Ἔγινε ἡ παρακάτω ἐρώτηση στὸν μακαριστό, λόγιο καὶ σοφὸ Γέροντα π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο (1930–1989):
–Πῶς συμβιβάζεται ἡ Ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς Κολάσεως;
Καὶ ’κεῖνος, ἀπάντησε:
–Δὲν πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν Κόλαση σὰν ἔκφραση τιμωρητικῆς διάθεσης τοῦ Θεοῦ. Κόλαση, σημαίνει παντελῆ «ἀπουσία» Του.
Καὶ σὰν τέτοια ποὺ εἶναι αὐτή, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἐλεύθερης ἐπιλογῆς. Ὅταν κάποιος λέει στὸν Θεὸ (μὲ τὴν ζωή του): «Ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ· ὁδούς Σου εἰδέναι οὐ βούλομαι! (δηλαδή· ‘‘Φύγε ἀπὸ ’μένα, Θεέ! Δὲν θέλω νὰ ξέρω τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν Σου καὶ τῆς σωτηρίας Σου!’’)» (Ἰὼβ κα΄ 14), τότε, Αὐτός, καίτοι Πανάγαθος, δὲν τὸν σώζει μὲ τὸ ζόρι. Δίκαιος ὤν, ὁ Θεός, ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ «ἀπολαύσει» πλήρως τὴν ἐπιλογή του, –δηλαδή, τὴν Κόλαση. Ὅπως καὶ στὸν Ἅγιο προσφέρει τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου Του. Δηλαδή, ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ ἐπιλέγουμε τελικὰ τὸν «τόπο» τῆς αἰωνίου κατοικίας μας καί, ὁ Θεός, ἁπλῶς προσυπογράφει τὶς ἐπιλογές μας, ὡς Δίκαιος ποὺ Αὐτὸς είναι.
Καὶ σὰν τέτοια ποὺ εἶναι αὐτή, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἐλεύθερης ἐπιλογῆς. Ὅταν κάποιος λέει στὸν Θεὸ (μὲ τὴν ζωή του): «Ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ· ὁδούς Σου εἰδέναι οὐ βούλομαι! (δηλαδή· ‘‘Φύγε ἀπὸ ’μένα, Θεέ! Δὲν θέλω νὰ ξέρω τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν Σου καὶ τῆς σωτηρίας Σου!’’)» (Ἰὼβ κα΄ 14), τότε, Αὐτός, καίτοι Πανάγαθος, δὲν τὸν σώζει μὲ τὸ ζόρι. Δίκαιος ὤν, ὁ Θεός, ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ «ἀπολαύσει» πλήρως τὴν ἐπιλογή του, –δηλαδή, τὴν Κόλαση. Ὅπως καὶ στὸν Ἅγιο προσφέρει τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου Του. Δηλαδή, ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ ἐπιλέγουμε τελικὰ τὸν «τόπο» τῆς αἰωνίου κατοικίας μας καί, ὁ Θεός, ἁπλῶς προσυπογράφει τὶς ἐπιλογές μας, ὡς Δίκαιος ποὺ Αὐτὸς είναι.
Μὲ δυὸ λόγια: Ἡ ἀνεξάντλητη Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, «ἐξαντλεῖται» στὶς ἐπιλογὲς τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας μας.
Τὸν ρώτησαν πάλι:
–Τότε γιατί κάνουμε τὰ Μνημόσυνα, ἀφοῦ «ἐν τῷ Ἅδῃ, οὐκ ἐστι μετάνοια»;
Καὶ αὐτός, ἀπάντησε:
–Διάβασες τὴν «Ἐπιμνημόσυνη Ἀκολουθία» καμμιὰ φορὰ προσεκτικά;
–Ὄχι!
–Νὰ τὴν διαβάσεις! Δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ «μετάνοια». Ἀναφέρει μόνο ἐκφράσεις (αἰτήματα παρακλήσεως), ὅπως: «Ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου Σου… Ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, συγχώρησον…» κ.τ.τ.. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει, καλό μου παιδί, εἶναι τὸ ἑξῆς:
Ἕνας ὑπόδικος, καταδικάζεται σὲ θάνατο (ὁ ἁμαρτωλὸς γιὰ τὴν Κόλαση). Οἱ συγγενεῖς του καὶ ἡ μητέρα του (ἡ Ἐκκλησία), κάνουν Αἴτηση Χάριτος (Ἐπιμνημόσυνη Δέηση) στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα (τὸν Θεό). Ἂν Αὐτὸς θέλει, χαρίζει τὴν ποινὴ στὸν κατάδικο. Ἂν δὲν θέλει, ἡ ποινὴ ἐκτελεῖται.
–Μά, καλά, Γέροντα! Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐπεκτείνεται καὶ στὴν Κόλαση;
–Ἀφοῦ, παιδάκι μου, αὐτὸ εἶναι ἄπειρο· ὑπάρχει χῶρος ἢ κατάσταση ποὺ νὰ τὸ ἐμποδίζουν νὰ «ἐπεκταθεῖ»;…
π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ (1930–1989)
«Ὑποθῆκες Ζωῆς – Ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Πατρὸς Ἐπιφανίου Ι. Θεοδωρόπουλου», σελ. 242–243, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Κεχαριτωμένης Θεοτόκου» Τροιζῆνος, 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου