Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της Ιεράς Μονής Διονυσίου είναι η «Παναγία του Ακαθίστου», δώρο του Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ΄ (1338–1390) στον Κτίτορα της Μονής Άγιο Διονύσιο κατά το έτος 1375.
Είναι η ίδια εικόνα ενώπιον της οποίας εψάλησαν για πρώτη φορά οι «Χαιρετισμοί» της Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό των Βλαχερνών (8 Αυγούστου 626) προς ευχαριστία για τη σωτηρία της Πόλης από τους Πέρσες και Αβάρους, επί Αυτοκράτορος Ηρακλείου (575–641) και Πατριάρχου Σεργίου του Α΄ (†638), ύστερα από τη γνωστή πολιορκία κατά το 626.
Η παράδοση αναφέρει πως είναι μία από τις εβδομήντα «μικρές» εικόνες του Ευαγγελιστού Λουκά. Η ύλη της εικόνας είναι κηρός και μαστίχη και η μορφή της αρκετά αλλοιωμένη με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά καθώς έχει πολλές φορές αναβλύσει ευώδες μύρο. Βρίσκεται στο ομώνυμο παρεκκλήσιο, το οποίο είναι ενωμένο στη βορειοδυτική πλευρά της Λιτής του Καθολικού και καθημερινά ενώπιόν της διαβάζονται οι «Χαιρετισμοί».
Εορτάζει το Σάββατο του Ακαθίστου, την Ε΄ Εβδομάδα των Νηστειών, κατά το οποίο για περισσότερη λαμπρότητα μεταφέρεται στο Καθολικό της Μονής και τίθεται επί ειδικού θρόνου. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι περίπου 31 x 27 εκατοστά. Στην ασημένια επένδυση της θαυματουργικής αυτής εικόνας και στο παμπάλαιο ξύλο της, παμπάλαιες επιγραφές μάς πληροφορούν πως η εικόνα αυτή είναι που κρατούσε στα χέρια του ο Πατριάρχης Σέργιος (Πατριαρχία: 610–638) και περιερχόμενος τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, εμψύχωσε στρατιώτες και λαό και έδιωξε όλους τους πολεμίους το 626.
Κατά το 1592, Αλγερινοί πειρατές άρπαξαν την αγία εικόνα και ο αρχηγός τους την έκλεισε μέσα σε κιβώτιο και απέπλευσε, απειλώντας και υβρίζοντας τους μοναχούς. Τη νύχτα, βλέπει τρεις φορές στο όνειρό του την Υπεραγία Θεοτόκο να τον απειλεί και να του λέει: «Γιατί, πονηρέ άνθρωπε, με ασφάλισες μέσα στη φυλακή; Γύρισέ με πίσω στο κατάλυμά μου, όπου περνούσα ήσυχα και ειρηνικά!». Αυτός, δεν κατάλαβε, περιφρόνησε αυτά τα λόγια και ούτε που τα συλλογιζόταν. Αλλά αμέσως σηκώθηκε σφοδρός άνεμος και φοβερή θαλασσοταραχή, ώστε το πλοίο κινδύνευε να βυθιστεί. Μόνο τότε θυμήθηκε την αγία εικόνα, οπότε έτρεξε στο κιβώτιο και το βρήκε σπασμένο σε πολλά μέρη του και την αγία εικόνα λουσμένη μέσα σε πολύ ευωδέστατο μύρο που έρρεε συνεχώς.
Μόλις την πήρε στα χέρια του, αμέσως άρχισε να κατευνάζει ο σφοδρός άνεμος και η τρικυμία και οι σύντροφοί του τον παρακινούσαν να τη γυρίσουν πίσω στο Μοναστήρι. Προσορμίστηκαν στο λιμάνι, ειδοποίησε τους μοναχούς για την εικόνα και τους παρακαλούσε να κατέβουν κάτω στον αρσανά (στον μοναστηριακό λιμένα) να την παραλάβουν με τιμές. Οι μοναχοί μόλις άκουσαν αυτό το θαύμα, αμέσως κατέβηκαν ντυμένοι με τις ιερατικές στολές και, έχοντας μαζί τους λαμπάδες και θυμιατά, παρέλαβαν την αγία εικόνα και την έβαλαν πίσω στη θέση της. Ο δε πειρατής έδειχνε το σπασμένο κιβώτιο, καθώς και τα ρούχα του που ήταν βρεγμένα από το ευωδέστατο εκείνο μύρο, ώστε όλοι θαύμασαν. Και πολλοί από τους συντρόφους του εγκατέλειψαν την εγκληματική και απάνθρωπη πειρατεία, μετανόησαν, άφησαν τον αρχηγό τους κι έμειναν στο Μοναστήρι, όπου βαπτίσθηκαν και έγιναν Μοναχοί.
Το έτος 1767 έκλεψε αυτή την αγία εικόνα μια σπείρα λωποδυτών από τη Δαλματία. Στο δρόμο όμως της επιστροφής έγιναν αντιληπτοί από Έλληνες βοσκούς, που τους την πήραν και την έφεραν στη Σκόπελο. Οι τότε δημογέροντες του νησιού αρνήθηκαν να επιστρέψουν την εικόνα πίσω στους Διονυσιάτες Πατέρες που είχαν έρθει εν τω μεταξύ για να την πάρουν. Μετά από τρεις μέρες όλο το νησί τιμωρήθηκε με πανώλη και οι Σκοπελίτες, μετανοημένοι, επέστρεψαν την εικόνα στο Μοναστήρι, αφιερώνοντας μάλιστα προς αυτό και ένα μετόχι από το νησί τους.
ΑΠΟ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ «ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ»
Ο μοναχός Άνθιμος που καταγόταν από την Πάτρα και ήταν μαραγκός στο επάγγελμα, απεβίωσε στη Μονή του Διονυσίου σε ηλικία 72 ετών, το σωτήριο έτος 1917.
Αυτόν εμείς προλάβαμε και να τον δούμε και την ομιλία του ν’ απολαύσουμε, αλλά και τη διήγηση που παραθέτουμε πιο κάτω να γίνουμε αυτήκοοι μάρτυρες.
Κατά το έτος 1916, διανύοντας εγώ το δεύτερο έτος της ζωής του δοκίμου μοναχού στη Μονή, προσβλήθηκα από ελονοσία. Νοσηλευόμουν αναγκαστικά στο θεραπευτήριο της Μονής. Και ο μακαρίτης Άνθιμος μοναχός πολλές φορές ερχόταν και μ’ επισκεπτόταν. Και με την καλοκάγαθη διάθεση της ψυχής του με παρηγορούσε. Μου έλεγε να ελπίζω στη βοήθεια της Παναγίας μας, της μεγάλης μας Ιατρού και Προστάτιδας των Μοναχών. Και προς επίρρωση αυτών των λεγομένων του, μου διηγήθηκε κι ένα θαυματούργημα που έγινε προσωπικά σ’ αυτόν.
Μου είπε, λοιπόν, τα εξής:
–Κι εγώ, παιδάκι μου, όταν ήμουν στην ηλικία σου, μάλιστα νεόκουρος μοναχός, 25 ετών, με βρήκε μια μεγάλη ασθένεια, ώστε για ένα μεγάλο διάστημα είχα γίνει ένα πτώμα. Όμως, ευχαριστώ την Παναγία μας που με λυπήθηκε και μ’ έκανε καλά.
Τον ρωτάω:
–Από τι ασθένεια έπασχες, γέροντα, κι έγινες όπως είπες «ένα πτώμα»;
–Ρωτάς «από τι ασθένεια», παιδί μου! Τόσο πολύ αδυνάτησαν τα μέλη του σώματός μου, που σε λίγο καιρό παρέλυσα ολόκληρος. Τα πόδια μου αδυνάτησαν και βάδιζα με δεκανίκια. Και σα να μην έφθανε αυτό, ένα σύννεφο ήρθε κι έπεσε πάνω στα μάτια μου και μόλις που μπορούσα να δω και να διακρίνω κάτι. Φρόντισε, βέβαια, το Μοναστήρι και ήρθαν δύο γιατροί αλλά, δυστυχώς, καμιά ωφέλεια απ’ αυτούς δεν είδα. Μάλιστα, όσο περνούσε ο καιρός, εγώ χειροτέρευα. Τότε να μ’ έβλεπες! Κλάματα, μέρα–νύχτα!
Έλεγα: «Αχ, Χριστέ μου!... Τι ’ν‘ αυτό το κακό που με βρήκε;!... Ο πιο αμαρτωλός, τελικά, εγώ είμαι;!... Από τώρα στο νοσοκομείο;!... Νέο καλογεράκι και να με υπηρετούν οι γέροι;!... Παράλυτος;!... Τυφλός;!... Αλίμονό μου!... Ας πεθάνω, καλύτερα!...».
Τέτοια κι άλλα πολλά σαν κι αυτά, όσα δεν μπορείς να φανταστείς, έλεγα στον Χριστό μας, με δάκρυα και παράπονο.
Πολλοί αδελφοί μού έλεγαν να πάω έξω στον κόσμο, τάχα σε καλύτερους γιατρούς. Αλλά, ένας ευλαβής μοναχός που μ’ αγαπούσε απ’ τη ψυχή του και με λυπόταν που βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση, σαν άκουσε που με συμβούλευαν να πάω έξω στους γιατρούς, με πλησιάζει, με παρηγορεί και μου δίνει θάρρος.
Με την αδελφική του αγάπη, τονώνει την πίστη μου και με προτρέπει να προσπέσω στην Παναγία, στην εικόνα Της που έχουμε εδώ στη Μονή του Διονυσίου, την Εικόνα της «Παναγίας του Ακαθίστου». Να πάω να Την παρακαλέσω με πίστη θερμή και με δάκρυα. Μάλιστα δε, τώρα που πλησιάζει κι η γιορτή Της (ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή· και η εικόνα «του Ακαθίστου» γιορτάζει το Σάββατο του Ακαθίστου, της 5ης Εβδομάδος των Νηστειών της Σαρακοστής). Και Αυτή, σαν πονετική Μητέρα που είναι, έχοντας πέλαγος ευσπλαχνίας, να κάνει και σ’ εμένα τον ταλαίπωρο το έλεός Της.
Πείσθηκα σ’ αυτή τη συμβουλή του αδελφού και στράφηκα μ’ όλη μου τη ψυχή και την καρδιά προς την Παναγία, παρακαλώντας Την με δάκρυα. Κι όταν ήρθε η γιορτή Της (το 5ο Σάββατο της Αγίας Τεσσαρακοστής), ήδη από την παραμονή το βράδυ πήγα και κλείστηκα μέσα στην εκκλησία, στο Καθολικό της Μονής μας, στο παρεκκλήσι όπου φυλάσσεται η εικόνα Της.
Εκεί, σιμά στην εικόνα, δεν έπαυα να βάζω μετάνοιες, όσες μπορούσα. Απ’ τον πολύ μου τον κόπο, στο τέλος, απόκαμα. Και με πήρε ο ύπνος εκεί μπροστά στην εικόνα Της. Αλλ’ ω, Πανύμνητε Μήτερ! Πόσο μεγάλη είναι η χάρη Σου και η ευσπλαγχνία Σου!...
Βλέπω, αδελφέ μου, την Παναγία ντυμένη στα ολόχρυσα, μέσα σ’ ένα λαμπρότατο φως, ν’ αστράφτει από λάμψη και από δόξα, να βρίσκεται δυο πήχεις ψηλά πάνω από τη γη και να με κοιτάζει με ιλαρότητα.
Άνοιξε το πανάγιο και μελίρρυτο στόμα Της και μου λέει:
–Γιατί κλαις, παιδί μου, Άνθιμε;
–Πώς να μη κλαίω, Παναγία μου! Δε βλέπεις τα χάλια μου, πώς έγινα;
Μου λέει, πάλι, η Παναγία:
–Όχι, μη κλαις! Έγινες καλά! Να επιμελείσαι στο εξής τη σωτηρία σου!
Κι αφού είπε αυτά, με ευλόγησε με μεγάλη συμπάθεια αγάπης και χάθηκε...
Τότε εγώ ξύπνησα. Και νόμιζα στην αρχή ότι ήταν ένα «όνειρο» αυτό που είδα. Τρίβω τα μάτια μου· έβλεπα τις καντήλες που έκαιγαν! Κάνω κουράγιο και σηκώνομαι όρθιος. Βλέπω να περπατάω με ευκολία! Ωωω! Τότε, πια, συνήλθα κι ήρθα στον εαυτό μου! Και κατάλαβα ότι η Παναγία με θεράπευσε και από τις δυο μου τις ασθένειες! Ωωω! Πόση χαρά μού ήρθε! Πόσα δάκρυα έχυσα ευχαριστώντας την Παναγία! Πόσους ύμνους έψαλα, αδελφέ μου, δεν περιγράφεται!
Μετά από λίγο ήρθε κι ο εκκλησιαστικός κι άνοιξε τον Ναό. Κι όταν αυτός με είδε εντελώς υγιή, όπως κι όλοι οι Πατέρες, δοξολογούσαν τον Κύριο. Όλοι τους, μέσα από τη ψυχή τους, ευχαριστούσαν την Παναγία για την άπειρη αγάπη και συμπάθεια που έχει σ’ όλους τους χριστιανούς και ιδιαίτερα σ’ εμάς τους μοναχούς.
Στο τέλος ο π. Άνθιμος πρόσθεσε για τον εαυτό του και το εξής: «Αχ, παιδί μου! Τότε είχα πολλή ευλάβεια. Όταν έλεγα το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με”, λες κι “έβραζε” μέσα στην καρδιά μου η Ευχή!...».
Αυτά και άλλα πολλά άκουσα από τον Γερο–Άνθιμο. Κι αφού τον ευχαρίστησα για τα όσα μου είπε, πολλά εκ των οποίων μου διαφεύγουνε, διότι τα σημειώνω τώρα (29/8/1956), μετά από σαράντα χρόνια, για να μη λησμονηθούν τελείως, αλλά να μείνουν για τη δόξα, την τιμή και για την ευχαριστία προς Πανυπερευλογημένη και Πανένδοξη Δέσποινά μας και Αειπάρθενη Μαρία. Αμήν.
ΛΑΖΑΡΟΣ
ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1892–1974)
※
[(1) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου (1892–1974): «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις»,§49, σελ. 136—140,
Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος, 19881.
(2) Ιερομονάχου Μαξίμου:«Η Μητέρα των Χριστιανών»(Θεομητερικές Εορτές,Θαύματα στον Άθωνα,Η Παναγία στην Ελλάδα), β΄ μέρος, β΄ κεφ., §7, σελ. 147–149, Άγιον Όρος, 1989.
(3) Επιμέλεια, πληκτρολόγηση, μεταφορά και απόδοση του κειμένου στη Δημοτική: π. Δαμιανός.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου