Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της ημέρας (30 - 8 - 2018)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἀπόστολος: ἡμέρας, Πέμ. ιδ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν
(Γαλ. α΄ 1-3, 20-β΄ 5)

Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐ­τὸν ἐκ νεκρῶν, 2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλη­σίαις τῆς Γαλατίας· 3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι. 21 ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. 22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χρι­στῷ· 23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε νῦν
εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει, 24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν Θεόν.

β΄ 1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· 2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκά­λυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. 3 ἀλλ’ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, 4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες πα­ρει­σῆλθον κατασκο­πῆ­σαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· 5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Εγώ ὁ Παῦλος ὁ ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος δέν ἔλαβα τό ἀξίωμα αὐτό ἀπό ἀνθρώπους, οὔτε κλήθηκα σ’ αὐτό μέ τήν παρέμβαση κάποιου ἀνθρώπου, ἀλλά τό ἔλαβα κατευθείαν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τόν Θεό Πατέρα, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, 2 καθώς ἐπίσης καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί πού εἶναι μαζί μου, γράφουμε τήν ἐπιστολή αὐτή πρός τίς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. 3 Σᾶς εὐχόμαστε νά εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καί ἡ εἰρήνη ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. 

20 Ἀπ’ αὐτά πού σᾶς γράφω ἀποδεικνύεται ὅτι τό ἀπο­­στο­λικό μου ἀξίωμα καί τό Εὐαγγέλιο δέν τά πῆρα ἀπό κάποιον ἄνθρωπο, οὔτε ἀπό ἄλλον ἀπόστολο. Κι αὐτά εἶναι ἀληθινά. Ἰδού, βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν λέω ψέματα. 21 Ἔπειτα ἀπό τή διαμονή μου αὐτή στά Ἱεροσόλυμα ἦλθα στήν περιοχή τῆς Συρίας καί τῆς Κιλικίας. 22 Καί προσωπικά ἤμουν ἄγνωστος στίς Ἐκκλησίες τῆς Ἰουδαίας πού ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό ἐπέστρεψαν στό Χριστό καί ἔχουν κοινωνία μ’ αὐτόν. 23 Τό μόνο πού ἄκουγαν συνεχῶς οἱ Χριστιανοί τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἦταν ὅτι ἐκεῖνος πού κάποτε μᾶς κα­τα­δί­ω­κε, τώρα κηρύττει τήν πίστη πού παλαιότερα προ­­σπα­θοῦσε νά ἐξαφανίσει. 24 Καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό γιά τή θαυμαστή αὐτή μεταβολή μου. 

β΄ 1 Μετά ἀπό τό ταξίδι μου στή Συρία καί στήν Κιλικία, μετά δηλαδή ἀπό δεκατέσσερα συνολικά χρόνια, ἀνέβηκα καί πάλι στά Ἱεροσόλυμα μαζί μέ τόν Βαρνάβα, παίρνοντας μαζί μου καί τόν Τίτο. 2 Κι ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα ἔπειτα ἀπό ἀποκάλυψη πού μοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Καί παρουσίασα στούς Χριστιανούς τῶν Ἱεροσολύμων τό Εὐαγγέλιο πού κηρύττω στούς ἐθνικούς, καί ἰδιαιτέρως τό παρουσίασα στούς πιό ἐπίσημους καί φημισμένους ἀποστόλους, γιά νά δι­α­­­κριβώσουν μήπως μάταια κοπιάζω ἤ κοπίασα. 3 Κι ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιό μου βρέθηκε γνήσιο, ἀλλά κι ὁ Τίτος πού ἦταν μαζί μου, ἄν καί ἦταν Ἕλληνας καί ἀπερίτμητος, δέν ἀναγκάσθηκε νά ὑποβληθεῖ σέ περιτομή. 4 Ἀλλά οὔτε κι ἐγώ ἀνέχθηκα νά ὑποβληθεῖ ὁ Τίτος σέ περιτομή ἐξαιτίας τῶν ψευδαδέλφων πού εἰσχώρησαν ὕπουλα στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί γλίστρησαν ἀνάμεσά μας σάν κατάσκοποι, γιά νά ἐπιβουλευθοῦν τήν ἐλευ­θερία πού μᾶς ἔδωσε ἡ ἕνωση καί κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, καί γιά νά μᾶς ὑποδουλώσουν στήν ἀνυπόφορη δουλεία τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου. 5 Σ’ αὐτούς τούς ψευδαδέλφους οὔτε μιά στιγμή δέν ὑπο­­­­­­­χωρήσαμε καί δέν ὑποταχθήκαμε στήν ἀξίωσή τους νά ὑποβληθεῖ ὁ Τίτος σέ περιτομή. Καί κάναμε ὅλη αὐτή τήν ἀντίσταση, γιά νά μείνει ἀνόθευτη σέ σᾶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 
Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ιδ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μρ. ε΄ 1-20)

Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. 2 καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, 3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύ­σεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐ­­τὸν δῆσαι, 4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· 5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. 6 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν, 7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. 8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. 9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄ­­­νομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. 10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολ­λὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας. 11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· 12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγον­τες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσ­έλθωμεν. 13 καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐ­­­θέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. 14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. 15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν. 16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων. 17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁ­­­ρίων αὐτῶν. 18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ. 19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. 20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει­ ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰη­σοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμα­ζον.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Καί ἦλθαν στό ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. 2 Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἀπό τό πλοῖο, ἀμέσως τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού ἐρχόταν ἀπό τά μνήματα καί εἶχε δαιμονικό καί ἀκάθαρτο πνεῦμα. 3 Αὐτός εἶχε τήν κατοικία του μέσα στά μνήματα, καί δέν μποροῦσε κανείς νά τόν δέσει ἀκόμη καί μέ σιδερένιες ἁλυσίδες, 4 καθώς πολλές φορές τόν εἶχαν δέσει μέ σιδερένια δεσμά στά πόδια καί μέ ἁλυσίδες στά χέρια, αὐτός ὅμως εἶχε σπάσει τίς ἁλυσίδες καί εἶχε συντρίψει τά δεσμά τῶν ποδιῶν. Καί κανείς δέν εἶχε τή δύναμη νά τόν δαμάσει. 5 Καί συνεχῶς νύχτα καί μέρα ἔμενε στά μνήματα καί στά βουνά κι ἔβγαζε κραυγές καί καταπλήγωνε τόν ἑαυτό του μέ πέτρες. 6 Ὅταν ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦ ἀπό μακριά, ἔτρεξε καί τόν προσκύνησε. 7 Καί κραυγάζοντας μέ δυνατή φωνή εἶπε: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ σένα καί σέ μένα, καί τί ζητᾶς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἄφησε ἐλεύθερο γιά τήν περίοδο τῆς ζωῆς αὐτῆς, μή μέ βασανίσεις καί μή μέ διώξεις ἀπό ἐδῶ πού ἔχω εὐχάριστη διαμονή. 8 Τοῦ εἶπε μάλιστα «μή μέ βασανίσεις», διότι ὁ Κύριος τοῦ ἔλεγε: Δαιμονικό ἀκάθαρτο πνεῦμα, βγές ἀπό τόν ἄνθρωπο. 9 Τόν ρώτησε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς: Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: Τό ὄνομά μου εἶναι Λε­γεών, δηλαδή ταξιαρχία στρατιωτῶν. Κι ἔχω αὐτό τό ὄνομα, διότι ἐδῶ μέσα εἴμαστε πολλοί. 10 Καί παρακαλοῦσε πολύ τόν Ἰησοῦ νά μήν τούς στείλει ἔξω ἀπό τή χώρα ἐκείνη. 11 Ἐκεῖ λοιπόν κοντά στό βουνό ἦταν ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων πού ἔβοσκε. 12 Κι ὅλοι οἱ δαίμονες τόν παρακάλεσαν λέγοντας: ­Στεῖ­λε μας στούς χοίρους, γιά νά μποῦμε σ’ αὐ­τούς. 13 Κι ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε ἀμέσως τήν ἄδεια στά δαιμό­νι­α νά μποῦν στούς χοίρους. Καί τό ἔκανε αὐτό διότι οἱ χοιροβοσκοί πού εἶχαν τά ζῶα αὐτά, τά ἔτρεφαν πα­ρα­βαί­νο­ντας τό μω­­σαϊκό νόμο, πού ἀπα­­γόρευε τό χοιρινό κρέ­ας ὡς ἀκάθαρτο, καί συνεπῶς βρί­σκο­νταν σέ παρανομία καί ἁμαρτία. Τότε λοιπόν τά ἀκά­­­θαρ­τα πνεύματα βγῆ­καν ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Καί ὅρμησε τό κοπάδι ἐκεῖνο τῶν χοίρων μέ ἀσυγ­κρά­τη­τη μανία νά πέσει ἀπό τό γκρεμό κάτω στή λίμνη. Ἦταν μά­λιστα οἱ χοῖροι περίπου δύο χιλιάδες‧ καί πνίγονταν μέσα στή λίμνη. 14 Τότε αὐτοί πού ἔβοσκαν τούς χοίρους ἔφυγαν καί ἀνήγγειλαν τό γεγονός στούς κατοίκους τῆς πόλεως καί σ’ ὅσους ἔμεναν στά χωράφια. Καί οἱ κάτοικοι βγῆκαν νά δοῦν τί ἦταν αὐτό πού ἔγινε. 15 Καί ἦλθαν κοντά στόν Ἰησοῦ καί εἶδαν τόν δαιμονισμένο, πού εἶχε πρωτύτερα μέσα του τή λεγεώνα τῶν δαιμόνων, νά κάθεται ντυμένος καί νά ἔχει σωστά τά μυαλά του. Καί φοβήθηκαν ἀπό τήν παρουσία τοῦ θαυματουργοῦ Κυρίου, καθώς τόν αἰσθάνονταν πολύ ἀνώ­τερό τους. 16 Κι ἐκεῖνοι πού εἶδαν τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ, τούς διηγήθηκαν τί συνέβη στό δαιμονισμένο καί πῶς πνίγηκαν οἱ χοῖροι. 17 Κι ἐπειδή φοβοῦνταν μήπως πάθουν κι ἄλλο μεγα­λύ­τερο κακό, ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν νά φύγει ἀπ’ τά σύνορά τους. 18 Καί καθώς ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε στό πλοῖο γιά νά φύγει, ἐκεῖ­νος πού ἦταν ἄλλοτε δαιμονισμένος τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν ἀκολουθήσει, γιά νά μένει μαζί του. 19 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δέν τόν ἄφησε, ἀλλά τοῦ εἶπε: Πήγαινε στό σπίτι σου κοντά στούς δικούς σου καί διηγήσου σ’ αὐτούς ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Κύριος καί πόσο σέ ἐλέησε, ἀφοῦ σέ ἐλευθέρωσε ἀπό τόσο πλῆθος δαι­μό­νων. 20 Κι ἐκεῖνος ἔφυγε κι ἄρχισε νά διακηρύττει στίς δέ­κα ἑλληνικές πόλεις πού εἶχαν κτισθεῖ ἀνατολικά τοῦ Ἰορ­δάνη τά ὅσα ἔκανε γι’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς. Κι ὅλοι ὅσοι τά ἄκουγαν, θαύμαζαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου