Ἀποστόλου Β. Τσακούμη, τ. Σχολικοῦ Συμβούλου Θεολόγων
Ὁ ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Ἐπισκοπῆς ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Ἑλλάδας (8ος αἰώνας μ.Χ).
Ὁ ναὸς βρισκόταν στὸ παλιὸ χωριὸ τῆς Ἐπισκοπῆς Εὐρυτανίας καὶ ἦταν ἀφιερωμένος στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἦταν κτισμένος στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Μέγδοβα, παραπόταμου τοῦ Ἀχελώου, καὶ ἦταν τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς.
Ὑπῆρξε ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς «Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων». Ὁ ναὸς λειτούργησε καὶ σὰν Καθολικὸ ἱερᾶς μονῆς καὶ ἀργότερα ὡς ἐνοριακὸς ναός. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα ὁ ναὸς κινδύνευσε ἀπὸ τὴ διάβρωση τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ. Χρειάστηκαν ἀρκετὲς ἐκκλήσεις πρὸς τὶς ὑπηρεσίες τῆς πολιτείας, γιὰ νὰ κατασκευαστεῖ τελικὰ τὸ 1955-1959 ἕνας μεγάλος τοῖχος γιὰ τὴν προστασία τοῦ μνημείου.
Δυστυχῶς ὅμως, τὸ 1961, ἀποφασίστηκε ἡ κατασκευὴ τοῦ φράγματος τῶν Κρεμαστῶν.
Στὸ μεταξὺ ἔγιναν πολλὰ διαβήματα γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ μνημείου σὲ ἀσφαλὲς ἔδαφος, σύμφωνα μὲ ἀποφάσεις τῆς τότε Κυβέρνησης. Τὸ Κεντρικὸ Ἀρχαιολογικὸ Συμβούλιο πρότεινε στὴν Πολιτεία τὴ μεταφορὰ τοῦ μνημείου.
Ἡ μεταφορὰ ἐγκαταλείφτηκε ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ Δ.Ε.Η. ἔθετε στενὰ χρονικὰ περιθώρια γιὰ τὴ μεταφορὰ (ἡ λειτουργία τοῦ φράγματος θὰ ἄρχιζε τὸ καλοκαίρι τοῦ 1965).
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1965, πρὶν τὸν καταποντισμὸ τοῦ ναοῦ καὶ ἀφοῦ πιὰ ἡ μεταφορὰ του εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ, ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία, στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, κάτω ἀπὸ τοὺς σοβάδες ἀποκάλυψε θησαυροὺς τοιχογραφιῶν.
Το ἀρχαιότερο στρῶμα τοιχογραφιῶν τοποθετεῖται στὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας. Συνολικά ἀνακαλύφθηκαν τρία στρώματα ἐπάλληλων τοιχογραφιῶν, τοῦ 8ου-9ου αἰῶνα, τοῦ 11ου καὶ τοῦ 13ου. Τὸν 17ο αἰῶνα ἔγινε καὶ ἡ εἰκονογράφηση τοῦ κτιστοῦ τέμπλου.
Οἱ τοιχογραφίες ἀποτοιχίστηκαν καὶ μεταφέρθηκαν στὸ Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἐκτίθενται σὲ ξεχωριστὴ αἴθουσα λόγω τῆς σπουδαιότητάς τους.
Ἐπειδὴ ἡ μεταφορὰ τοῦ ναοῦ δὲν κατέστη δυνατή, οἱ ἁρμόδιοι τότε Ὑφυπουργοὶ τῆς Κυβέρνησης ἀποφάσισαν τὴ δημιουργία ἑνὸς «ἀντιγράφου τοῦ βυθισθησομένου ναοῦ»- ἑνὸς «πανομοιότυπου ναοῦ» σὲ διαστάσεις καὶ ἀρχιτεκτονική- στὴν ἴδια περιοχή, ὁ ὁποῖος θὰ φιλοξενοῦσε τὶς ἀποτοιχισθεῖσες τοιχογραφίες, πράγμα ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔγινε.
Τὸ 1965 μὲ τὴν κατασκευὴ τοῦ φράγματος Κρεμαστῶν, ὁ ναὸς καλύφθηκε στὰ νερὰ τῆς λίμνης. Ἡ μοίρα τοῦ μνημείου ἦταν νὰ καταποντιστεῖ γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ ἕξι οἰκισμοὺς τῆς περιοχῆς. Πνίγηκαν πολλὰ κτήματα, κτίσματα καὶ τὸ συναίσθημα τῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι ξεριζώθηκαν ἀπὸ τὶς ἑστίες τους.
Τὸν Μάϊο τοῦ 2008 ὁμάδα ἐρασιτεχνῶν αὐτοδυτῶν ἐντόπισε τὸν παλαιὸ ναὸ σὲ βάθος 32 περίπου μέτρων κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης Κρεμαστῶν, σὲ πάρα πολὺ καλὴ κατάσταση νὰ «ἁγιαζει τὰ νερὰ τῆς λίμνης».
Τὸ ὅραμα τοῦ π. Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὰ παιδικὰ του χρόνια στὴν Ἐπισκοπή, εἶναι ἡ κατασκευὴ ἑνὸς Ναοῦ- Μουσείου στὴν περιοχὴ σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις τῆς Πολιτείας. Ὁ π. Δαμασκηνός, μάλιστα, γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἔχει δωρίσει καὶ ἰδιόκτητο οἰκόπεδο, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀποδεχτεῖ ἡ Μητρόπολη Καρπενησίου.
Τὸ μνημεῖο αὐτό, ἂν τελικὰ γίνει, θὰ μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς Μουσεῖο, ἀλλὰ παράλληλα, ὁρισμένες φορὲς, καὶ ὡς ναός. Ὑπάρχουν τέτοια μνημεῖα στὴ χώρα μας. Ἐκεῖ θὰ φιλοξενηθοῦν οἱ τοιχογραφίες τοῦ πνιγμένου ναοῦ τῆς Ἐπισκοπῆς θὰ γίνει χῶρος προσέλκυσης θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ καὶ θὰ βοηθήσει στὴν οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Τὸ ὅραμα τοῦ π. Δαμασκηνοῦ ἀποτελεῖ ὅραμα ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς καὶ παραμένει ζωντανό, ὅπως φάνηκε στὴν ἐκδήλωση καὶ ἀπὸ τοὺς χαιρετισμοὺς πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἐκπροσώπων τῆς περιοχῆς τῆς Ἐπισκοπῆς. Ὅλοι χειροκρότησαν θερμὰ τὸ συγγραφέα γιὰ τὶς ἐπανεκδόσεις τῶν βιβλίων του, τὶς εἰσηγήσεις του σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ θέματος σὲ τηλεοπτικοὺς σταθμοὺς κ.λ.π.
Β. Ἡ σχέση τοῦ καταποντισμένου Ναοῦ μέ τήν Ναύπακτο
Ὅπως μας πληροφορεῖ σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Εἰρηναῖος Κουτσογιάννης, ὁ νομὸς Εὐρυτανίας (καὶ ἡ περιοχὴ τῆς Παναγίας τῆς Ἐπισκοπῆς ) ἀπὸ τὸ 1923 μέχρι τὸ 1978 ἀνῆκε ἐκκλησιαστικὰ στὴ Μητρόπολη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας μὲ ἕδρα τὴ Ναύπακτο ( ἱστότοπος «Γῆ καὶ ἐλευθερία»,11-2-2010).
Ἀπὸ τὸ 1978 καὶ μέχρι σήμερα ἡ περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας ἀποκόπηκε καὶ ἀποτελεῖ τὴν ξεχωριστὴ πιὰ Μητρόπολη Καρπενησίου. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ ἐπανεκδοθέντα βιβλία τοῦ π. Δαμασκηνοῦ ἔχει τίτλο «Τὸ Βυζαντινὸ Μνημεῖο “Ἐπισκοπὴ” Εὐρυτανίας» καὶ ὑπότιτλο «Ἡ περιπέτεια ἑνὸς σημαντικοῦ Βυζαντινοῦ Μνημείου». Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ συγγραφέας παραθέτει, μεταξὺ ἄλλων, εἴκοσι δύο ἔγγραφα ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς «περιπέτειες» τοῦ Μνημείου ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ γραφειοκρατία. Τὰ ἔγγραφα αὐτὰ ἔχουν ἀποστολέα ἢ ἀποδέκτη τὸν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας. Μιὰ μάλιστα Ἐπιστολὴ ἔχει ἀποδέκτη τὸ συντοπίτη μας Γεώργιο Ἀθανασιάδη-Νόβα, Πρόεδρο τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τὸν Ἰούλιο τοῦ 1965.
Ἔχουμε, ἑπομένως, οἱ σημερινοὶ πιστοὶ, ἀλλὰ καὶ οἱ πολίτες ποὺ καταγόμαστε ἢ ζοῦμε στὴν περιοχὴ τῆς Ναυπακτίας ἕνα πρόσθετο καθῆκον. Νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ μάθουμε στοιχεῖα καὶ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μητρόπολής μας.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὸ περιεχόμενο ὁρισμένων ἐγγράφων, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ὅτι ἡ καρδιὰ τῶν γεγονότων, ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴν περιπέτεια τοῦ σημαντικότατου αὐτοῦ μνημείου τῆς Ἐπισκοπῆς, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 20ου αἰῶνα, «χτυποῦσε» στὴ Ναύπακτο.
Στὶς 19-10-1937 ἔχουμε αἴτηση τῆς Ἐνοριακῆς Ἐπιτροπείας Ἐπισκοπῆς Εὐρυτανίας, πρὸς τὸ Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κ.κ. Γερμανό. Οἱ κάτοικοι ζητοῦν ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη τους νὰ ἀναλάβει πρωτοβουλίες ὥστε νὰ κατασκευαστεῖ ἀντιπλημμυρικὸς τοῖχος στὴν ὄχθη τοῦ Μέγδοβα, ὅπου εἶναι κτισμένος ὁ ναὸς τῆς Ἐπισκοπῆς.
Στὶς 28-2-1939 ὁ Δ/ντής τῆς Ὑπηρεσίας Ἀναστηλώσεως Ἀν. Ὀρλάνδος, μὲ ἔγγραφό του πρὸς τὸ Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κ.κ. Γερμανό, κοινοποιεῖ τὸ ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Συγκοινωνιῶν, σχετικῶς μὲ τὴν ἐκτέλεσιν ἀντιπλημμυρικῶν ἔργων παρὰ τὸν Βυζαντινὸν ναὸν «ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου Ἐπισκοπῆς».
Στὶς 21-3-1956 ὁ Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κ.κ. Χριστοφόρος μὲ σχετικὸ ἔγγραφό του ἐπαινεῖ τὸν κ. Γ. Πάστρα ( ἐπιμελητὴ ἀρχαιοτήτων) γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ἀντιπλημμυρικοῦ ἔργου, ποὺ ἄρχισε νὰ ὑλοποιεῖται.
Στὶς 6-2-1965 ὁ Ἐφημέριος τῆς Ἐπισκοπῆς Εὐρυτανίας μὲ ἔγγραφό του ἐνημερώνει τὸ Μητροπολίτη (Δαμασκηνό) περὶ τῆς ἀνακαλύψεως τοιχογραφιῶν στὸ Βυζαντινὸ ναό.
Στὶς 18-6-1965 ὁ Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κ.κ. Δαμασκηνός, ἀπευθύνεται στὸν ἔφορο Π. Λαζαρίδη μὲ ἔγγραφό του, ὑπενθυμίζοντας: «…Προαγόμεθα νὰ ὑπομιμνήσωμεν ὑμῖν τὸ ἀναληφθὲν ἔργον ὑμῶν διὰ τὴν μεταφορὰν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς ἐνορίας Ἐπισκοπῆς-Εὐρυτανίας, ἥτις μέλλει νὰ κατακλυσθεῖ ὑπὸ τῶν ὑδάτων….».
Στὶς 15-7- 1965 κάτοικοι τῆς Ἐπισκοπῆς ἀποστέλλουν ἔγγραφο πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων Γεώργιο Ἀθανασιάδη-Νόβα. Αὐτὸ διαβιβάζεται στὴ Δ/νση Ἀναστηλώσεως τοῦ Ὑπ. Προεδρίας. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὑποβάλλουν τὴν παράκλησιν στὸν Πρόεδρο καὶ τὸν καλοῦν νὰ διατάξει νὰ κτιστεῖ «..Πανομοιότυπος ναὸς εἰς περιοχὴν ἔξωθεν τοῦ κατακλυζομένου χώρου…ὅπου νὰ ἐναποτεθῶσι αἱ ἀποτιχιζόμεναι τοιχογραφίαι…..Ὡς ἐκ τοῦ διπλοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματός σας εὐελπιστοῦμεν διὰ τὴν πλήρη ὑποστήριξίν σας …» καταλήγει τὸ σχετικὸ ἔγγραφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου