του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου για το Amen.gr
Κοιμήθηκε εν Κυρίω την 1 Ιουνίου ε.έ. ο γνωστός σε όλους μας, αγαπητός και σεβαστός π. Μωϋσής ο Αγιορείτης, στην Καστοριά, όπου δέχθηκε πλουσιοπάροχα την αγάπη του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ και την αυτοθυσία της συνοδείας του, και όπως πάντα την φιλοστοργία του υποτακτικού του π. Χρυσοστόμου, ο οποίος ήταν για πολλά χρόνια ο φύλακας άγγελός του, με την καλωσύνη του και τον αυθεντικό τρόπο συμπεριφοράς του.
Όλοι αυτοί που υπηρέτησαν τον Γέροντα Μωϋσή θα λάβουν τον δίκαιο έπαινο και την ευλογία του Θεού, γιατί υπηρέτησαν έναν σύγχρονο όσιο ασκητή, έναν μάρτυρα του Χριστού, έναν ομολογητή της πίστεως, έναν ιεραπόστολο αληθινό, έναν διδάσκαλο αυθεντικό.
Παρακολουθούσα από χρόνια τον π. Μωϋσή και έβλεπα το αγωνιστικό του φρόνημα και την αγιορείτικη συνείδησή του, που διακρινόταν από έντονες πνευματικές ανησυχίες και ευλογημένους καρδιακούς κραδασμούς.
Θα καταγράψω μερικές απλές σκέψεις για την θαυμαστή προσωπικότητά του.
1. Αγιορείτης μοναχός
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισε όλο το Άγιον Όρος, τα κοινόβια Μοναστήρια, οι Σκήτες, τα κελλιά, η έρημος του Αγίου Όρους, οι κάθε κατηγορίας μοναχοί, ήτοι κοινοβιάτες, σκητιώτες, ερημίτες, καλυβίτες.
Βίωνε το Άγιον Όρος μυστικά, καρδιακά και ποιητικά. Προσπαθούσε να συλλάβη την μυστική φωνή του Αγίου Όρους και στην συνέχεια την εξέφραζε με ομιλίες, με βιβλία, με συγγράμματα και διδαχές, με ποίηση. Ήταν μια ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση, ένας πραγματικός ποιητής, όπως ήθελε τον Χριστιανό ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Πλησίαζε τους μοναχούς με τρυφερότητα και λογικότητα, ώστε η τρυφερότητα δεν κατέληγε σε έναν άκρατο συναισθηματισμό, και η λογικότητα δεν εκφραζόταν με έναν ορθολογισμό. Συνεδύαζε θαυμάσια την μυστική ζωή με την κοινωνική, το άρρητο με το ρητό, το κατανυκτικό με το θριαμβευτικό. Αυτό φαίνεται σαφέστατα στα λογοτεχνικά και ιστορικά του κείμενα. Τελικά, ο π. Μωϋσής ήταν ένας ισορροπημένος μοναχός που είχε τρωθή βαθειά και νηφάλια από τον έρωτα του Θεού και του Περιβολιού της Παναγίας.
Η πρώτη γνωριμία μου μαζί του ήταν στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας στο Άγιον Όρος και μάλιστα με την παρουσία του π. Παϊσίου. Ο π. Παΐσιος είχε επισκεφθή την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας για να δη τους μοναχούς, κατά παράκληση του Ηγουμένου π. Αιμιλιανού, κι εγώ που τον αναζητούσα τον συνάντησα στην Σιμωνόπετρα μαζί με τον π. Ισαάκ. Ένα πρωϊνό άκουσα τον π. Παΐσιο να διηγήται τις περιπέτειες που είχε το βράδυ με τον διάβολο. Ο ίδιος ο μακαριστός π. Ισαάκ, που ήταν παρών, διηγείται:
«Κατά το έτος 1979 ο Γέροντας επισκέφθηκε αγιορείτικο Μοναστήρι. Το βράδυ πήγε στο Κελλί του να κοιμηθή. Ακούει στον ύπνο του χτυπήματα στην πόρτα. Νόμισε ότι είναι ο εκκλησιαστικός. Σηκώθηκε και πήγε στην Εκκλησία. Ήταν κλειστή. Δεν υπήρχε κανείς. Γύρισε στο Κελλί του. Πάλι άκουσε χτυπήματα, βαριά βήματα στον διάδρομο και μουρμουρητά, χωρίς να μπορή να καταλάβη τα λόγια. Κοίταξε και δεν είδε κανέναν. Επικρατούσε ησυχία. Το ίδιο επαναλήφθηκε για τρίτη φορά. κατάλαβε τότε ο Γέροντας ποιός ήταν αυτός που χτυπούσε. Ήταν το "ταγκαλάκι", και μάλιστα εξήγησε, γιατί το έκανε αυτό» (Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, σελ. 580).
Την επόμενη ημέρα βάδιζα μαζί με τον π. Παΐσιο και τον π. Ισαάκ από την Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας προς το κελλί του στην Παναγούδα, μια πορεία 3-4 ωρών –μιά από τις πιο ευλογημένες αναμνήσεις μου από το Άγιον Όρος– και μας το διηγείτο ο ίδιος ο π. Παΐσιος, και μάλιστα μας έλεγε ότι ο θόρυβος ακουγόταν από μέσα από το διπλανό κελλί που ήταν ο π. Μωϋσής.
Ο π. Μωϋσής σε όλη την ζωή του είχε πειρασμούς, που όμως δεν τον κλόνισαν, μάλλον τον δυνάμωναν και τον ενίσχυαν, δεν τον αποθάρρυναν, αλλά του έδιναν περισσότερο θάρρος για να ομιλή και να γράφη για την Βασιλεία του Θεού.
Στο Άγιον Όρος ο π. Μωϋσής ήταν μια σημαντική προσωπικότητα που δεχόταν τον σεβασμό και την αγάπη όλων, με τις ολονύκτιες αγρυπνίες στα Μοναστήρια, με τις επισκέψεις στα πιο ταπεινά κελλιά για να συλλέγη, όπως η μέλισσα, την ζωή των αγιορειτών Πατέρων που έζησαν σε όλα τα μέρη του Αγίου Όρους, με τις επιβλητικές αναγνώσεις στις Τράπεζες των Μοναστηριών και των κελλιών που πανηγύριζαν, με τις συζητήσεις για μοναχικά, θεολογικά και πατερικά θέματα, με μοναχούς και προσκυνητές. Στο κελλί του δεχόταν καθημερινώς πολλούς επισκέπτες που ενδιαφέρονταν για έναν άλλο λόγο που θα ανάπαυε τις ψυχές τους.
2. Ασθενής στα Νοσοκομεία
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισαν πολλά Νοσοκομεία της Ελλάδος και της Αμερικής, οι ιατροί, το νοσηλευτικό προσωπικό και ασθενείς στους ίδιους θαλάμους, γιατί οι ασθένειες ταλαιπωρούσαν το σώμα του και χρειαζόταν θεραπεία. Μπορώ να πω ότι, ύστερα από το αγιορείτικο κελλί, ο πιο γνώριμος τόπος του ήταν οι θάλαμοι των Νοσοκομείων.
Υποβλήθηκε σε πολλές χειρουργικές επεμβάσεις, δέχθηκε πολλές θεραπείες, κατανάλωσε τόνους φαρμάκων, ταλαιπωρήθηκε για μήνες και χρόνια σε νοσοκομειακούς θαλάμους.
Έτσι, γνώρισε τον ανθρώπινο πόνο στην ύπαρξή του, αλλά και στην ύπαρξη των άλλων ασθενών. Αυτό σημαίνει ότι γνώρισε όσον ολίγοι τις συνέπειες της πτώσεως του Αδάμ, την φθαρτότητα, την παθητότητα και την θνητότητα στο ίδιο του το σώμα. Η αγγελική ζωή που έζησε στο Άγιον Όρος, με την προσευχή, τους μυστικούς αλαλήτους στεναγμούς του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά, μεταβλήθηκε σε βαθειά αίσθηση της φθαρτότητας, της παθητότητας και της θνητότητας στο ίδιο το σώμα του. Αυτό τον έκανε να καταλαβαίνη τον Αδαμιαίο θρήνο. Έτσι, επαληθεύθηκε στην ύπαρξή του πραγματικά η περίπτωση του Αδάμ, που ενώ είχε γνωρίσει την δόξα του Θεού, στην συνέχεια γνώρισε την φθαρτότητα, την παθητότητα και την θνητότητα του σώματος, αλλά και τον πόνο των συνεπειών της πτώσεως.
Είναι σημαντικό να αποκτά κανείς θεολογική αίσθηση του σωματικού πόνου, που είναι οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες, που είναι αποτέλεσμα της πτώσης, αλλά και ευλογία του Θεού, γιατί έτσι καταρτίζεται και στερεώνεται στην εν Χριστώ ζωή. Είναι σημαντικό να στέκεται κανείς θεολογικά απέναντι στον θάνατο, να συνομιλή μαζί του, να εξοικειώνεται με αυτόν και να αποκτά πείρα της μνήμης του θανάτου και ως γεγονός και ως χαρισματική κατάσταση. Είναι σημαντικό να αισθάνεται κανείς στην ύπαρξή του τις εναλλαγές μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ θανάτου και αναστάσεως, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εν Χριστώ.
Ο π. Μωϋσής έζησε από νέος μέσα στον πόνο, «έφαγε τον πόνο με το κουτάλι» και τον συνήθισε, ο πόνος έγινε δεύτερη φύση του. Γι’ αυτό και ομιλούσε συνέχεια γι’ αυτόν με τόση πειστικότητα και αυθεντικότητα, που ειρήνευε και ανέπαυε όλους τους πονεμένους. Δεν ομιλούσε απλώς για την τραγικότητα του πόνου, αλλά και για τον γλυκασμό που προξενεί. Αγιορείτης αυτός, μαθημένος στην άσκηση, την χαρισματική μνήμη του θανάτου, αισθανόταν και την γλυκειά θαλπωρή της Αναστάσεως. Ενωνόταν στην ύπαρξή του η θεολογία του σταυρού με την θεολογία της δόξης.
Τόν άκουσα να ομιλή για τον πόνο σε ένα Νοσοκομείο των Αθηνών, μέσα στον χώρο του πόνου, πριν 30 χρόνια, όταν εκεί βρισκόταν ο Γέροντάς μου Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρός Καλλίνικος, και αισθανόμουν ότι ομιλούσε ένας θεολόγος του πόνου και έτσι τον χαρακτήρισα τότε. Ομιλούσε ως εσταυρωμένος με μια θαυμάσια χαρμολύπη, δηλαδή ενώ διηγόταν τον δικό του πόνο, συγχρόνως έβγαινε μια γλύκα από το στόμα του, ώστε να κάνη τον πόνο επιθυμητό και να οδηγή τον άνθρωπο όχι απλώς στο να τον υπομένη, αλλά να τον αισθάνεται ως φίλο και αδελφό. Ήταν ένας λόγος βιωματικός και αναστάσιμος. Έτσι, ήταν όλη η ζωή του π. Μωϋσή του Αγιορείτου.
3. Ιεραπόστολος στην Οικουμένη
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισε όλη η Ελλάδα και όλη η οικουμένη με τον αυθεντικό ορθόδοξο λόγο –προφορικό και γραπτό– με την παρουσία του στα Συνέδρια, τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες και τα Μοναστήρια. Ήταν γλαφυρός θεολόγος, ποιητικός ιεροκήρυκας, σεμνός διδάσκαλος, πεπειραμένος ασκητής, και όλοι ποθούν έναν τέτοιον ομιλητή κι εκείνος ανταποκρινόταν πρόθυμα.
Χρειάζεται σοβαρή μελέτη των βιβλίων του για να παρουσιάση κανείς τα σπάνια γνωρίσματα του τρόπου που έγραφε και ομιλούσε. Ο λόγος του δεν ήταν αυστηρά δογματικός ούτε συναισθηματικά λυρικός, αλλά συνεδύαζε γνώση της πατερικής σοφίας και ανάλογη προσαρμογή στην πραγματικότητα. Ήταν πράγματι επιδέξιος χειριστής του λόγου, γι’ αυτό και τον αναζητούσαν πολλά ακροατήρια.
Ετοίμαζε με προσοχή και προσωπική βιωματική γνώση ένα θέμα και στην συνέχεια, ως ένας γνήσιος Πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός άρχιζε τις ετήσιες περιοδείες του ανά την οικουμένη, όπου έκανε την ίδια ομιλία ή διαφορετική, ανάλογα με τις απαιτήσεις του ακροατηρίου, αλλά το κυριότερο ήταν ότι αξίωνε τους ανθρώπους να τον βλέπουν, να εμπνέωνται με την παρουσία του, να συζητούν τα προβλήματά τους, να παρηγορούνται από τον λόγο του, γιατί ήταν ένας φορέας της εν Χριστώ νεκροαναστάσεως, και της αγιορειτικής μαρτυρίας. Δεν χρησιμοποιούσε έξυπνα λογικά τεχνάσματα για να προκαλέση το ενδιαφέρον, δεν καταναλισκόταν σε επίπλαστους συναισθηματικούς λόγους, αλλά έλεγε αυτό που βίωνε, αυτό που ήταν ο ίδιος, ήταν ένας θεολογικός βιωμένος και αυθεντικός λόγος, συνήθως χωρίς παραπομπές σε άλλους, αλλά στην μόνη παραπομπή της θείας Χάριτος, που εργάσθηκε επάνω του τον αυθεντικό άνθρωπο.
Τόν γνώρισαν μεγάλα και μικρά ακροατήρια, εφημερίδες και περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, μοναστήρια και σπίτια, λατρευτικές συνάξεις στον Ναό και αίθουσες, Νοσοκομεία και ξενοδοχεία, Μητροπόλεις και ασκητήρια. Όλοι αναπαύονταν από τον γνήσιο λόγο του.
4. Θαυμαστός επιστολογράφος
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισαν πολλοί και ως επιστολογράφο, μια πράγματι θαυμάσια μορφή επικοινωνίας που είναι περισσότερο αυθεντική και εκφραστική. Μού αρέσει να διαβάζω τις επιστολές των Πατέρων, όπως του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και άλλων. Στις επιστολές εκφράζεται αυθεντικά ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, και βλέπει κανείς εκείνα που είναι κρυμμένα στην ύπαρξή του.
Συνήθως, όταν έχη κανείς δοκιμάσει την γλυκύτητα της Χάριτος του Θεού μέσα στον έσω άνθρωπο δεν θέλει να ομιλή για να μήν αποκαλύψη αυτά τα εσωτερικά βιώματα που του χάρισε ο Θεός, και θέλει να τα διαφυλάξη μυστικά, ακριβώς γιατί αυτός είναι ο χώρος που αναπτύσσονται καλύτερα, αλλά και όταν ομιλή, προσπαθεί να τα κρύψη. Το πρόβλημά του δεν είναι τί θα πή, αλλά τί θα κρύψη! Έτσι, αναφέρει διδασκαλίες άλλων πεπειραμένων Πατέρων για να κρύψη την δική του εσωτερική εμπειρία. Όμως, στις επιστολές είναι περισσότερο ανοικτός, εκδηλωτικός, άμεσος, γιατί πιστεύει ότι δεν γράφονται για δημοσιεύσεις, εκτός και αν το κάνη τυπικά.
Ο π. Μωϋσής έγραφε επιστολές προσωπικές και ιδιόχειρες, με θαυμάσιο γραφικό χαρακτήρα, που φανέρωνε την εσωτερική ωριμότητα και ισορροπία, αν κρίνω από τις επιστολές που μου έστελνε κατά καιρούς. Δεν γνωρίζω αν είχε την δυνατότητα ή αν συνήθιζε να κρατά αντίγραφα για το αρχείο του, οπότε θα βρίσκωνται στο κελλί του στο Άγιον Όρος, αλλά αν δεν το έκανε, καλό θα είναι όλοι οι παραλήπτες των επιστολών του να αποστείλουν αντίγραφά τους στον υποτακτικό του π. Χρυσόστομο, ώστε κάποτε να δημοσιευθούν. Και αυτό γιατί εκεί θα φανή ο άλλος π. Μωϋσής, που προσπαθούσε να κρύψη τον εαυτό του στα κείμενά του.
Θα δημοσιεύσω μία από τις τελευταίες επιστολές που μου έστειλε, που δείχνει ότι τον απασχολούσαν τα σύγχρονα θεολογικά ρεύματα, αλλά και ότι ήταν γνήσια πατερικός. Αγαπούσε την Ορθόδοξη Παράδοση, την ορθόδοξη θεολογία, και θλιβόταν για τις παραχαράξεις της. Γράφει στην επιστολή του.
«Σεβασμιώτατε άγιε Ναυπάκτου κ. Ιερόθεε,
τήν ευχή σας!
Θα ήθελα πρώτα-πρώτα να σας συγχαρώ ειλικρινά και ολόθερμα για τ’ άρθρα σας περί της κυοφορουμένης αιρέσεως της μεταπατερικής θεολογίας και της αλλοιώσεως του ησυχαστικού χαρακτήρος της ορθοδόξου παραδόσεώς μας και του μοναχισμού μας. Μέ γνώση, μεστότητα, σαφήνεια, επαγωγικότητα και τεκμηρίωση αποκρούετε επιτυχώς μοντέρνες ιδέες μίας θολής νεόκοπης θεολογίας, που προβληματίζει και σκανδαλίζει τους πιστούς. Δεν μπορώ να καταλάβω που ακριβώς αποσκοπούν με τις νεολογίες τους, τις αντιπατερικές και αντιπαραδοσιακές αυτές θέσεις τους, που μόνο σύγχυση δημιουργούν.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως αναφέρετε, άριστα τους χαρακτηρίζει ως κομψευόμενους στους λόγους, που θαυμάζουν τις βέβηλες κενοφωνίες και διακατέχονται από ψευδώνυμη γνώση και παράδοξες σοφιστείες. Ακάθαρτοι, ταραγμένοι, εμπαθείς και άφωτοι δεν μπορούν να θεολογούν ορθά. Αρνούμενοι την άσκηση και αρκούμενοι στον στοχασμό και την ανταλλαγή απόψεων σίγουρα ματαιοπονούν. Πράγματι η καθαρότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεολογία. Είναι γεγονός πώς η αμφισβήτιση των αγίων Πατέρων αποτελεί πονηρό τόλμημα, που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στα κράσπεδα της αιρέσεως τους θρασείς οιηματίες. Στο Άγιον Όρος εύστοχα λέγουν να πλανεθείς εύκολο, να ξεπλανεθείς δύσκολο! Ο Θεός να φωτίζει και να λυτρώνει.
Συγχαρητήρια και για τα άρθρα σας για τη μεταγλώτισση την ολέθρια των ιερών κειμένων. Απορεί κανείς για την επιπολαιότητα ορισμένων... Εύχεσθε
μετά πολλού σεβασμού και της εν Κυρίω αγάπης
ελάχιστος μοναχός
Μωϋσής Αγιορείτης».
Έχω ομιλήσει για τον π. Μωϋσή δημόσια στην Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός στην Αθήνα, την 7 Φεβρουαρίου 2012, όταν παρουσιαζόταν το βιβλίο του «Μέγα Γεροντικόν Εναρέτων Αγιορειτών του 20ού αιώνος» και ήταν ο ίδιος παρών. Θα παραθέσω μερικές καταληκτικές σκέψεις από την ομιλία εκείνη που δείχνει ποιά ήταν από τότε η γνώμη μου για τον π. Μωϋσή.
«Ο π. Μωϋσής έχει πολλούς πειρασμούς και όλους τους αντιμετωπίζει με θάρρος, υπομονή, σιωπή, ησυχία και προσευχή. Μιλά και γράφει μέσα από πόνο και χαρά, με ποίηση και λόγο, με επιχειρήματα σοβαρά και αποφατικά, πάντως, όμως, μέσα από την μυστική ακρόαση του εσωτερικού σφυγμού του Αγίου Όρους. Αξιώθηκε και αυτός να γνωρίση τον κτύπο της καρδιάς του Αγίου Όρους, την μυστική και απόρρητη αγρυπνία του, το δυνατό του κρασί. Δεν παραμένει στο εξωτερικό περίβλημα, που μπορεί να είναι σaν το σκληρό καρύδι, αλλά εισέρχεται φιλάνθρωπα στην ψύχα, τον καρπό, που τρώγεται ευχάριστα, θερμαίνει και ζωογονεί. Ο λόγος του είναι ποιητικός και εκφαντικός, βγαλμένος μέσα από τον δικό του πόνο, την μυστική του προσευχή, τον αλάλητο στεναγμό, την αναζήτηση την καρδιακή, την αγωνία και την ησυχία του νοσοκομείου, το άγγιγμα του θανάτου και την βίωση της αναστάσιμης ζωής, την δεύτερη ζωή που του χάρισε ο Θεός με την συνέργεια των γιατρών, αλλά και την άλλη ζωή της αιωνίου απαρχή. Είναι μια μαρτυρία ζωντανή και ευεργετική. Θαυμάζω την δραστηριότητά του, την κινητικότητά του, τον λόγο του και την μαρτυρία του, τα πετάγματα και την ισορροπία του, την αρρενωπότητα και την μητρικότητά του. Έτσι εξηγείται και η συγγραφή, που την εκλαμβάνει ως ευλογία θεϊκή».
«Για να ομιλήσης για το Άγιον Όρος πρέπει να είσαι καρδιακός αναζητητής, νηφάλια μεθυσμένος και οινοχόος καλός, πονεμένος εραστής και ευαίσθητος ποιητής, όπως είναι ο π. Μωϋσής».
Ο π. Μωϋσής αγάπησε το Άγιον Όρος και τώρα πιστεύουμε ότι είναι στην ουράνια αγία πόλη «ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. ια', 11), και από εκεί προσεύχεται για τον πανάξιο υποτακτικό του π. Χρυσόστομο, που στάθηκε ως φύλακας άγγελος κοντά του, για τον αξιέπαινο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ και την συνοδεία του, που τον διακόνησαν θαυμαστώς, για το ζεύγος Κωνσταντίνου και Ελένης Ευθυμίου, κρυφούς ευεργέτες του, και για όλους τους φίλους, αναγνώστες και ακροατές του, και θα είναι για όλους ως ένας άλλος Μωϋσής, ώστε να περάσουν από την έρημο της παρούσης ζωής, που είναι γεμάτη πόνο, στην γή της αιώνιας επαγγελίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου