Για τον Ηλία τον λεπρό, ποιος δεν θ’ ακούσει την θαυματουργία που έγινε από τους αγίους και δεν θα θαυμάσει τη μαρτυρική τους δύναμη;
Ο Ηλίας είχε λέπρα για πολλά χρόνια, είχε και της λέπρας τα
συμπτώματα και μάλιστα όχι σε ένα μέρος, αλλά εξαπλωμένα σε όλο του το σώμα, αυτά που κατά τον μωσαϊκό νόμο είναι σημεία βδελυρά και ακάθαρτα και αυτόν που τα ‘χε τον έδιωχναν να ζει του λοιπού έξω από την παρεμβολή. Αυτά λοιπόν τα σημάδια, που χρησιμοποιούνταν σαν σύμβολα της αμαρτίας, έφερνε πάνω του και ο Ηλίας, και επειδή δεν βρήκε ωφέλεια από πουθενά –γι’ αυτήν την ασθένεια ο Γαληνός και ο Ιπποκράτης δεν μπορούν να κάνουν το παραμικρό– προς τον Κύρο και τον Ιωάννη τους μάρτυρες έρχεται, θέλοντας να βρει θεραπεία και πιστεύοντας ακράδαντα ότι οπωσδήποτε και θα την έχει. Επειδή όμως πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα και δεν είδε καμιά ωφέλεια, βαρυκάρδισε, ενώ οι άγιοι καθυστερούσαν να επέμβουν για λόγους οικονομίας.
Και τούτο το έπαθε από ενέργεια του διαβόλου, που θέλησε να εμποδίσει τη θεραπεία και να διακόψει τη συμπάθεια των αγίων. Δεν μπορούσε πια να παραμείνει στο ναό επειδή το πάθος της ακηδίας είναι βαρύ και πολεμά τις φιλόθεες ψυχές κι απ’ τον πειρασμό αυτόν ο Ηλίας εγκατέλειψε δυστυχώς και το τέμενος και τη θεραπεία της βαριάς του ασθένειας. Αλλά οι άγιοι, που το γνώριζαν, τον λυπήθηκαν και αδιαφορώντας για την παράλογη περιφρόνηση, που έδειξε προς αυτούς, τον βοήθησαν με τον εξής τρόπο:
Ενώ βρισκόταν στο δρόμο της επιστροφής από το τέμενος του αγίου Μητρά μέρα μεσημέρι τον συνάντησαν με τη μορφή δύο μοναχών και παριστάνοντας πως τάχατες δεν ξέρουν τίποτε, τον ρώτησαν από πού έρχεται και πού πηγαίνει κι αυτός τους είπε ότι ήταν στο τέμενος των αγίων και πως έφυγε από εκεί. Κι όταν αυτοί τον ρώτησαν την αιτία που είχε πάει, αυτός τους απάντησε: «Η αιτία είναι φανερή και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις», υπονοώντας το διάστικτο σώμα του. Και οι θεσπέσιοι τον ρώτησαν: «Για ποιο λόγο έφυγες από κει πριν να θεραπευθείς;»
Τότε τους είπε δείχνοντάς τους τις άσπρες κηλίδες πάνω στο σώμα του, ότι έφυγε γιατί δεν θεραπεύθηκε, όχι κατηγορώντας τους αγίους, αλλά τον εαυτό του ως ανάξιο θεραπείας και της επέμβασης των αγίων, και τότε οι άγιοι οικτίροντάς τον περισσότερο, του είπαν: «Άκουσέ μας και γύρνα πίσω γρήγορα και θα δεις τα θαυμάσια του Θεού και την επέμβαση των αγίων. Φτάνοντας στο τέμενος θα βρεις τέσσερις καμήλες κοντά στην πηγή. Πάρε από την κοπριά της τέταρτης και διάλυσέ τη στο νερό της πηγής και με αυτό επάλειψε όλο σου το σώμα».
Αυτός όμως, επειδή σιχαινόταν την κοπριά, δεν επάλειψε και το πρόσωπό του, έτσι καθαρίστηκε όλο του το σώμα εκτός από το πρόσωπο, το οποίο παρέμεινε δια παντός κατάστικτο, σαν απόδειξη αδιάψευστη, που δεν μπορούσε να αποσιωπηθεί, της παρακοής του προς τους μάρτυρες. Και γι’ αυτό, αν και μέμφθηκε τον εαυτό του ο Ηλίας και τον κατηγόρησε, όμως, δεν κέρδισε τίποτε, όπως και κάποτε ο Ησαύ, όταν ζητούσε πίσω τα πρωτοτόκια…
Για τον Θεόπεμπτο, τον δαιμονιζόμενο
Δαιμονιζόταν άσχημα ο Θεόπεμπτος και δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον έβλεπε και να μη δάκρυζε. Κι επίσης ήταν σ’ αυτό το νόσημα δεκαοχτώ ολάκερα χρόνια και δεν μπορούσε άλλο να το υποφέρει, γι’ αυτό και απευθύνθηκε σ’ αυτούς, που μπορούσαν να τον απαλλάξουν από αυτή τη μάστιγα, τους αγίους μάρτυρες. Αφού δε με πολύ κόπο διάνυσε όλο το μακρύ διάστημα από τη πόλη ως το τέμενος των αγίων –γιατί δεν είχε χρήματα να πληρώσει για κάποιο ζώο– όταν τελικά έφτασε εκεί κατά τη δύση του ηλίου, εξαντλημένος όπως ήταν από το περπάτημα ξάπλωσε στον περίβολο του ναού, μη έχοντας το κουράγιο ούτε καν αυτό το μικρό διάστημα να διανύσει από τον περίβολο μέχρι το ναό, πράγμα που το ανέβαλε για την επαύριον κι αποκοιμήθηκε εκεί έξω.
Αλλά τη νύκτα τού εμφανίζονται οι άγιοι με τις δικές τους μορφές και όχι ξένες και αφού τον αποκάλεσαν με τ’ όνομά του, «Αδελφέ Θεόπεμπε», του είπαν, «κοίτα, το πονηρό πνεύμα που σε παρενοχλεί και σε καταθλίβει, στο όνομα του Χριστού που για μας σταυρώθηκε το εκδιώκουμε αυτή τη στιγμή κι εσύ σήκω κι αφού ευχαριστήσεις τον Θεό γύρνα στο σπίτι σου!»
Κι αυτός, χωρίς να περιμένει να ανατείλει ο ήλιος, αποτινάζοντας από πάνω του μαζί με το δαιμόνιο και την κούραση, που είχε, μπήκε χαίροντας στον ναό και έψαλε ευχαριστίες στον Θεό και στους μάρτυρες κι έπειτα επέστρεψε πίσω, σκιρτώντας από χαρά και κηρύττοντας παντού το μέγα θαύμα.
Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου).
Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 121.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου