Πρωτ. Μιχαήλ Βοσκοῦ
Ὅταν ἕνας εὐλαβὴς Χριστιανὸς θέλει νὰ ἑορτάσει μὲ ἰδιαιτερότητα μιὰ Δεσποτικὴ ἢ Θεομητορικὴ ἑορτὴ ἢ κάποιον Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζει ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ “γράψει” τὴ γιορτή, γιὰ νὰ μνημονευθεῖ
τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ ὅτι θὰ πρέπει νὰ πάρει στὸν ναὸ καὶ ἄρτους γιὰ τὴν Ἀρτοκλασία (τὸ πεντάρτι, ὅπως τὸ λέμε στὴν Κύπρο), καθὼς ἐπίσης καὶ νάμα γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ λάδι γιὰ τὸ ἄναμμα τῶν καντηλιῶν.
Πρόκειται γιὰ τὴ σύντομη “ἀκολουθία” τῆς Ἀρτοκλασίας ἢ τῆς “Εὐλογήσεως τῶν ἄρτων”, κατὰ τὴν ὁποία εὐλογοῦνται πέντε ἄρτοι μαζὶ μὲ “τὸν σῖτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον”, τὸ σιτάρι δηλαδή, τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι.
Ἡ εὐλόγηση τῶν πέντε ἄρτων γίνεται κατὰ μίμηση τῶν πέντε ἄρτων ποὺ εὐλόγησε ὁ Κύριος στὴν ἔρημο (Ματθ. ιδ’ 13-21), μὲ τοὺς ὁποίους ἔφαγαν καὶ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες “χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων”, ἔμειναν δὲ καὶ δώδεκα κοφίνια γεμάτα ἀπὸ τὰ περισσεύματα.
Αὐτό, ἀκριβῶς, δηλώνεται καὶ στὴ σχετικὴ εὐχή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἀρχιερέας ἢ ὁ ἱερέας εὐλογεῖ τοὺς ἄρτους: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ εὐλογήσας τοὺς πέντε ἄρτους ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐξ αὐτῶν πεντακισχιλίους ἄνδρας χορτάσας, αὐτὸς εὐλόγησον καὶ τοὺς ἄρτους τούτους, τὸν σῖτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον· καὶ πλήθυνον αὐτὰ …”. Ἡ σύντομη αὐτὴ “ἀκολουθία” προέρχεται ἀπὸ τὴ μοναστηριακὴ πράξη.
Ἡ ἀρχική της θέση ἦταν στὸ τέλος τοῦ μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ ὁ κύριος σκοπός της ἦταν νὰ στηρίζονται οἱ πατέρες “διὰ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας”. Ἐπειδὴ οἱ ἀγρυπνίες στὰ Μοναστήρια εἶναι ὁλονύκτιες καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λοιποὶ πιστοὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία μεσολαβοῦν πολλὲς ὧρες, εὐλογοῦνται οἱ ἄρτοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μεταλαμβάνουν οἱ ἀγρυπνοῦντες, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ λάβουν εὐλογία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ στηριχθοῦν μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀγρυπνίας.
Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἐκπρόσωπος τῆς πατερικῆς λειτουργικῆς ἑρμηνευτικῆς, “αὕτη (ἡ ἀρτοκλασία) ἐξαιρέτως διὰ τὸν κόπον διετυπώθη τῆς ἀγρυπνίας, ἵνα καὶ εὐλογίας Χριστοῦ καὶ μικρᾶς παρακλήσεως οἱ ἀδελφοὶ διὰ τὸν κόπον τυχόντες, ἔκτοτε προσευχὴν διὰ τὴν κοινωνίαν τῶν φρικτῶν μυστηρίων ἔχωσι καὶ μάλιστα οἱ ἱερωμένοι” (Διάλογος, κεφ. 342).
Ἡ “εὐλογία Χριστοῦ” καὶ ἡ “μικρὰ παράκλησις” (=παρηγορία, ἐνίσχυση) εἶναι, λοιπόν, οἱ δύο σκοποὶ γιὰ τοὺς ὁποίους τελεῖται ἡ Ἀρτοκλασία, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀφοσιωθοῦν οἱ ἀγρυπνοῦντες, καὶ δὴ οἱ ἱερεῖς, στὴν προσευχὴ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσέλθουν στὴν κοινωνία τῶν φρικτῶν Μυστηρίων. Στὶς ἐνορίες, ὡστόσο, δὲν τελοῦνται συνήθως ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες.
Οἱ ἀγρυπνίες ποὺ τελοῦνται ἐκτὸς τῶν Μοναστηριῶν εἶναι σύντομες (4-5 ὧρες) καὶ ἀποτελοῦν, κατ’ οὐσίαν, νυκτερινὴ Ἀκολουθία. Τελεῖται, δηλαδή, ὁ συνήθης Ἑσπερινὸς τῶν ἑορτῶν καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ συνήθης Ὄρθρος τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ Θεία Λειτουργία.
Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἡ Ἀρτοκλασία ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ τὸν μέγα Ἑσπερινὸ τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ παράλληλα ἔπαψε νὰ γίνεται γιὰ νὰ μᾶς στηρίξει “διὰ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας”. Ἔμεινε μόνο ἡ ἄλλη σημασία της καὶ ὁ ἄλλος σκοπός της, ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ εὐλογημένου ἄρτου. Αὐτὸς ὁ σκοπὸς ὑποδηλώνεται καὶ μὲ τὴν τελευταία φράση τῆς εὐχῆς τῆς Ἀρτοκλασίας: “καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστοὺς δούλους σου ἁγίασον”.
Ἡ ἀκριβὴς θέση τῆς Ἀρτοκλασίας εἶναι στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν ἑορτῶν μετὰ τὰ Ἀπολυτίκια, ὅπως συνήθως τελεῖται στὴν Κύπρο, καὶ ὄχι μετὰ τὴ Λιτή, ὅπως τελεῖται στὴν Ἑλλάδα. Καὶ φυσικὰ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Δὲν ἔχει καμιὰ θέση οὔτε στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου, οὔτε πολὺ περισσότερο στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας.
Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ πιστοί, ὥστε, ὅταν θὰ πάρουν ἄρτους στὸν ναὸ γιὰ τὴν Ἀρτοκλασία, νὰ τοὺς παίρνουν τὸ ἀπόγευμα στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ ὄχι τὸ πρωῒ στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἢ στὴ Θεία Λειτουργία.
Ποιά εἶναι τώρα ἡ τάξη τῆς Ἀρτοκλασίας, ὅπως γίνεται σήμερα στὶς ἐνορίες; Ἀφοῦ ψαλοῦν τὰ Ἀπολυτίκια τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ ἱερέας ἐξέρχεται στὸ μέσον τοῦ ναοῦ (συνήθως στὸν σολέα), ὅπου εὑρίσκονται οἱ πέντε ἄρτοι μαζὶ μὲ “τὸν σῖτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον”, καὶ θυμιᾶ σταυροειδῶς ψάλλοντας “Καὶ νῦν … Θεοτόκε Παρθένε …”.
Ἀκολούθως, βλέποντας πρὸς ἀνατολάς, ἀπαγγέλλει τὴν εὐχὴ “Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν …”, εὐλογεῖ τοὺς ἄρτους καὶ ψάλλεται ἐκ τρίτου ὁ στίχος “Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν· οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ” (Ψαλμὸς λγ’ 11).
Ἡ ἀκριβὴς μοναστηριακὴ τάξη προβλέπει μετὰ τὴν εὐχὴ τῆς εὐλογήσεως τῶν ἄρτων ἀπαγγελία ἐκ τρίτου τοῦ στίχου “Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον …” καὶ τοῦ 33ου Ψαλμοῦ μέχρι τὸν δέκατο στίχο καὶ ἐν συνεχείᾳ ψαλμωδία ἐκ τρίτου τοῦ στίχου “Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν”.
Κατ’ αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς ἀπαγγελίας τοῦ 33ου Ψαλμοῦ γινόταν παλαιότερα στὰ Μοναστήρια ἡ διανομὴ τοῦ εὐλογηθέντος ἄρτου, καθὼς καὶ τοῦ οἴνου, ὅπως γίνεται στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἡ διανομὴ τοῦ ἀντιδώρου. “Οἱ ἄρτοι δὲ καὶ ὁ οἶνος ὡς ἡγιασμένοι τῇ εὐλογίᾳ μεταδίδονται τοῖς παροῦσιν, ἅπερ καὶ τοῖς μεταλαμβάνουσι μετὰ πίστεως μεταδοτικά εἰσι χαρισμάτων, ἰάσεών τε καὶ ἄλλων δώρων πολλῶν”, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης (ἔνθ’ ἀνωτ.).
Γιατί, ὅμως, ψάλλεται στὴν Ἀρτοκλασία τὸ “Θεοτόκε Παρθένε” καὶ ὄχι ὁποιοδήποτε ἄλλο Θεοτοκίο; Ἐπειδή, ἀκριβῶς, εἶναι τὸ Θεοτοκίο τῶν μεγάλων Ἑσπερινῶν ὅλων τῶν Ἀγρυπνιῶν πλὴν ἐκείνων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης εἶναι σαφέστατος: “Τοῦτο δὲ τοῦ ἀρχαγγέλου ἐστὶ φωνὴ ἐπὶ τῇ τῆς Παρθένου θείᾳ συλλήψει. Ἐπεὶ οὖν ἀρχὴ αὕτη τῆς σωτηρίου οἰκονομίας καὶ ἐν Κυριακῇ γεγενημένη ὡς καὶ ἡ ἀνάστασις, λέγεται, διὰ τοῦτο μάλιστα καὶ ἐν ταῖς τῶν Κυριακῶν λέγεται ἀγρυπνίαις καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς τῶν ἁγίων, χωρὶς τῶν δεσποτικῶν μόνον ἑορτῶν”.
Αὐτὸ τὸ Θεοτοκίο εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς θείας Συλλήψεώς της.
Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας (=τοῦ σχεδίου) τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου καὶ ἐπειδὴ ἔγινε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ὅπως καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο λέγεται στὶς Ἀγρυπνίες τῶν Κυριακῶν καὶ στὶς Ἀγρυπνίες τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων, ὄχι ὅμως στὶς Ἀγρυπνίες τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν.
Καὶ κάτι τελευταῖο: Εἶναι λάνθασμένη ἡ ἐντύπωση ποὺ ἔχουν κάποιοι πιστοί, ὅτι ἡ Ἀρτοκλασία εἶναι ἀπαραίτητο τμῆμα κάθε Ἑσπερινοῦ καὶ ὅτι χωρὶς αὐτὴν ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ δὲν εἶναι πλήρης.
Ἡ μεταφορὰ τῆς Ἀρτοκλασίας ἀπὸ τὸν μέγα Ἑσπερινὸ τῶν Ἀγρυπνιῶν στὸν Ἑσπερινὸ τῶν ἑορτῶν ἦταν μιὰ οἰκονομία. Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης “εἰ οὐκ ἔστι δὲ (ἀγρυπνία), μετὰ τὴν κεφαλοκλισίαν οὔτε λιτὴ γίνεται οὔτε εὐλόγησις τῶν ἄρτων”.
Καλὸ εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ οἰκονομία νὰ μὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ φθάνουμε σὲ ὑπερβολές, μέχρι σημείου νὰ θεωροῦμε ὅτι σὲ κάθε Ἑσπερινὸ πρέπει νὰ ὑπάρχει Ἀρτοκλασία.
Οἱ πιστοὶ θὰ φέρουν τοὺς ἄρτους τους γιὰ τὴν Ἀρτοκλασία στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτές, στὶς μνῆμες μεγάλων ἑορταζομένων Ἁγίων ἢ ὅταν ἔχουν εἰδικὸ λόγο (ὀνομαστικὴ ἑορτὴ κλπ.).
Περιοδικό «ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ», τ. 91ο
Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου