Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου θεωρεῖται ἡ ἀρχαιότερη μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπηχεῖ καί ἐκφράζει τήν παράδοση τῶν Ἱεροσολύμων καί ἀναμφίβολα ἐπέδρασε στή διαμόρφωση ἄλλων Λειτουργιῶν.
Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο γεγονός τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καθόσον κατά τή διάρκεια τῆς τέλεσής της, κλῆρος καί λαός σέ μία σύναξη κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιον». Μέσα ἀπό τά τελετουργικά στοιχεῖα τῆς θείας Λειτουργίας διαδηλώνεται ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. «Τυποῦμεν τόν Χριστόν» κατά τόν ἱερό Καβάσιλα καί προγευόμαστε τά θαυμάσια της ἐσχατολογικῆς Του βασιλείας. Τό ἱστορικό δηλαδή στοιχεῖο συνυφαίνεται μέ τό ἐσχατολογικό καί ἡ Λειτουργία ἀναδεικνύεται σέ συνεχῆ μαρτυρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο.
Τίς πρῶτες πληροφορίες γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας μᾶς τίς δίδουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές οἱ ὁποῖοι περιγράφουν τό γεγονός τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου (Ματθ. 26,171 30, Μάρκ. 14,12126, Λουκ. 22,7123). Ἐκεῖ λίγο πρίν ἀπό τό
πάθος Του, ὁ Κύριος εἶπε τό «Λά βετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμα μου». Προτρέπει μάλιστα τούς μαθητές Του νά τελοῦν διαρκῶς αὐτό τό μυστήριο μετατρέποντας ἔτσι τήν εὐχαριστία σέ Ἀνάμνηση «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήνποικιλία πολιτιστικῆς ἔκφρασης, συνετέλεσαν στήνκατά περιοχές διαφοροποίηση τῆς λατρείας, ἀλλά καί στήν καταγραφή τῶν λειτουργικῶν κειμένων στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἔτσι, μέ βάση τό παλαιότερο ὑλικό, προέκυψαν καί οἱ θεῖες Λειτουργίες τῶν διαφόρων λειτουργικῶν τύπων μέ κοινά ὡς ἐπί τό πλεῖστον στοιχεῖα, ἀλλά καί μέ πολλά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά ἡ κάθε μία. Οἱ πιό μεγάλες λειτουργικές οἰκογένειες (λειτουργικοί τύποι) τῆς Ἀνατολῆς εἶναι αὐτή τῆς Ἀντιόχειας καί ἡ τῆς Ἀλεξανδρείας.Στήν Ἀντιοχειακή παράδοση ἀνήκουν οἱ Λειτουργίες τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου καί οἱ Λειτουργίες τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου. Ἡ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν φέρεται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης καί διασώζει πολλά παλαιά στοιχεῖα, ὅπως π.χ. τόν ἀρχαῖο τρόπο εἰσόδου κλήρου καί λαοῦ στό Ναό, πέντε ἀναγνώσματα μεταξύ τῶν ὁποίων τά δυό εἶναι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ὕπαρξη διαφόρων τάξεων, ὅπως π.χ. ἀκροωμένων, κατηχουμένων, ἐνεργουμένων, φωτιζομένων καί ἐν μετανείᾳ, τήν προσφορά τῶν Δώρων κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο, τήν χερνιψία, τήν Ἀναφορά μέ τό ἔντονο οἰκολογικό ἐνδιαφέρον καί τή Θεία κοινωνία καί ἀπό τά δυό εἴδη. Ἐλλείπουν ἐπίσης τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἡ Κυριακή προσευχή. Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου θεωρεῖται ἡ ἀρχαιότερη μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπηχεῖ καί ἐκφράζει τήν παράδοση τῶν Ἱεροσολύμων καί ἀναμφίβολα ἐπέδρασε στή διαμόρφωση ἄλλων Λειτουργιῶν. Δέχθηκε ὅμως καί ἐπιρροές ἀπό ἄλλες παραδόσεις, κυρίως τῆς Βυζαντινῆς, ἡ ὁποία τελικά τήν ὑποκατέστησε μετά τόν δέκατο μ.Χ. αἰώνα. Ἡ Λειτουργία αὐτή, ἡ ὁποία τελεῖται δυό φορές τό χρόνο, ἔχει ξεχωριστή σημασία γιά τή λειτουργική πράξη καί τή θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι ἀκριβῶς διασώζει παλαιά εὐχαριστιακά πρότυπα, ἀλλά ἀξιοποιήθηκε ἀπό μεγάλους Πατέρες ὅπως π.χ. τόν Ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό στίς συζητήσεις πού εἶχε μέ τούς Λατίνους σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἐπίκλησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων.
Πολύ γνωστά στό Ὀρθόδοξο πλήρωμα εἶναι τά κείμενα τῶν λειτουργιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος διαμορφώθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μέ λειτουργικά στοιχεῖα ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ἀλλά καί παραδόσεις ἀπό τήν Καππαδοκία καί τίς περιοχές τῆς Θράκης καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πρόκειται γιά τίς λειτουργίες ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου καί Προηγιασμένων Δώρων. Ἡ ἐκτενέστερη καί θεολογικότερη εἶναι αὐτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία τελεῖται δέκα φορές τό χρόνο καί γιά τήν γνησιότητά της ὑπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες πού ἀνάγονται μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ σοφοῦ Ἱε ράρχου. Συγκρινόμενη δέ μέ τά θεολογικά του ἔργα ἐντοπίζονται αὐτούσιες φρά σεις π.χ. γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς σφραγίδα ἰσότυπο καί πηγή ἁγιασμοῦ, ἤ ἐκφράσεις γιά τήν τριαδολογική διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Μεταξύ τῶν δυό Λειτουργιῶν ἡ δομή εἶναι ἴδια. Περιέχουν ἀπό εἴκοσι εὐχές ἐκ τῶν ὁποίων κοινές εἶναι μόνο ἑπτά. Ἡ μεγάλη διαφορά εἶναι στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς ὅπου ὑπάρχουν καί οἱ ξεχωριστές θεολογικές ἰδέες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐξέλιξη τῶν ἐν λόγῳ Λειτουργιῶν, ἡ πορεία εἶναι κοινή μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁρισμένα στοιχεῖα προστέθηκαν μετά τόν τέταρτο αἰώνα καί στίς δυό θεῖες Λειτουργίες. Τά ἀντίφωνα π.χ. μαρτυροῦνται τόν ἕβδομο αἰώνα, ὁ τρισάγιος ὕμνος τόν ἕκτο, ἡ μεγάλη εἴσοδος μέ τό χερουβικό ὕμνο καί τή λιτανευτική εἴσοδο διαμορφώθηκε ἀπό τόν ἕκτο αἰώνα ἀντικαθιστώντας γιά συμβολικούς λόγους τήν προσκομιδή (μεταφορά) τῶν Δώρων στήν Ἁγία Τράπεζα ἀπό τήν πρόθεση (τράπεζα τῶν ἄρτων) πού βρισκόταν στό νάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Στή λειτουργική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε καί ἡ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων πού μαρτυρεῖτε ἀπό τόν ἕβδομο μ.Χ. αἰώνα, ἀλλά ὡς προδρομική της μορφή θεωρεῖται ἡ παλαιά πράξη τῶν μοναχῶν, ἀλλά καί ἐμήν ἀνάμνησιν». Αὐτή βεβαίως ἡ Ἀνάμνηση ἀγκαλιάζει ὅλη τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί δέν ταυτίζεται μόνο μέ τή θυσία Του αὐτή καθ’ ἑαυτήν. «Ἡ εὐχα ριστιακή ἀνάμνηση1 γράφει ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύφθηκε καί μᾶς παραχωρήθηκε στόν Μυ στικό Δεῖπνο. Ἡ ἀνάμνηση ὅμως τοῦ σταυροῦ, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπέρ ἡμῶν κλωμένου, τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἐκχεομένου, δέν ξεχωρίζει ἀπ’ αὐτή. Γι’ αὐτό μόνο μέσα ἀπό τόν σταυρό, τό δῶρο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μεταμορ φώνεται σέ ἀποδοχή καί φανέρωσή του στήν Εὐχα ριστία στήν πρός τόν οὐρανό ἄνοδό μας, στήν Τρά πεζα τοῦ Χριστοῦ «ἐν τῇ βασιλείᾳ Του» (Εὐ χαριστία, ἐκδ. Ἀκρίτας, σ. 286). Τό πλαίσιο, λοιπόν, τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν ἀποστολική ἐποχή ἦταν τό δεῖπνο κατά τά ἑβραcκά πρότυπα. Τό νέο πάσχα, ὁ Χριστός, συνιστᾶ τή διαφορά μέ τήν παλαιά παράδοση.
Σιγά σιγά, ἀπό τό τέλος μόλις τοῦ πρώτου μ.Χ αἰώνα, ἡ Εὐχαριστία ἀποδεσμεύεται ἀπό τό δεῖπνο καί τίς ἀγάπες διατηρώντας βεβαίως τά τελετουργικά στοιχεῖα τῶν πρώτων συνάξεων, ὅπως π.χ. τή χερνιψία, τά ἀναγνώσματα στά ὁποῖα προστίθενται οἱ ἀποστολικές περικοπές καί τά εὐαγγέλια, τήν ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία, τόν ἀσπασμό καί πρωτίστως τούς λόγους τῆς συστάσεως τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Μυστηρίου. Ἀπό τήν περιγραφή δέ πού μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος κατά τά μέσα τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰώνα φαίνεται ὅτι ἡ θεία Λειτουργία γινόταν τήν Κυριακή καί περιελάμβανε «τά ἀπο μνημονεύματα τῶν ἀποστόλων ἤ τά συγγράματα τῶν προφητῶν», δηλαδή τά ἀναγνώσματα, τό κήρυγμα, τόν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης, τήν ἀνάγνωση εὐχῶν τίς ὁποῖες ὁ λαός ἄκουγε καί ἀπαντοῦσε μέ τό Ἀμήν, τήν προσφορά τοῦ ἄρτου, οἴνου καί ὕδατος, τίς εὐχές τῆς εὐχαριστίας, τή συμμετοχή ὅλων στή θεία Εὐχαριστία καί τήν ἀπό τούς διακόνους κοινωνία ὅσων δι’ εὔλογον αἰτίαν ἀπουσίαζαν ἀπό τήν κοινή σύναξη (Ἀπολογία, κεφ. 65,67). Ὁ τέταρτος μ.Χ. αἰώνας εἶναι ἡ χρυσή ἐποχή καί γιά τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Διάφοροι παράγοντες, ὅπως ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης πού ἐπικράτησε στήν αὐτοκρατορία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ κίνδυνος τῶν αἱρέσεων, ἡ παρουσία μεγάλων Πατέρων στήν Ἐκκλησία, ἡ διαίρεση τῆς αὐτοκρατορίας σέ μεγάλες περιοχές μέ τῶν λαικῶν νά κοινωνοῦν συχνά κρατοῦντες ἄρτο ἀπό τή Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Πρόκειται γιά Ἑσπερινό μέ Θεία κοινωνία πού ἰσχύει μόνο τίς ἄμνημες ἡμέρες (καθημερινές) τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατά τίς ὁποῖες, σύμφωνα μέ τούς κανόνες ἀπαγορεύεται ἡ μνήμη μάρτυρος καί ὡς ἐκ τούτου δέν εἶναι δυνατή ἡ τέλεση πλήρους θείας Λειτουργίας (51ος κανών τῆς Λαοδίκειας). Ἡ θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων διασώζει πανάρχαια λειτουργικά στοιχεῖα, ὅπως π.χ. τά παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα, τήν ἀντιφωνική ψαλμωδία (π.χ. τοῦ κατευθυνθήτω», τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων, τόν ἀρχαῖο κοινωνικό ὕμνο «Γεύσασθε καί ἴδετε». Πρωτίστως ὅμως διασώζει τό ἔθος τῆς συχνῆς μετάληψης γιά τήν οὐσιαστική συμμετοχή τῶν πιστῶν στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, κυρίως κατά τήν ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἐκτός ἀπό τίς Λειτουργίες τοῦ Βυζαντινοῦ τύπου πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν λατρεία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔχει καί ἡ Λειτουργία τοῦ ἀποστόλου Μάρκου τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ λειτουργικοῦ τύπου. Τό κείμενο αὐτό ἔχει ἐπιρροές ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί τή Βυζαντινή λειτουργία, ἀλλά ἀναμφίβολα ἀντιπροσωπεύει τήν παράδοση τῆς Ἀλεξάνδρειας, κάτι τό ὁποῖο πιστοποιεῖται ἀπό τίς ξεχωριστές ἀναφορές σέ θέματα πού ἀφοροῦν τή ζωή τῆς Αἰγύπτου, ὅπως π.χ. ἡ μνημόνευση τοῦ πάπα Ἀλεξανδρείας, ἡ ἀναφορά στά ὕδατα τοῦ Νείλου ποταμοῦ κ.ἄ.
Ἄσχετα ὅμως μέ τήν περιοχή στήν ὁποία διαμορφώθηκε κάθε Λειτουργία ὁ σκοπός καί τό μήνυμα ὅλων εἶναι τό ἴδιο. Εἶναι τό κέντρο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τό πλήρωμα ὅλων τῶν λατρευτικῶν ἐκφράσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ καρδιά τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπου οἱ συμμετέχοντες καί μεταλαμβάνοντες γίνονται κοινωνοί τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ γίνονται ἕνα κατά τή θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ. Ζοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, χαιρόμαστε τό φῶς τό ἀληθινό, ἀνυψώνουμε τίς καρδιές μας στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, ἀνακαλύπτουμε τόν πλησίον μας ὡς πρόσωπο καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνεπανάληπτη, εἰρηνεύουμε μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους καί ὅλοι μαζί πορευόμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο μέ κριτήρια καί αἰσθητήρια πνευματικά, λειτουργημένοι ἄνθρωποι πού ἀπολαμβάνουμε τό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς, τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης.
Τοῦ Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ,
Ἀναπληρωτῆ Καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Πηγή: H OΔOΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου