Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής αποτελεί το κόσμημα της Πάρου και γενικότερα των Κυκλάδων. Η Παναγία η Εκατονταπυλιανή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα μνημεία σε πανορθόδοξη κλίμακα, ενώ παραμένει το σπουδαιότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο ως προς το μέγεθος του μετά τον Άγιο Δημήτριο και την Αχειροποίητο Θεσσαλονίκης.
Για την ονομασία του Ναού έχουν γραφεί αρκετά και έχουν διατυπωθεί πλήθη απόψεων από μελετητές του μνημείου, ιστορικούς και αρχαιολόγους. Ο Ναός αποκαλείται από άλλους Καταπολιανή και από άλλους Εκατονταπυλιανή. Η επωνυμία Καταπολιανή σχετίζεται προφανώς με την τοποθεσία της εκκλησίας, όπου είναι κτισμένη.
Για την ονομασία του Ναού έχουν γραφεί αρκετά και έχουν διατυπωθεί πλήθη απόψεων από μελετητές του μνημείου, ιστορικούς και αρχαιολόγους. Ο Ναός αποκαλείται από άλλους Καταπολιανή και από άλλους Εκατονταπυλιανή. Η επωνυμία Καταπολιανή σχετίζεται προφανώς με την τοποθεσία της εκκλησίας, όπου είναι κτισμένη.
Ο Ναός ανηγέρθη κατά την πόλη, προς το μέρος της αρχαίας πόλεως, πράγμα που πιστοποίησαν τα ανακαλυφθέντα ψηφιδωτά δάπεδα, κάτω από το σημερινό δάπεδο του κυρίως ναού, με τις παραστάσεις των άθλων του Ηρακλή. Τα ψηφιδωτά αυτά εκτίθενται στο αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου και ανήκαν σε μεγάλο κοσμικό κτήριο του 300 μ.Χ., το οποίο λειτουργούσε ως γυμνάσιο, όπου γυμνάζονταν οι έφηβοι της Πάρου. Ο πάνσεπτος Ναός της Παναγίας θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια αυτού του αρχαίου γυμνασίου. Κατά συνέπεια η ανακάλυψη του γυμνασίου «της λαμπροτάτης πόλεως των Παρίων», όπως αποκαλείται η πόλη σε σχετική επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων, δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία Καταπολιανή. Εξάλλου η επωνυμία αυτή απαντάται και σε άλλους Ναούς της Παναγίας στις Κυκλάδες, όπως στη Νάξο και στην Τήνο.
Η άλλη επωνυμία Εκατονταπυλιανή έχει σχηματιστεί από γλωσσολογικής πλευράς από την αρχαία λέξη εκατοντάπυλος. Δεν αποτελεί κατασκεύασμα των εντοπίων λογίων του 17ου ή του 18ου αιώνος, αλλά υπήρχε και πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Μνημονεύεται δε για πρώτη φορά σε έγγραφο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεολήπτου Β΄ το έτος 1586. Η ιστορία και οι παραδόσεις του Ναού αναφέρουν ότι ιδρύθηκε από το μαθητή του πρωτομάστορα της Αγίας Σοφίας, ονόματι Ιγνάτιος, και λόγω των μεγάλων διαστάσεων του Ναού ονομάστηκε Εκατονταπυλιανή. Εξάλλου γνωστή ήταν η παράδοση για τις ενενήντα εννέα πόρτες, που λεγόταν όχι μόνο για την Αγία Σοφία αλλά και για την Εκατονταπυλιανή της Πάρου «Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη».
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επωνυμία Καταπολιανή υπενθυμίζει ότι ο Ναός είχε ιδρυθεί προς το μέρος της προχριστιανικής πόλεως της Πάρου, η δε επωνυμία Εκατονταπυλιανή συνδέεται στενά με την ιστορία του μνημείου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήτοι την Αγία Σοφία.
Για το χρόνο ανέγερσης του Ναού δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία, ούτε σώζεται κτητορική επιγραφή, που να αναφέρει το έτος ανοικοδόμησης του Ναού. Ιδρύθηκε αρχικά επί της εποχής του πρώτου Χριστιανού Αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337), ενώ το μνημειακό αυτό συγκρότημα έλαβε τη σημερινή του μορφή στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565). Η σεπτή Εκκλησία της Πάρου ανηγέρθη όταν άρχισε να εδραιώνεται η Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της συμπίπτουν με την έναρξη του ιερού θεσμού της συγκλήσεως των Οικουμενικών Συνόδων, αφού στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε επί Μ. Κωνσταντίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας της Μ. Ασίας το 325, παρέστη και ο Επίσκοπος της Πάρου Ακαδήμιος.
Τα μονογράμματα ΥΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ή κατ’ άλλους ΒΛΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ, που έχουν χαραχτεί στα ακραία τύμπανα των τόξων του μεσαίου κλίτους, καταδεικνύουν ότι ο Επίσκοπος Βλάσιος θα ήταν ο κτήτορας ή πιθανόν και ο πρωτεργάτης της ανεγέρσεως του Ναού, εκείνος δηλαδή που θα χορήγησε γενναία την ανοικοδόμηση της Εκατονταπυλιανής.
Οι παραδόσεις μαρτυρούν ότι η Αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγ. Κωνσταντίνου, πηγαίνοντας προς τους Αγίους Τόπους το 326 για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, προσόρμισε στην Πάρο λόγω θαλασσοταραχής. Προσευχήθηκε στον σημερινό Ναό του Αγίου Νικολάου, που ήταν τότε Ναός προς τιμήν της Παναγίας και έταξε μετά την ευόδωση του σκοπού της να κτίσει μεγαλοπρεπή Εκκλησία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος εκπληρώνει το τάμα της μητέρας του, που η ίδια δεν πρόλαβε λόγω του θανάτου της. Στη συνέχεια ο Ιουστινιανός ανακατασκευάζει κατά μεγάλο μέρος το συγκρότημα των τριών ξυλοστέγων ναών της Κωνσταντινείου εποχής μετά από σημαντικές ζημιές που είχαν υποστεί και μετατρέπει αυτούς σε τρουλαίες βασιλικές.
Έκτοτε ο Ναός θα διατηρήσει την ιουστινιάνειο μορφή, έστω και παραμορφωμένη με ποικίλες προσθήκες και επισκευές και θα συνδεθεί με την πάροδο του χρόνου και με άλλες μορφές των βυζαντινών, μεταβυζαντινών και νεωτέρων χρόνων, όπως π.χ. την Αγία Θεοκτίστη, η οποία μόνασε στο χώρο του Ναού για 35 χρόνια, και τη γνωστή παριανή οικογένεια του Νικόλαου Μαυρογένη, ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας.
Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεγείρεται η μεγάλη σταυρική τρίκλιτη βασιλική, συγχρόνως δε και το σπουδαίο πρόσκτισμά της, το μέγα βαπτιστήριο, των οποίων η στέγη ήταν ξύλινη, όπως επίσης και η στέγη της αρχαιότερης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Η πρώτη αυτή μεγάλη τρίκλιτη βασιλική πιθανόν να καταστράφηκε από πυρκαγιά, όπως συνέβη σε πολλές εκκλησίες της εποχής εκείνης που είχαν ξύλινες στέγες και επανακτίσθηκε επί τη βάσει του παλιού σχεδίου με τη διαφορά ότι η κάλυψη της στέγης έγινε με θόλους και τρούλο. Οι θόλοι και ο τρούλος είναι κατασκευασμένοι από πέτρες, που ονομάζονται πωρόλιθοι.
Στην πρώτη βασιλική της Κωνσταντινείου εποχής ανήκουν χωρίς αμφιβολία ο νάρθηκας του σημερινού Ναού, που διασώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μέχρι σήμερα, τα λείψανα του αιθρίου, που φαίνονται μπροστά στην είσοδο του Ναού, το μεγαλύτερο μέρος του βαπτιστηρίου με τη σταυρική κολυμβήθρα όπως και άλλα σημαντικά ευρήματα: όπως α) τεμάχια της Αγ. Τραπέζης, β) διάτρητα μαρμάρινα θωράκια του τέμπλου, γ) γλυπτά τραπεζιόσχημα τμήματα άμβωνος με παραστάσεις παγωνιού, σταυρού, αμφορέα με βλαστούς αμπέλου, κ.ά.
Τον 6ο αιώνα το βαπτιστήριο μεταβλήθηκε σε Ναό που στεγάστηκε, όπως και η εκκλησία του Αγίου Νικολόαυ, με θόλους και τρούλο, ενώ καταργήθηκε το αίθριο, του οποίου τα ελίψανα μονο βρέθηκαν.
Ο νάρθηκας του Βαπτιστηρίου επικοινωνεί με το δεξί κλίτος του μεγάλου Ναού και με την αυλή του περιβόλου του Ναού. Μια Τρίτη θύρα οδηγεί επίσης στο δεξί κλίτος του κυρίως Ναού. Από τα πλάγια κλίτη το βόρειο ονομάζεται παρεκκλήσιο του Αγίου Πνεύματος, το δε νότιο του Αγ. Μύρου. Και οι δύο ονομασίες σχετίζονται με το σκοπό και την τελετή του βαπτίσματος. Το δε παρεκκλήσιο του Αγίου Πνεύματος αποκαλείται και παρεκκλήσιο των Αγ. Τεσσαράκοντα, γιατί το μύρο που ευλογείται από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης σε ειδική τελετή κατά τη Μ. Πέμπτη και διανέμεται εν συνεχεία μέσω των Επισκόπων στους ιερείς της Εκκλησίας μας, δημιουργείται από 40 περίπου ευώδεις ουσίες. Βορειοανατολικά του Ναού βρίσκεται προσκολλημένο το μέγα παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου.
Ο μεγάλος Ναός και η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου έχουν σύνθρονο. Το σύνθρονο έχει τη μορφή μικρού αρχαίου θεάτρου και στη μέση της πάνω σειράς των εδωλίων εξαίρεται ο θρόνος του Επισκόπου. Η Αγία Τράπεζα του Ναού περιβάλλει και σκεπάζει ένα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα, που ονομάζεται κιβώριο, που μοιάζει με Κουβούκλιο.
Όσον αφορά το γλυπτό διάκοσμο, τα γλυπτά που συναντά κανείς σήμερα μέσα στο μεγάλο Ναό, τα προσκτίσματα και την αυλή του διακρίνονται σε χριστιανικά και αρχαία. Τα χριστιανικά φέρουν χριστιανικές παραστάσεις και διακοσμήσεις ή επιγραφές. Όλα τα επιστύλια πάνω από τις πεσσοστοιχίες του Ναού και του Βαπτιστηρίου είναι αρχαία γλυπτά. Ως προς τις τοιχογραφίες σώζονται ελάχιστα λείψανα. Μεταξύ αυτών η Θεοτόκος στον τύπο της Βλαχερνιτίσσης με το Χριστό σε μετάλλιο μπροστά στο στήθος της, που χρονολογείται το 17ο -18ο αιώνα.
Μεγαλύτερης έκτασης ζωγραφικός διάκοσμος απλώνεται στα τοιχώματα, που υψώνονται δεξιά και αριστερά της κόγχης του ιερού. Οι τοιχογραφίες αυτές απεικόνιζαν και τους 24 οίκους του Ακαθίστου Ύμνου, από τους οποίους οι δώδεκα πρώτοι, που αποκαλούνται και ιστορικοί, βρίσκονται στη νότια πλευρά και οι άλλοι δώδεκα, που ονομάζονται θεολογικοί- δογματικοί, στη βόρεια πλευρά. Αυτός ο πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος ανάγεται στις αρχές του 17ου αιώνα, περίοδο αναζωογόνησης της Μητρόπολης Παροναξίας, χάρη στα ειδικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από το Σουλτάνο Μουράτ Γ΄.
Κάτω από τις παραστάσεις του Ακαθίστου Ύμνου είχαν ζωγραφισθεί σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τις οποίες σχεδόν όλες έχουν καταστραφεί, εκτός από αυτή που αναπαριστά την κλίμακα του Ιακώβ και αυτή που αποδίδει το εικονογραφικό θέμα: «Η Σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον…».
Αρκετές φορητές εικόνες έχουν διασωθεί, μεταξύ αυτών η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας Εκατονταπυλιανής. Η Θεομήτωρ απεικονίζεται εν προτομή βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας. Σχεδόν όλη η εικόνα καλύπτεται με εξαιρετικής τέχνης επαργύρωση, που κοσμείται με μερικές πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια, ενώ στο κάτω μέρος των ενδυμάτων της Παναγίας παρεμβάλλεται μικρή εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Η εικόνα είναι έργο του 17ουαιώνα.
Ο Ιερός Ναός τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος ορθόδοξος Ναός της Θεομήτορος. Στην Πάρο συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές καθημερινά για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής και να ασπαστούν τις θείες εικόνες.
Πηγή υλικού
Θεολόγου Χρ. Αλιπράντη, Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, Ζ΄ Έκδοση, Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Πάρος 2007.
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου