Περί Κατακρίσεως και Καταλαλιάς
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, που ερωτήθηκε από τούς αδελφούς τι είναι καταλαλιά και τι κατάκρισις, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση :
Με την καταλαλιά φανερώνει κανείς τα κρυφά ελαττώματα του αδελφού
του. Με την κατάκρισι καταδικάζει τα φανερά.
Αν ειπή κανείς λόγου χάρι, πως ο τάδε αδελφός είναι μεν καλοπροαίρετος και αγαθός, αλλά του λείπει η διάκρισι, αυτό είναι καταλαλιά. Αν όμως ειπή ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκρισις, γιατί με το λόγο αυτό καταδικάζει τις πράξεις του πλησίον του. Η κατάκρισις είναι χειρότερη από την καταλαλιά.
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι’ άρχισαν να λέγουν κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Όσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του να τούς ετοιμάση φαγητό και βγήκε έξω από το κελλί, για να μη μολύνη τ’ αυτιά του.
ΕΝΑΣ Γέροντας πνευματικός συμβουλεύει:
Αν συμβή ποτέ να κατακρίνης τον αδελφό σου και σε τύψη γι’ αυτό η συνείδησή σου, πήγαινε ευθύς να τον βρης, εξομολογήσου ότι τον κατέκρινες και ζήτησέ του συγγνώμη. Πρόσεχε στο εξής να μη σε παρασύρη ο διάβολος σ’ αυτό το αμάρτημα, γιατί η καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.
Αν έλθη κάποιος άλλος σε σένα κι’ αρχίση να κατηγορή και να κατακρίνη ένα τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθής και του ειπής: "δίκαιο έχεις, έτσι είναι". Καλλίτερα να σωπάσης η να του ειπής: "Εγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος για τις αμαρτίες μου· δεν έχω δικαίωμα να καταδικάζω άλλον". Μ’ αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό σου σώζεις και τον αδελφόν σου.
Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στούς εγκρατείς και νηστευτάς:
- Φάγε κρέας και πιές κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.
Και πάλι:
- Καταλαλώντας ο όφις τον Θεό, επέτυχε να βγάλη τούς πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Το ίδιο κάνει κι’ εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του· βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι’ όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε: "Αυτός έπεσε σήμερα κι’ εγώ εξάπαντος αύριο. Κι’ αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό".
*******
ΕΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι’ ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι’ όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
- Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πως πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωη;
- Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωη μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιόν Του: "Συ, Κυριε, είπες, μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε", κι’ ελπίζω ότι δε θα με κρίνη αυστηρά.
- Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
*******
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γεροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
-Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γεροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
-Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Που ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γεροντας. Κι’ από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεο να του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.
*******
Αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ιωσήφ· τι να κάνω, διότι ούτε να κακοπαθήσω δια την αγάπη του Χριστού ημπορώ, αλλ’ ούτε και να εργασθώ και να δώσω ελεημοσύνην. Εις απάντησιν ο Γερων του λέγει· "Εαν δεν ημπορής να κάνης τίποτε από αυτά τουλάχιστον διατήρησον την συνείδησίν σου καθαράν από λογισμούς κατακρίσεως εναντίον του αδελφού σου και απόφευγε να τον ταπεινώνης. Τοιουτοτρόπως ασφαλώς θα σωθής ".
Ένας από τούς Γεροντας διηγήθη, ότι έζη κάποτε ένας καλόγηρος μέθυσος· όλην την ημέραν έπλεκε την ψάθαν εις το κελλί του και το βράδυ επώλει το εργόχειρόν του εις το χωρίον και όσα εισέπραττε τα έπινε κρασί. Μετά καιρόν ήλθε κοντά του, ως υποτακτικός, ένας αδελφός και παρέμεινε μαζί του· έπλεκε δε και αυτός όλην την ημέραν ψάθαν και την επώλει και αυτήν ο καλόγηρος και όσα εισέπραττε και από τα δύο εργόχειρα τα έπινε κρασί· εις τον υποτακτικό του έφερε μόνον ολίγον άρτον αργά το βράδυ. Επί τρία έτη συνέβαινε αυτό, χωρίς ο υποτακτικός να του αντιμιλήση καθόλου η να διαμαρτυρηθή.
Μιαν ημέραν λέγει μέσα του ο υποτακτικός· είμαι γυμνός και τρώγω το ψωμί μου με μεγάλην στέρησιν· θα σηκωθώ λοιπόν να φύγω απ’ εδώ· αλλά και πάλιν εσκέφθη· που ημπορώ να υπάγω; ας μείνω εδώ, διότι εγώ χάριν του Θεού κοινοβιάζω. Μολις εσκέφθη αυτά εμφανίζεται ενώπιόν του Άγγελος Κυρίου και του λέγει:
- Πουθενά να μη αναχωρήσης, διότι αύριον θα σε επισκεφθώ. Την επομένην λοιπόν, είπεν ο υποτακτικός εις τον Γεροντα·
- Πατερ, σε παρακαλώ, να μη φύγης πουθενά σήμερα, διότι έρχονται τώρα οι ιδικοί μου να με πάρουν.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα, που εσυνήθιζεν ο καλόγηρος να φεύγη δια το χωρίον, λέγει εις τον υποτακτικόν·
- Τέκνον, όπως φαίνεται, δεν θα έλθουν σήμερον, διότι άργησαν,
- Ναι, Γεροντα μου, οπωσδήποτε έρχονται· ενώ δε συνωμίλει με τον Αββάν, εκοιμήθει εν Κυρίω.
Μολις είδεν αυτό το πράγμα ο γέρων ήρχισε να κλαίη και να λέγη:
- Αλλοίμονον, τέκνον μου, ότι πολλά χρόνια είναι που ζω εις την αμέλειαν· ενώ συ μέσα εις ολίγον διάστημα έσωσες την ψυχήν σου, δια της υπομονής. Και από τότε εσωφρονίσθη και αυτός και έγινε δόκιμος.
- Από το ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ της Καθηγουμένης της Ι.Μονής Οσίου Θεοδοσίου, Θεοδώρας Χαμπάκη,
- Από τον ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟ, Α’ & Γ’ Τομος, εκδόσεως Ματθαίου Λαγγή, 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου