Του Κωνσταντίνου Χολέβα – από την Ορθόδοξη Αλήθεια που κυκλοφορεί στα περίπτερα.
Διαφωνώ με την πρόταση ορισμένων να χρησιμοποιείται η δημοτική γλώσσα κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας και των ιερών μυστηρίων μέσα στον ναό.
Πρώτον: Θυμίζω ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πειραματίσθηκε επί ένα έτος στο θέμα αυτό.
Δηλαδή επί έναν χρόνο ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο διαβάζονταν στους ναούς της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και στο πρωτότυπο και στη νεοελληνική απόδοση από το Εκλογάδιον.
Ο ίδιος διεπίστωσε ότι δεν υπήρξε αυξημένη προσέλευση των νέων αγοριών και κοριτσιών και τελικά κατήργησε τον πειραματισμό.
Δεύτερον: Ο νέος και η νέα θέλουν πρωτίστως ζεστασιά ψυχής, ενδιαφέρον, αγάπη. Αν ο εφημέριος, ο πνευματικός, ο κάθε κληρικός ή και ο κατηχητής τούς προσεγγίσει με ειλικρίνεια, τότε θα ξεπερασθούν τα οποιαδήποτε γλωσσικά προβλήματα.
Σε ενορίες που έχω δει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όταν υπάρχουν κληρικοί με αγάπη για τη νεότητα, εκεί γεμίζουν οι ναοί από εφήβους και κορίτσια ακόμη και στις αγρυπνίες.
Η παραδοσιακή γλώσσα και η βυζαντινή υμνογραφία έλκουν τους νέους μας αν κάποιος είναι κοντά τους και τους βοηθεί να καταλάβουν.
Τα παιδιά, τα οποία από μικρά εκκλησιάζονται και κυρίως εκείνα που πηγαίνουν κοντά στους ψάλτες και μαθητεύουν, δεν έχουν κανένα πρόβλημα γλωσσικής κατανοήσεως.
Αντιθέτως, τα παιδιά που μεγαλώνουν μακριά από τον ναό θα έχουν μονίμως πρόβλημα κατανοήσεως, έστω κι αν «μεταφρασθούν» τα λειτουργικά κείμενα.
Τρίτον: Πιστεύω ότι το πρόβλημα για εκκλησιαζομένους είναι κυρίως η ελλιπής κατήχησή τους στα δόγματα και στις αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.
Κι αν ακόμη αποδώσουμε «Τα Σα εκ των Σων» και πούμε «τα δικά Σου από τα δικά Σου», τι θα καταλάβει ο ακατήχητος; Ποια δικά Σου; Σε ποιον αναφερόμαστε και γιατί;
Ομοίως αν ακούσει κάποιος τη φράση «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατέρα», αντί «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός», ποια η διαφορά; Το πρόβλημά του παραμένει είτε ακούσει την παραδοσιακή ελληνική του Ιω. Χρυσοστόμου και του Μ. Βασιλείου είτε ακούσει τη σύγχρονη ελληνική.
Το τι εννοούμε «Βασιλεία του Θεού» είναι το ζητούμενο και τα τυχόν κενά κατανοήσεως δεν οφείλονται στη γλωσσική μορφή, αλλά στην κατήχηση που γίνεται πλημμελώς.
Τέταρτον: Η γλωσσική πενία πολλών Ελλήνων έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό, που ακόμη και μία δόκιμη νεοελληνική (ευπρεπής και όχι ακραία) δεν την καταλαβαίνουν πλήρως.
Αρα διαρκώς θα υπάρχει το αίτημα και νέας μεταγλωττίσεως στο όνομα της καλύτερης κατανοήσεως. Θα προκληθεί σύγχυση και ανταγωνισμός μεταξύ διάφορων νεοελληνικών αποδόσεων που θα διαφημίζονται, άλλη μεν ως πιο συντηρητική, άλλη ως πιο προοδευτική κ.λπ.
Ομως η Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί παιδευτικά και μορφωτικά.
Δεν θα υποβιβάσουμε την ιερότητα της θείας κλειτουργίας στο όνομα του λαϊκισμού και της δήθεν προσεγγίσεως του ποιμνίου.
Αλλά θα προσπαθήσουμε να αναβιβάσουμε το γλωσσικό επίπεδο του λαού μας μέσω και της θείας λειτουργίας, αλλά και με άλλους τρόπους.
Παραμένει πάντα η θεμελιώδης αρχή ότι η συμμετοχή στη λατρευτική ζωή είναι για τον ορθόδοξο χριστιανό μία βιωματική και όχι ορθολογιστική προσέγγιση.
Πέμπτον: Γράφουν κάποιοι ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος βοήθησαν τους σλαβικούς λαούς να αποκτήσουν λειτουργικά κείμενα στη γλώσσα τους, διότι δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά. Σύμφωνοι, αλλά για τους Σλάβους πράγματι η βυζαντινή ελληνική ήταν ξένη γλώσσα.
Ενώ για τα Ελληνόπουλα η λειτουργική και υμνογραφική γλώσσα μας ΔΕΝ είναι ξένη γλώσσα. Είναι απλώς μια παλαιότερη μορφή της δικής τους γλώσσας.
Πώς γίνεται όλα τα νέα παιδιά μας, αγόρια και κορίτσια, να μαθαίνουν άριστα μία και δύο ξένες γλώσσες και από την άλλη πλευρά να τα θεωρούμε ανίκανα να μάθουν τις ελληνικότατες 100-200 λέξεις που πιθανόν να τους δυσκολεύουν μέσα στα εκκλησιαστικά κείμενα;
Αλλωστε όσοι τελείωναν μέχρι προ ολίγων δεκαετιών το εξατάξιο γυμνάσιο είχαν διδαχθεί επί έξι χρόνια αρχαία ελληνικά σε επίπεδο ικανοποιητικό ώστε να κατανοούν την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο.
Και εν πάση περιπτώσει, αν το σημερινό σχολείο αφήνει γλωσσικά κενά, ας βελτιώσουμε την ελληνομάθεια στο σχολείο. Οχι να μεταφέρουμε το πρόβλημα μέσα στην Εκκλησία!
Εκτον: Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που συνέταξαν τη θεία λειτουργία, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σκοπίμως χρησιμοποίησαν μία αττικίζουσα μορφή της ελληνικής και όχι την καθομιλουμένη της εποχής τους.
Οι θεόπνευστοι αυτοί άνδρες ήθελαν για λόγους ιεροπρεπείας να διαφοροποιείται η γλώσσα της επικοινωνίας μας με τον Θεό από τη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούμε στις καθημερινές μας συζητήσεις και συναλλαγές.
Αραγε οι οπαδοί της μεταγλωττισμένης θείας λειτουργίας πιστεύουν ότι μπορούν να καταργήσουν ή να διορθώσουν τους Πατέρες του 4ου αιώνος;
Εβδομον. Στη γλώσσα της Εκκλησίας μας δεν ενοχλούν ορισμένες ποιητικές αναφορές και παρομοιώσεις εμπνευσμένων υμνογράφων.
Επί παραδείγματι στον Ακάθιστο Υμνο η Θεοτόκος τιμάται ως «δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα». Ομως αν πούμε στη δημοτική «αγελάδα που γέννησες το μοσχαράκι», τότε θα σχηματισθεί η εντύπωση ότι προσβάλλουμε και δεν τιμούμε την Παναγία μας.
Εχει η λειτουργική γλώσσα τη χάρη της και αυτή η χάρη χάνεται με τη μεταγλώττιση.
Ας μην εμπλέκουμε την Εκκλησία μας σε άχρηστους πειραματισμούς και δήθεν εκσυγχρονισμούς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου