Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

«῞Οσο μὲ φυλάγει ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς μου ῎Αγγελος, δὲν φοβοῦμαι οὔτε ἀστραπές, οὔτε θηρία, οὔτε τίποτε ἄλλο»

Κάποτε, τὸ ῞Αγιον Πάσχα, ἐπεθύμησε ὁ ῞Οσιος νὰ φάγη τυρὶ νωπὸ καὶ ἐμέμφετο τὸν ἑαυτό του ὡς λαίμαργο καὶ κοιλιόδουλο, διότι ὠρεγόταν σαρκικὰ θελήματα· τότε ἐμφανίσθηκε πίσω του ἄνθρωπος μὲ πάταγο 
στὴν γῆ, ποὺ ἀκούσθηκε τρεῖς φορές, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του τυρὶ νωπὸ καὶ μόλις τὸ ἔδωσε στὸν ῞Οσιο ἔγινε ἄφαντος. Αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε ὁ ῞Αγιος ἀργότερα στὸν φίλο του Δημήτριο, ὄχι γιὰ νὰ ἐπαινεθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν καταλαλῆται ὁ Κύριος. Διότι ὁ Δημήτριος ἔλεγε σὲ κάποιους ἀδελφούς, ὅτι δὲν εὑρίσκονται πλέον ἄνδρες θεῖοι καὶ ὅτι ἐσβέσθησαν τὰ θεῖα χαρίσματα τῶν παλαιῶν καὶ δὲν φαίνονται πουθενά: «Ποιός σὲ καιρὸ ἀνάγκης ἔχει τὴν χάρι νὰ ἀξιώνεται τέτοιας προνοίας ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ δέχεται τροφὴ ἀπὸ ᾿Αγγελικὴ χεῖρα;»...

Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ῞Οσιος, ἐμειδίασε ὀλίγο καὶ τοῦ εἶπε: «Φίλτατε Δημήτριε, ραθυμία πλείστη σοῦ ἐγέννησε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς λόγους καὶ λογισμούς... ῾Ο Θεὸς εἶναι ὁμολογουμένως φιλανθρωπότατος καὶ κηδεμονικώτατος καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πιὸ ἐπιμελητὴς καὶ ἀπὸ πατέρα· κανέναν δὲν ἀποστερεῖ ἀπὸ κάθε γενεά, οὔτε ἀποκηρύττει, ἀλλὰ κήδεται καὶ ἀξιώνει θείων χαρισμάτων ὡς φιλόπαις πατήρ, καὶ ὅποια ἐπιθυμία ἐκφράσει αὐτὸς ποὺ Τὸν φοβεῖται, ἄν δὲν βλάπτη τὴν ψυχή του, δὲν τοῦ τὴν στερεῖ»... Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, τοῦ ἐφανέρωσε τὸ θαυμάσιο ποὺ ἀναφέραμε πρὸς δόξαν Θεοῦ. Τὸ ὅτι ὁ κάθε πιστὸς ἔχει φύλακα ῎Αγγελο τῆς ζωῆς του, ὁ θεῖος Πατὴρ τὸ μαρτυροῦσε ἐκ πείρας καὶ τὸ ἐδιηγεῖτο.

῎Ελεγε, ὅτι ἄλλοτε ἔβλεπε τὸν ῎Αγγελο ὡς γέροντα, ἄλλοτε ὡς νέο καὶ ἄλλοτε ὡς πολὺ μικρὸ παιδί· διότι ὁ ῞Οσιος περιφερόταν πολλὲς φορὲς τὴν νύκτα στὴν ἔρημο καὶ ἔβλεπε τοὺς ᾿Αγγέλους καὶ δὲν φοβόταν καθόλου οὔτε δείλιαζε ἀπὸ βροντές, ἀστραπὲς ἤ ἄγρια θηρία. Κάποια νύκτα ποὺ ἔβρεχε δυνατά, εἰσῆλθε σὲ κάποιο σπήλαιο καὶ προσευχόταν κατὰ τὴν συνήθειά του. Τότε ἦλθε καὶ μία πάρδαλις καὶ ἔπεσε δίπλα του. ῾Ο ῞Οσιος τῆς ἔριξε λίθο καὶ τὴν ἐδίωξε καὶ ἐκείνη βγῆκε ἀτάραχα καὶ ἔφυγε, χωρὶς νὰ ἀγριεύση ἐναντίον του... Κάποιοι μάλιστα τὸν ἐρωτοῦσαν πῶς δὲν ἐφοβεῖτο νὰ περιφέρεται τὴν νύκτα σὲ ἔρημο καὶ πολὺ ἄγριο βουνό. Καὶ ὁ ῞Οσιος ἔλεγε: «῞Οσο μὲ φυλάγει ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς μου ῎Αγγελος, δὲν φοβοῦμαι οὔτε ἀστραπές, οὔτε θηρία, οὔτε τίποτε ἄλλο· ἄν ὅμως Αὐτὸς μὲ ἐγκαταλείψη γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, τότε φοβοῦμαι καὶ τὰ φύλλα τῶν δένδρων ὅταν πίπτουν»!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου