Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ: Νὰ γίνωμε ὡς οἱ νεκροί

Νὰ γίνωμε ὡς οἱ νεκροί Λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «Μή ἐν πάθει ἐπιθυμίας καθάπερ καί τά ἔθνη τά μή εἰδότα τόν Θεόν» (Α´ Θεσ. δ´ 5). Νά μή εἶναι κανείς ἀπό σᾶς αἰχμάλωτος ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ὅπως οἱ ἐθνικοί, πού δέν γνωρίζουν τόν ἀληθινό Θεό. 
Γι᾽ αὐτό ὁ Ἅγ. Νικόδημος λέγει: «Ἔργον τοῦ κάθε Χριστιανοῦ εἶναι νά σταυρώνη καί νά νικᾶ ὅλα τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Χριστιανός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος “οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις” (Γαλ. ε´ 24).
Ὅσοι ἀνήκουν πράγματι στόν Χριστό ἐνέκρωσαν τόν σαρκικό ἄνθρωπο μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του». 
Ἔλεγε ὁ μαθητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀντωνίου Ἀββᾶς Πιτυρίων: «Ὅποιος θέλει νά διώχνη δαίμονες, θά πρέπη πρῶτα νά ὑποδουλώση τά πάθη. Γιατί, ὅποιο πάθος νικήσει κάποιος, αὐτοῦ τοῦ πάθους διώχνει καί τόν δαίμονα. Ἀκολουθεῖ τήν ὀργή δαίμονας. Ἄν τήν ὀργή νικήσης, διώχθηκε καί ὁ δαίμονάς της. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει μέ κάθε πάθος». 
* * * 
Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν Ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο (19.1). 
«Πές μου, Πάτερ, τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;». 
Ὁ Ὅσιος τοῦ λέγει: 
«Πήγαινε στά μνήματα καί ἄρχισε νά βρίζης καί νά μαλώνης τούς νεκρούς καί μετά ἔλα νά μοῦ πῆς τί σοῦ εἶπαν». 
Πράγματι πῆγε ὁ ἀδελφός στό κοιμητήριο καί ἔβριζε τούς νεκρούς, τούς ἔρριχνε πέτρες στούς τάφους καί μετά γύρισε στόν Ὅσιο. 
Τόν ρώτησε ὁ Ὅσιος: 
- Τί συνέβη; 
- Τούς ἔβρισα, τούς μάλωσα, τούς πέταξα πέτρες. 
- Τί σοῦ ἀπάντησαν οἱ νεκροί; 
- Τίποτε! 
- Αὔριο νά πᾶς πάλι καί νά τούς ἐπαινέσης». 
Τήν ἄλλη μέρα ξαναπῆγε ὁ ἀδελφός στό κοιμητήριο καί ἄρχισε νά τούς ἐπαινῆ, νά τούς λέγη ὄμορφα λόγια, νά τούς δείχνη ἀγάπη καί πάλι ξαναγύρισε στόν Ὅσιο. 
- Ἔκανες αὐτό πού σοῦ εἶπα; ρώτησε ὁ Ὅσιος. -
 Μάλιστα Γέροντα. Πῆγα, τούς ἐπαίνεσα, τούς εἶπα ὄμορφα λόγια, τούς δόξασα! 
- Καί τί σοῦ ἀπάντησαν; - Τίποτε! Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ὅσιος: 
- Εἶδες τέκνον μου, πόσο ἄσχημα λόγια τούς εἶπες, πόσο τούς πρόσβαλες καί τίποτε δέν εἶπαν. Ἀλλά καί πόσο τούς παίνεψες, πόσο τούς δόξασες, ἀλλά καί πάλι τίποτε δέν εἶπαν. Ἔτσι λοιπόν καί ἐσύ νά κάνης, ἐάν θέλης νά σωθῆς! Νά γίνης νεκρός καί νά μή λαμβάνης ὑπ᾽ ὄψιν σου οὔτε ὅταν σέ μαλώνουν οἱ ἄνθρωποι οὔτε ὅταν σέ ἐπαινοῦν. Ἔτσι θά κάνης, ὅπως ἔκαναν οἱ νεκροί, πού ἐπισκέφθηκες. Τό- τε μόνο θά μπορέσης νά σωθῆς. 
* * * 
Ἔλεγαν γιὰ κάποιο γέροντα ὅτι πέρασε πενήντα χρόνια χωρὶς νὰ τρώγῃ ψωμὶ καὶ χωρὶς νὰ πίνῃ κρασὶ εὔκολα. 
Καὶ ἔλεγε: «θανάτωσα τὶς σαρκικὲς ροπὲς καὶ τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν κενοδοξία». 
Καὶ ἦλθε σ᾽ αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Ἀβραάμ, σὰν ἔμαθε ὅτι τὸ εἶπε αὐτό. 
Καὶ τοῦ λέγει: «Σὺ εἶπες αὐτὰ τὰ λόγια;». 
Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: «Ναί». 
Καὶ τοῦ λέγει τότε ὁ Ἀββᾶς Ἀβραάμ: «Νά, μπαίνεις στὸ κελλί σου καὶ βρίσκεις στὸ ψαθί σου μία γυναίκα. Μπορεῖς νὰ πῇς μὲ τὸν νοῦ σου ὅτι δὲν εἶναι γυναίκα;». 
Λέγει: «Ὄχι. Ἀλλά πολεμῶ τὸν λογισμό, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἀγγίξω». 
Λέγει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἀβραάμ : «Νὰ λοιπὸν ὅπου δὲν τὸ θανάτωσες, ἀλλὰ ζῇ τὸ πάθος, μόνον ποὺ εἶναι δεμένο. Καθὼς περπατᾷς, βλέπεις λιθά- ρια καὶ ὄστρακα καὶ ἀνάμεσά τους χρυσάφι. Μπορεῖ ὁ νοῦς σου νὰ τὸ λογαριάση σὰν ἐκεῖνα;». 
Λέγει ὁ ἄλλος: «Ὄχι. Ἀλλὰ πολεμῶ τὸν λογισμό, ὥστε νὰ μὴ τὸ πάρω ». 
Καὶ λέγει τότε ὁ γέρων: «Νά, ζῇ τὸ πάθος, ἀλλά εἶναι δεμένο». 
Λέγει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἀβραάμ: «Νά, ἀκοῦς γιὰ δύο ἀδελφοὺς ὅτι ὁ ἕνας σὲ ἀγαπᾷ καὶ ὁ ἄλλος σὲ μισεῖ καὶ σὲ κακολογεῖ. Ἂν ἔλθουν σὲ σένα, θὰ ἔχῃς καὶ τοὺς δύο τὸ ἴδιο;». 
Ἀπαντᾷ: «Ὄχι, ἀλλὰ θὰ πολεμήσω τὸν λογισμό, ὥστε νὰ κάνω τὸ καλὸ σ' αὐτὸν ὅπου μὲ μισεῖ ὅπως σ' ἐκεῖνον ὅπου μὲ ἀγαπᾷ». 
Τέλος ὁ Ἀββᾶς Ἀβραάμ παρατηρεῖ: «Ὥστε λοιπὸν τὰ πάθη ζοῦν, ἀλλὰ δένονται ἀπὸ τοὺς ἁγίους».
Ορθόδοξος Τύπος, 31 IOYΛIOY 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου