Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

«Στήν σπηλιά οὔτε κρύο οὔτε ζέστη, οὔτε ἀρρώστια! Ἤμουν μία χαρά. Ἡ μάνα μου ἡ Παναγιά δέν μοῦ χάλασε ποτέ χατίρι. Ὅλα μοῦ τά ἔδωσε. Ὅλα...»

Δέν εἶσαι Βασίλειε μόνος. Δέν σοῦ εἶπα ὅτι Ἐγώ εἶμαι μαζί σου;» Καί μέ ἀφέλεια ὁ ἀνεπρόκοπος ἀπάντησα: «Ναί, ἀλλά δέν βλέπω τά πατήματά Σου». Καί τότε ὁ Κύριός μου λέγει: «Αὐτά τά πατήματα πού βλέπεις εἶναι δικά μου». 
Καί λέγω τότε στόν Κύριο μέ ἔκπληξη. Καί τά δικά μου ποῦ εἶναι; Κι Ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντᾶ: «Τά δικά σου δέν φαίνονται γιατί σ’ ἔχω στήν ἀγκαλιά μου. Καί τότε ζήτησα καί πάλι συγχώρεση. Ἄν μ’ ἔβλεπε κανείς θά ἀναρωτιόταν μέ ποιόν μιλάω! Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ.
Τοῦ Διονύση Μακρῆ
Ἦταν μόλις 14 ἐτῶν μαθητής τῆς Δ’ Τάξης τοῦ Δημοτικοῦ ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης ὅταν γιά πρώτη φορά τό 1936 ἀγνάντεψε ἀπό τό καράβι «Ἀνδρέας», ὅπου ἐπέβαινε τά Καυσοκαλύβια καί αὐθόρμητα φώναξε: «Ἐδῶ θά ἔρθω νά γίνω μοναχός»! Τήν ἐπιθυμία του αὐτή ἐκπλήρωσε τό 1983, ὅταν ἐγκαταλείπει ὁριστικά τόν κόσμο καί μεταβαίνει στό Ἁγιώνυμο Ὄρος προκειμένου νά γίνει ἕνας ἁπλός περιβολάρης τῆς Ἁγίας μας Θεοτόκου. «Ἡ μάνα μου ἡ Παναγιά δέν μοῦ χάλασε ποτέ χατίρι. Ὅλα μοῦ τά ἔδωσε. Ὅλα...» συνήθιζε νά λέγει μέ κάθε εὐκαιρία.

Ἕνα βράδυ μετά τό Ἀπόδειπνο, στό Ρεντζίκι (Πεῦκα) τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου διέμενε τά τελευταῖα χρόνια ὁ γέροντας Βασίλειος, μέ φανερά τά σημάδια πού τοῦ εἶχαν δημιουργήσει διάφορες ἀσθένειες τοῦ γήρατος, ἄρχισε νά ἀναπολεῖ ἐνώπιον τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια!

-Ἄχ Καλλιοπίτσα τί ὄμορφα ἦταν στά Καυσοκαλύβια. Πόσο μοῦ λείπουν... Ἀπό μικρό παιδί εἶχα συνδεθεῖ μέ τόν ἅγιο αὐτό τόπο. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ θεῖος μου ὁ π. Νεκτάριος μόναζε στόν Ἅγιο Νεῖλο, στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ἐμένα μέ τράβηξαν τά Καυσοκαλύβια. Βέβαια ἀπό τότε πού ὁ παπα -Χρυσόστομος Πιντέρης, ἕνας ἅγιος λευίτης μοῦ ἔδωσε τή ρασοευχή ὁ πόθος γιά τά Καυσοκαλύβια μετατράπηκε σέ μία δυνατή φλόγα, πού ἔκαιγε τά σωθικά μου. Ὅλοι οἱ πατέρες πού ζοῦσαν ἐκεῖ μέ γνώριζαν, ἀφοῦ ἀκόμη πρίν νά ἐγκατασταθῶ μόνιμα ἔμενα ἑβδομάδες καί μῆνες κοντά τους καί τούς βοηθοῦσα... Ἔπιαναν τά χέρια μου πού λένε καί τούς ἔκανα μαραγκοδουλειές. Αὐτό βοηθοῦσε γιά νά παραμένω ἀρκετό χρόνο στό Περιβόλι τῆς Μάνας μου Παναγιᾶς καί νά παρακολουθῶ καί νά ἐφαρμόζω τόν μοναχικό κανόνα. Ζήλευα τόν ἀγώνα τῶν μοναχῶν ἀλλά δέν μποροῦσα νά τόν ἀκολουθήσω γιατί εἶχα ὑποχρεώσεις στόν κόσμο. Εἶχα ἀποκτήσει τέσσερα παιδιά μέ τή Δήμητρα τή γυναίκα μου, ἡ ὁποία κοιμήθηκε ἐν Κυρίω τό 1983. Τότε τά παιδιά μου ἦταν πιά μεγάλα. Εἶχαν οἰκογένειες. Τά κάλεσα μία μέρα ὅλα μαζί καί τούς ἀνακοίνωσα τήν ἀπόφασή μου. Ἔμεινα ἀκόμη μία ἑβδομάδα μαζί τους γιά νά τακτοποιήσω κάποια μικρά περιουσιακά στοιχεῖα, τά ὁποῖα τούς τά μεταβίβασα. Καί μετά «πέταξα» στήν κυριολεξία στά Καυσοκαλύβια παντελῶς ἐλευθερωμένος! Μοῦ δώσανε τό Κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο ἦταν σχεδόν ἐρείπιο. Γιά λίγο φιλοξενήθηκα στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ὅταν ἄρχισα νά τό σουλουπώσω. Θά τό εἶχα τελειώσει πιό μπροστά ἀλλά προηγοῦνταν καί οἱ ἐπισκευές ἄλλων κελλιῶν. Βοηθοῦσα τούς Πατέρες καί δέν ἔλεγα ποτέ ὄχι σέ διακόνημα. Ἄν καί μεσήλικας ἔνιωθα πώς εἶχα τή δύναμη εἰκοσάχρονου νέου. Ὅμως ἡ ἄσκηση-ἄσκηση.

-Γέροντα κάποτε πού σέ ἐπισκέφθηκε στό Χαρίσειον ἕνας μοναχός ἀπό τά Καυσοκαλύβια ἀνέφερε κάτι γιά μία σπηλιά στήν ὁποία ἔμενες καί σύ τότε τοῦ ἔγνεψες νά σιωπήσει. Εἶχες μείνει καί σέ σπηλιά;

- Σοῦ εἶπα Καλλιόπη μου ὅτι ἔνιωθα σάν εἰκοσάχρονος νέος! Μέχρι νά φτιάξω τό κελλάκι μου καί πρίν μείνω ὁριστικά σ’ αὐτό θέλησα νά δοκιμάσω νά ζήσω λίγο σέ σπηλιά. Εἶχα αὐτήν τήν ἐπιθυμία ἀπό τότε πού οἱ συμμαθητές μου στό Δημοτικό μέ φώναζαν περιπαικτικά καλόγερο-ἀσκητή. Ἔμενα σχεδόν δύο χρόνια στή σπηλιά. Ἔτρωγα ἕνα κομματάκι ἀντίδωρο καί ἔπινα ἁγιασμό. Ἔτρωγα καί λίγα χορταράκια πού ἔβγαιναν ἐκεῖ στήν ἄκρη τῆς σπηλιᾶς καί ἦταν πολύ-πολύ νόστιμα. Ἡ Παναγιά μας τά φύτευε γι’ αὐτό ἦταν πολύ νόστιμα. Ὁ χρόνος κυλοῦσε γρήγορα λόγω τῆς προσευχῆς. Ὡραῖα πού ἦταν τότε. Μέ μία κουρελού μισή κάτω καί μισή γιά κουβέρτα ὅσο ἤμουνα στή σπηλιά οὔτε κρύο οὔτε ζέστη, οὔτε ἀρρώστια! Ἤμουν μία χαρά. Τώρα τά ἔχω ὅλα, στό θερμοκήπιο ζῶ καί ὅλο ἄρρωστος εἶμαι. Στή σπηλιά ἔμεινα, ὅσο χρειάστηκε νά διορθωθεῖ τό σπίτι γιατί ἦταν πάρα πολύ ἐρείπιο, δέν ἦταν κατοικήσιμο. Ἀφοῦ διορθώθηκε τό σπίτι καί ἔμενα μέσα ἀναγκαστικά ἔφυγα ἀπό τήν καθημερινή ἄσκηση πού εἶχα, γιατί παιδιά μου ὅλα εἶναι μία συνήθεια ἀλλά τό πλεῖστον εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεός ὅταν ἐμεῖς θέλουμε νά εἴμαστε κοντά του πραγματικά ὅσα ἐμπόδια καί νά βροῦμε μᾶς βοηθάει καί μᾶς περιμένει γιατί θέλει πάντες σωθῆναι. Τό ἴδιο συνέβη καί σέ μένα. Ὅταν ἤμουνα στή σπηλιά καί εἶχα ὅλη μου τήν ἀφοσίωση στό Θεό δέν εἶχα οὐδεμία μέριμνα, οὔτε γιά παράθυρα, οὔτε γιά πόρτες, οὔτε κουζίνες, οὔτε γιά ἠλεκτρικά, γιά κήπους γιά τίποτε ἀπολύτως. Μοῦ ἀρκοῦσε ἕνα πρόσφορο τήν ἑβδομάδα καί τά λίγα χορταράκια ἀπό τόν κῆπο τῆς Μάνας μας Παναγιᾶς. Ὅταν πῆγα στό σπίτι ἄρχισε ἡ μέριμνα, ἄντε καί τοῦτο, ἄντε καί τ’ ἄλλο, σιγά-σιγά ἔφτασα νά ἔχω φῶς, ρεῦμα, ψυγεῖο. Κι αὐτά γιά μένα ἦταν καταστροφή. Ἐφ’ ὅσον μέσα στή σπηλιά μέ τήν κουρελού μισή πάνω καί μισή κάτω καί ἐπάνω σέ σανίδα δέν κρύωνα τό χειμώνα, ἤμουν ζεστός καί τό καλοκαίρι δέν ζεσταινόμουνα. Ἤμουν μιά χαρά! Ἀντιθέτως στό σπίτι αἰσθανόμουνα τά πάντα, κρύο, ζέστη. Κι αὐτό γιατί ἔφυγα ἀπό τήν προσήλωση πού εἶχα πρός τόν Κύριον. Δέν ἦταν ὅλη ἡ ἀφοσίωσή μου στόν Θεό πλέον. Εἶχα τή μέριμνα τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ κήπου, μέχρι καί τηλέφωνο ἔβαλα ἄν καί δέν τό ἤθελα, ἀλλά ἔγινε κι αὐτό.

Ἄρχισα νά χάνω αὐτό τό ὡραῖο πού εἶχα. Ἔφυγε πλέον , ὄχι ὁλοκληρωτικά, γιατί δέν φεύγει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, φεύγουνε κάτι ἄλλα... Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε κοντά μας, δέν μποροῦσα ὅμως νά ἔχω τήν ἴδια χάρη πού εἶχα κατά τή διαμονή μου στή σπηλιά. Ὅταν ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος ὁ Θεός δίνει φώτιση, μᾶς δίνει τήν χάρη. Καί ὅσο πιό πολύ προχωροῦμε πρός τόν Θεό τόσο καί πιό πολύ λαμβάνουμε περισσότερη χάρη. Καί σιγά-σιγά ἔρχεται καί ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος τήν ἄκρα ἄσκηση, τήν διορατικότητα. Τότε προσπαθεῖ ἐπιμελῶς νά ἀποφεύγει τό κακό καί ἐργάζεται γιά τό Θεό καί μόνο γιά τό καλό. Πρέπει νά ἔχεις μεγάλη δύναμη. Εἶναι δύσκολο ἀλλά ὄχι ἀκατόρθωτο. Τόν πρῶτο λόγο τόν ἔχουμε ἐμεῖς. Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἔχουμε τά μεγαλύτερα ὅπλα. Τό μεγαλύτερο ὅπλο εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἐνδυναμώνεται ἀπό τόν Σταυρό. Ὅταν ἔχει τόν Σταυρό ἡ πίστις σου δυναμώνει. Δέν ἔχεις τόν Σταυρό ἡ πίστις σου δέν δυναμώνει. Ὅταν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός καί δέν σηκώνεις τόν Σταυρό, τότε δέν πιστεύεις τίποτε. Ἐφόσον πιστεύεις στόν Θεό πρέπει νά σηκώσεις καί τόν Σταυρό πού σοῦ δίνει. Καί ὅπως σοῦ τόν δώσει. Γιατί ὁ Κύριός μας δίνει στόν ἄνθρωπο τόν Σταυρό ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του. Εἶναι Παντογνώστης, καρδιογνώστης ὁ Χριστός μας καί μᾶς δίδει τό πρέπον. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο. Νά μήν παραπονούμεθα ποτέ ἀλλά μέ ὑπομονή καί ταπείνωση ἀγόγγυστα νά σηκώνουμε ὅτι Σταυρό μᾶς δώσει. Προσέξτε νά μήν ποῦμε ποτέ γιατί Θεέ μου; Εἶναι ἕνα εἶδος διαμαρτυρίας καί βλασφημίας μπορῶ νά πῶ.

Νά θά σᾶς πῶ ἐξομολογηθῶ τί ἔπαθα τοῦ λόγου μου. Κάποτε ἔσκαβα γοῦβες στόν κῆπο μου στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά φυτέψω φασόλια. Καθώς περιποιούμενα τόν κῆπο μου μέ ἔπιασε τό παράπονο. «Ὅλο μόνος μου, ὅλο μόνος μου...» εἶπα. Δέν πρόλαβα νά κάνω δύο βήματα καί βλέπω κι ἄλλα πατήματα δίπλα στά δικά μου. Παραξενεύτηκα καί ἄρχισα νά συλλογιέμαι ποιός ἄνθρωπος νά περπάτησε στόν κῆπο μου; Ποιός νά ἦταν ἄραγε; Τελείωσα τή δουλειά μου, ἦρθε μεσημέρι ξάπλωσα, διάβασα Ἑσπερινό. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τόν Κύριο. Μέ κοιτάει στά μάτια καί μοῦ λέγει: Γιατί ἀπορεῖς; Δέν εἶσαι μόνος σου! Εἶμαι Ἐγώ μαζί σου. Πῆρα τό μάθημά μου. Ἀπό τότε λέω δέν εἶμαι μόνος μου, ἔχω τόν Θεό. Κι ὅσοι ἔρχονταν καί μέ ρωτούσανε γέροντα μόνος εἶσαι ἐδῶ, τούς ἀπαντοῦσα. Ὄχι, ἔχω τόν Θεό, εἶμαι μέ τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, δέν εἶμαι μόνος μου. Δέν μπορῶ νά σᾶς περιγράψω τήν χαρά πού ἔνοιωθα ὅταν καθώς δούλευα ἔβλεπα τά πατήματα τοῦ Κυρίου δίπλα μου. Κάποια φορά ὅμως δέν ἔβλεπα τά δεύτερα πατήματα. Ἔβλεπα μόνο τά δικά μου. Ἄχ εἶπα πάλι μόνο μ’ ἄφησε ὁ Θεός, πάλι μόνος μου εἶμαι. Ὤπ! Ἀκούω πάλι τή φωνή τοῦ Κυρίου νά μοῦ λέει: «Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι εἶσαι μόνος σου; Ἀπό ποῦ τό συμπέρανες αὐτό ποῦ λές; Δέν εἶσαι Βασίλειε μόνος. Δέν σοῦ εἶπα ὅτι Ἐγώ εἶμαι μαζί σου»; Καί μέ ἀφέλεια ὁ ἀνεπρόκοπος ἀπάντησα: «Ναί, ἀλλά δέν βλέπω τά πατήματά Σου». Καί τότε ὁ Κύριος μοῦ λέγει: «Αὐτά τά πατήματα πού βλέπεις εἶναι δικά μου». Καί λέγω τότε στόν Κύριο μέ ἔκπληξη. Καί τά δικά μου ποῦ εἶναι; Κι Ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντᾶ: «Τά δικά σου δέν φαίνονται γιατί σ’ ἔχω στήν ἀγκαλιά μου. Καί τότε ζήτησα καί πάλι συγχώρεση. Ἄν μ’ ἔβλεπε κανείς θά ἀναρωτιόταν μέ ποιόν μιλάω! Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ. Νά θυμόσαστε παιδιά μου, ὅπου βλαστάνει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ πηγάζει ἡ Χάρις καί ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἄντε τώρα πηγαίνετε...

Οἱ συναντήσεις μέ τόν Καυσοκαλυβίτη γέροντα Βασίλειο ὄχι μόνο ἦταν ἐποικοδομητικές ἀλλά πάντοτε συνοδεύονταν ἀπό θαύματα. Ὁ γέροντας εἶχε τό χάρισμα μέσω τῶν ἀφηγήσεών του νά μεταφέρει τό Ἅγιον Ὄρος καί τή ζωή σ’ αὐτό μπροστά σου. Σέ ἔκανε νά τό ζεῖς, νά τό βιώνεις, νά συμμετάσχεις στίς δοξολογικές ἀκολουθίες, στίς ἀγρυπνίες, στίς νηστεῖες, στίς ἀσκήσεις. «Θυμᾶμαι, πώς μία γυναίκα πού τόν ἐπισκεπτόταν συχνά εἶχε κάποτε καταλύσει τή νηστεία τῆς Τετάρτης, ὅταν βρέθηκε σέ μία ἐκδήλωση. Ἀπό μόνη της λοιπόν δικαιολογεῖτο πώς δέν ἔκανε καί κάτι κακό. Ὅταν ἦρθε στό γέροντα, ἐκεῖνος τήν κοίταξε καί εἶπε: «Παιδιά, ξέρετε πῶς εὐαρεστεῖται ὁ Θεός ἀπό τίς νηστεῖες μας; Πολύ χαίρεται. Κι ἄν καμιά φορά παρασυρθοῦμε καί παραβιάσουμε τή νηστεία, στεναχωρεῖται». Τότε αὐθόρμητα πετάχτηκε ἡ Μαρία καί εἶπε κλαίγοντας: «Γέροντα συγγνώμη! Χθές δέν κράτησα τή νηστεία, παρασύρθηκα. Γιά μένα τό εἴπατε; Ἄς μέ συγχωρέσει ὁ Θεός»! Ὁ γέροντας μέ τό πού σέ ἔβλεπε, διάβαζε τήν ψυχή σου. Αὐτό μᾶς βοηθοῦσε πολύ, ὥστε νά ἀποφεύγουμε πολλούς πειρασμούς!
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου