«Ἥμαρτον, Κύριε, δὲν τὰ κατάφερα.
Βοήθησέ με.
Παράμεινε μαζί μου.
Σὺ εἶπες: χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἔχω καταλάβει.
Τὸ ἔκαμα συνείδησι.
Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω.
Κρούω, ζητῶ, αἰτῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ἐνοχλῶ.
Δὲν μπορῶ χωρὶς Ἐσένα.
Ἐὰν δὲν βαρύνονται τὰ ὦτα Σου νὰ μὲ ἀκούουν,
δὲν θὰ βαρεθῆ καὶ τὸ στόμα μου νὰ φωνάζῃ.
Ἐπιμένω, εἶναι ἀλάνθαστος ἡ κρίσι Σου
στὸ νὰ μὲ ἀνακαλέσης σὲ μετάνοια.
Τοῦτο τὸ ἔκανες Σύ, θεία Παναγαθότης,
δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ.
Οὔτε ἤξερα τὸν Θεό,
οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν ἀνακαλύψω.
Σύ, Κύριε, Πανάγαθε, ᾖρθες καὶ μὲ εὑρῆκες
καὶ μὲ ἐφώναξες νὰ σὲ ἀκολουθήσω.
Αὐτὸ τὸ ἐπῆρα, τὸ θέλω, τὸ ἐπιθυμῶ.
Δὲν τὰ καταφέρνω ὅμως.
Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω, θέλω νὰ μὲ βοηθήσης.
Πρέπει αὐτὸ ποὺ ἐχάρησες νὰ μὴν τὸ ἀπολέσω ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου