Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον μακαριστό Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο

Η παρουσίαση χωρίζεται στα εξής μέρη, ανάλογα με τους τόπους της εκάστοτε δράσης του π. Αυγουστίνου:
A. 1907-1935: ΠΑΡΟΣ - ΑΘΗΝΑ - ΙΟΣ
B. 1935-1941: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Γ. 1941: ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Δ. 1942-1943: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ε. 1943-1945: ΚΟΖΑΝΗ και
ΣΤ. 1945-2004: ΓΡΕΒΕΝΑ - ΣΤΡΑΤΟΣ - ΚΥΜΗ - ΑΘΗΝΑ - ΦΛΩΡΙΝΑ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα περιστατικά που αναφέρονται παρακάτω στηρίζονται σε μαρτυρίες, οι οποίες έχουν μεταφερθεί αυτούσιες και τις οποίες μπορεί κανείς να βρει στο τεύχος 199 του περιοδικού «Σάλπιγξ Ορθοδοξίας» της Μητρόπολης Φλωρίνης καθώς και, πιο λεπτομερειακά, στο βιβλίο «Η αντίσταση της αγάπης» του Παναγιώτη Μύρου.

A. 1907-1935: ΠΑΡΟΣ - ΑΘΗΝΑ - ΙΟΣ
Το 1907 γεννιέται στις Λεύκες της Πάρου ο Ανδρέας Καντιώτης. Ο πατέρας του, Νικόλαος Καντιώτης, ήταν μικροέμπορος και η μητέρα του, Σοφία Θρεψιάδου, δασκάλα. Εκεί έζησε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Από ηλικία 8 χρονών είχε επαφή με το τοπικό μοναστήρι της Λογγοβάρδας. Το 1925 έρχεται στην Αθήνα και σπουδάζει θεολογία. Αποφοιτά με άριστα και το 1930 επιστρέφει στο κυκλαδίτικο νησί Ίος, όπου διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1935, ο εικοσιοκτάχρονος πλέον θεολόγος διασχίζει ένα δρομάκι του νησιού και ξαφνικά το ερευνητικό του βλέμμα πέφτει σ' ένα μικρό ταχυδρομικό φάκελο, ριγμένο στις λάσπες του δρόμου. Σκύβει, τον παίρνει και διαβάζει: "Κύριον Ανδρέαν Καντιώτην, θεολόγον. Ίον - Κυκλάδων". Είναι ένα σύντομο γράμμα από τον μητροπολίτη Ακαρνανίας Ιερόθεο, ο οποίος τον καλεί στη Μητρόπολή του να τον κάνη γραμματέα. Ο ταχυδρόμος δεν πρόσεξε και το γράμμα έπεσε στις λάσπες του δρόμου, για να το βρει αναπάντεχα ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. "Η ζωή εξαρτάται από ασήμαντες λεπτομέρειες", λέει ο ίδιος. Ύστερ' από λίγες μέρες, πρωτοχρονιά του 1935, εγκαταλείπει το νησί. Στο πλοίο, που κατευθύνεται προς τον Πειραιά, είναι ο μοναδικός επιβάτης.

Β. 1935-1941: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Ο μητροπολίτης δέχεται το νεαρό θεολόγο και τους πρώτους μήνες εργάζεται ως λαϊκός. Τον ίδιο χρόνο ο μητροπολίτης Ιερόθεος τον χειροτονεί διάκονο και του δίνει το όνομα Αυγουστίνος. Ο νεαρός διάκος επιδεικνύει μια πρωτοφανή διάθεση να μεταδίδει συνεχώς το ευαγγέλιο με κάθε μέσο στον απλό λαό, διάθεση την οποία κράτησε για πάντα, έως τα βαθειά του γεράματα. Στο Μεσολόγγι λοιπόν γράφει τα πρώτα του άρθρα, εκδίδει το πρώτο του περιοδικό και εκφωνεί τα πρώτα του κηρύγματα. Στην αρχή μιλά ήπια και σύμφωνα με τους κανόνες που διδάχθηκε στο Πανεπιστήμιο. Κάποια μέρα όμως, μετά από ένα κήρυγμά του, τον πλησιάζει ένας χωρικός και του λέει θυμόσοφα: «Καλά μας τα΄ πες, αλλά τίποτα δεν έκανες. Εμείς θέλουμε βουκέντρα για να ξυπνήσουμε!». Έτσι αλλάζει τακτική και αρχίζει το λεγόμενο ελεγκτικό κήρυγμα, με σκοπό να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, τακτική που επίσης κράτησε στη μετέπειτα ζωή και δράση του. Στην τήρηση μάλιστα του λόγου του ευαγγελίου ήταν πάντοτε ασυμβίβαστος, μην λογαριάζοντας τις συνέπειες: την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, με την ευκαιρία του εορτασμού της 4ης Αυγούστου, οι τοπικές αρχές του Μεσολογγίου παρέθεσαν πάνδημο τραπέζι με κρέας, μη σκεπτόμενοι βέβαια ότι είναι περίοδος εκκλησιαστικής νηστείας. Ο Αυγουστίνος στηλιτεύει το γεγονός αυτό. Την επόμενη χρονιά, ως πρωτοσύγκελος, παίρνει διαταγή να σημάνουν οι καμπάνες χαρμόσυνα, λόγω πάλι του εορτασμού. Δεν υπακούει όμως τη διαταγή, λέγοντας ότι είναι περίοδος νηστείας και οι καμπάνες δεν χτυπούν!

Γ. 1941: ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Τα κατοχικά Χριστούγεννα του 1941 βρίσκουν τον π. Αυγουστίνο στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, όπου έχει μετατεθεί. Ένας αυτόπτης μάρτυρας διηγείται το εξής περιστατικό από το χριστουγεννιάτικο κήρυγμά του στο Μητροπολιτικό ναό Ιωαννίνων:
«Με λένε Γιώργο Πύλη. Ήμουν ανάμεσα στο εκκλησίασμα που άκουγε τον π. Αυγουστίνο μέσ' στο Μητροπολιτικό ναό των Ιωαννίνων την ήμερα εκείνη. Ήταν παρόντες και Ιταλοί αστυνομικοί (καραμπινιέροι και πρικαντιέρηδες), άλλοι με στολή υπηρεσίας και άλλοι με πολιτική περιβολή. Τους είδα μετά το κήρυγμα να βγαίνουν αγανακτισμένοι από το προαύλιο που οδηγεί η κεντρική έξοδος και με διάθεση να συλλάβουν τον π. Αυγουστίνο, διότι τους έθιξε. Πραγματικά, ενώ στην αρχή ξεκίνησε ήπια, υστέρα τον κατέλαβε θρησκευτικός οίστρος και με φωνή στεντορεία καταφέρθηκε εναντίον τους για την άδικη εισβολή στη χώρα μας. Όπως φάνηκε, εξεμάνησαν εναντίον του. Δεν τον κατέβασαν όμως από τον άμβωνα, διότι θα δημιουργούσαν θόρυβο και διότι σεβάστηκαν τον ιερό χώρο. Βγήκαν λοιπόν στο κεντρικό προαύλιο του ναού, οπού υπάρχει το ναΐδριο του αγίου Γεωργίου του νεομάρτυρος και ο τάφος του. Υπάρχει μια μικρή πόρτα στο ναΐδριο που επικοινωνεί με το μητροπολιτικό ναό. Φοβούμενοι μήπως φύγει από 'κει, βγήκαν γρήγορα στο προαύλιο, άλλα εις μάτην το σχέδιο τους. Ο ναός από το νότιο μέρος έχει κι άλλη μικρή πόρτα, την οποία δεν πρόσεξαν, και απ' αυτήν έφυγε ο π. Αυγουστίνος».
Μετά το κήρυγμα εκείνο γίνεται μεγάλη αναστάτωση. Οι απεσταλμένοι της καραμπιναρίας έρχονται στο μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα και ζητούν να τους παραδοθεί ο ιεροκήρυκας. Ο Σπυρίδων τους καθησυχάζει με την υπόσχεση πως θα τον τιμωρήσει ο ίδιος. Καλεί ύστερα επειγόντως τον ιεροκήρυκα.
-Αυγουστίνε, του λέει, από σήμερα σε προάγω σε πρωτοσύγγελλο. Θα αναλάβεις αυτόν τον τομέα και θ' αφήσεις το κήρυγμα.
Κοντοστέκεται ο μικρόσωμος ιεροκήρυκας.
-Δηλαδή δεν θα ομιλώ; Και τι θα κάνω; Θα γυρίζω σαν χασαπόσκυλο στους δρόμους και τις πλατείες των Ιωαννίνων; Αδύνατον!
-Βρε Αυγουστίνε, δεν το κατάλαβες ακόμα πως κινδυνεύει το κεφάλι σου; Και μαζί με το δικό σου κινδυνεύει και το δικό μου.
-Τότε να μου δώσετε απολυτήριο να φύγω.
Ο μητροπολίτης βρίσκεται σε δύσκολη θέση και ο ιεροκήρυκας επιστρέφει στο σπίτι που έμενε, χωρίς να ξέρη τι θα γίνει. Το μεσάνυχτα πληροφορείται πως οι Ιταλοί έχουν αποφασίσει να τον συλλάβουν και να τον στείλουν μαζί με άλλους όμηρο στην Ιταλία. Το ίδιο βράδυ εγκαταλείπει κρυφά τα Γιάννενα, αφήνοντας πίσω τη μητέρα του, έκθετη στη μανία των Ιταλών, οι όποιοι τη συλλαμβάνουν. Ο μητροπολίτης όμως αναλαμβάνει την ασφάλεια της. Οι επόμενες κρύες χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες βρίσκουν τον ιεροκήρυκα στους δρόμους. Κι ενώ εκείνος περιπλανάται, το καράβι με τους Έλληνες ομήρους, μέσα στους όποιους θα ήταν κι ο ίδιος, σκόπιμα βυθίζεται στην Αδριατική. Ο π. Αυγουστίνος είχε σωθεί από το ύποπτο ναυάγιο και από δω και πέρα τον περίμενε η «μεγάλη περιπέτεια της Μακεδονίας μας», όπως γράφει ο ίδιος.

Δ. 1942-1943: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Έδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Βέροια, Νάουσα, Φλώρινα, Έδεσσα: τον κύκλο αυτό έκανε ο π. Αυγουστίνος σε διάστημα δύο ετών, δεχόμενος συνεχείς αποσπάσεις ως ιεροκήρυκας. Μερικά ενδεικτικά περιστατικά από τις περιοδείες του:

Στην Έδεσσα, στο πρώτο του κιόλας κήρυγμα μιλά κατά της Μασονίας και το αποτέλεσμα ήταν να αποσπαστεί αμέσως στα Γιαννιτσά. Για την εκεί παραμονή του ο Απόστολος Τραϊανός διηγείται:
«Γνώρισα τον π. Αυγουστίνο στο Γιαννιτσά και τον συνόδευα σε κάθε χωριό που πήγαινε να κηρύξει; Από την αρχή μου είπε: -Απόστολε, δεν θα καθίσουμε να φάμε σε κανένα σπίτι, για να μη μας πούνε ότι φύγαμε από την Αθήνα, που πεινάνε, και ήρθαμε να κηρύξουμε το Χριστό για να χορτάσουμε την πείνα μας;
Περιόδευε την πόλη και τα χωριά με μπαλωμένα άρβυλα. Η εκκλησιαστική επιτροπή πρότεινε να του αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλ΄ εκείνος δέχθηκε μόνο να του επιδιορθώσουν τις αρβύλες, που κι αυτές δεν πρόφτασαν να τις κάνουν».

Στα Γιαννιτσά χειροτονείται και πρεσβύτερος και ακολούθως μετατίθεται στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπου μιλά και πάλι κατά της Μασονίας και αποσπάται στο Κιλκίς, όπου η δράση του ήταν τέτοια ώστε, όταν του δόθηκε διαταγή για νέα απόσπαση, 15 σωματεία με τηλεγράφημά τους στον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Παιδείας και την Ι. Σύνοδο ζήτησαν την «…Ανάκλησιν διαταγής μητροπολίτου Ιωακείμ περί αμέσου απομακρύνσεως πόλεως Κιλκίς αρχιμανδρίτου Αυγουστίνου Καντιώτη, καταλλήλου σημερινάς συνθήκας διατητήση και εξυψώση θρησκευτικόν φρόνημα λαού. Λαός Κιλκίς περίπτωσιν διαφορετικήν ευρεθή ανάγκην κρατήση τούτον δι΄ ίδιον λογαριασμόν, τελούντα άλλωστε αιχμάλωτον αγάπης ολοκλήρου λαού προβάντος σήμερον πρωτοφανείς εκδηλώσεις διά παραμονήν του Κιλκίς».

Η Βεατρίκη Λαπατά διηγείται για μια από τις πρώτες επισκέψεις του σε ναό της Φλώρινας:
«Ο κληρικός του ναού προσπάθησε να τον παγώσει με τα απαισιόδοξα λόγια ότι στη Φλώρινα δεν γίνεται τίποτα, ότι στην Φλώρινα δεν υπάρχει λαός να τον παρακολουθήσει, ότι θα έπρεπε να ματαιώσει την προσπάθειά του για να κάνει κηρύγματα, διότι ο λαός, εκτός της θέσεως που παίρνει απέναντι στην Εκκλησία, έχει και άλλα τρωτά εθνικής μορφής και δεν συμπαθεί τους παπάδες. Η απάντηση ήταν: «Θ΄ αγωνιστούμε και για μια ψυχή».
Το ‘πε και το ‘κανε: σε μια από τις περιοδείες του, στο χωριό Γαρέφι, έκανε κήρυγμα σε ένα και μόνο πρόσωπο!

Για τις περιοδείες του στη Μακεδονία και τα κηρύγματα του κατά των κατακτητών μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής η φήμη του Αυγουστίνου έφτασε ακόμα και στην Αθήνα. Ο τότε μητροπολίτης Ναυπακτίας Χριστοφόρος αναφέρει:
«Ήτο κατοχή. Ήμην τότε Μέγας Πρωτοσύγκελος της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Είχον μεταβεί κάποιαν ημέραν εις το Υπουργείον Παιδείας. Εκει εύρον τον Γερμανόν Διοικητήν, όστις συνωμίλει μετά του Υπουργού. Η συνομιλία εγίνετο Γερμανιστί. Αντελήφθην όμως ότι θέμα της συνομιλίας ήτο ο πατήρ Αυγουστίνος, ο όποιος υπηρετούσε τότε εις την Μακεδονίαν και ότι αι διαθέσεις του Γερμανού κάθε άλλο παρά αγαθαί ήσαν δια τον πατέρα Αυγουστίνον. Παρενέβην και παρεκάλεσα τον Υπουργόν να με συστήσει και να ειπεί εις τον Διοικητήν να ζήτηση παρ' εμού πληροφορίας περί του πατρός Αυγουστίνου...
Μετ' ολίγας ημέρας ήλθεν αυτοπροσώπως ο Διοικητής εις το Γραφείον μου εν τη Αρχιεπισκοπή με διερμηνέα, καθώς και με τρεις άλλους, ας τους είπω στενογράφους. Ετοποθέτησε τον ένα εδώ, τον άλλο πάρα κάτω και τον άλλο πιο πέρα. Και τότε ήρχισεν αμέσως ένα καταιγισμόν ερωτημάτων προς εμέ. Όταν ετελειώσαμεν, μου είπεν:
-"Έχει αποφασισθεί η εκτέλεσις του Αυγουστίνου Καντιώτου. Μετά τα όσα μου είπατε, διστάζω να προχωρήσω, θα διαταξω να ανασταλεί. Ταυτοχρόνως όμως θα διαταξω να γίνει πλέον άγρυπνος και πλέον συστηματική η παρακολούθησίς του. Με το παραμικρόν που θα προκύψει εις βάρος του, θα εκτελεσθεί, αλλά θα έχετε και σεις ευθύνας. Νομίζω ότι κάποια καταχθόνια μηχανή υπάρχει εις την Εκκλησίαν, η οποία τεκταίνεται κακά εις βάρος του στρατού κατοχής... "
Όταν έφυγε, επήρα αμέσως την πέννα και εχάραξα λίγες γραμμές εις τον πατέρα Αυγουστίνον: "Πάτερ Αυγουστίνε, συνέβη αυτό και αυτό. Η ζωή σου κρέμεται σε μια κλωστή, θα σε παρακολουθούν συνέχεια. Πρόσεχε κάθε σου βήμα. Πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε...".
Λαμβάνω, αγαπητοί μου, ένα γράμμα, που θα έπρεπε και εγώ που είμαι επίσκοπος και σεις που είσθε λαϊκοί, να το έχομεν επάνω από το κρεββάτι μας και να το διαβάζωμεν κάθε ημέραν: "Αγαπητέ μου πάτερ Χριστόφορε, έλαβα το γράμμα σου και σ' ευχαριστώ διά την αγάπην σου. Σ΄ ευχαριστώ και διά τις συμβουλές σου, τις οποίες όμως δεν πρόκειται να τηρήσω. Η ζωή μου δεν αξίζει μία δεκάρα. Αν δεν με σκοτώσουν οι Γερμανοί, κάποια αρκούδα των μακεδονικών δασών θα με φάγη. Ας πέσω λοιπόν υπηρετών και υπερασπιζόμενος τον μαρτυρικόν και εγκαταλελειμμένον απ΄ όλους λαόν μας. Εάν δεν σε επανίδω, καλήν αντάμωσιν εις την Αιωνιότητα.

Με αγάπην Χριστού
Αυγουστίνος».

Ε. 1943-1945: ΚΟΖΑΝΗ
Η δράση του π. Αυγουστίνου τα δύο αυτά χρόνια στην Κοζάνη ήταν τόσο μεγάλη, που έχει γραφτεί γι΄ αυτήν ολόκληρο βιβλίο. Ο ίδιος άλλωστε έλεγε: «Στο χάρτη της καρδιάς μου πρωτεύουσα είναι η Κοζάνη». Με μεγάλη δυσκολία σταχυολόγησα στην κυριολεξία τα παρακάτω, χωρίζοντάς τα στις εξής θεματικές ενότητες, για να διευκολύνω την ανάγνωσή τους:
Α. ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Β. ΙΔΡΥΣΗ ΕΣΤΙΑΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Γ. ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Δ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ και
Ε. ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ.

Α. ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Στην πόλη της Κοζάνης τότε υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Αυτό έγινε αντιληπτό από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί ο π. Αυγουστίνος: μπήκε μέσα σ΄ ένα γαλακτοπωλείο και παρήγγειλε τσάι. Δεν είχαν και του έβγαλαν σαλέπι. Όταν του το έφεραν, έβγαλε ένα ξεροκόμματο να βουτήξει και του έπεσαν μερικά ψίχουλα κάτω. Τότε χίμηξαν όλοι, μαλώνοντας ποιος θα τα πρωτοαρπάξει! Συντετριμμένος μοιράζει το σαλέπι και το ξεροκόμματο και φεύγει. Κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να κάνει γι΄ αυτήν την κατάσταση. Από τότε ο Αυγουστίνος θεώρησε πρώτιστο καθήκον του να στηλιτεύει του πλουσίους, που δεν βοηθούσαν την κατάσταση, με πραγματικά πολύ σκληρή γλώσσα, πιστεύοντας, όπως αναφέραμε και στην αρχή, ότι θέλουν βουκέντρα για να ξυπνήσουν. Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα τότε κηρύγματα του, που, σε όσους γνωρίζουν, ίσως να θυμίσουν τον τρόπο που μιλούσε και προσπαθούσε να ξυπνήσει συνειδήσεις ο Κοσμάς ο Αιτωλός τον καιρό της επανάστασης και τον οποίο Κοσμά Αιτωλό, σημειωτέον, θαύμαζε ο π. Αυγουστίνος;:

«Εν ονόματι του Ιησού Χριστού, εν ονόματι των αγγέλων, εν ονόματι των αγίων, σας εξορκίζω να δώσετε για τους πεινασμένους».

«'Αγε νυν οι πλούσιοι κλαύσατε ολολύζοντες. Πεθαίνουν τα παιδιά μας. Δεν πονάτε; Δε φοβάστε το Θεό; Εκμεταλλεύεστε τον πόνο και τη δυστυχία. Ξεγυμνώνετε τους φτωχούς. Μη χαίρεστε. Σας προειδοποιώ. Αυτά που παίρνετε θα γίνουν σάβανα. Οι αποθήκες θα μείνουν έρημες. Στα σπίτια σας κουκουβάγιες θα λαλήσουν».

«Ο άσπλαγχος τρέφει τα σκυλιά, τα ζώα του, αλλά πού να δώσει εις εκείνον που πεινά! Θα τον αφήσει να πεθάνει εις την θύραν της οικίας του, ως απέθανον τόσοι και τόσοι εις τας θύρας των καλλιμαρμάρων μεγάρων των Αθηνών και αι κυρίαι και δεσποινίδες από τους γρίλλους των παραθύρων εθεώντο απαθείς τον θάνατον των νεωτέρων Λαζάρων της εποχής μας».

«Πλούσιοι που δεν ελεείτε! Κλαύσατε από τώρα. Θα τιμωρηθείτε διά την ασπλαγχνίαν σας. Εις τον ορίζοντα φαίνονται τα μαύρα σύννεφα της οργής του Θεού. Δεν είναι ιδικά μου λόγια, είναι λόγια του Ευαγγελίου. Ανοίξατε την Καινήν Διαθήκην, Ιακώβου επιστολή. Αυτά λέγει ο Θεός. Πλούσιοι! Δεν σας μισούμεν. Σας αγαπώμεν με την αγάπην του Χριστού, η οποία μας επιβάλλει να σας είπωμεν την αλήθειαν. Ίδετε την δυστυχίαν του λαού μας και ελεήσατε...».

Ο λόγος του είναι ζωντανός και προσωπικός, ώστε ο καθένας να νομίζει ότι απευθύνεται σ΄ αυτόν. Από μαρτυρία του Αθανασίου Καστάμη:
«"-Νάτος, νάτος, εδώ είναι, μαζί μας είναι. Σε βλέπω, σε βλέπω! Εσένα μαυραγορίτη. Εσένα που δεν κοιμόσουν χθες το βράδυ. Εσένα που έτρεχες όλη τη νύχτα και τώρα κοιμάσαι. Σε βλέπω κι εσένα κλέφτη, που έκλεβες χθες βράδυ!" Οι άνθρωποι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Ψάχνουν ανάμεσά τους. Κι ο κήρυκας συνεχίζει με μια χαρακτηριστική κίνηση:
-Έλα εσύ. Έλα εδώ!
Ασυναίσθητα κάποιος μετακινείται προς το μέρος του ομιλητού. Αλλά ο λόγος συνεχίζεται και τότε αντιλαμβάνεται ο ακροατής πως δεν κλήθηκε προσωπικά αυτός, αλλά το κάλεσμα ήταν τέχνασμα για να ζωηρέψει ο λόγος.»

Μια μέρα, στο ναό του Αγ. Νικολάου Κοζάνης ήταν παρών και κάποιος συνοδικός έξαρχος. Ο Αυγουστίνος αρχίζει να κηρύττει και σε κάποια φάση λέει τα εξής (μαρτυρία Ηλία Ταβουλαρίδη):
«"Ο αδελφός σου πεινά, υποφέρει, πεθαίνει. Πώς ησυχάζεις; Πώς κοιμάσαι; Ναι αδελφοί μου, την ώρα που ο φτωχός λαός πεθαίνει από την πείνα, κάποιοι άλλοι κάτω στην Αθήνα έχουν μεγάλες κοιλιές και μέγαρα" Τότε ο συνοδικός έξαρχος σηκώνεται να φύγει και δίνει εντολή τους επιτρόπους να σβήσουν τα κεριά, που ήταν αναμμένα στους πολυελέους. Οι επίτροποι εκτελούν την εντολή και ο ναός σκοτεινιάζει. Ο ψάλτης του ναού Ναούμ Σκαρκαλάς φωνάζει: "Μη σβήνετε τα κεριά στους πολυελέους. Εγώ θα τα πληρώσω. Ν΄ αναφθούν όλοι. Σας παρακαλώ. Κρατήστε όλο το μισθό μου. Ανάψτε τους πολυελέους!" Και ο ομιλητής προσθέτει: "Ντροπή. Είναι ντροπή! Ανάψτε κεριά και θα τα πληρώσω εγώ από το πτωχό μου βαλάντιο". Όσοι βρίσκονται κοντά στα παγκάρια αγοράζουν κεριά. Δίνουν και σ΄ άλλους που βρίσκονται πιο μπροστά. Μοιράζονται κεριά σ΄ όλο το εκκλησίασμα. Μαζεύονται πέντε-έξι και κάνουν ανθρωποσκάλα· σκαρφαλώνουν ίσαμε τον πολυέλεο. Ανάβουν τα κεριά. Το φως μεταδίδεται παντού. Φωταγωγείται όλος ο κόσμος. Μοιάζει να είναι Ανάσταση. Ήταν τόσα τα κεριά, ώστε μας ερχόταν λιποθυμία. Το κήρυγμα συνεχίζεται».

Φαίνεται ότι τα κηρύγματα του έκαναν πολύ εντύπωση τη ζοφερή εκείνη εποχή της κατοχής. Ο Θωμάς Κουντουράς αναφέρει: «Εγώ θυμούμαι τη μητέρα μου που ερχόταν από το κήρυγμα και έκλαιγε στο σπίτι. Έκλαιγε κόσμος πολύς στις εκκλησίες όταν κήρυττε ο π. Αυγουστίνος. Δεν ήταν που χόρταινε το στομάχι μόνο. Χόρταινε τους ανθρώπους και με το κουράγιο που έδινε…». Κατά τον Ιωάννη Θάνο, «Αυτά που έλεγε τα πίστευε βαθειά και ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για τον άνθρωπο, για το λαό. Κανένα εμπόδιο δεν τον σταματούσε»


Β. ΙΔΡΥΣΗ ΕΣΤΙΑΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Μέσα σε δύο μήνες από την έλευσή του, έχει γίνει γνωστός σε όλη την Κοζάνη. Παράλληλα όμως με τον προφορικό λόγο χρησιμοποιεί και το γραπτό. Και ενώ στην Κοζάνη δεν κυκλοφορεί τότε κανένα τοπικό έντυπο, αυτός εκδίδει και κυκλοφορεί αδιάκοπα ένα θρησκευτικό φυλλάδιο, στο οποίο δίνει κατά καιρούς διάφορα ονόματα: «ΑΓΑΠΗ», «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ», «ΕΣΤΙΑ ΣΥΣΣΙΤΙΟΥ», «ΕΣΤΙΑ», «ΑΛΗΘΕΙΑ». Ο κόσμος έβλεπε το έργο του και του συμπαραστεκόταν. Έτσι συσπείρωσε γύρω του έμπιστους συνεργάτες. Απόρροια της δράσης του αυτής και της οργανωτικής του ικανότητας ήταν η ίδρυση της Εστίας Κοζάνης, που οργάνωνε καθημερινά συσσίτια. Στην αρχή συγκέντρωνε 50 μερίδες ημερησίως. Με τα κηρύγματα όμως, την αυστηρή οργάνωση και τη συνεχή προσωπική του ενασχόληση, έφτασε τελικά να μοιράζονται 8000 μερίδες καθημερινά και το έργο του αυτό μάλιστα να επαινέσει και ο Ερυθρός Σταυρός! Στην εφημερίδα «ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» διαβάζουμε το παρακάτω χαριτωμένο περιστατικό, σε χρονογράφημα:

«ΕΚΑΤΟ ΔΡΑΜΙΑ ΦΑΚΕΣ
Ένα πρωί έκανε την εμφάνισή της στην Εστία Συσσιτίων, που είχε δημιουργήσει η πίστη και η αγάπη προς τον πλησίον του πατέρα Αυγουστίνου, μια γριούλα, διπλωμένη στα δυο απ΄ το βάρος που της έδιναν τα χρόνια που σήκωνε στην καμπουριασμένη ράχη της, αργοσέρνοντας τα πόδια της και κρατώντας στα χέρια της ένα σακουλάκι, ενώ με τ΄ άλλο στηρίζονταν στον τοίχο, να μη γονατίσει απ΄ την πείνα. Πλησίασε ένα νεαρό που στεκόταν στην είσοδο της Εστίας και τον ρώτησε:
-Αμπρέ, πιδόπλουμ΄, Ιδώ είνι ου παπα - Βγαστίνους;
-Πατέρα. Αυγουστίνο τον λένε, διώρθωσε ο νεαρός.
-Μη μι συνιρίζισι, γιε μ΄! Αγράμματ΄ γυναίκα ειμί κι δεν τα κλώθου καλά. Κι αν κάμνου κι κάναν αλάθους, ας μι σχουρέσ΄ ου Θος.
-Δεν πειράζει... Μέσα είναι. Τι τον θέλεις, γιαγιά;
-Χαλέβου να τουν γ΄ ιδώ ψίχα, κι να τουν δώσου κάτ΄ απ΄ τούν ίφιρα...
-Έλα μαζί μου...
Την έπιασε απαλά απ΄ το μπράτσο και την ωδήγησε στο γραφειάκι, που βρισκόταν στην άκρη της αυλής. Πλησίασε τη θύρα και φώναξε στον πατέρα Αυγουστίνο.
-Γέροντα! Μια γριούλα ζηταει να σε δη.
-Ας πέραση, ακούστηκε η φωνή του από μέσα.
-Έλα, γιαγιά! Και την πέρασε στο γραφειάκι.
Μόλις η γριούλα είδε τον πατέρα Αυγουστίνο, αυθόρμητα έσκυψε να του φιλήση το χέρι. Εκείνος το αποτράβηξε μαλακά και πιάνοντας το δικό της χέρι, της το φίλησε με σεβασμό. Ξαφνιάστηκε η γριούλα από τούτη τη χειρονομία του. Τα ΄χασε για μια στιγμή και σαν συνήλθε λιγάκι, είπε:
-Μπα, γιε μ΄! Τ΄ ήταν ιτούτου πάλι! Παπάς να φ ΄λάη του χέρ΄! Ποιος τούειδιν κι πώς να τ΄ ακούσ΄ν οι άλλοι;
-Το δικό σου χέρι αξίζει να φιλήσω, μητέρα, απάντησε με ήρεμη φωνή ο πατέρας Αυγουστίνος. Κ΄ είναι σα να φιλώ τα χέρια όλων των μανάδων, που υποφέρουν στις σημερινές δύσκολες στιγμές που περνάει το Έθνος μας, και δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη να τις βοηθήσω, όπως πρέπει κι όσο θάθελα.
-Δεν είνι αμαρτία ιτούτου; είπε σαν φοβισμένη η γριούλα.
-Αμαρτία είναι, όταν μισούμε, ήταν η απάντηση του γέροντα, κι όχι όταν αγαπούμε. Και συ αγαπάς, μητέρα, για να κάνης τον κόπο να ΄ρθης ίσαμε ΄δω. Κάθησε.
Και κάθισε η γριούλα σ΄ ένα κασόνι, που χρησίμευε και για καρέκλα.
-Κάτι ήθελες να μου πεις.
-Ία, ήρθα να σ΄ ιδώ ποιος είσι, απ΄ σιουμουλουγούν ουόλ΄ κι να μ΄ ιβλογήισ΄ς. Σ΄ ίφιρα κι ψίχα φακή να τ΄ μαειρέψ΄ για τ΄ς φτουχοί! Κι ανοίγοντας το σακουλάκι, του έδειξε τα εκατό δράμια φακές που έφερνε μαζί της.
-Κράτησε την για τον εαυτό σου, μητερούλα! της είπε γεμάτος συγκίνηση ο πατέρας Αυγουστίνος. Και για τους φτωχούς θα βρεθούν άλλοι που θα ενισχύσουν τα συσσίτια μας.
-Ιμένα, δεν μί χράζιτι τόσ΄ πουλή φακή. Ιγώ τώρα ιέφαγα τα ψουμιά μ΄. Λίγ΄ ζουή που μι απόμιν ακόμα, κ΄τσά - στραβά θα τ΄ν απιράσου. Οι νιώτιαρ΄ να τηρήστι να χουρταίν τώρα απ΄ δεν βρίσκιτι καν τίπουτας!
-Κράτησε την, επέμεινε ο γέροντας. Και δεν θα ΄χης χρήματα ν΄ αγοράσης άλλες φακές.
-Δεν τ΄ν αγόρασα! Μι ‘ν ιέδουκαν απ΄ αυτού, απ΄ δίν΄ν τα τρουφίματα. Παρ ΄την, γιέμ΄, κι μη μι κακουκαρδίζ΄ς!...
-Καλά, θα τις κρατήσουμε. Από αύριο όμως, να ΄ρχεσαι και συ να τρως στην Εστία μας.
-Ιφχαριστώ, γιε΄μ.΄ Ου Θος να σι βουηθάη, να κάμ΄ς ουόλου του καλό! Καλό βράδ΄...
Και σηκώθηκε να φυγή.
-Ευλογημένη να ΄σαι, μητερούλα!
Η γριούλα έκανε το σταυρό της, του χαμογέλασε, και κούτσα - κούτσα βγήκε απ΄ την Εστία. Και δεν ξαναφάνηκε...
Εκατό δράμια φακές, ένα φτωχικό γεύμα για μια πεινασμένη γριούλα, φυτεύτηκαν στην "Εστία συσσιτίων", και μέσα σ΄ ένα χρόνο φύτρωσαν, κάρπισαν και γέμιζαν οχτώ χιλιάδες πιάτα, για να χορταίνουν οχτώ χιλιάδες πεινασμένοι άνθρωποι!...».

Γ. ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Πάνω απ΄ όλα όμως, φρόντιζε να δίνει το σωστό παράδειγμα στους γύρω του. Μερικά περιστατικά από ανθρώπους που τον έζησαν:

1. Ρακένδυτος
«Ήταν μάλλον ρακένδυτος. Θέλαμε εμείς να του αγοράσουμε ένα ράσο, για να μη φοράει συνέχεια εκείνο το μπαλωμένο.
-Όχι, έλεγε. Καλό είναι αυτό.
Κι όμως ήταν τριμμένος ο γιακάς. Παμπάλαιο πράγμα. Φορούσε άρβυλα, τα ίδια όλα τα χρόνια. Ήταν μάλιστα διαφορετικής καταγωγής το ένα από το άλλο. Είχαν από κάτω πρόκες, κι όταν περπατούσε ακουγόταν: κραπ-κρουπ, κραπ-κρουπ» (Μυλιώνης Αλέξανδρος)

2. Στο φούρνο
«Πρώτη φορά γνώρισα τον π. Αυγουστίνο στο φούρνο... ΄Ηρθε να πάρει ψωμί. Δεν έφθαναν όμως τα χρήματα. Του έλειπαν κάτι ψιλά. Και δεν του έδωσαν ψωμί. Εγώ βρέθηκα εκεί για να πάρω το ψωμί, που ζύμωσα στο σπίτι και τα είχα φέρει να ψηθεί. Προσφέρθηκα να του δώσω ένα κομμάτι. Εκείνος όμως δεν δέχθηκε.
-Υπάρχουν φτωχοί, μου είπε. Μπορείτε να το δώσετε σ΄ αυτούς.
-Σας παρακαλώ, πάτερ, πάρτε λίγο ψωμί. Είναι δικό μου. Εγώ το έχω ζυμωμένο. Πάρτε ένα κομμάτι για να φάτε...
-΄Οχι, όχι... Υπάρχουν φτωχοί· να το δώσετε εκεί. Δεν επέμεινα περισσότερο...» (Τζιούτζιου Μαριάνθη)

3. Δεν δέχεται τα κάρβουνα
«Εκείνη την εποχή του χειμώνα ορισμένοι Κοζανίτες είχαν προτείνει στον π. Αυγουστίνο να του δώσουν ένα - δυο τσουβάλια κάρβουνο. ΄Ηταν μόνος του. Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Θυμάμαι ειδικά κάποιον που θέλησε να του δώσει ένα τσουβάλι ξυλοκάρβουνα. Ο π. Αυγουστίνος όμως του είπε να τα πάει σε μια οικογένεια που έχει μικρά παιδιά και κρυώνουν, για να ζεσταθούν. Πολλές τέτοιες περιπτώσεις έχω υπόψη μου». (Σταμπουλής Γεώργιος)

4. Δυο κομμάτια μπομπότα
«Μας έλεγαν συχνά από τα σπίτια:
-΄Ο π. Αυγουστίνος είναι πολύ αδύνατος. ΄Εγινε χάλια. Δεν θ΄ αντέξει σ΄ αυτόν το σκληρό αγώνα. Πείτε του και σεις να τρώει κάτι.
Πού τολμούσαμε εμείς να του πούμε κάτι τέτοιο.
Θυμάμαι κάποτε έκανε η μητέρα μου μπομπότα με καλαμποκάλευρο και χόρτα από τον κήπο.
-Πάρε δυο κομμάτια, μου λέει, να τα πας στον π. Αυγουστίνο και μετά να πας στα συσσίτια.
Παίρνω δυο κομμάτια πίττα, με φόβο βέβαια, και πάω στο σπίτι του. Χτυπώ την πόρτα. Σε λίγο τον βλέπω να βγαίνει.
-Τι είναι, παιδί μου; Τι θέλεις;
-Η μητέρα μου σας στέλνει λίγη πίττα.
-Εκεί που πεινάνε. Εκεί που πεινάνε.
Αυτή ήταν η απάντησή του. Δεν είπα κουβέντα. Κοκκίνισα μόνο και γύρισα στο σπίτι.
-Μαμά, μη με ξαναστείλεις. Να τη δώσουμε εκεί που πεινάνε, μου είπε.
΄Ομως κι αυτός πεινούσε. Αλλά αρκούνταν στα νερόβραστα ρεβίθια της Λέσχης».
ΣΗΜ.: πρόκειται για τη Λέσχη Δημοσίων Υπαλλήλων Κοζάνης, που είχε τότε τη φήμη ότι είχε το χειρότερο φαγητό. (Δρίζη-Σκρέκα Αικατερίνη)

5. Τα άρβυλα
«Το σπίτι μου στην Κοζάνη ήταν κοντά στο σπίτι που καθόταν ο π. Αυγουστίνος. Τον έβλεπα συχνά να περνάει το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας. Είδα μια μέρα με τα ίδια μου τα μάτια να βγαίνουν τα δάχτυλα των ποδιών του έξω από τα παπούτσια. Πήρα τότε ένα ζευγάρι άρβυλα από τον πατέρα μου, που ήταν τσαγκάρης και τα έδωσα στον ιεροκήρυκα. Ύστερα από τρεις ημέρες τον είδα πάλι με τα παλιά άρβυλα.
-Τι έγιναν τα άρβυλα που σας έδωσα πάτερ μου; τον ρώτησα
-Κάποιος άλλος είχε περισσότερη ανάγκη από μένα, μου απάντησε.
Με συγκίνησε τόσο, ώστε δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το γεγονός». (Ρόσιου Άννα)

6.Μέτρα για παπούτσια
«Ένα απόγευμα, γύρω στις 5, πέρασε ο πατήρ έξω από τον Τρικούκη, τον τσαγκάρη. Εγώ ήμουνα μέσα στο μαγαζί. Μου λέει ο Γιάννης ο Τρικούκης:
-Κώστα δεν φωνάζεις τον πάτερ; Πού πάει;
Βγαίνω έξω, τρέχω από πίσω του και τον φωνάζω:
-Πάτερ, πάτερ, μια στιγμή.
-Τι θέλεις παιδί μου, Κώστα;
-Σας ζητάει ο Γιάννης ο Τρικούκης.
-Τι με θέλει;
-Τι να σας πω πάτερ, δεν ξέρω.
Τέλος πάντων, γυρνούμε. Μπροστά ο πάτερ και πίσω εγώ.
-Καλησπέρα κυρ Γιάννη.
-Καλώς τον πάτερ. Ξέρεις τι σκέφθηκα πάτερ;
-Τι;
-Να σε κάνω ένα ζευγάρι παπούτσια.
-Πολύ ευχαρίστως κυρ Γιάννη.
Έβγαλε το δεξιό άρβυλο για να του πάρει μέτρα. Είχε δυο δάχτυλα λάσπη. Το απόγευμα όλο έβρεχε.
Αφού πήρα τα μέτρα ο Γιάννης, του λέει ο πατήρ:
-Κυρ Γιάννη
-Ορίστε πάτερ.
-Κάνω μια παράκληση. Ποιο νούμερο είναι για το πόδι μου;
-Το 42 πάτερ.
-Να κάνω μια ακόμη παράκληση;
-Ό,τι θέλεις πάτερ.
-Εκεί που θα κάνεις ένα ζευγάρι μεγάλα, γίνεται να κάνεις δύο ζευγάρια μικρά;
Ο κυρ-Γιάννης έκανε δυο ζευγάρια παπούτσια και ο πατήρ τα έδωσε σε μικρά παιδιά». (Πιαλτού Κωνσταντίνος)

7. Παπούτσια για τους φτωχούς
«Κρατούσα στο σπίτι μου ένα ζευγάρι αρβύλες από τον Αλβανία ακόμη. Όταν είδα ότι ο Αυγουστίνος περπατάει με τρύπια παπούτσια, σκέφθηκα να του δώσω τις αρβύλες μου. Τον συνάντησα και του τις προσέφερα.
-Υπάρχουν κι άλλοι που είναι ξυπόλητοι, μου είπε. Να τις δώσεις σ΄ αυτούς.
-Και πού είναι πάτερ αυτοί; τον ρωτώ.
Με παίρνει τότε και πάμε μαζί πάνω στα Ηπειρώτικα, σε μια φτωχογειτονιά. Μπήκαμε σ΄ ένα σπίτι με πολλά παιδιά, ξυπόλητα τα περισσότερα.
-Εδώ χρειάζονται περισσότερο, μου είπε.
Αφήσαμε εκεί τις αρβύλες και φύγαμε». (Ελευθεριάδης Γεώργιος)

8. Ούτε δοκιμάζει
«Ήταν σχεδόν έτοιμο το φαγητό. Η κ. Κλώνταρη, που είχε περισσότερο θάρρος, απευθύνθηκε στον π. Αυγουστίνο:
-Πάτερ, δοκιμάστε το φαγητό μας.
-Αφού το δοκιμάζετε εσείς, δεν χρειάζεται να το δοκιμάσω κι εγώ.
Αυτά μας είπε και συνέχισε το δρόμο του και τη δουλειά του». (Τσιρλιγκάνη Ελένη)

«Ήρθε ο πατήρ μια μέρα που ήταν η σειρά μας να μαγειρέψουμε κι εμείς του είπαμε:
-Πάτερ έλα να δοκιμάσεις τα φαγητά που κάναμε, για να δεις αν είναι καλά.
-Τι ξέρω εγώ απ΄ αυτά; Σεις είστε νοικοκυρές και ξέρετε καλύτερα από μένα.
Εμείς τότε τον ξαναρωτήσαμε:
-Πάτερ, γιατί δεν τρώτε από το δικό μας το φαγητό, που τρώει τόσος κόσμος, και πάτε στη Λέσχη;
-Το δικό μου φαγητό στη Λέσχη ποιος θα το φάει; Αν δεν πάω θα το πετάξουν. Εγώ θα φάω τις νερόβραστες φακές στη Λέσχη κι αυτό εδώ ας το φάει κάποιος φτωχός, που δεν έχει και θα έμενε νηστικός». (Κοντογούνη Θεοδώρα)

«Μια άλλη μέρα θυμάμαι, δυο κυρίες ετοίμασαν, ύστερα από παραγγελία του πατρός, μια γευστική κρέμα και παρακάλεσαν τον πατέρα Αυγουστίνο να την δοκιμάσει και, εάν την εγκρίνει, να ετοιμάσουν την ανάλογη ποσότητα. Ο π. Αυγουστίνος σιωπηλός άπλωσε το χέρι του και έπιασε από τον ώμο έναν μικρό τρόφιμο και τον έφερε μπροστά στις κυρίες.
-Δώστε στο παιδί να δοκιμάσει.
Κι αμέσως μετά απευθύνθηκε στο παιδί.
-Σου άρεσε παιδί μου η κρέμα;
Στην καταφατική απάντηση του παιδιού είπε:
-Να την ετοιμάσετε, αφού άρεσε στο παιδί!
Ο πατήρ ποτέ δεν δοκίμαζε κάτι. Ποτέ δεν τον είδαμε να τρώει». (Καφάση Μίνα)

«Μια φορά είχε υψηλό πυρετό. Πήγα στο σπίτι να του ετοιμάσω ένα τσάι. Θυμήθηκα όμως πως δεν είχε ζάχαρη. Κατέβηκα τρέχοντας στην Εστία και σ΄ ένα χαρτί έβαλα λίγη ζάχαρη. Παρόλο που είχε 39 πυρετό, το αντιλήφθηκε και μου είπε:
-Ποιος σου είπε να πας και να πάρεις ζάχαρη; Η ζάχαρη δεν ανήκει σ΄ εμένα. Είναι για τους φτωχούς. Φέρε μου το τσάι όπως είναι.
Ήπιε το τσάι σκέτο κι εγώ επέστρεψα τη ζάχαρη στην Εστία». (Τιάλιος Κωνσταντίνος)

Δ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Στη διανομή των συσσιτίων δεν έκανε διακρίσεις. Αντιμετώπισε μάλιστα πολλούς κινδύνους γι΄ αυτό, κατηγορούμενος άλλοτε ως κομμουνιστής, επειδή έτρεφε και κομμουνιστές, και άλλοτε ως φασίστας, επειδή έτρεφε και Βουλγάρους. Όταν τον έφεραν ενώπιον ενός Γερμανού διοικητή (είχαν μάλιστα παρουσιάσει για απόδειξη και τον κατάλογο 500 παιδιών από κομμουνιστικές οικογένειες), στην ερώτησή του:
«-Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί τρέφεις τους κομμουνιστές;»
εκείνος απαντά:
«-Εγώ δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε στρατιωτικός. Είμαι ιερεύς του Υψίστου. Δεν επιτρέπεται να χάνω διακρίσεις. Για να σας εξηγήσω καλύτερα τη θέση μου, θα σας πω μια παραβολή. Είναι στο βουνό μια βρύση. Περνάει ο άγιος, πίνει. Περνάει ο ληστής, πίνει. Πλησιάζει το αρνί, πίνει. Ο λύκος, πίνει. Έρχεται το περιστέρι, πίνει. Το γεράκι, πίνει. Σε κανένα δεν αρνείται να προσφέρει το νερό της. Δεν κάνει διακρίσεις. Κι εγώ ένα ρυάκι είμαι. Μια βρυσούλα μέσα στην πόλη. Τους ταΐζω όλους. Τους ποτίζω όλους. Δεν κάνω διακρίσεις. Αν εσείς έχετε λόγους να κάνετε διακρίσεις, εγώ δεν έχω τέτοιους λόγους.»
Ο διοικητής, για να σχηματίσει άποψη για το έργο του Αυγουστίνου, επισκέπτεται κι ο ίδιος τα συσσίτια. Μένει έκπληκτος και δίνει εντολή σε Γερμανούς στρατιώτες να εφοδιάσουν την Εστία με πολλά τσουβάλια από αφυδατωμένη πατάτα.

Άλλη φορά, για άλλο λόγο, οι Γερμανοί μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους αποφασίζουν να τον συλλάβουν. Η εκτέλεσή του είναι σίγουρη. Αύτη τη φορά σώζεται χάρη στην επικίνδυνη προσπάθεια που αναλαμβάνει ένας γέροντας Κοζανίτης, ο μπάρμπα Κώστας ο Μπόζιος. Να πώς αφηγείται το περιστατικό ο γιός του Ιωάννης Μπόζιος:
«Ο π. Αυγουστίνος, μία Κυριακή στο κήρυγμα του συνέστησε στους γονείς να αγοράσουν βιβλία της κόκκινης βιβλιοθήκης για τη μόρφωση των παιδιών. Το να συστήσει ο π. Αυγουστίνος τα βιβλία της κόκκινης βιβλιοθήκης θεωρήθηκε ικανό να χαρακτηριστεί ως κομμουνιστής, και ως τέτοιος να καταγγελθεί στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν σε μία αποθήκη της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, όπου είχαν τα γραφεία οι ανώτεροι Γερμανοί διοικητές.
Συνεργάτες και οπαδοί του π. Αυγουστίνου πήγαν στον διερμηνέα των Γερμανών, που ήτο ο Βασίλειος Ματιάκης, και ζήτησαν να ενεργήσει για να σωθεί ο π. Αυγουστίνος. Ο Βασίλειος Ματιάκης εφημίζετο για την καλοκαγαθία και φιλοπατρία ως διερμηνεύς των Γερμανών. Έσωσε δε από βέβαιο θάνατο δεκάδες αν μη εκατοντάδες Κοζανιτών. Γι’ αυτό ήτο αγαπητός από όλους. Ο διερμηνεύς Ματιάκης έπεισε τους Γερμανούς ότι ο π. Αυγουστίνος είναι πατριώτης και πραγματικός χριστιανός. Πιστεύει στον Χριστόν και την πίστιν του αυτήν ζητά να την μεταδώσει σε όλους τους ανθρώπους. Οι Γερμανοί επείσθησαν και ο π. Αυγουστίνος αφέθη ελεύθερος.
Αλλ΄ ενώ γλύτωσε από τους Γερμανούς, κινδύνευσε εξ αίτιας της ιδίας κατηγορίας, ότι δήθεν ήτο κομμουνιστής, από την Ένοπλη Οργάνωση του Μιχάλαγα, τα μέλη της οποίας απεφάσισαν να τον συλλάβουν, και να τον εκτελέσουν ως κομμουνιστήν. Ο π. Αυγουστίνος έμενεν εις οικίαν που ευρίσκετο πλησίον του Ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου. Ήτο Μ. Δευτέρα... Στην οργάνωση του Μιχάλαγα υπηρετούσε ο γείτονας μου Γεώργιος Ελευθεριάδης, δάσκαλος. Ήτο διευθύνων νους της οργανώσεως. Κάθε βράδυ τον περίμενα και μάθαινα νέα από τον πόλεμο, διότι στην οργάνωσι είχαν ραδιόφωνο και άκουγαν Λονδίνο. Εζήτησα να μάθω αν άκουσε τίποτε για τον π. Αυγουστίνο. Με βεβαίωσε πως άκουσε. Με ρωτά: «Πώς μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε να φύγη από το σπίτι; Πρόκειται να πάνε άνδρες της οργανώσεως να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν». Θα στείλω τον πατέρα μου, είπα. Πράγματι. Πηγαίνω στο σπίτι μου, ξυπνώ τον πατέρα μου και του λέγω. «Ο πάτερ Αυγουστίνος κινδυνεύει. Πήγαινε να τον ειδοποίησης να φυγή απ΄ το σπίτι και αύριο θα του εξηγήσω τι συμβαίνει». Ο πατέρας μου παίρνει το κουτί με τις ενέσεις -έκανε τον δήθεν νοσοκόμο- και ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο πήγε στο σπίτι του π. Αυγουστίνου και αφού τον ειδοποίησεν επέστρεφεν ικανοποιημένος.
Ήτο Μεγάλη Τρίτη. Τη Μεγάλη Τετάρτη με συναντά ο Παναγιώτης Πάπιστας, και μου λέει· «Αργά χθες το βράδυ πήγαν στο σπίτι του πάτερ Αυγουστίνου και τον ζήτησαν δυο ένοπλοι πολίτες». Και με τον Παναγιώτη Πάπιστα πηγαίνω στην Εστία, ανεβαίνω εικοσιπέντε με τριάντα σκαλοπάτια -εκεί ήτο το γραφείο του π. Αυγουστίνου- και μου λέει· «Οι πληροφορίες του κυρίου Ελευθεριάδη απεδείχθησαν σωστές». Δεν μίλησα και έφυγα.
Πηγαίνω στα γραφεία της οργανώσεως, με κίνδυνο να χαρακτηρισθώ ως συνεργάτης της οργανώσεως, και γνωρίζω στον Ελευθεριάδη τα συμβάντα. Μου λέει· «Πήγαινε στον πάτερ Αυγουστίνο και πέσ΄ του ότι έλαβα θέση για τη σωτηρία του». Ο Ελευθεριάδης κατόρθωσε να πείσει όλους τους υπευθύνους της οργανώσεως να μεταβούν στην Εστία όπου γινόταν η διανομή του συσσιτίου και προ της διανομής του συσσιτίου ν΄ ακούσουν το κήρυγμα από τον Αυγουστίνο. Στην συγκέντρωση αυτή παρακολούθησαν το κήρυγμα οι περισσότεροι αξιωματούχοι και άνδρες της οργανώσεως και διαπίστωσαν ότι ο π. Αυγουστίνος είναι όχι μόνο ένας μεγάλος πατριώτης αλλά και ένας μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας. Έτσι η οργάνωση από άσπονδος εχθρός έγινε υποστηρικτής. Για δευτέρα φορά σώζεται από βέβαιο θάνατο.
Επειδή ο π. Αυγουστίνος μοίραζε συσσίτιο και στους τρεις χιλιάδες Βουλγάρους αιχμαλώτους, που εστεγάζοντο στα κτίρια των στρατώνων και υποφέρανε από πείνα και αρρώστιες, οι Εαμίτες τον χαρακτήρισαν ως φασίστα, διότι έστελνε και διένειμε συσσίτιο στους φασίστες Βουλγάρους, και θα περνούσε λαϊκό δικαστήριο, η δε καταδίκη του θα ήτο θάνατος. Τη σύλληψη και τη δίκη του π. Αυγουστίνου την ανέτρεψαν οι Κοζανίτες. Και έτσι σώζεται για τρίτη φορά.
Τα γεγονότα αυτά τα ζήσαμε από κοντά και μένουν στη μνήμη μας»

Τέλος, ένα ακόμη περιστατικό από γράμμα προς στον π.Αυγουστίνο από τον τέως αντιεισαγγελέα εφετών Θεόδωρο Σκρέκα την 27-7-1973:
«…Ήτο μην Φεβρουάριος του έτους 1944. Υμείς είσθε τοποθετημένος υπό της Ιεράς Συνόδου κατ΄ απόσπασιν εκ της Μητροπόλεως Γρεβενών εν Κοζάνη… και αποφασίζεται η απομάκρυνσίς σας εκ της περιφερείας της Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης. Προς τον σκοπόν τούτον ο τοποτηρητής της Μητροπόλεως Κοζάνης απηύθυνε προς τον εισαγγελέα σχετικόν έγγραφον, κατ΄ απαίτησιν των Γερμανών και της μετ΄ αυτών συνεργαζομένης οργανώσεως ωρισμένων Ελλήνων. Η τοιαύτη αξίωσις του τοποτηρητού μητροπολίτου ήτο αναμφισβητήτως αδικαιολόγητος, η δεν τυχόν ικανοποίησίς της εκ μέρους μου ως εισαγγελέως (αρμοδίου να διατάξει την εκτόπισιν) θα ήτο όχι μόνον άδικος, αλλά και επικίνδυνος δι΄ υμάς, δεδομένου ότι την απομάκρυνσίν σας ανελάμβανε μεν τυπικώς η χωροφυλακή, αλλά εις την πραγματικότητα οι Γερμανοί. Και δεν απεκλείετο κατά την μεταγωγήν να εσκηνοθέτουν οι Γερμανοί απόπειραν αποδράσεως με αποτέλεσμα την εκτέλεσίν σας, πράγμα σύνηθες την εποχήν εκείνην…»
Η κόρη του αντιεισαγγελέα θυμάται:
«Πήγαινα τακτικά στο δικαστήριο και παρακολουθούσα τις πολύωρες αγορεύσεις του πατέρα μου. Μετά το σχολείο πέρασα από το γραφείο του μπαμπά. Μόλις με βλέπει ο γραμματέας, ο κ. Κίτσος, μου λέει:
-Από δω Κατερίνα. Είναι οι Γερμανοί μέσα και έχουν τον π. Αυγουστίνο.
Με πήρε στο γραφείο του, το οποίο επικοινωνούσε με το γραφείο του μπαμπά. Μόλις εγώ άκουσα ότι έχουν τον π. Αυγουστίνο μέσα, πίστεψα εκείνη τη στιγμή ότι θα τον τουφεκίσουν. Αποφασίζω κι ανοίγω σιγά-σιγά την πόρτα του πατέρα μου. Πραγματικά βλέπω μεταξύ δύο Γερμανών τον π. Αυγουστίνο και τον πατέρα μου όρθιο να ομιλεί. Άνοιξα πιο πολύ την πόρτα. Με βλέπει ο μπαμπάς και απευθύνεται σ΄ εμένα.
-Α, πάνω στην ώρα ήρθες. Εδώ τον π.Αυγουστίνο τον κατηγορούν, Καίτη μου. Για πες μας κι εσύ τι ξέρεις.
-Κάνει μια μεγάλη εργασία. Προσφορά θρησκευτική, κοινωνική, για τους πεινασμένους, τίποτ΄ άλλο.
-Καλά, μου λέει. Πήγαινε τώρα.
Βγαίνω αμέσως έξω και σαν αστραπή τρέχω στη μαμά. Με κλάματα… της διηγήθηκα όσα συνέβησαν.
-Στάσου, μου λέει. Παίρνει μια μικρή καρτούλα, που είχε πάντοτε στην τσάντα της, και έγραψε:
«Θόδωρε, να προσέξεις σε παρακαλώ πάρα πολύ το ζήτημα του πάτερ Καντιώτη και να δώσεις το δίκαιον, ώστε να μη γίνης δεύτερος Πιλάτος, έστω κι αν πρόκειται να χάσης τη θέσι σου και τη ζωή σου.
Δική σου, Αρτεμισία».
Την παίρνω εγώ και αστραπή. Από την πίσω πόρτα την πάω στο γραφείο του μπαμπά. Τότε αντιλήφθηκα ότι ήταν κι ένας άλλος αξιωματικός ανώτερος.
-Μπαμπά με συγχωρείς. Αυτό μου το έδωσε η μαμά για σένα.
Πού βρήκα το θάρρος και τη δύναμη να το κάνω αυτό, απορώ κι εγώ η ίδια. Ο πατέρας μου διάβασε την κάρτα και είπε στους Γερμανούς:
-Δεν έχω τίποτε άλλο να σας πω. Ακούστε μόνο τι γράφει η γυναίκα μου.» (Δρίζη-Σκρέκα Αικατερίνη)
Και συνεχίζει ο αντιεισαγγελέας:
«Η εντύπωσις των παραληπτών εκ την αναγνώσεως της ως άνω απαντήσεώς μου ήτο τοιαύτη, ώστε οι μελετήσαντες κακά εναντίον σας να συνέλθουν. Μετά δύο ημέρας με επεσκέφθη εις το γραφείον μου ο εκπρόσωπος της συνεργαζομένης μετά των Γερμανών οργανώσεως. Αφού μοι εξέφρασε την εξαιρετικήν εντύπωσίν του εκ της απαντήσεως, μου προσέθεσεν ότι επενέβη παρά τον μητροπολίτην και όχι μόνον δεν θα εδίδετο συνέχεια εις την υπόθεσιν, αλλά και θα σας επετρέπετο το κήρυγμά σας εις τους ιερούς ναούς της Κοζάνης…

Μετά βαθυτάτου σεβασμού
όλος υμέτερος
Θεόδωρος Σκρέκας
τ. αντεισαγγελεύς εφετών»

Ε. ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Μετά τον Οκτώβριο του 1944 και την αποχώρηση των Γερμανών από την Κοζάνη, άρχισε ο εμφύλιο. Τότε δεν ήταν λίγες οι φορές που συμπαραστάθηκε σε ανθρώπους διαφόρων πολιτικών κατευθύνσεων, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα ήθελαν άλλοτε την εκτέλεσή του. Να μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά, από ανθρώπους που παρευρίσκονταν σ΄ αυτά (κάποιες μαρτυρίες προέρχονται από τους ίδιους τους φυλακισμένους):

«είναι αλήθεια ότι κανένας άλλος δεν μας φρόντισε, παρά μόνο ο Καντιώτης. Μας έφερα φαγητό και ρούχα. Ερχόταν και ο ίδιος τακτικά.
Ένα πρωινό που ήρθε, είχε χιόνι πολύ. Πάνω στη σκάλα του στρατώνα ήταν ο Βαλεργάκης. Εγώ στεκόνουν από πίσω. Μόλις είδε τον Αυγουστίνο να έρχεται, του λέει θυμωμένα:
-Παπά, σταμάτα.
-Τι συμβαίνει;
-Ο Ε.Λ.Α.Σ. είναι σε θέση να τους θρέψει. Δεν θα τους ξαναφέρεις φαγητό!
Κι εμείς πεθαίναμε από την πείνα! Ευτυχώς ο Αυγουστίνος δεν υποχώρησε.
-Εγώ θα κάνω το καθήκον μου. Είμαι υποχρεωμένος να φέρω φαγητό.
-Να μην ξανάρθεις, γιατί θα σου σπάσω τα πόδια!
-Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Εγώ θα κάνω υπόμνημα στους συμμάχους. Τώρα όμως άφησέ με, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται. Αύριο ενδέχεται να φέρω και σε σένα φαγητό». (κρατούμενος Θαλαλαίος Αναστάσιος)

«ο Αυγουστίνος πήρε 80-100 άδεια μεγάλα κουτιά από σαρδέλες και ήρθε στο στρατόπεδο. Μας μοίρασε ανά πέντε κρατουμένους από ένα κουτί, να το χρησιμοποιούμε για τις έκτακτες ανάγκες, επειδή μια φορά την ημέρα μόνο μας επέτρεπαν να βγούμε από το θάλαμο. Με τον τρόπο όμως αυτό πήρε τον αριθμό των κρατουμένων και τον ανακοίνωσε. Έτσι δεν μπόρεσαν να μας χαλάσουν εύκολα. Αλλιώς, από 15-15 κάθε βράδυ θα μας καθάριζαν τους πιο πολλούς. Όταν μας πήρε τον αριθμό ο Αυγουστίνος, αναγκάστηκαν να μας στείλουν πολλούς στον Πεντάλοφο». (κρατούμενος Γεωργίου Όμηρος)

Για τις υπηρεσίες του μάλιστα αυτές, του προτάθηκε μέχρι και να γίνει μέλος του κομμουνιστικού κόμματος (!), όπως είχε κάνει κάποιος άλλος ανώτερος κληρικός τότε. Η απάντησή του όμως, όπως την έδωσε ο ίδιος σε ένα κήρυγμά του και τη αφηγείται, ήταν:
«Αληθής δημοκρατία είναι ο χριστιανισμός στις πηγές του. Η πολιτική δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντα του ιερωμένου. Όποιος ιερωμένος θέλει να πολιτευθεί, να πετάξει τα ράσα, να φορέσει γραβάτα και τότε να κατέβει στον πολιτικό στίβο».
Μετά από το κήρυγμα αυτό, όπως αναφέρει ο Δημήτριος Γκρίμπας, ο εν λόγω ανώτερος κληρικός ασπάστηκε τον π. Αυγουστίνο και τον κάλεσε στο γραφείο του και, όπως θυμάται ο ίδιος ο π. Αυγουστίνος, του είπε:
«Τι έκανες ρε εσύ σήμερα; Τι είναι αυτό που έκανες; Με περνάς εμένα τόσο κουτό, που δεν καταλαβαίνω τι είπες; Εσύ έκανες αναίρεση όλου του κομμουνιστικού συστήματος. Ενώ εμείς βασιλεύουμε εδώ, ενώ εμείς κυριαρχούμε και ενώ, από ώρα σε ώρα, πέφτει η Αθήνα, εσύ τόλμησες να μας κάνεις εδώ τέτοια πράγματα; Είσαι ανόητος, ρε. Πρέπει να ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ, ένα νεύμα να έκανα σ΄ αυτούς που ήταν μέσα, δεν θα κατέβαινες ζωντανός από τον άμβωνα. Αλλά σε λυπήθηκα, γι΄ αυτό σε ασπάσθηκα υποκριτικά. Τους είδες αυτούς εδώ έξω; Μια κουβέντα μου περιμένουν για να σε κοντύνουν μια πιθαμή. Αλλά δεν είμαι ανόητος εγώ. Δεν θα σε κάνω ήρωα, ρε Αυγουστίνε» (βλ. βιβλίο Παναγιώτη Μύρου «Η αντίσταση της αγάπης», Αθήνα 1991, σελ. 400-403).

Συμπαραστάθηκε επίσης και στους Βουλγάρους κρατουμένους, όπως διηγείται άτομο που ήταν μαζί του:
«Την πρωτοχρονιά πήγαμε στους στρατώνες και μοιράσαμε στους Βουλγάρους βασιλόπιτες. Ένας Βούλγαρος βρήκε στο κομμάτι του το φλουρί και έκλαιγε από χαρά.
Έστειλε ο πατήρ και κουρέα να τους κουρέψει και να τους ξυρίσει. Τότε έκαναν παράπονα οι αντάρτες και τον κατηγόρησαν για φασίστα. Δήλωσαν μάλιστα πως θα τον κρεμάσουν στη μέση της πλατείας. Θυμάμαι τότε πως ο π. Αυγουστίνος μίλησε και είπε στο κήρυγμα:
-Εμένα δεν με ενδιαφέρει αν είναι Βούλγαροι, Τούρκοι ή Σέρβοι. Ξέρω πως είναι κι αυτοί άνθρωποι του Θεού και είμαστε υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουμε.
Σε άλλο πάλι κήρυγμα είπε:
-Εγώ εκτελώ το καθήκον μου. Αν θέλουν ας έρθουν να με συλλάβουν και να με κρεμάσουν στην πλατεία της Κοζάνης. Δεν φοβήθηκα τη γερμανική μπότα και θα φοβηθώ αυτούς, που είναι Έλληνες; Ας έρθουν να με συλλάβουν.
Δεν τολμούσαν όμως, γιατί όλος ο λαός ήταν στο πλευρό του». (Κοντογούνη Θεοδώρα)
Μάλιστα, για το φιλανθρωπικό του αυτό έργο, του εστάλη από τους Βούλγαρους και ευχαριστήρια επιστολή.

Η τελευταία μαρτυρία προέρχεται από ακροατή ενός κηρύγματός του. Το 1945 είχε εκδοθεί κάποιο βασιλικό διάταγμα που αναγνώριζε τη μασονία και να ποια ήταν η αντίδρασή του, όπως τη διηγείται ο Γεώργιος Πλιάκης:
«Εκείνη την Κυριακή βρισκόμουν στο ι. Ναό του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν πολλού στρατιώτες και αρκετοί ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί. Μόλις ο ψάλτης Στ. Πάπιστας άρχισε να λέει το βασιλικό πολυχρόνιο, βλέπω τον π. Αυγουστίνο να βγαίνει από το ιερό βήμα, να πλησιάζει τον ιεροψάλτη και να του δίνει εντολή να σταματήσει. Εκείνος σταμάτησε να ψάλλει. Δημιουργήθηκε στον κόσμο μια μικρή αναστάτωση, και περισσότερο στους αξιωματικούς, αλλά κανένας δεν τόλμησε να επέμβει. Ύστερα ανέβηκε στον άμβωνα ο π. Αυγουστίνος και εξήγησε στο εκκλησίασμα για ποιους λόγους ζήτησε να μην ψαλεί το πολυχρόνιο του βασιλέως. Μ΄ αυτά που είπε μας έπεισε πως είχε απόλυτο δίκαιο.
Από την ώρα που κατέβηκε από τον άμβωνα, αγωνιούσαμε όλοι. Μετά το τέλος της θ. λειτουργίας βγήκε από την πίσω πόρτα του ναού. Ήταν μαζί με τον Γιώργο τον Παφίλη. Με φώναξαν κι εμένα. Ενώ ο πολύς κόσμος περίμενε στο δρόμο, εμείς φύγαμε από ένα μονοπάτι;
Τις επόμενες ημέρες η Ασφάλεια κάλεσε αντιπροσώπους της πόλεως για ανακρίσεις. Κάλεσαν κι εμένα σαν έμπορο. Είπα ποιος είναι ο π. Αυγουστίνος και ποια η προσφορά του στην πόλη μας. Τότε, θυμάμαι, μου είπε ο διοικητής:
«-Όλοι κατέθεσαν υπέρ του Αυγουστίνου, εκτός από έναν. Αλλ΄ όσα κι πείτε εσείς, τον μειώνετε. Εμείς ξέρουμε πιο πολλά γι΄ αυτόν». Και μου έδειξε έναν ογκωδέστατο φάκελλο, στον οποίο υπήρχε πλήθος από επαινετικά έγγραφα».

1945-2004: ΓΡΕΒΕΝΑ - ΣΤΡΑΤΟΣ - ΚΥΜΗ - ΑΘΗΝΑ - ΦΛΩΡΙΝΑ
Καθώς η μεγαλύτερη βιβλιογραφία αφορούσε τη δράση του π. Αυγουστίνου στην Κοζάνη, και καθώς δεν είναι σκοπός μας να μακρηγορήσουμε αναφερόμενοι στο έργο του π. Αυγουστίνου, αλλά μόνο να τον παρουσιάσουμε και να δούμε ποιος πραγματικά ήταν, μέσα από διηγήσεις πολλών περιστατικών από αυτόπτες μάρτυρες, δεν θα αναφερθούμε εκτενώς στη υπόλοιπη ζωή και δράση του. Ίσως αυτό γίνει αργότερα, σε κάποια ανανέωση της σελίδας. Μετά την Κοζάνη υπηρέτησε στα Γρεβενά έως το 1947. Κατόπιν στρατιωτικός ιερέας έως το 1949. Το 1950 στην Κύμη της Εύβοιας και από το 1951 ήρθε στην Αθήνα. Σημειωτέον ότι, όπως γίνεται αντιληπτό, γνώριζε συνεχείς μεταθέσεις ως ιεροκήρυκας, μη έχοντας και τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τους τοπικούς μητροπολίτες, λόγω ακριβώς του δυναμικού χαρακτήρα του και, κυρίως, της διάθεσής του να στιγματίζει με καυστικό τρόπο τα κακώς κείμενα, απ΄ όπου κι αν αυτά προέρχονταν. Μητροπολίτης Φλωρίνης εξελέγη το 1967. Ένα απόσπασμα από την ενθρονιστήριο λόγο του:
«Ας επιτραπεί εις το σημείον τούτο ν΄ ανοίξω την καρδίαν μου καν να σας είπω: Δεν ήλθον εδώ, αδελφοί μου, διά σκοπούς ιδιοτελείς. Δεν ήλθον διά θησαυρισμόν και διά δόξαν. Ήλθον με την εν Κυρίω απόφασιν να υπηρετήσω τον μαρτυρικόν τούτον λαόν, του οποίου, διά να ομιλήσω με την γλώσσαν του αγίου Κοσμά, δεν είμαι άξιος να φιλήσω τα πόδια. Ήλθον να κηρύξω το Ευαγγέλιον και ν΄ αναφλέξω τον σπινθήρα της πίστεως, ο οποίος υπάρχει ακόμη εις τα στήθη των ανθρώπων. Όπως έζησα ως ιεροκήρυξ επί 30 έτη, ούτω θα ζήσω και ως επίσκοπος. Απλότης και λιτότης ήτο και θα είναι ο τρόπος της ζωής μου. Συγγενείς κατά σάρκα δεν θα έχουν θέση εις την Μητρόπολιν. Αν έλθει ποτέ συγγενείς μου προς επίσκεψιν, θα κοιμηθεί εις το ξενοδοχείον. Συγγενείς δι εμέ θα είναι οι ακούοντες και φυλάσσοντες τον λόγον του Θεού. Εις την Μητρόπολιν θα υπάρχει μικρόν επιτελείον εκ θεολόγων και άλλων ιεραποστολικών προσώπων, τα οποία θα εργάζονται προς δόξαν Θεού. Κατά το Παύλειον «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα», δώρα δεν θα δέχομαι παρ΄ ουδενός των υφισταμένων μου. Ό,τι θα υπολείπεται εκ του μισθού, τον οποίον μου δίδει η Πατρίς, θα διατίθεται υπέρ φιλανθρωπικών και ιεραποστολικών σκοπών. Ευαγή ιδρύματα θα υποστηρίξω ή και νέα θα ιδρύσω. Φίλοι μου θα είναι όσοι πιστεύουν εις τον Θεόν. Οι κατά κόσμον πτωχοί και ταπεινοί θα προσελκύουν ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον μου. Διότι πίστις μου είναι ότι έκαστος πτωχός και ταπεινός κρύπτει εις τα στήθη του μίαν μεγαλοπρέπειαν, προ της οποίας υποκλίνονται οι άγγελοι»

Ως επιστέγασμα του μικρού αυτού αφιερώματος, δεν νομίζω ότι υπάρχει καταλληλότερο απόσπασμα από τον καταληκτικό λόγο του π. Αυγουστίνου σε μια γιορτή στην κατασκήνωση τον Αύγουστο του 1985, όταν είχε γίνει παρουσίαση της ζωής του, επ΄ ευκαιρία των 50 χρόνων της ιεροσύνης του:
«Δεν μπορώ απόψε να μιλήσω. Τα δάκρυά μου είναι ποταμός. Τα όσα άκουσα έφεραν μπροστά μου το παρελθόν της ταπεινής μου διακονίας, η οποία διήλθε «εν κόπω και μόχθω και κινδύνοις πολλοίς». Δεν μπορώ να σας μιλήσω;
Απ΄ τα βάθη της ψυχής μου βγαίνει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον παντοδύναμο Θεό, που, όπως δείχνουν τα πράγματα, με έσωσε «εκ στόματος λέοντος». Δεν μπορώ παρά να εκφράσω στην ευγνωμοσύνη μου στον ευγενή λαό των διαφόρων πόλεων που επισκέφθηκα. Όλοι περιέβαλαν με στοργή και αγάπη τον κήρυκα του Ευαγγελίου. Αλλά τώρα είναι το τέλος. 50 χρόνια!
Τι να πω άγιε Κοζάνης, που σήμερα το πρωί μ΄ εκείνα τα ρητά που είπατε στην Εκκλησία με ζύγισες. Κάθε φορά που έλεγες κι ένα ρητό, ήταν σαν να στήνεται μια ζυγαριά και να με ζυγίζει και ν΄ ακούω μέσα μου το «Μανί-θεκέλ-φαρές» (εζυγίσθης, εμετρήθης, ευρέθης ελλιπής). Ουδείς δύναται να πλησιάσει τις υψηλές κορυφές των γραφικών χωρίων.
Τι να πω τώρα στο τέλος; Να πω εκείνο που είπε ο απόστολος Παύλος, «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα»; Αχ! Δεν μπορώ να το πω. Είμαι πολύ μικρός μπροστά τον απόστολο Παύλο. Είμαι μικρός και ασήμαντος μπροστά σ΄εκείνον που κοπίασε τόσο για το Ευαγγέλιο, Με ζυγίζει το ρητό αυτό και με ευρίσκει ελλιπή. Ό,τι καλό έγινε δεν ήταν δικό μου, ήταν του Χριστού.
Δεν μπορώ να πω το λόγο αυτό του αποστόλου Παύλου, αλλά μου΄ ρχονται στο στόμα κάτι λόγια που ο Βαλαωρίτης έθεσε στο στόμα του κουρασμένου κλέφτου και αρματολού της κλεφτουριάς «Εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης; και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ;»
Πάω κι εγώ να κοιμηθώ, αγαπητοί μου, να ησυχάσω από τις συκοφαντίες, διαβολές, διωγμούς, περιπέτειες και ζητώ το έλεος του Θεού. Και χωρίς να θέλω να σας λυπήσω, διαισθάνομαι να είναι η τελευταία φορά που συναντώμεθα εδώ στην Κατασκήνωση. Έτσι είναι το θέλημα του Θεού: αρχή, ακμή, παρακμή, τέλος. Αν δεν συναντηθούμε εδώ στη γη, απ΄ τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι: Καλή αντάμωση στους ουρανούς. Το κουρασμένο σκήνωμά μου το περιμένει το ύψωμα 1020, όπου φεγγοβολά ο Σταυρός του Κυρίου, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου