Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Στην ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στή Θεία Εὐχαριστία

Στήν Ἐκκλησία μας ἡ Θεία Λειτουργία πάντοτε ἀρχίζει μὲ τὴν ἀπὸ μέρους τοῦ ἱερέως ἐκφώνηση τῆς δοξολογικῆς φράσεως: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 
Αὐτὸς ὁ μακαρισμὸς δηλώνει κατηγορηματικά τὴν πίστη τῆς «Ἱερᾶς Κοινότητος» ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ ὅλου Χριστοῦ, καὶ ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένης Ἁγιοτριαδικῆς Βασιλείας, φανέρωση ποὺ μεταμορφώνει τή γῆ σὲ οὐρανό, σὲ τόπο Ἀγγέλων, σὲ κοινωνία Θεανθρώπινη.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι οὐράνια καὶ πνευματικὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγή -κατὰ φύσιν-, καθότι σχετίζεται μὲ τὴν Τριαδική Θεότητα. Μάλιστα στήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καὶ σκέψη ταυτίζεται μέ τίς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις ὡς Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεὸς δέν εἶναι μόνο ὁ ὕψιστος δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος καὶ ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας, αὐτός πού πραγματώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ συνάμα «αὐτὴ αὕτη»ἡ Βασιλεία,... κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ὅταν μιλάη γιά τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στρέφεται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Κύριος βιώνεται ἀπ’ αὐτήν ὡς ἡ «αὐτοβασιλεία» (Ὠριγένης), ὡς ἡ «αὐτοζωή» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Δέν εἶναι ἁπλὰ μιά κατάσταση, τὸ «ἀληθῶς ζῆν» γιά τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο· ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πού ἕλκει ὅλους πρός τόν ἑαυτό Του μέ τή δύναμη τῆς Χάριτος. «Τί εἶναι ἡ Βασιλεία;», ρωτάει ὁ Χριστός μὲ τὸ στόμα τοῦ Χρυσοστόμου. Κι ἀπαντᾶ ὁ Κύριος· «Ἡ ἐμὴ παρουσία», ἡ δική μου ἡ παρουσία! Τοῦτο, θὰ πῆ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νά τό πῆ ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ζῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προγεύεται ἐξ αἰτίας ἑνὸς γεγονότος: Τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ μας.

Ὅμως ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο γνώρισμα στή θεολογική γλώσσα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ πνευματολογικό της γνώρισμα. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες ταυτίζουν τή Βασιλεία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τονίζοντας ὅτι «ἐφ’ὅσον ὁ Πατὴρ εἶναι Βασιλιάς, καὶ ὁ Μονογενὴς εἶναι Βασιλιάς, τότε Βασιλεία εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρατηρεῖ πώς, κάθε φορά πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καὶ παρακαλεῖ, διὰ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου», ἐπικαλεῖται οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Γιατὶ αὐτό εἶναι τὸ δυναμικό ἔργο τοῦ Παρακλήτου: νά μεταμορφώνη καὶ νά θεώνη τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα· ἡ δὲ ἐπίκλησή Του φανερώνει τὴν τελευταία πράξη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὴν πραγμάτωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὴν ὑπερκυριότητά Του. Τὸ ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τὸ γευόμαστε «ἀρρήτῳ τῷ τρόπῳ», κατὰ τή Θεία Λειτουργία, γνωρίζεται καὶ πραγματώνεται, αὐξάνεται και τελειώνεται μὲ τή διαρκή παρουσία (=οἰκονομία) τοῦ Παρακλήτου. Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς ἤ μόνο αὐτουργία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμπειρία ἐν Χριστῷ, ἀλλὰ καὶ συΣυνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἰδίως ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Χωρὶς τὴν κοινωνία τοῦ Παρακλήτου ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καταντᾱ κενὸς τύπος, ἡ διακονία ἐπιτήδευση, ἡ προσευχὴ μονόλογος, ἡ Θ. Λειτουργία μυστικομαγική τελετή, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλὸς ὀργανισμός καὶ ὁ ποιμαντικός μόχθος ὀργανωτική κίνηση στό κενό.

Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, ὅταν προκλήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Ἄρειο καί τίς κακοδοξίες τῶν ὀπαδῶν του, ὁ ἁγ. Ἀθανάσιος ἀπάντησε ὡς Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδεται μὲ τὸν Χριστό καὶ ὁ Χριστὸς φανερώνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐμεῖς ὅλοι ἕνα Πνεῦμα ποτιστήκαμε, τὸ δὲ Πνεῦμα ποτιζόμενοι, τὸν Χριστό γευόμαστε (πίνομεν)». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἐκφράζει «τὸν κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν», τὴν ἐμπειρία τῶν τέκνων της, ὅτι «ἡ Θεία Χάρη ἀδιάσπαστα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ρέει καὶ προσφέρεται πρὸς τοὺς ἀξίους… Ὥστε εὔλογα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ διάδοση αὐτῆς τῆς δυνάμεως ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ προσφέρεται καὶ τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης). Τώρα πιστεύομε πὼς μποροῦμε να κατανοήσωμε γιατὶ στόν ὀρθόδοξο χῶρο κηρύσσεται πάντοτε, παντοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ὅτι στήν Ἐκκλησία συνεχίζεται μιά διαρκής Πεντηκοστή, γιατὶ τὸ Πνεῦμα πότε δέν τὴν ἐγκαταλείπει, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή. «Ὅπως ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ… Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε γιά τὸν ἑαυτὸ Του ὅτι «ἰδοὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζὶ σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’20)… ἔτσι εἶπε καὶ γιά τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μας στόν αἰώνα· γιά τοῦτο μποροῦμε νά τελοῦμε πάντοτε τὴν Πεντηκοστὴ (… οὕτω καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος εἶπεν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα μεθ’ ἡμῶν ἐστι, καὶ δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν) (ἱερὸς Χρυσόστομος). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας θὰ διδάξη ὅτι ἡ στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου κατὰ τή Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Εὐχαριστιακή Πεντηκοστή· «Ὁ καιρὸς οὗτος (τῆς Θείας Εὐχαριστίας) τὸν καιρόν Ἐκεῖνον (τῆς Πεντηκοστῆς) σημαίνει». Εἶναι ὡς ἐκ τούτου, ἅγιοι πατέρες, κοινοτοπία νομίζομε, τὸ νά τονισθῆ γιά μία εἰσέτι φορά, πὼς τὰ πάντα στήν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ Παράδοση μᾶς ὁδηγοῦν, μᾶς δείχνουν τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐκείνη μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ.

Τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, δηλαδὴ τὴν τροφή πού ἔλαβε ἐντολὴ μόνον Ἐκείνη νά «μοιράση» στόν κόσμο, ποὺ καρτερικὰ προσμένει τὴν ζωοποίησή του ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μέσῳ αὐτῆς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μυστήριο ποὺ φανερωμένο πιὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, γιά νά ζήση ὁ κόσμος, κατὰ τὸν πολὺ Παῦλο Εὐδοκίμωφ. Πρόκειται γιά τὸ ἕνα, ἀρχικό καὶ μοναδικό μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυρεῖται, ἀναπτύσσεται καὶ παρατείνεται στούς αἰῶνες μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Δηλαδὴ γιά τὸ «χριστιανικό μυστήριο», γιά τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶχε καὶ ἔχει σταθερή καί καθαρή συνείδηση καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὴν ὕπαρξή της. Οἱ διάφορες μυστηριακές ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ «μυστηρίου» ἐκφράζουν καὶ ἀπαρτίζουν τὶς διάφορες ὄψεις ἤ πλευρές του, ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε Μυστήρια ἤ μυστηριακὲς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα σκελετώνουν τή λειτουργική της ζωὴ κι ἀπαρτίζουν συνάμα ἕνα ζωντανό χαρισματικό ὀργανισμό, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου λειτουργεῖται τὸ ΜΥΣΤΗΡΙΟ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γιά τὸν μετασχηματισμό – μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο: γιά νά παρέχη τὴν ἁγιοτριαδική εὐλογία σ’ ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ πράγματα, γιά νά τ’ ἀνεβάση μέσῳ τῆς κλίμακας τοῦ ἁγιασμοῦ στή συμμετοχὴ τοῦ ἀγαθοῦ, στό πραγματικό τους εἶναι, στόν προορισμό τους. Τὰ πάντα «ἔχουν ἐλάχιστη ἀξία πρὸ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας· ὅμως μὲ τὸν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, καθένα ἀπ’ αὐτὰ διαφορετικά πιὰ ἐνεργεῖ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Ἡ ὕλη μ’ἄλλα λόγια τοῦ πεσμένου κόσμου, τοῦ πεσμένου κάτω ἀπὸ τὸ εἶναι του ἀνθρώπου μεταμορφώνεται μὲ τή μυστηριακή εὐλογία, μετασχηματίζεται, ὄχι βέβαια ἀκόμα φανερά, ἀλλὰ «ἐν μυστηρίοις» καὶ μὲ τρόπο ἀντιληπτό μονάχα ἀπ’ τὴν πίστη, σὲ ἔνδοξη ὕλη.

Μὴ λησμονοῦμε ὅτι γινόμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μὲ τὴν ἀποδοχὴ κάποιων ἰδεῶν, πορισμάτων, ἠθικῶν ἄρχων ἤ νόμων, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ μιά πράξη: τὴν τριπλή κατάδυση κι ἀνάδυσή μας στό νερό τῆς Κολυμβήθρας, τῆς μήτρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συνιστᾶ οὐσιαστικὰ τή συμμετοχή μας στόν θάνατο καὶ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση, τὸ Εὐχέλαιο, ἡ Ἱερωσύνη καὶ ὁ Γάμος, εἶναι ἑπτὰ θεοδίδακτοι καὶ θεοσύστατοι τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους πραγματώνεται καὶ φανερώνεται τὸ συνεχιζόμενο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συστατικὴ τῆς Ἐκκλησίας.Εἶναι ἑπτὰ συγκεκριμένες δυνατότητες ὀργανικῆς ἐντάξεως ἤ καλύτερα δυναμικῆς ἐπανεντάξεως τοῦ ἀτομικοῦ μας βίου στή ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς, γεγονότα χαρισματικῆς συστάσεως τῆς καινῆς κτίσεως πού ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. «Αὐτὸν τὸν δρόμο χάραξε ὁ Κύριος κατεβαίνοντας σέ μᾶς κι αὐτή τη θύρα ἄνοιξε εἰσερχόμενος στόν κόσμο· ἀνεβαίνοντας δὲ καὶ πάλι στόν Πατέρα Του τὴν ἄφησε ἀνοιχτή, ὥστε ἀπὸ ‘κεῖ μέσῳ αὐτῆς νά ’ρχεται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους… Διότι ἀποτυπώνοντας κι ἀπεικονίζοντας μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τὴν ταφὴ Του κι ὁμολογώντας τὸν θάνατὸ Του, διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγεννιόμαστε κι ἀναπλασσόμαστε καὶ ὑπέρλογα ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Σωτῆρα … Γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε μὲ Αὐτόν…» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)

Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στήν Θεία Εὐχαριστία, ἦταν ὀργανικὰ μέρη τῆς Εὐχαριστιακῆς Λειτουργίας, εἶχαν τὴν τελείωσὴ τους στό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου καὶ ἦσαν Μυστήρια ἀκριβῶς γιατὶ διέθεταν τὴν μαρτυρία καὶ τὴν Εὐχαριστιακή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πῆ χαρακτηριστικά· «Ἡμῶν δὲ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ», «ἡ πίστη μας εἶναι Εὐχαριστιακή, δηλαδὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν Εὐχαριστία», γιά νά ἐκφράση τὴν ὀρθόδοξη πεποίθηση ὅτι κάθε Μυστήριο ἀνάγεται στή σύσταση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ Πάσχα πού πλουτίζει λίγο - λίγο μὲ τή χάρη τῆς παρουσίας Ἐκείνου τὸν χῶρο, τὸν χρόνο, τὰ ὄντα καὶ διαποτίζει ἀργὰ μὲ αἰωνιότητα τὴν καρδιά τῶν πραγμάτων, προετοιμάζοντας τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία, μᾶλλον σὲ Εὐχαριστία.Καὶ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τή Θεία Λειτουργία, μὲ τή Θεία Εὐχαριστία – αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς μεταμορφωμένης ὕλης – καὶ τὰ λοιπὰ Μυστήρια ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση, τὰ ἄνθη, τὰ ἀστέρια, τὸ φῶς, τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ, τὸ λάδι, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς· καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιά νά θρέψη μὲ τή ζωή τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα στό βάθος τους, γιά νά φανερώση πὼς οἱ ρίζες καὶ οἱ τελικοὶ σκοποί τοῦ σύμπαντος φέρουν τή σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνάμα γιά νά πῆ στόν ἄνθρωπο πὼς χάρη στήν συναγμένη Ἐκκλησία καὶ στή λειτουργικὴ τῆς προσευχή, ἤ καλύτερα εὐχή, ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νά ἔχη ἕνα ὀντολογικό ἀγκυροβόλιο, ἕνα τελικό καταφύγιο: τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Τὸν ὅλο Χριστό!

Τὰ Ἱερά, βέβαια, Μυστήρια δέν εἶναι μόνο σημεῖα – σημάδια- κατὰ τὴν Ἰωάννειο ρήση, ποὺ φανερώνουν τὶς θεῖες ὑποσχέσεις, οὔτε ἁπλὰ μέσα γιά νά ζωογονοῦν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο· δέν παρέχουν μόνο, ἀλλὰ περιέχουν τή Θεία Χάρη· εἶναι ὀχήματα καὶ ἐφόδια ἀθανασίας· εἶναι μαζὶ τὰ ὄργανα τῆς σωτηρίας καὶ ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. Ἀνήκουν στό μυστικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ κι ἐκφράζουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ τῆς ζωῆς της ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας θὰ πῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις», φανερώνεται μὲ τὰ Μυστήρια, ἑρμηνεύεται διὰ μέσου τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Εἶναι γεγόνοτα τῆς ζωῆς, ἐσχατολογικά μαρτύρια τῆς ἀποστολῆς της. Γιατὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ἄρχισε ὁ ἐσχατολογικός αἰώνας τοῦ Πνεύματος, ἐγκαινιάστηκε «ὁ καινούργιος αἰώνας τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Εὐσέβιος Καισαρείας). Κάθε Μυστήριο εἶναι πάντα ἕνα γεγονὸς μέσα στήν Ἐκκλησία, διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιά τὴν Ἐκκλησία· ἐπιτελεῖται μὲ τὴν καθοδο τοῦ Παρακλήτου καὶ προέρχεται ἀπ’τὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχει χρέος ὁ Λειτουργός, ὁ Κληρικός νά μάθη τὸν κόσμο πὼς τὰ Ἱερά Μυστήρια εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκείνη γιορτάζει τὴν «ἀνάμνηση» τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ καλεῖ τὸν κόσμο νά μετάσχη στόν Σταυρό καὶ στήν Ἀνάσταση, στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς, χωρὶς τὸν Χριστό καί τίς μυστηριακές πράξεις τοῦ Χριστοῦ σωτηρία δέν ὑπάρχει. Αὐτοσωτηρία γιά τὸν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει, οὔτε φιλοσοφικὴ ἤ ἰδεαλιστική προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστού νοεῖται ἤ ἀξιολογεῖται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ γένοιτο, ἀδελφοί! Νά γιατὶ κάθε φορά πού τελεῖται Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία κηρύττει πώς ὁ Μέγας Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀνοίγει τίς καρδιακές Του πύλες καὶ στρώνει στά θεῖα δώματά Του «δεῖπνον μέγα», συμπόσιο μυστικό καὶ αἰώνιο, κι ἐξαποστέ- λει τὸν Ἀγαπημένο Δοῦλο Του στούς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες, στίς πόλεις καὶ στούς φράκτες τῶν κτημάτων τῆς γῆς, νά καλέση τὸν σύμπαντα κόσμο «νά γεμίση τὸ σπίτι Του», «νά γευτῇ τὸ Δεῖπνο Του» (Λουκ. ιδ’ 23-24).

Καὶ δέν ἔληξε ἤ καλύτερα δέν λήγει τοῦτο τὸ Δεῖπνο ποτέ, παρὰ μυστικῶς συνεχίζεται ἀθάνατο στούς αἰῶνες, κρατώντας ἀνοιχτές τὶς θύρες του στίς ἑκάστοτε γενεές τῶν πιστῶν, μέσα στήν ἀσταμάτητη ἑνότητα τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ δηλώσαμε ἤδη, τὸ λέμε καὶ πάλι· τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία παρὰ ἡ συμμετοχὴ στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, δεῖπνο ποὺ συνιστᾶ καὶ φανερώνει τὴν Ἐκκλησία· καί τί ἄλλο εἶναι ἡ Εὐχαριστία, παρὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Μυστήριο τοῦ «ὅλου Χριστοῦ», κατὰ τὴν φράση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ. Κάθε φορά πού οἱ πιστοὶ συναθροιζόμαστε «προσκαρτερώντας τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τεμαχισμό τοῦ Ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γιά τή Μετάληψη» (Πραξ. β’ 42), ξαναγυρίζουμε πίσω στό Ὑπερῷο τοῦ Μεγάλου Οἰκοδεσπότη, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ Μαθητές Του τελοῦν τὸ Δεῖπνο, βέβαιοι πώς κάθε τέλεση τοῦ Μυστηρίου εἶναι τὸ τελευταῖο τοῦτο Δεῖπνο τὸ Μυστικό. Μυστήριο ἄρρητο ποὺ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο, ὅπως ἐπίσης μία εἶναι καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ Τράπεζα πάντοτε ἡ ἴδια κι ὁ Οἰκοδεσπότης Κύριος πάντα παρών, θύτης καὶ θῦμα, λειτουργός, προσφέρων καὶ προσφερόμενος. Μὴ λησμονοῦμε ποτέ πώς στό πασχάλιο τοῦτο Εὐχαριστιακό Τραπέζι, ὡς συνδαιτυμόνες Χριστοῦ καὶ Ἀποστόλων μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ψάλλοντας ἕνα μοναδικό προσκλητήριο-θούριο, ποὺ οὐσιαστικὰ ἑρμηνεύει τὴν ποιότητά Της: «Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερῴῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν» (Ἐλᾶτε ν’ ἀπολαύσουμε πιστοὶ μὲ ἀνυψωμένο τὸν ψυχικό μας κόσμο, τή φιλοξενία καὶ τὴν ἀθάνατη Τράπεζα πού μᾶς παραθέτει ὁ Δεσπότης Χριστὸς σὲ τόπο ὑψηλό· διότι ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Λόγο Θεοῦ διδασκαλίες ὑψηλές ποὺ μεταρσιώνουν τὸν νοῦ σὲ θεῖες ἀναβάσεις, τὸν Ὁποῖο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνυμνοῦμε δοξαστικά) (Κανὼν Μ. Πέμπτης). Ἐκκλησία Λειτουργοῦσα – Ἐκκλησία αὐτοερμηνευομένη!

Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο της ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία καὶ στήν Εὐχαριστία καταλήγοντας, βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους. Εἶναι τὸ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, κέντρο καί τέλος ὅλων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων, Μυστήριο Μυστηρίων. Σὰν τὸ γευόμαστε ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τῆς θείας κοινωνίας, τὸ παράφορο κορύφωμα τῆς Τριαδικῆς Ἀγάπης, τῆς συναντήσεως τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν μὲ τὸν ἀναστημενο Κύριο, ποὺ μεταβάλλει τή σύναξη τῶν πιστῶν σὲ σύναξη ἀθανάτων.Ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστικὴ σύνοψη, παράσταση, παράταση καὶ συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας καὶ πράξεως τοῦ Χριστοῦ στόν χῶρο καὶ τὸν χρόνο· συνιστᾶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πού καθαρίστηκε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, στή σφαίρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὰν τρεφόμαστε μ’ αὐτήν, « οἱ θεῖες δωρεές βρίσκονται ἐνώπιόν μας. Ἡ μυστικὴ Τράπεζα στολίζεται. Τὸ ζωοποιό ποτήριο εἶναι γεμάτο. Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καλεῖ σὲ δεῖπνο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑποδέχεται τοὺς καλεσμένους… Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ διαμοιράζει τὸ Σῶμα της ὑπὸ τή μορφή τοῦ Ἄρτου καὶ προσφέρει τὸ ζωοποιό Αἷμα ὑπὸ τή μορφή τοῦ Οἴνου. Τὶ φοβερό μυστήριο! Τὶ ἄρρητη οἰκονομία! Τὶ ἀκατάληπτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ! Τὶ ἀνεξιχνίαστη εὐσπλαχνία!» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Δῶρο καὶ καρπὸς της εἶναι ἡ πληρότητα τῆς κοινωνίας, συναντήσεως κι ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν σταυρωμένο κι ἀναστημένο ζωντανό Κύριο κι ἡ μετοχὴ στή Βασιλεία Του. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀνακράσεως καὶ συνενώσεως τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ἀπαρχὴ καὶ τὸ μέσο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως ἀνθρώπου καὶ κόσμου. Εἶναι πρωτίστως ἡ ἀγαπητική κοινωνία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μέλους της μὲ τὴν Κεφαλὴ της, τὸν Χριστό. «Αὐτοί πού ἐσθίουν τοῦ Νυμφίου τὰ μέλη, θὰ πῆ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, καὶ πίνουν τὸ αἷμα Του, ἀπολαμβάνουν τή γαμήλια κι ἀγαπητική κοινωνία Του». Καθένας πού γεύεται τὸν Κύριο εὐχαριστιακά, πνίγεται μέσα στίς φανερές κι ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του. Προσφέρεται Ἐκεῖνος «κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος» σὲ μᾶς, κι αὐτὴ Του ἡ προσφορά μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό ὅλα. Παύουμε νά ὑπάρχουμε. «Πεθαίνουμε». Συγχρόνως εἶναι ἡ στιγμή πού «γεννιόμαστε» στή ζωή· κοινωνοῦμε τῆς θείας ζωῆς, μὲ τὸ νά προσφέρουμε τὰ πάντα, μὲ τὸ νά γίνουμε μιά εὐχαριστιακή προσφορά.Μὰ ἡ «ἀπώλεια» τῆς ζωῆς εἶναι ταυτόχρονα ἀνάδυση τῆς ὑπάρξεώς μας σὲ κόσμο «καινό κι ἀσύνθετο», ὅπου παρεγενόμενοι εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Στά δῶρα τοῦτα χωράει ἡ αἰωνιότητα. Σ’ ἕναν Ἅγιο Μαργαρίτη ὅλος ὁ Παράδεισος, ὁ Χριστός. Κι ἐσύ, θὰ πῆ στό Εἰσοδικό του ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, «ζῆς τὴν ἐμπειρία τοῦ ψυχορραγοῦντος, καὶ τὸ σπαρτάρισμα τοῦ ἀρτιγέννητου…Εἶσαι νεκρὸς καὶ ζωντανός. Ἀνύπαρκτος καὶ παντοδύναμος. Πέφτεις στό κενό, καταποντίζεσαι καὶ πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου παρουσίας Του». Μέσα στήν Εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό κλίμα του, ποὺ μπορεῖ νά εὐδοκιμήση. Στήν πατρίδα του, ποὺ τοῦ εἶναι ὅλα γνώριμα καὶ οἰκεῖα. Μιλάει τή μητρική του γλώσσα, σὰν ὁ κτιστός κόσμος μεταβάλλεται σὲ σκήνωμα τῆς θείας δόξης, σ’ ἕνα μέρος ταπεινό, ἀλλὰ ἀστραπηβόλο τῆς θεοφάνειας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερουργία τὰ σύμπαντα γίνονται μιά δέηση, παράκληση, ἱκεσία, ἀπολαμβάνουν τὸ πυράκτωμα τῆς παρατεταμένης Πεντηκοστῆς καὶ δροσίζονται ἀψευδῶς. Ἔτσι «ἡ σύμπασα κτίση νεουργεῖται καὶ θεουργεῖται». Ἀπ’ ἐδῶ βγαίνουν οἱ Ἅγιοι, ὁ Παράδεισος, ἡ αἰωνιότητα κι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί, ὁμόψυχοι, ὁμοκάρδιοι, ἄνθρωποι πού ξέρουν νά ζοῦν σὲ «παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι’ 24).

Συγκεντρωμένοι «ἐν Ὑπερῴῳ τόπῳ», βρισκόμαστε οἱ πάντες μέσα στούς πάντες, σὲ ἀδιάκοπη κοινωνία μὲ τὸν Χριστό καὶ τὸ σῶμα Του –τοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε ἡ Εὐχαριστία «κοινωνία λέγεται καὶ εἶναι ἀληθινά, γιατὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν κοινωνοῦμε τὸν Χριστό καὶ μετέχουμε στή σάρκα καὶ θεότητά Του, καὶ συνάμα κοινωνοῦμε κι ἑνωνόμαστε καὶ μεταξὺ μας μὲ αὐτή. Ἀκριβῶς γιατὶ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ «ἕναν ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα κι ἕνα αἷμα Χριστοῦ καὶ μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μεταβαλλόμενοι σὲ σύσσωμους Χριστοῦ»(ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Ναί, ἅγιοι πατέρες, μόνο ἡ συναγμένη Ἐκκλησία πού γεύεται κι ἀνασαίνει τὸ μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ, ἐξομολογητικά μπορεῖ, μὲ τοὺς μαργαρίτες τοῦ Ἀχράντου Του σώματος κι αἵματος ἀκόμα στό στόμα, νά πῆ: «Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ, καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποῦς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ· κινῶ τὴν χεῖρα καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν· Ἀ µέ .ι sτ .νγὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!

Κινῶ τὸν πόδα καὶ ἰδού, ἀστράπτει ὡς Ἐκεῖνος· μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ’ἀπόδεξαι ταῦτα καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σὲ ποιοῦντι» (Μέλη Χριστοῦ γινόμαστε καὶ μέλη δικὰ μας ὁ Χριστός· καὶ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι τὸ δικό μου, ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, εἶναι χέρι καὶ πόδι τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ ἄθλιος ἐγὼ χέρι Χριστοῦ καὶ Χριστοῦ πόδι πάλι. Τὸ χέρι ποὺ κουνῶ ὁ Χριστὸς ἀκέραιος. Καὶ τή θεότητα βάλε στόν νοῦ σου ἀκομμάτιαστη! Κινῶ τὸ πόδι μου καὶ νά ποὺ ἀστράφτει, ὅπως Ἐκεῖνος· ὅμως μὴν πῆς πὼς βλασφημῶ, μὰ δέξου ὅ,τι εἶπα καὶ τὸν Χριστό προσκύνησε, ποὺ ἔτσι σὲ χαριτώνει!)
(ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)
Από την πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση του Αρχιμανδρίτου π. Θεοκλήτου Αθανασοπούλου κατά τη 2η Ιερατική Σύναξη της Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου