναζήτηση της αλήθειας. Η περί σαμσάρα και κάρμα διδασκαλία ενώ παρουσιάζεται ως ηθική ερμηνεία που τονίζει τη σημασία των αγαθών ή κακών πράξεων, αποτελεί ταυτόχρονα μια αδρανοποίηση της κοινωνίας. Διότι αποδυναμώνει κάθε σκέψη εξέγερσης κατά της κοινωνικής αδικίας. Αυτό που είναι ο κάθε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, υγιής ή ασθενής οφείλεται στο γεγονός ότι στην προηγούμενη μορφή ύπαρξης είχε πράξει το καλό ή το κακό. Αμφισβήτηση των δογμάτων της σαμσάρα και του κάρμα, αγώνας για κοινωνική ισότητα σημαίνουν στην ουσία άγνοια των νόμων της ύπαρξης, ασέβεια. Το ιδανικό είναι, τελικά, η πλήρης απόσταση από τις υποθέσεις της ζωής, η αδιαφορία για τον κόσμο και την ανθρώπινη κοινωνία και η ασκητική αναζήτηση της λύτρωσης, πολλές φορές με τη μεσολάβηση υπνωτικής τεχνικής ή με ένα είδος νηφάλιας έκστασης.
Φιλοσοφικο-θεολογικά συστήματα
Οι βασικότερες κατευθύνσεις του φιλοσοφικού Ινδουισμού αποκρυσταλλώθηκαν στις 6 «ορθόδοξες» ντάρσανας (darsanas). Η καθεμιά από αυτές προσφέρει ιδιαίτερο πλαίσιο γνώσης, όπου εντάσσονται τα διάφορα στοιχεία της ινδουιστικής παράδοσης για τον κόσμο και γενικότερα για το νόημα της ζωής και τους δρόμους προς τη λύτρωση. Η καθιερωμένη σήμερα μορφή τους αποτελεί προϊόν μακροχρόνιας επεξεργασίας, στην οποία έλαβαν μέρος πολλά πρωτότυπα πνεύματα και μεταγενέστεροι σχολιαστές. Τα συστήματα αυτά είναι: 1. Η Νυάγια (Nyaya). που ασχολείται κυρίως με τις αρχές της διαλεκτικής, για να διευκολύνει το συνεπή συλλογισμό σε θρησκευτικά προβλήματα. 2. Η Βαϊσέσικα (Vaisesika), είδος φυσιοκρατικής φιλοσοφίας, που επισημαίνει τις ιδιοτυπίες (visesa) των όντων. 3. Η Σάνκυα (Sankhya), δυαλιστική φιλοσοφία, που διδάσκει ότι το σύμπαν αποτελείται από την ύλη και αναρίθμητες άυλες ουσίες. 4. Η Γιόγκα, η οποία, έχοντας ως φιλοσοφικό υπόβαθρο τη φιλοσοφία της Σάνκυα, επεξεργάστηκε κυρίως την πρακτική μέθοδο αυτοσυγκέντρωσης και αυτοβυθισμού. 5. Η Μιμάμσα (Mimamsa), ερμηνευτική θεολογία των ιερών κειμένων, και μάλιστα των τελετουργικών. Η φιλοσοφική της θέση βρίσκεται κοντά στον πλουραλιστικό ρεαλισμό των δύο πρώτων σχολών. 6. Η Βεδάντα (Vedanta) ή Ούτταρα Μιμάμσα (Uttara Mimamsa) μεταγενέστερη ερμηνευτική, η οποία επιχειρεί τη βαθύτερη κατανόηση των «Ουπανισάδων» τη σύνθεση και εναρμόνιση των θεολογικών και φιλοσοφικών στοιχείων τους.
Στο περί Θεού ζήτημα οι ντάρσανας διαφοροποιούνται σημαντικά. Η Νυάγια και η Βαϊσέσικα υιοθετούν την πίστη σ' ένα Θεό προσωπικό, ο οποίος καθοδηγεί και είναι αιώνιος, ενώ δέχονται ότι αιώνιες επίσης είναι η ύλη και οι ψυχές. Η Μιμάμσα και η αρχαία Σάνκυα αρνούνται την ύπαρξη Θεού προνοητού και υποστηρίζουν ότι ο κόσμος κινείται με βάση απρόσωπους, φυσικούς ή ηθικούς νόμους. Η κλασική Γιόγκα αναγνωρίζει ένα παντογνώστη και αιώνιο Θεό, δεν παραδέχεται όμως ότι αυτός επεμβαίνει στα ανθρώπινα. Θεό επίσης δέχεται και η μεταγενέστερη Σάνκυα. Στα κείμενα της Βεδάντα, όπως θα φανεί στη συνέχεια διακρίνονται 3 ρεύματα θρησκευτικών εμπνεύσεων. Αλλά και τα συστήματα που δέχονται Θεό, δεν καθορίζουν το όνομα του, αν αυτός λέγεται Βίσνου, Σίβα ή αν έχει άλλο όνομα, αυτό αφήνεται στη διάθεση του κάθε Ινδού.
Η Βεδάντα, που είναι η σπουδαιότερη σχολή της ινδουιστικής φιλοσοφίας και ως σήμερα ασκεί βαθιά επιρροή τόσο μέσα στην Ινδία όσο και σε άλλες χώρες, διακλαδίζεται σε 3 ιδιαίτερες σχολές: 1. Την Αντβάιτα Βεδάντα (Advaita Vedanta), δηλ τη μη δυιστική σχολή που υποστηρίζει την ενότητα της ουσίας του σύμπαντος και δεν δέχεται διάκριση ύλης και πνεύματος. Διαμορφώθηκε κυρίως από τον φιλόσοφο Σάνκαρα (Sankara, 788-820 μ.Χ.). 2. Τη Βισίστ-αντβάιτα Βεδάντα (Visist-advaita Vedanta), τη διαφοροποιημένη μονιστική σχολή του Ραμανούτζα (Ramanuja, 1017-1137 μ.Χ. ), θεωρία της πολυθεϊστικής πολυμορφίας, η οποία ισχυρίζεται ότι υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο Θεό, στην ύλη και στις ψυχές. 3. Τη Ντβάιτα Βεδάντα (Dvaita Vedanta), τη δυαλιστική σχολή του Μάντβα (Madhva, 1199-1278), η οποία δέχεται την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου και την ύπαρξη προσωπικού Θεού.
Εκτός από τα κλασικά αυτά φιλοσοφικά συστήματα στους κόλπους του μεταγενέστερου Ινδουισμού διαμορφώθηκαν πολλές ακόμη φιλοσοφικές τάσεις και σχολές, όπως: Μεταξύ των οπαδών του Βίσνου, η Ντβαϊταντβάιτα (Dvaitadvaita) και η Σουνταντβάιτα (Suddhadvaita), που στρέφονται γύρω από τη λατρεία του Κρίσνα και μεταξύ των οπαδών του Σίβα ή Σάιβα σιντάντα (Saiva siddhanta), η κατ' εξοχήν φιλοσοφία των Σαϊβιτών της Ν. Ινδίας, ο Κασμίρα Σαϊβισμός• (Kasmira-Saivism), τύπος φιλοσοφικού μονισμού κ.ά.
Η θρησκευτική φιλοσοφία του Ινδουισμού είναι μια φαντασμαγορική δημιουργία στην οποία κινούνται με απίθανη άνεση ο ρεαλισμός και ο ιδεαλισμός, ο θεϊσμός και ο Αθεϊσμός, ο Πανθεϊσμός και ο Μονισμός, με πλήθος ενδιάμεσες συνθέσεις.
Λατρεία
Η λατρευτική ζωή του Ινδουισμού εμφανίζει πολυδαίδαλη διαφοροποίηση. Διαφέρει από κάστα σε κάστα από περιοχή σε περιοχή, από χωριό σε χωριό. Για τον ευλαβή Ινδό, αυτό που έχει σημασία είναι να λατρεύει Κάτι ή Κάποιον με όλη του την καρδιά. Εκτός από την παλαιά, βεδική λατρεία αναπτύχθηκαν στους κόλπους του Ινδουισμού και άλλες ιδιάζουσες λατρείες, οι οποίες απέκτησαν αναρίθμητους θιασώτες. Ενώ τα διάφορα θεολογικοφιλοσοφικά συστήματα δίνουν έμφαση στη γνώση για την επίτευξη της λύτρωσης, οι λατρευτικοί αυτοί κλάδοι τονίζουν τη σημασία της λατρείας ενός συγκεκριμένου Θεού και έχουν διαμορφώσει ιδιαίτερα τυπικά. Οι ομάδες αυτές χρησιμοποιούν κατ’ επιλογή θεωρίες των ντάρσανας, ενώ κινούνται κυρίως μέσα στα πλαίσια μιας θρησκευτικότητας τύπου μπάκτι.
Οι 5 σημαντικότερες ομάδες Λατρείας, που συγκεντρώνουν εκατομμύρια οπαδών, είναι: 1. Η Βαϊσνάβα, στην οποία η ύψιστη Πραγματικότητα ταυτίζεται με τον Βίσνου και τις ενσαρκώσεις του, τις αβατάρα. 2. Η Σάιβα με κέντρο τον πολυδύναμο Σίβα και με δαιδαλώδεις Θεολογικές ποικιλίες. 3. Η Σάκτα η οποία εξωτερικά παρουσιάζεται οργιαστική, όπως όμως ισχυρίζονται οι θιασώτες της, έχει ανώτερο συμβολικό και φιλοσοφικό νόημα. 4. Η Γκαναπάτυα (Ganapatua), η λατρεία του Γκαναπάτι (Ganapati), ή Γκανέσα, του ελεφαντόμορφου Θεού της σοφίας και της τύχης. 5. Η Σάουρα (Saura), που αντικείμενό της έχει τον ήλιο. Σπουδαιότερες στην εποχή μας είναι οι δύο πρώτες. Η τρίτη η οποία συγγενεύει με τη λατρεία Σάιβα παρουσίασε κάποια ύφεση, τελευταία όμως συγκεντρώνει νέο ενδιαφέρον. Οι εσωτερικές πτυχές των μορφών λατρείας είναι λαβυρινθώδεις σε ιδέες, όρους, πράξεις, τυπικά. Κατά κανόνα παρατηρείται αυστηρή προσκόλληση στην τήρηση του παραδοσιακού τελετουργικού και η πολυσύνθετη διαδικασία των προσφορών απαιτεί σχολαστική ακρίβεια.
Η παραδοσιακή ιερατική τάξη είναι η κάστα των Βραχμάνων. Δεν είναι όμως όλοι οι Βραχμάνες ιερείς. Λίγοι μόνο στην πράξη ασκούν το ιερατικό λειτούργημα. Ούτε όλοι όσοι ασχολούνται με θρησκευτικά λειτουργήματα ανήκουν στην τάξη των Βραχμάνων. Οι Βραχμάνες συνήθως υπηρετούν ως ιερείς τις 3 ανώτερες ινδουιστικές τάξεις. Ορισμένες ιερουργίες τελούνται από τον αρχηγό της οικογένειας. Όλα τα χωριά λίγο πολύ διαθέτουν για τις θρησκευτικές τελετουργίες κάποιον ανεπίσημο «ιερέα», ο οποίος γνωρίζει τους τρόπους προσφυγής στους γκράμα ντεβάτας (grama devatas), τις θεότητες-προστάτες του χωριού, ή πιθανώς έναν εξορκιστή ή μάντη.
Όλοι αυτοί προέρχονται σχεδόν πάντοτε από τις κατώτερες τάξεις και βρίσκονται σε ιδιαίτερη σχέση με τις θεότητες του χωριού, των οποίων θεωρούνται όργανα και, σε κατάσταση πνευματοληψίας, μιλούν εξ ονόματός τους. Δεν υπάρχει αποκλειστική ενοποιός ιερατική δομή και αρχή στον Ινδουισμό. Το γεγονός αυτό, που συμβαδίζει με την ενδογενή ποικιλομορφία στην ινδική κοινωνία, διευκόλυνε τις πολλές λατρευτικές και θεολογικές διαφοροποιήσεις.
Διακρίνονται 4 κατηγορίες λατρευτικής ζωής: Η λατρεία στους ναούς, η οικογενειακή, η ατομική και η συντροφική. Η Ινδία είναι κατάσπαρτη από ιερά και ναούς, από τους απλούς βωμούς, που έχουν ένα μόνο σύμβολο, ως τα πιο εντυπωσιακά κτίσματα. Τα σπουδαιότερα βρίσκονται σήμερα στο νότιο τμήμα της χερσονήσου. Στις βόρειες επαρχίες δεν διατηρούνται πολλοί αρχαίοι ναοί, διότι οι μουσουλμάνοι Μογγόλοι κατεδάφισαν τα παλαιά ιερά. Ο ιερότερος χώρος του ναού, όπου φυλάσσεται το είδωλο ή το σύμβολο του Θεού, είναι συνήθως ένα κτίσμα μάλλον μικρό. Ο ινδουιστικός ναός είναι περισσότερο «θεϊκό παλάτι», παρά οικοδόμημα για να φιλοξενεί μεγάλες συνάξεις λαού. Ο Βίσνου και οι αβατάρα, κυρίως ο Ράμα και ο Κρίσνα, συμβολίζονται με αγάλματα ή εικόνες. Ανάλογες είναι και οι αναπαραστάσεις της θεάς Μητέρας (Κάλι, Ντούργκα) στις διάφορες μορφές της. Ο Σίβα συχνά αναπαρίσταται με τη λίνγκα (linga), σύμβολο, συνήθως από μαύρη πέτρα, λαξευμένο στο σχήμα φαλλού, που τοποθετείται στο γιόνι (yoni), που έχει σχήμα γυναικείου αιδοίου. Στο είδωλο του Θεού αποδίδονται καθημερινά βασιλικές τιμές. Στις επίσημες εορταστικές ημέρες εφαρμόζονται συνθετότερα τελετουργικά, με λιτανείες, περιφορές του ειδώλου και άλλες εντυπωσιακές τελετές. Δεν υπάρχει επίσημη υποχρέωση για τον Ινδό να μεταβεί στο ναό. Εν τούτοις, συνηθίζει να επισκέπτεται τους ναούς, για να δώσει προσφορές, να ζητήσει κάποια χάρη, για να εκπληρώσει κάποιο τάμα του, ή ακόμα με την προσδοκία μιας θρησκευτικής εμπειρίας.
Οι περισσότερες οικογένειες διαθέτουν μια γωνιά ή και ολόκληρο δωμάτιο, όπου τοποθετείται το είδωλο ή το ιδιαίτερο σύμβολο της προστάτιδας θεότητας ή και περισσότερων θεοτήτων. Η οικογενειακή οικιακή λατρεία είναι μικρογραφία εκείνης που τελείται στους ναούς. Τα σύμβολα ή τα ειδώλια του Θεού δέχονται ιδιαίτερες λατρευτικές περιποιήσεις. Χρόνος προσευχής είναι συνήθως το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Ως σύμβολα για τη λατρεία χρησιμοποιούνται επίσης οι γιάντρας (yantras) και μάνταλας (mandalas), σύνθετα γεωμετρικά σχήματα. Αυτά αρχίζουν από απλά σχήματα, τα οποία σημειώνονται στο έδαφος με σκόνη διαφορετικών χρωμάτων, και φτάνουν σε συνθετότατα μυστικιστικά σύμβολα, που χρησιμοποιούνται σε ταντρικές τελετουργίες.
Ο ευλαβής Ινδός, που ανήκει σε μια από τις 3 ανώτερες τάξεις, απαγγέλλει πολλές φορές -ιδιαίτερα όταν εμφανίζεται ο ήλιος στον ορίζοντα - μια σύντομη προσευχή, γνωστή ως Γκαγιάτρι (Gayatri), που προέρχεται από τη «Ριγκ-Βέδα» {3. 62,10): «Ω! Ας αναλογιστούμε το υπέροχο φως του ακτινοβολούντος ηλίου. Είθε να κατευθύνει το νου μας». Πολλοί διανοούμενοι συνηθίζουν να στοχάζονται πάνω σε αποσπάσματα των ιερών κειμένων, όπως είναι ο στίχος των «Ουπανισάδων»: «Από το μη πραγματικό οδήγησέ με στο πραγματικό. Από το σκοτάδι στο φως. Από το θάνατο στην αθανασία» (Μπανταρανυάκα Ουπανισάδα 1.3. 30).
Ομάδες αφοσιωμένων οπαδών ενός ορισμένου Θεού ή ακόμη οπαδοί διαφόρων θεών συνέρχονται κατά διαστήματα, για να ψάλλουν ύμνους, τις μπάτζανας (bhajanas).
Η υμνωδία και η έντονη συγκίνηση δημιουργούν ατμόσφαιρα κατανυκτική, που συχνά οδηγεί σε έκσταση. Σ΄ όλα τα μέρη της Ινδίας και σ’ όλα τα κοινωνικά επίπεδα συνηθίζονται τέτοιου είδους λατρευτικές συνάξεις. Τον πυρήνα ενός άλλου τύπου ομαδικής λατρείας, γνωστού ως κάθα (katha), αποτελεί η απαγγελία ιερών κειμένων, που γίνεται από διακεκριμένους ιερείς ενώπιον ειδικώς προσκεκλημένου ακροατηρίου. Πολλοί Ινδοί επισκέπτονται συχνά ένα Γκουρού, για να τον ακούσουν να απαγγέλλει και να σχολιάζει τα ιερά κείμενα.
Από τις χαρακτηριστικές ιδιοτυπίες όλων σχεδόν των ινδουιστικών συστημάτων και λατρευτικών ομάδων είναι η έμφαση στο διαλογισμό, την περισυλλογή, που αναπτύχθηκε με διάφορες σωματικο-πνευματικές τεχνικές. Σκοπός του διαλογισμού είναι να εισδύσει στο εσωτερικό του εγώ, να κατακτήσει την αυτοσυνειδησία.
Η πεποίθηση στη μετενσάρκωση έχει οδηγήσει τον Ινδό να δείχνει σεβασμό όχι μόνο στους θεούς και σε ορισμένους ανθρώπους, αλλά και σε ζώα. Ιδιαίτερα ευλαβείται ως ιερό ζώο την αγελάδα. Αλλά και ο πίθηκος θεωρείται από πολλούς Ινδούς ιερός.
Με ιδιαίτερη ευλάβεια τελούν οι Ινδοί τις σάμσκαρας (samskaras), μυήσεις, που σχετίζονται με κρίσιμες καμπές της ανθρώπινης ζωής. Στα ιερά κείμενα γίνεται λόγος για 40 τέτοιες τελετουργίες, αλλά σήμερα έχουν περιοριστεί σε λιγότερες από 10. Αποσκοπούν στην ασφαλή μετάβαση από μία φάση ζωής σε άλλη. Οι σημαντικότερες σχετίζονται με τη γέννηση, την ονοματοδοσία (ναμακαράνα - namakarana) στην 6η ημέρα ή μερικές φορές τη 12η. Παλαιότερα συνηθίζονταν ορισμένες τελετές κατά την εγκυμοσύνη, αλλά σήμερα έχουν τεθεί σε αχρηστία. Αρκετές οικογένειες και κάστες συνεχίζουν να τηρούν τις προβλεπόμενες τελετές, την πρώτη φορά που το παιδί βλέπει τον ήλιο, που τρώει στερεά τροφή ή το κουρεύουν, όταν συμπληρώσει το πρώτο έτος ή και αργότερα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η μύηση στην εφηβεία, η ουπαναγιάνα (upanayana). Μ' αυτήν τα αγόρια των τριών ανωτέρων καστών πιστεύεται ότι γεννιούνται εκ νέου, ονομάζονται «διπλογεννημένοι» και εντάσσονται επίσημα στην ινδουιστική κοινότητα. Σήμερα η μύηση αυτή έχει κυρίως περιοριστεί στις βραχμανικές υποκάστες.
Ο γάμος θεωρείται υποχρεωτικός για τον Ινδό και η σχετική ιερουργία, βίβαχα (vivaha), που σχετίζεται μ’ αυτόν, έχει εξαιρετική θρησκευτική και κοινωνική σημασία. Η γαμήλια τελετή είναι συνθετότατη και μπορεί να διαρκέσει μία εβδομάδα ή και περισσότερο. Η κηδεία (antyesti) επισφραγίζει την επίγεια περιπέτεια του ανθρώπου και αποσκοπεί: Πρώτο, να βοηθήσει το πνεύμα του τεθνεώτος να προχωρήσει ομαλά στην επόμενη μετενσάρκωσή του, και δεύτερο, να αντιμετωπίσει την τελετουργική μόλυνση, που συνεπάγεται για τους οικείους και φίλους το γεγονός του θανάτου. Οι επικήδειες τελετουργίες πιστεύεται ότι συμβάλλουν σε μια καλή μετενσάρκωση και επιβάλλεται να γίνουν από ένα γιο του τεθνεώτος. Γι’ αυτό οι Ινδοί επιθυμούν ιδιαίτερα να αποκτήσουν αγόρια.
Εορτές. Προσκυνήματα
Σε όλους τους ναούς συνηθίζονται ετήσιες εορτές με φαντασμαγορικό και πολύπλοκο τυπικό. Τα είδωλα ή τα σύμβολα της θεότητας, σε πομπή πάνω σε άρματα διακοσμημένα, οδηγούνται σ' ένα γειτονικό ποταμό, όπου τα λούζουν με τρόπο πανηγυρικό. Διάφορες εορτές αναφέρονται στο μυθικό βίο του Θεού ή συνδέονται με ποικίλες παραδόσεις.
Υπάρχουν επίσης πολλές εποχιακές πανηγύρεις. Προσφιλής εορτή του νέου έτους είναι η Ντιουάλι (Diwali -συστάδα φώτων), με την οποία τιμάται η θεά Λάξμη, σύζυγος του Βίσνου, θεά του πλούτου και της ευτυχίας, στην οποία συνήθως απευθύνονται οι οικογενειάρχες, οι επιχειρηματίες και οι φοιτητές. Την άνοιξη τελείται η εορτή Χόλι (Ηοli), που σχετίζεται με τον Κρίσνα έχει τις ρίζες της σε αρχέγονες τελετουργίες γονιμότητας. Η φθινοπωρινή εορτή Ντασέρα (Dashera) έχει ως κύριο θέμα την ανάμνηση του αγώνα του Θεού Ράμα κατά του δαίμονα Ραβάνα. Μεγάλα ομοιώματα του τελευταίου και των οπαδών του γεμίζονται με εκρηκτικές ύλες και πυρπολούνται με πύρινα βέλη.
Πανάρχαιο είναι στην Ινδία το έθιμο των ιερών αποδημιών σε διάφορους ιερούς τόπους. Υπάρχουν τοπικά, επαρχιακά και παν-ινδικά προσκυνήματα. Το καθένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και προσφέρει ειδικές ευλογίες π.χ. η Μαθούρα (Mathura) και η Μπρινταβάν (Brindavan) συνδέονται με τον Κρίσνα και προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές. Υπάρχουν επίσης ιδιαίτεροι τόποι προσκυνημάτων, για την απόκτηση παιδιών, την ανακούφιση σε δερματικές ή οφθαλμολογικές ασθένειες κλπ. Η κατεξοχήν, πάντως, ιερή πόλη των Ινδών είναι το περίφημο Βαρανάσι (Varanasi), γνωστό και ως Μπενάρες, στις όχθες του Γάγγη. Εκεί κήρυξαν μεγάλοι σοφοί και προφήτες του Ινδουισμού. Θεωρείται το κέντρο του κόσμου και έχει χιλιάδες ναούς και βωμούς. Πλήθη προσκυνητών συρρέουν καθημερινά στις όχθες του ιερού ποταμού, για να τελέσουν το τελετουργικό τους λουτρό, να μελετήσουν ιερά κείμενα και ν' ακούσουν τα κηρύγματα διδασκάλων και ασκητών. Στις ιερές αυτές αποδημίες συναντιόνται πολλές χιλιάδες Ινδοί από διάφορες απομακρυσμένες περιοχές και η ινδουιστική ευσέβεια και αυτοσυνειδησία τους ενισχύονται. Μερικά προσκυνήματα πραγματοποιούνται σε ορισμένες ημέρες του έτους, οπότε τελούνται ιδιαίτερες θρησκευτικές εορτές, όπως είναι η εορτή Τζαγκανάθα (Jagannatha), στο Πούρι (Puri). Οι πιο εντυπωσιακές όμως συγκεντρώσεις γίνονται κάθε 12 χρόνια με τις ιερές αποδημίες σε 4 αγίους τόπους: Αλλαχαμπάντ (Allahabad), Χαρντουάρ (Hardwar), Ουτζάιν (Ujjain) και Νασίκ (Nasik), στις περίφημες θρησκευτικές πανηγύρεις, τις γνωστές ως Μέλα (Kubla mela), στις οποίες προσέρχονται εκατομμύρια προσκυνητών. Οι πολυποίκιλες αυτές λατρευτικές εκφράσεις του Ινδουισμού γοητεύουν τα λαϊκά στρώματα, χρωματίζουν το θρησκευτικό τους ήθος και το επηρεάζουν περισσότερο απ' όσο η φιλοσοφική ινδουιστική θεολογία.
Εξάπλωση. Σύγχρονη δυναμική
Ο Ινδουισμός, βαθύτατα ριζωμένος στην ινδική ψυχή, παρέμεινε αειθαλής στην Ινδία. Ούτε οι εσωτερικές αναστατώσεις (π.χ. Βουδδισμός. Τζαϊνισμός, Σικχισμός), ούτε οι εξωτερικές θρησκευτικές επιρροές (Χριστιανισμός, Ισλάμ) τον κλόνισαν. Αλλ' ακόμη διαδόθηκε και έξω από τα σύνορα της Ινδικής χερσονήσου, προς τη ΝΑ. Ασία. Για πολλούς αιώνες, περίπου ως το 13ο αι. μ.Χ, υπήρξε ζωντανό στοιχείο του πολιτισμού πολλών ασιατικών χωρών (Βιρμανίας, Ταϋλάνδης, Καμπότζης, Λάος και Βιετνάμ), που σήμερα στην πλειοψηφία τους είναι βουδδιστικές. Επίσης αναπτύχθηκε στο αρχιπέλαγος της Ινδονησίας. Για 1.000 σχεδόν χρόνια, από τον 7ο έως τον 16ο αι. μ.Χ.. ο ινδικός πολιτισμός άσκησε σοβαρή επιρροή στη Σουμάτρα και την Ιάβα. Οι ηγεμόνες των βασιλείων των μεγάλων αυτών νησιών υιοθέτησαν τις θρησκευτικές τελετουργικές παραδόσεις των φημισμένων Ινδών βασιλέων, τους οποίους είχαν ως πρότυπα.
Στην καμπή του 10ου προς τον 11ο αι. μ.Χ. μεταφράστηκε στη γλώσσα της Ιάβας η «Μαχαβάρατα» και αποτέλεσε την αρχή της ιαβανικής φιλολογίας. Με την είσοδο του Ισλάμ υποχώρησαν οι ινδουιστικές λατρείες στα νησιά αυτά και μόνο στη νήσο Μπάλι, ανατολικά της Ιάβας, ο Ινδουισμός επιβιώνει ως σήμερα σε συγκερασμό με τη λαϊκή προϊνδουιστική θρησκεία.
Στο εσωτερικό της Ινδίας, για την αντιμετώπιση του κινδύνου ξένων επιρροών, και ιδιαίτερα της χριστιανικής διείσδυσης, δημιουργήθηκαν διάφορες ινδουιστικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις, όπως: 1. Η Βράχμα Σαμάτζ (Brahma Samaj), που ιδρύθηκε το 1828 από τον Rammohan Roy (1772 - 1833) με σκοπό την αφύπνιση και ανάπλαση της ινδουιστικής παράδοσης. 2. Η Άρυα Σαμάτζ (Arya Samaj), κίνηση περισσότερο ανανεωτική παρά μεταρρυθμιστική, που ιδρύθηκε το 1875 από τον Dayananda Sarasvati (1824 - 1883), με σκοπό την αναγέννηση της παλαιάς Βεδικής θρησκείας. 3. Η Αποστολή Ραμακρίσνα (Ramakrishna Mission), η οποία έχει σήμερα κέντρα σ' όλη την Ινδία, αλλά και σε διάφορα αλλά μέρη του κόσμου, επιδιώκοντας τη διάδοση του Ινδουισμού στις ξένες χώρες και την αναγέννησή του μέσα στην πατρίδα του.
Αποφασιστικό ρόλο στο σύγχρονο προσανατολισμό των Ινδών έπαιξαν μερικές μεγάλες φυσιογνωμίες του 19ου και του 20ού αι., που ηγήθηκαν σε διάφορα πνευματικά και κοινωνικά κινήματα, όπως: Ο Mahatma Gandhi, (1862 -1948), ο οποίος οδήγησε τη χώρα του στην ανεξαρτησία ο ποιητής R. Tagore (1861 - 1941) ο Sri Aurobindo Ghose (1872 -1950) ο S. Radhakrishnan (1888 - 1975), φιλόσοφος απολογητής του Ινδουισμού ο Ramana Maharsi (1879 - 1950) κ.ά.
Στη σύγχρονη Ινδία ο Ινδουισμός επηρεάζει το 78% του πληθυσμού της. Εκατοντάδες ινδουιστικών ομάδων και αιρέσεων συμβιούν στη χώρα: 1. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ινδουιστών (98%) είναι προσκολλημένη στον παραδοσιακό τρόπο και διαιρούνται στους οπαδούς του Σίβα, οι οποίοι επικρατούν στη Ν. Ινδία, στους οπαδούς του Βίσνου, οι οποίοι πλειοψηφούν στις υπόλοιπες ινδικές πολιτείες, και στους οπαδούς των Σάκτι. 2. Μία πολύ μικρή μειοψηφία (0.5%) αποτελούν οι θρησκευτικές κινήσεις των διανοουμένων, που αντιτίθενται στον πολυθεϊσμό. 3. Οι υπόλοιποι (1,5%) ακολουθούν νεότερες αιρέσεις και νέο-ινδουιστικές κινήσεις.
Με τη μετανάστευση πολλών Ινδών σε διάφορες περιοχές του κόσμου κατά τον 20ό αι., αναπτύχθηκαν ινδουιστικές κοινότητες στη ΝΑ. Ασία, την Α. Αφρική, τη Μ. Βρεταννία, την Καραϊβική κ.α. Αλλά και σε πολλές άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης και της Β. Αμερικής οι ινδουιστικές φιλοσοφικο-θρησκευτικές θεωρίες και πρακτικές, ιδίως η Γιόγκα, γοητεύουν διάφορες ομάδες ανθρώπων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται και εκεί ινδουιστικές κοινότητες. Σε 5 περίπου δισεκατομμύρια πληθυσμό της γης οι Ινδουιστές ανέρχονται σε 658,6 εκατομμύρια, δηλ. αποτελούν το 13% της ανθρωπότητας.
Γράμματα-Τέχνες
Η ινδική γραμματεία είναι απέραντη και περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου. Οι ύμνοι των «Βεδών» και τα μεγάλα έπη «Μαχαβάρατα» και «Ραμάγιανα» αποτελούν κορυφαία δημιουργήματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Η θρησκειο-φιλοσοφική σκέψη καλλιεργήθηκε με ιδιαίτερη ένταση, ποικιλία και πάθος στο ινδουιστικό έδαφος. Οι φιλοσοφικές πραγματείες των «Ουπανισάδων» άνοιξαν νέους πνευματικούς και φιλοσοφικούς ορίζοντες και ως σήμερα επηρεάζουν την παγκόσμια πνευματική αναζήτηση.
Από τις τέχνες, ιδιαίτερα άνθισε η αρχιτεκτονική. Τα ινδικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα είναι πολυσύνθετα (στις μορφές τους). Συχνά παρουσιάζονται ως γλυπτά σε κολοσσιαίο μέγεθος. Οι κυριότεροι ρυθμοί της ινδικής αρχιτεκτονικής είναι 6: 4 στο Βορρά (Ινδό- Άρειος, Γκούπτα, Κασμιρικός, Νεπαλικός) και 2 στο Νότο (Δραβιδικός και Τσαλουκυανικός). Σε στενό συνδυασμό με την αρχιτεκτονική, ως συμπλήρωμα και εξάρτημά της, αναπτύχθηκε η γλυπτική. Αμέτρητα αγάλματα, συνήθως ογκώδη, και αλλά γλυπτά κοσμούν τους ινδικούς ναούς. Η διάθεση των καλλιτεχνών είναι συμβολική. Προσπαθούν με το υλικό τους —πηλό, ξύλο, μέταλλο, κεραμίδι, κυρίως όμως πέτρα— να αποδώσουν διάφορες όψεις της ινδικής θεολογίας και μυθολογίας. Η γλυπτική φτάνει στο ζενίθ στην περίοδο Γκούπτα (319 - 647 μ.Χ.), με κέντρο τη Μαθούρα. Τα αγάλματα των θεών δεν αποτελούν απομίμηση ιδανικής ανθρώπινης μορφής, αλλά προσπάθεια να εκφραστεί το υπερφυσικό με αισθητούς συμβολισμούς. Λίγα μόνο παραδείγματα ζωγραφικής σώζονται από την πρώιμη εποχή, υποδειγματικά στο σχέδιο, τις γραμμές, τα χρώματα. Κατά την περίοδο Γκούπτα η ζωγραφική τέχνη τέθηκε υπό την προστασία της βασιλικής αυλής και αποτέλεσε μέρος της αγωγής των πριγκίπων και της ανώτερης τάξης.
Η μουσική καλλιεργήθηκε στην Ινδία από τα αρχαία χρόνια και θεωρήθηκε σπουδαίο μέσο για την ανάπτυξη της πνευματικότητας του ανθρώπου. Ήδη στη «Σάμα-Βέδα» υπάρχουν χωρία που επεξηγούν το παλαιό σύστημα ινδικής μουσικής, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο του κόσμου. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση, προέρχεται από τον Βράχμα και εκτελείται από μεγάλους διδασκάλους με θεϊκή συγκατάθεση. Στις περισσότερες ινδουιστικές λατρευτικές εκδηλώσεις η μουσική, ενόργανη και φωνητική, έχει δεσπόζουσα θέση. Τα ινδικά μουσικά όργανα ταξινομούνται σε έγχορδα που κρούονται με το δάκτυλο, έγχορδα που παίζονται με δοξάρι, κρουστά και πνευστά.
Σε στενό σύνδεσμο με τα τελούμενα στους ναούς αναπτύχθηκε ο χορός, ο οποίος για τους Ινδούς δεν αποτελεί μόνο αισθητική απόλαυση, αλλά και διακόνημα στην ινδουιστική λατρεία. Με την έντονη συμβολικότητά του ανακαλεί ιστορίες των θεών, επανενεργοποιεί ιερά γεγονότα. Στις μεγάλες εορταστικές λιτανείες συμμετέχουν ομάδες μουσικών και νεαρές χορεύτριες. Σε παρόμοια ινδουιστικά πλαίσια αναπτύχθηκε επίσης το θέατρο. Τα θέματα του, δραματικά, κωμικά, ιστορικά, κοινωνικά, προέρχονται συνήθως από τα έπη και διάφορες άλλες μυθολογικές θρησκευτικές πηγές.
Χάρη στη γεωγραφική της θέση, η Ινδία δέχτηκε επιδράσεις τόσο από τη Δυτική Ασία, όσο και από την Κεντρική. Οι Ινδοί καλλιτέχνες έδειξαν μεγάλη ικανότητα στην αποδοχή, αφομοίωση και μεταμόρφωση αυτών των στοιχείων, σύμφωνα με τη δική τους παράδοση και πνευματικότητα. Εξάλλου, η ινδική τέχνη επέδρασε γόνιμα και σε άλλες ασιατικές χώρες: Κεϋλάνη, Βιρμανία, Ταϋλάνδη, Καμπότζη, έως την Ινδονησία.
Γενικά, η ινδουιστική τέχνη, πλούσια και πολυποίκιλη, χωρίς όμως να χάνει τη συνοχή της, διακρίνεται άλλοτε για πλαστικότητα, άλλοτε για αφαίρεση και συνήθως διαπνέεται από πολύμορφο συμβολισμό. Καρπός δημιουργικής φαντασίας εκατομμυρίων ανθρώπων, διαμορφωμένη σε διάστημα χιλιάδων χρόνων, η τέχνη αυτή είναι διαποτισμένη με τη βαθύτατη θρησκευτικότητα της Ινδίας. Αλλά η ινδουιστική τέχνη με τη σειρά της έχει συμβάλει στη σταθεροποίηση, αντοχή και ενδυνάμωση του θρησκευτικού βιώματος των Ινδών. Πιστή στη βασική πνευματική ινδουιστική παράδοση, στρέφει την προσοχή του λαού προς την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας, προς το Υπερβατικό, και υπογραμμίζει την αιώνια και ασύγκριτη αξία του πνεύματος, αποσκοπώντας στο να προκαλέσει περισυλλογή και να οδηγήσει τον πιστό σε κοινωνία με το θείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου