Ο γέροντας Λάζαρος Διονυσιάτης († 1974) κατέγραψε πολλές θαυμαστές και κατανυκτικές διηγήσεις συμμοναστών του από την Ιερά Μονή Διονυσίου. Παραθέτουμε δύο απ’ αυτές.
Διήγηση Ανθίμου Μοναχού Διονυσιάτου
Μεταξύ άλλων ο αδελφός Άνθιμος μου διηγήθηκε τα ακόλουθα: «Κατά την εποχή που ήμουν μάγειρος (1951-52), μία Κυριακή που τελούνταν
αγρυπνία, πήρα από το Σάββατο εσπέρας από τον Δοχειάρη (αποθηκάριο) ρεβίθια να βράσω. Τα μούσκεψα κατά τη συνήθεια και στην ώρα του όρθρου τα έβαλα στο καζάνι και έβραζαν. Τα έβραζα επί τρεις συνεχείς ώρες. Ξόδεψα δύο φορτία ξύλα, και αυτά τα ευλογημένα (ή μάλλον τ’ αφορισμένα) αντί να μαλακώσουν και να βράσουν, περισσότερο έσφιγγαν και σκληρύνονταν. Δεν φαντάζεσαι, αδελφέ, τη στενοχώρια μου. Πώς να τραπεζώσω; Οι πατέρες όλη τη νύχτα ν’ αγρυπνούν στην εκκλησία και να μείνουν νηστικοί στην τράπεζα; Δεν έβρισκα παρηγοριά· τι να κάμω;
»Περίλυπος και στενοχωρημένος όπως ήμουν, ανέβηκα στο παρεκκλήσι των αγίων Αρχαγγέλων, του οποίου την επιμέλεια και φιλοκαλία είχα αναλάβει εδώ κι ένα έτος. Αφού άναψα τα καντήλια και με πολλή ευλάβεια και με στρωτές μετάνοιες τους προσκύνησα και ασπάσθηκα την αγία εικόνα τους, πήρα το κομβοσχοίνι στα χέρια μου και με πολλή αγάπη και ευλάβεια τους παρακαλούσα να με συνδράμουν και να με βγάλουν από τη θλίψη που είχα.
»Καθώς λοιπόν τέτοια προσευχόμουν –ω της ταχείας σας αντιλήψεως και αγάπης, άγιοι Αρχάγγελοι!– ακούω μία φωνή στη διάνοιά μου, που μου έλεγε: «Πάρε λίγο λάδι από το καντήλι και ρίξε το μέσα στο καζάνι”. Το έκανα αυτό με ευλάβεια λέγοντας συγχρόνως το Απολυτίκιό τους και –ω του θαύματος, αδελφέ!– εντός 15 λεπτών τα ξερά, σκληρά και πριν κακόβραστα ρεβίθια έλιωσαν, έγιναν σαν χυλός. Όταν το είδα αυτό, μέσα από την ψυχή και την καρδιά μου δόξασα τον Θεό και ευχαρίστησα ευλαβώς και ευγνωμόνως τους αγίους Αρχαγγέλους, που με έβγαλαν από μία μεγάλη λύπη και στενοχώρια.
»Όταν έφαγαν και σηκώθηκαν από την τράπεζα οι πατέρες, μερικοί από αυτούς μου είπαν: «Θεός σχωρέσει σε, πάτερ Άνθιμε, μας ανάπαυσες. Απ’ αυτά τα ρεβίθια να βράζεις πάντοτε”. Εγώ δε νοερώς ευχαριστούσα και χαιρόμουν, δοξάζοντας και υμνώντας τους αγίους Αρχαγγέλους, με τις πρεσβείες και τις προστασίες των οποίων είθε ν’ αξιωθούμε της αιωνίου του Χριστού βασιλείας. Αμήν».
Διήγηση Γέροντος Αγαπίου
Κάποια μέρα του Μαΐου του περασμένου έτους 1959, κατά τις απογευματινές ώρες, καθώς καθόμασταν με τον γέρο-Αγάπιο (πάνω από ογδόντα ετών κατά την ηλικία) στον εξώστη του παρεκκλησίου «ο άγιος Θεολόγος», αναπνέοντας φρέσκο θαλασσινό αέρα και συζητώντας διάφορα, έγινε λόγος για τις θαυματουργίες που έγιναν κατά καιρούς από τον άγιο μεγαλομάρτυρα Μηνά. Ο γέρο-Αγάπιος με την ευκαιρία με ρώτησε αν έχω ακούσει το θαύμα που έγινε προ εικοσαετίας από τον άγιο Μηνά σ’ έναν λαϊκό που ανέβαινε από τη Δάφνη στις Καρυές.
Όταν εγώ δήλωσα ότι το αγνοώ εντελώς, εκείνος απόρησε: «Μα πώς, βρε αδελφέ, εσύ δεν το άκουσες; Βούιξε όλος ο τόπος και οι Καρυές». «Συγχώρεσέ με», του λέω, «δεν το άκουσα και σε παρακαλώ, αν αγαπάς, να μου το πεις να το μάθω κι εγώ και μαζί μ’ εμένα και άλλοι μεταγενέστεροι». Άρχισε λοιπόν ο γέρο-Αγάπιος να διηγείται ως εξής:
«Κατά το έτος 1937 και μήνα Μάιο, ένας κοσμικός, σαραντάρης περίπου, ξεκίνησε πεζοπόρος από τη Δάφνη και ανέβαινε τον δρόμο για τις Καρυές. Όταν έφτασε στον Αρσανά του Ξηροποτάμου, σκέφτηκε να δει το ρολόι του (της τσέπης) τι ώρα είναι, για να ξέρει σε πόσες ώρες θα βγάλει τον δρόμο ως την κορυφή του βουνού, όπου είναι ο Σταυρός. Έβγαλε το ρολόι του, όπως είπαμε, είδε την ώρα και περπατώντας –ποιος ξέρει που γύριζε ο λογισμός του– το έβαλε ασυναίσθητα πάλι στην τσέπη του, αλλά το ρολόι γλίστρησε, του έφυγε, χωρίς αυτός να το αντιληφθεί, και έπεσε κάτω στο έδαφος. Αυτός, όπως είπαμε, άλλα σκεπτόμενος, εξακολούθησε την πορεία του.
»Προτού να φτάσει στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, κάθισε εκεί όπου είναι μία βρύση να ξεκουραστεί λίγο και να δροσιστεί με το νερό. Αίφνης βλέπει πίσω του να έρχεται ένας καβαλάρης με κόκκινο άλογο, ο οποίος και αυτός ξεπέζεψε τάχα να πιει νερό και τον ερωτά: «Ε, πατριώτη, τι ώρα έχεις;”
»Ο κοσμικός έβαλε το χέρι του στη συνηθισμένη τσέπη για να βγάλει το ρολόι του και να του πει, και –ω της δυστυχίας του!– το ρολόι του δεν το βρήκε. Κατάλαβε λοιπόν ότι το έχασε κάτω στον λάκκο, όπου είναι η πέτρινη γέφυρα, και είπε: «Αλίμονο, το έχασα, κύριέ μου”. Και του εξιστόρησε πώς προ ολίγου κάτω στον λάκκο το έχασε, όπως είπαμε. Αλλά έχοντας σε μεγάλη ευλάβεια και υπόληψη και τιμή τον άγιο μεγαλομάρτυρα Μηνά (ίσως και από προγενέστερες θαυματουργίες) αμέσως φώναξε: «Άγιε θαυματουργέ Μηνά, βοήθησέ με να το βρω”. Και ετοιμαζόταν να επιστρέψει πίσω.
»Τότε ο φαινόμενος καβαλάρης του έδειξε με χάρη το ρολόι του, το οποίο βαστούσε στο χέρι του και του λέει να δει μήπως είναι αυτό το ρολόι του που έχασε και του το έδωσε. Αυτός το παρατήρησε με προσοχή και βεβαιώθηκε ότι αυτό είναι, μάλιστα, που το έχασε, και πολύ τον ευχαρίστησε που του το έδωσε. Τότε ο φαινόμενος τον συγχάρηκε για την ευλάβεια και τιμή που έχει στον άγιο Μηνά και αφού τον ευχήθηκε, έγινε άφαντος από τα μάτια του.
»Όταν το είδε αυτό ο ευλαβέστατος αυτός κοσμικός άνθρωπος, τότε κατάλαβε ότι αυτός που φάνηκε σαν καβαλάρης και μίλησε μαζί του και του έδωσε το ρολόι του ήταν ο ίδιος ο ένδοξος μεγαλομάρτυρας Μηνάς, και γεμάτος χαρά δεν έπαυε να κηρύττει το θαύμα».
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985), άρθρο: «Διονυσιατικές διηγήσεις Β’», σελ. 72.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου