Ο Κύριος ήλθε, έκανε ό,τι έκανε, και έφυγε από τον κόσμο αυτό. Ίδρυσε την Εκκλησία του και άφησε την Εκκλησία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και προκειμένου να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να βαπτισθεί· δεν μπορεί να γίνει αλλιώς χριστιανός.
Όταν κήρυξε ο απόστολος Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής, που ήλθε το Πνεύμα το Άγιο, και μαζεύτηκαν πλήθη, και είπε όσα είπε, κατενύγησαν όσοι κατενύγησαν, είδαν ότι είναι χαμένοι και ρώτησαν: «Τι να κάνουμε;» Και ο απόστολος Πέτρος τους είπε: «Μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών» (Πράξ. 2:38).
Προηγείται του βαπτίσματος η μετάνοια, που είναι ένα έργο που γίνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, που γίνεται με τον νου του ανθρώπου. Η μετάνοια δεν είναι απλώς το ότι πρακτικά-πρακτικά και ενστικτωδώς ο άνθρωπος διορθώνει κάποια πράγματα στη ζωή του. Ο άνθρωπος, ως λογικό ον, σκέπτεται, βλέπει και καταλαβαίνει ότι δεν έκανε καθόλου καλά που σκεπτόταν όπως σκεπτόταν μέχρι τώρα, που ζούσε όπως ζούσε, που πορευόταν όπως πορευόταν, και μετανοεί. Πρέπει να μετανοήσει ο άνθρωπος· δηλαδή να αλλάξει νου, να αλλάξει γενικώς νοοτροπία, τρόπο σκέψεως και στάση. Χρειάζεται να γίνει αυτή η εργασία, και να ακολουθήσει το μυστήριο του βαπτίσματος. Στο βάπτισμα δεν γίνεται τίποτε άλλο παρά συναποθνήσκει κανείς με τον Χριστό –πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος– και συνανίσταται με τον Χριστό και βγαίνει νέος άνθρωπος από κει.
Στο ξεκίνημα της Εκκλησίας ήταν τόσο θαυμαστά τα πάντα και τόσο δραστική η ενέργεια της χάριτος του Θεού, που αμέσως οι άνθρωποι μετανοούσαν, βαπτίζονταν και γίνονταν χριστιανοί (Πράξ. 2:41· 4:4). Την ημέρα της Πεντηκοστής –πρώτη μέρα της Εκκλησίας– όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, βαπτίσθηκαν τρεις χιλιάδες και ύστερα από λίγες μέρες άλλες δύο χιλιάδες.
Όμως, όπως το έχουμε πει και το ξέρετε, η Εκκλησία, η οποία είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας κατά τον ιερό Αυγουστίνο, είναι το σώμα του Χριστού –κεφαλή της είναι ο Χριστός και καρδιά της το Άγιο Πνεύμα– η Εκκλησία λοιπόν τα καθόρισε έτσι τα πράγματα, ώστε, προκειμένου να κάνει κάποιον χριστιανό, τον προετοίμαζε· δεν τον έκανε απλώς και μόνο επειδή έλεγε «Θέλω να γίνω χριστιανός». Όσο κι αν φαινόταν ότι κατάλαβε καλά τι πήγαινε να κάνει, όσο κι αν φαινόταν ότι είχε κατανυγεί και ότι ήταν έτοιμος να αλλάξει, θα έπρεπε να προετοιμαστεί.
Η Εκκλησία κατά κανόνα, όπως ξέρουμε, όλους αυτούς που ήθελαν να βαπτισθούν τους κρατούσε τρία ολόκληρα χρόνια κατηχουμένους. Υπήρχαν πάντα κάποιες εξαιρέσεις, που για κάποιους λόγους κατ’ οικονομίαν τους βάπτιζε νωρίτερα. Σύμφωνα με αυτά που λέει και ο άγιος Ιουστίνος, τους βάπτιζε η Εκκλησία, τους έκανε χριστιανούς, αφού επείθετο ότι αυτοί θα ζήσουν χριστιανική ζωή. Γι’ αυτό δεν φθάνει μόνο να γίνει το μυστήριο, αλλά χρειάζεται προεργασία. Να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος, να πεισθεί ότι ήταν σε λάθος δρόμο, ότι αμάρτησε, ότι δεν είναι εντάξει με τον Θεό. Να καταλάβει ότι πρέπει να αλλάξει νου και σκέψη, να αλλάξει πορεία, να αλλάξει τρόπο ζωής.
Και η Εκκλησία δεν ηρκείτο απλώς στο να διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος άλλαξε νου, άλλαξε σκέψη, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί πάνω στην πράξη ότι, αυτός ο οποίος θέλει να βαπτιστεί και να γίνει χριστιανός, είναι αποφασισμένος να ζήσει ως χριστιανός, είναι αποφασισμένος να ζήσει κατά τις εντολές του Χριστού. Και αφού βεβαιωνόταν η Εκκλησία γι’ αυτό, τελούσε το μυστήριο του βαπτίσματος και έκανε χριστιανό καθένα που ήταν έτοιμος.
Από κει και πέρα, τα πρώτα χρόνια στο ξεκίνημά της η Εκκλησία ήταν πολύ αυστηρή. Μη μας παραξενεύει η λέξη αυτή. Τι θα πει ήταν αυστηρή;
Ήταν η Εκκλησία αυστηρή με την έννοια ότι, εφόσον μετανοήσαμε, εφόσον αποπτύσαμε την αμαρτία, εφόσον έγινε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο μας ξαναγέννησε –δηλαδή με το βάπτισμα σαν να βγαίνει κανείς τώρα για πρώτη φορά από τα χέρια του Θεού· αυτό περίπου γίνεται– από κει και πέρα ο άνθρωπος μπαίνει σε μια πορεία, όπως περίπου έγινε και στον παράδεισο.
Πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η πορεία το κανονίζει ο Θεός για τον καθένα· εκείνος ξέρει. Πάντως, χρειάζεται κάποια πορεία να κάνει ο άνθρωπος. Διότι, όσο μεγάλο θαύμα κι αν γίνει, όση αλλαγή και μεταμόρφωση κι αν γίνει με το μυστήριο του βαπτίσματος και γενικότερα με τη χάρη του Θεού, δεν τελειοποιείται ευθύς εξαρχής ο άνθρωπος πλήρως, σαν να είναι το έργο αυτό μια μαγική πράξη. Ξαναγεννιέται ο άνθρωπος και, ως ελεύθερο ον που είναι, αφήνεται να περπατήσει στον δρόμο αυτόν, ώστε ενσυνείδητα ένα-ένα να κάνει τα βήματα, ενσυνείδητα ένα-ένα να ανέβει τα σκαλοπάτια, ενσυνείδητα να προχωρήσει λίγο-λίγο, για να φθάσει στο καθ’ ομοίωσιν.
Μετά λοιπόν το βάπτισμα χρειάζεται αυτή η πορεία, χρειάζεται η δοκιμασία, προπαντός για μας όλους οι οποίοι βαπτισθήκαμε νήπια και δεν καταλάβαμε τι έγινε, δεν ξέραμε, αλλά ακόμη και για εκείνους που ενσυνείδητα και σε μεγάλη ηλικία βαπτίζονται. Και αυτοί κατά την πορεία θα φανεί αν πιστεύουν ότι έκαναν καλά που βαπτίστηκαν και αν θέλουν να παραμείνουν σ’ αυτή τη ζωή, σ’ αυτόν τον δρόμο, και να προχωρούν προς τον Θεό.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 142 (απόσπασμα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου