Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Προσευχή εστί Θεού ομιλία

Γενικά περί προσευχής
Το γεγονός της προσευχής έχει Θεία προέλευση, ενώ η εφαρμογή του συνιστά μίμηση Χριστού. Ο Κύριός μας δίδαξε τον τρόπο της προσευχής, όταν ερωτήθηκε από τους Μαθητές του για τον ενδεδειγμένο τρόπο της επικοινωνίας με τον Θεό. Υπέδειξε ως ιδανικό τύπο προσευχής το γνωστό μαςΠάτερ ημών[2], το οποίο είναι υπόδειγμα λιτότητας, περιεκτικότητας και ευθυβολίας.
Στην Κυριακή προσευχή, «ο Θεός είναι ο Πατέρας των ανθρώπων και οι άνθρωποι, από αγάπη προς τον ουράνιο πατέρα τους, προσευχητικά δίνουν προτεραιότητα στη δόξα του, στην έλευση της Βασιλείας Του, στην εκπλήρωση του θελήματός Του, στη ζήτηση του καθημερινού, αλλά και του ουράνιου άρτου, στην άφεση των αμαρτιών τους και, τέλος, στη δύναμη να μην τους καταβάλει ο πονηρός.
Ο Ιησούς Χριστός, διδάσκοντας αυτή την προσευχή στους Μαθητές Του, τους έδωσε, ταυτόχρονα και τη βεβαιότητα πως όλα όσα ζητήσουν στην προσευχή τους, με πίστη, θα τα λάβουν[3]»[4]

Την ώρα της προσευχής ο άνθρωπος γίνεται μιμητής Χριστού, ο Οποίος ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού[5] Ο Κύριος, σε πολλές στιγμές της επί γης ζωής Του, επέλεξε την μόνωση, προκειμένου να στρέψει το βλέμμα και τη σκέψη στο Θεό Πατέρα και να προσευχηθεί[6] Αν ο Παντοδύναμος και Παντεπόπτης Κύριος ένιωσε την ανάγκη της προσευχής, πόσο μάλλον, εμείς, οι αδύναμοι και ασθενείς άνθρωποι έχουμε ανάγκη του πνευματικού αυτού οξυγόνου για να ζήσουμε και ν’ αναπνεύσουμε τον καθάριο αέρα της εν Χριστώ κοινωνίας, σε εποχή έντονης πνευματικής παραζάλης και αξιακής ασφυξίας.

Ας δούμε, όμως, πώς περιγράφει την προσευχή η Πατερική και Ασκητική παράδοση και διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει πως «η προσευχή είναι το τείχος των πιστών, το ακαταγώνιστο και ανίκητο όπλο μας, το καθάρσιο της ψυχής μας, η απολύτρωση των αμαρτημάτων μας, η υπόθεση μυρίων αγαθών. Προσευχή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνομιλία μας με τον Θεό και Δεσπότη των όλων»[7] Στην ίδια λογική κινείται και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος επισημαίνει ότι Προσευχή εστί Θεού ομιλία, των αοράτων πληροφορία, των αγγέλων ομοτιμία, των καλών προκοπή, των κακών αποτροπή, των αμαρτανόντων διόρθωσις, των παρόντων απόλαυσις, των μελλόντων υπόστασις.

Ο Μέγας Βασίλειος συνδέει την προσευχή με την ευσέβεια, αναδεικνύοντας το ατελέσφορο της προσευχής εκείνων που επιλέγουν να ζουν συνειδητά στην αμαρτία και στην αμετανοησία: Προσευχή εστίν αίτησις αγαθού παρά των ευσεβών εις Θεόν γινομένη…[8] Από τη μεριά του ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος περιγράφει την πνευματική ωφέλεια του ανθρώπου που επιλέγει να αγωνίζεται για να μορφώνει διαρκώς μέσα του τον προσευχητικό τρόπο ζωής:«Η προσευχή είναι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, η συμφιλίωση με τον Θεό, η μητέρα των δακρύων, η συγχώρηση των αμαρτημάτων…, ο τοίχος που μάς προστατεύει από τις θλίψεις. Η προσευχή είναι το έργο των Αγγέλων, η μελλοντική ευφροσύνη, η εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς που χτυπά την απόγνωση, διάλυση της λύπης, θησαυρός των ησυχαστών, καθρέπτης πνευματικής προόδου…,αποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων»[9] Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον «Αόρατο Πόλεμο», διδάσκει ότι «η προσευχή είναι μέσον και όργανον, διά να λάβωμεν όλας τας χάριτας, οπού πλημμυρούν εις ημάς από εκείνην την πηγήν της αγάπης και της αγαθότητος του Θεού. Με την προσευχήν θέλεις βάλη την μάχαιραν εις τας χείρας του Θεού, διά να πολεμή και να νικά διά εσένα»[10]
Η Προσευχή της Καρδιάς στον Όσιο Θεοφάνη τον Ερημίτη
Σκοπός μας, όμως, δεν είναι η παράθεση Πατερικών ορισμών περί προσευχής. Άλλωστε, τί σημασία έχει η θεωρητική προσέγγιση του κορυφαίου αυτού πνευματικού αγαθού, όταν δε συνοδεύεται από την γνώση της ουσίας του και την εμπειρία της εφαρμογής του. Γι’ αυτό, αφού πήραμε μία γεύση για την έννοια της προσευχής στην Ορθόδοξη παράδοση, θα επιχειρήσουμε να εισχωρήσουμε στα ενδότερα της προσευχής, δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο βαθιά εσωτερικό και πνευματικό περιεχόμενό της. Οδηγός μας θα είναι ένας απλός ασκητής, άγνωστος στους πολλούς, ο Όσιος Θεοφάνης ο Ερημίτης, ο οποίος περιέγραψε την προσευχή με δυό λόγια, που αποκαλύπτουν, όμως, την ταυτότητά της. Έλεγε ο Όσιος Θεοφάνης ότι «προσευχή είναι να στέκομαι διαρκώς μπροστά στο Θεό με το νου προσηλωμένο στην καρδιά». Πάνω σ’ αυτή τη λιτή και απογυμνωμένη από βαρύγδουπες έννοιες προσέγγιση θα στηρίξουμε τις σκέψεις μας στη συνέχεια.

Στον ορισμό του Οσίου Θεοφάνους απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε λόγια και αιτήματα. Οι περισσότεροι, όμως, από τους Χριστιανούς αυτή την αίσθηση έχουμε περί προσευχής. Ότι είναι τρόπος κατάθεσης και υποβολής των ποικίλλων αιτημάτων μας, σχετικών με τη ζωή, την υγεία, την ευτυχία, την αντιμετώπιση των προβλημάτων του βίου, την συζυγική και οικογενειακή αρμονία. Μήπως, όμως, δε γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες της ζωής μας; Έχει ανάγκη από εμάς για να τις πληροφορηθεί; Ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες μας πριν ακόμα έλθουμε σ’ αυτή τη ζωή. Ο Όσιος Θεοφάνης λέει ότι δεν είναι απαραίτητο πάντα να ζητάμε πράγματα από τον Θεό. Δεν είναι απαραίτητο πάντα να χρησιμοποιούμε λόγια. Η βαθύτερη προσευχή είναι απλώς να περιμένουμε τον Θεό. Η προσευχή, ίσως, κάποιες φορές, να είναι μια αίτηση, αλλά, αν την εξετάσουμε προσεκτικότερα, δεν είναι μια αίτηση, αλλά μια σχέση. Μια σχέση στην οποία δε χρειάζεται τόσο να μιλάμε εμείς στο Θεό, αλλά να περιμένουμε να μιλήσει Εκείνος σε εμάς. Δεν υπάρχει η σχέση αυτή τόσο για να μάς ακούσει ο Θεός, όσο για να ακούσουμε εμείς το Θεό. Και ο Θεός ομιλεί, άλλοτε φανερά και άλλοτε μυστικά.

Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς συνηγορεί στην άποψη αυτή και παρατηρεί ότι«Ο Θεός μάς όρισε την προσευχή προκειμένου όχι να μάθει τί χρειαζόμαστε – αφού γνωρίζει και πριν τη σύλληψή μας τί θα χρειασθούμε σε κάθε λεπτό της ζωής μας – αλλά, προκειμένου οι ψυχές μας, υπό τις ακτίνες της προσευχής, να μεγαλώνουν, να ευρύνονται, να υψώνονται και να ωριμάζουν. Εάν, προς στιγμήν, δεν απαντά στις προσευχές, σημαίνει ότι δεν επιθυμεί να γίνει σε εμάς εκείνο που εμείς θέλουμε, αλλά εκείνο που Αυτός θέλει. Σ΄ αυτή την περίπτωση επιθυμεί για μάς και μάς προετοιμάζει για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο από εκείνο που εμείς στην προσευχή μας Τού ζητάμε. Γι΄ αυτό πρέπει, με ταπεινοφροσύνη, να ολοκληρώνουμε κάθε προσευχή με τη φράση “Πατέρα, ας γίνει το θέλημά Σου και όχι το δικό μου”»[11]

Ο άνθρωπος της εποχής μας «που ζει σ’ ένα κόσμο εφήμερο, φαντάζεται και πιστεύει πως στην προσευχή το σημαντικό, ο σκοπός του ζήλου του, είναι ν’ ακούσει ο Θεός αυτό που ο άνθρωπος Τού λέει. Κι όμως, στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η προσευχή δεν βασίζεται σε αληθινές βάσεις όταν ο Θεός ακούσει τί Τού λέμε και τί Τού ζητάμε. Η προσευχή έχει βάσεις αληθινές, όταν αυτός που προσεύχεται δεν σταματά να προσεύχεται μέχρι να φτάσει ν’ ακούσει αυτός ο ίδιος τί θέλει ο Θεός. Ο εφήμερος άνθρωπος σπαταλά τα λόγια του και, κατά συνέπεια, γίνεται απαιτητικός, όταν προσεύχεται. Αυτός, όμως, που προσεύχεται αληθινά περιορίζεται μόνο στο ν’ ακούει»[12]

Ο Όσιος Θεοφάνης επιμένει στην προσήλωση του νου στην καρδιά την ώρα της προσευχής. Στην Χριστιανική παράδοση, διασώζονται τρία στάδια προσευχής: η προφορική προσευχή, προσευχή με τα λόγια δηλ., η οποία σταδιακά, κατά την πορεία της πνευματικής ωρίμανσης του ανθρώπου, εσωτερικεύεται και γίνεται προσευχή του νου ή της διανοίας. Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο. Είναι η αρχή της αληθινής προσευχής. Έπειτα αρχίζει το τρίτο στάδιο όπου μετατρέπεται σε προσευχή της καρδιάς ή πιο συγκεκριμένα, προσευχή του νου, μέσω της καρδιάς. Στην Αγία Γραφή, καθώς επίσης και στην Ανατολική Ορθόδοξη Παράδοση, η καρδιά δηλώνει όχι απλά τα πάθη ή τα συναισθήματα, όπως καταλήγει να σημαίνει σήμερα, αλλά τον βαθύ εαυτό μας, τον εσωτερικό ιερό τόπο, το πνευματικό κέντρο ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης. Οπότε,προσευχή της καρδιάς σημαίνει προσευχή ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης.Η καρδιά είναι το μέρος όπου ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, ως πρόσωπα φτιαγμένα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Η καρδιά είναι το τόπος που συναντούμε τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα που ενοικούν μέσα μας. Έτσι, λοιπόν, προσευχή της καρδιάς σημαίνει όχι απλώς τη δική μας προσωπική προσευχή, αλλά και την προσευχή του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα της προσευχής της καρδιάς.

Η προσευχή της καρδιάς προϋποθέτει μία προσωπική και ξεχωριστή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Είναι καρπός Θείου έρωτα, της απόλυτης δηλ. κένωσης του εαυτού μας για να γεμίσει από την αγάπη του Θεού. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα αν φέρουμε στο νου μας την εικόνα δύο ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ, που είναι ερωτευμένοι, όχι με φτηνό και εφήμερο τρόπο, αλλά ολοκληρωτικό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ανάγκη από λόγια και επιχειρήματα για να επικοινωνήσουν και να συνεννοηθούν. Αρκεί ένα βλέμμα, μία κίνηση, ένα άγγιγμα, ένας ψίθυρος. Αρκεί ένας κοινός παλμός της καρδιάς για να βρεθούν σε πλήρη κοινωνία, για να ακούσουν ο ένας τον άλλο, για να γεμίσουν ο ένας από τον άλλο.

Στο χώρο της πνευματικής ζωής αυτό το τρίτο επίπεδο της προσευχής της καρδιάς δεν επιτυγχάνεται εύκολα και απαίδευτα. Χρειάζεται δάσκαλο και χειραγωγό, που δεν είναι άλλος από τον σοφό και έμπειρο πνευματικό. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης επισημαίνει ότι «όποιος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και, μέσα στην υπερηφάνεια του, φαντάζεται πως μπορεί να διδαχθεί από τα βιβλία και δεν καταφεύγει σε γέροντα, αυτός μισοβρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό, όμως, τον προστατεύει ο Κύριος…»[13]

Ο Αγιορείτης Άγιος θέτει στο σημείο αυτό την βασική προϋπόθεση που καθιστά την προσευχή της καρδιάς καρπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η ταπείνωση. Είναι δυνατόν άνθρωπος υπερήφανος, κυριευμένος από οίηση και έπαρση, να μπορέσει να γίνει πρόσωπο προσευχής και να προσηλώσει τον νου και την καρδιά στην σκέψη του Θεού; Γι΄ αυτό ο Άγιος Σιλουανός προτρέπει «άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευθείς την γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, τότε γίνε ταπεινός, εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινώς και θα σε αγαπήσει η προσευχή…»[14] «Το θεμέλιο της προσευχής είναι η πολύ βαθιά ταπείνωση. Τίποτα άλλο δεν είναι η προσευχή παρά το κλάμα και το πένθος του ταπεινού φρονήματος. Όταν λείπει η ταπείνωση, η προσευχητική άσκηση απειλείται από την αυταπάτη και την δαιμονική πλάνη»[15]

Η σπουδαιότητα της ταπείνωσης ως βασικού ποιοτικού χαρακτηριστικού της προσευχής αποκαλύπτεται σε μια γωνιά του Ναού του Σολομώντος, στο πρόσωπο ενός τελώνου, ο οποίος προσεύχεται και ζητεί το έλεος του Θεού, προτάσσοντας όχι τις αρετές και τα δήθεν κατορθώματά του, αλλά την ταπείνωση και αναξιότητά του. Ο Θεός ιλάσθητί μοι των αμαρτωλώ [16]κραυγάζει και ελκύει πάνω του το βλέμμα του Θεού, ο οποίος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν[17] Αυτός ο λόγος της ταπείνωσης του αμαρτωλού και βδελυκτού, στα μάτια του κόσμου, τελώνου, αρκούσε για την δικαίωσή του, ενώπιον του Θεού, γιατί έβγαινε από την καρδιά του και εξέφραζε την εσωτερική συντριβή του. Αυτή η ταπείνωση, την οποία ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος ονομάζει «στολή Θεότητος», καθίσταται ουσιαστικό γνώρισμα της πνευματικής ζωής και ίσταται στην κορυφή των αρετών.
Η αδιάλειπτη προσευχή
Ας επανέλθουμε, όμως, στον Όσιο Θεοφάνη, ο οποίος μάς λέει ότι το να προσευχόμαστε σημαίνει να στεκόμαστε διαρκώς μπροστά στο Θεό αδιάκοπα, νύχτα και μέρα, μέχρι το τέλος της ζωής μας. Ασφαλώς, δεν ομιλεί για στάση σωματική, αλλά εσωτερική. Και εδώ έρχεται στο προσκήνιο η προτροπή του Αποστόλου Παύλου αδιαλείπτως προσεύχεσθε[18] Ο Παύλος δε λέει απλά να προσευχόμαστε μέρα και νύχτα ή συγκεκριμένες στιγμές στη διάρκεια της ημέρας, αλλά να προσευχόμαστε αδιάκοπα. Είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας τέτοιος σκοπός; Μπορεί η προσευχή μας στο Θεό να είναι ασταμάτητη, όταν είμαστε υποχρεωμένοι, στην πορεία της κάθε ημέρας, να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους, να εργαζόμαστε, να ασχολούμαστε με τις ανάγκες της οικογένειάς μας, να αντιμετωπίζουμε τα ποικίλα προβλήματα της καθημερινότητάς μας; Δεν πρέπει να είμαστε απαλλαγμένοι από τα βιοτικά και να έχουμε δημιουργήσει γύρω μας τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε; «Μην περιμένουμε κάποιαν ασυνήθιστη Θεία έμπνευση για να προσευχηθούμε. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προσεύχεται, όπως δημιουργήθηκε για να σκέπτεται και να μιλάει. Πριν απ’ όλα, όμως, για να προσεύχεται…»[19] Η επιρροή του κοσμικού φρονήματος μάς κάνει να πιστεύουμε ότι η Παύλεια διδασκαλία περί της αδιάλειπτης προσευχής είναι αφύσικη και ανέφικτη. Στην πραγματικότητα, όμως, η φυσιολογική θέση του ανθρώπου είναι να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Διαφορετικά, βρίσκεται έξω από τον φυσιολογικό του χώρο, όπως το ψάρι που βρίσκεται έξω από το νερό. Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να δραπετεύσει από τα δεσμά του κοσμικού φρονήματος αντιλαμβάνεται ότι όσο πιο πολύ διεισδύει μέσα στην καρδιά, τόσο πιο πολύ ξεπερνά τον εαυτό του και ανεβαίνει πιο ψηλά πνευματικά. Έγραψε κάποιος ότι στην περίπτωση αυτή «οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής σου ίσως παραμένουν οι ίδιες. 

Μπορεί σαν μητέρα να φροντίζεις τα παιδιά σου, σαν εργάτης ή επαγγελματίας να πηγαίνεις στη δουλειά σου, σαν πολίτης να έχεις διάφορες δοσοληψίες και να πληρώνεις φόρους. Κάνεις ό,τι επιβάλλουν οι βιοτικές σου απασχολήσεις σαν μέλος της κοινωνίας, γιατί δε σού είναι δυνατό να τα αφήσεις σωματικά όλα αυτά. Όμως, εσωτερικά και πνευματικά τα έχεις απαρνηθεί. Απομακρύνεις ό,τι γήινο, για να δεχθείς ό,τι πνευματικό. «Κι αν έχω εσένα τί άλλο χρειάζεται να έχω στη γη», ρωτάει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «παρά να προσεύχομαι διαρκώς και χωρίς σταματημό, παρά να στέκομαι σιωπηλά μπροστά σου, Κύριε;» Μερικοί αιχμαλωτίζονται από τα πλούτη, άλλοι από τις τιμές και τη δόξα του κόσμου, άλλοι από τα απατηλά αγαθά και τα κτήματα της γης αυτής. Ο δικός μου, όμως, πόθος είναι ένας, να μένω «εν τω Θεώ», σκέπτεται ο πραγματικά πιστός άνθρωπος»[20]

«Η αδιάλειπτη προσευχή», σημειώνει ο Άγιος Σιλουανός, «προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπά τον Θεό, μπορεί να σκέπτεται Αυτόν μέρα και νύχτα, γιατί το να αγαπάς τον Θεό καμία εργασία δεν το παρεμποδίζει…»[21]

Η διαρκής προσευχητική στάση για την οποία ομιλεί ο Όσιος Θεοφάνης και ο Απόστολος Παύλος προβάλει ως αδιάλειπτη προσευχή, έτυχε ιδιαίτερης υπογράμμισης από τον Μέγα Οικουμενικό Διδάσκαλο και Πατέρα της Εκκλησίας μας Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος επεσήμανε ότιμνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον[22] Δηλ. περισσότερο πρέπει να προσευχόμαστε, παρά να αναπνέουμε. Δεδομένου ότι η αναπνοή είναι απαραίτητη για την διατήρηση της ζωής στη βιολογική διάστασή της, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσευχή είναι απαραίτητη για την ζωογόνηση και διατήρηση της πνευματικής ζωής. Και, όπως η διακοπή της αναπνοής οδηγεί στον βιολογικό θάνατο, έτσι και η διακοπή της μνημόνευσης του Ιησού, της προσευχής, οδηγεί στον πνευματικό μαρασμό και στον θάνατο της ψυχής. Να σκεπτόμαστε το Θεό πιο συχνά από όσο αναπνέουμε, μάς λέει ο Άγιος Γρηγόριος. Η προσευχή πρέπει να είναι τόσο φυσική για μάς, όσο ένα μέρος του εαυτού μας, όπως είναι η αναπνοή, η ομιλία, η σκέψη. Η προσευχή δεν πρέπει να είναι μία δραστηριότητά μας, ανάμεσα σε πολλές άλλες, αλλά η κυρίαρχη δραστηριότητα ολόκληρης της ζωής μας. Πρέπει να είναι παρούσα σε οτιδήποτε κάνουμε. Η προσευχή δεν πρέπει να είναι κάτι που κάνουμε, αλλά πρέπει να είναι αυτό που είμαστε. Γι’ αυτό και ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι οι Άγιοι, ακόμα και όταν κοιμούνται, δε σταματούν να προσεύχονται, επειδή, ακόμα και όταν κοιμούνται, το πνεύμα τους εξακολουθεί να προσεύχεται. Δεν είναι αρκετό να είμαστε άνθρωποι που προσευχόμαστε πού και πού, αλλά έχουμε κληθεί να είμαστε μια συνεχόμενη, ασταμάτητη προσευχή.
[2] Ματθ. 6, 9-13
[3] Ματθ. 21,22
[4] «Φωνή Κυρίου», 17/8/2008
[5] Λουκ. 6,12
[6] Ματθ. 14,23
[7] Ε.Π.Ε. 30, 490-492
[8] PG 31,244A
[9] «Κλίμαξ», λόγος ΚΗ΄
[10] «Όσιος Γρηγόριος», 13, σελ. 10
[11] «Δεν φτάνει μόνο η πίστη», σελ. 80
[12] Κίρκεγκωρ. Νικολάε Στάινχαρτ «Το ημερολόγιο της ευτυχίας», σελ. 352
[13] Αρχιμ. Σωφρονίου, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», σελ. 329
[14] όπ.π. σελ. 330
[15] Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ, «Ασκητικές εμπειρίες», Β΄, σελ. 27-28
[16] Λουκ. 18,13
[17] Ιακ. 4,6
[18] Α΄ Θεσ. 5,17
[19] Tito Colliander, «Ο δρόμος των ασκητών», σελ. 91
[20] όπ.π. σελ. 138
[21] Αρχιμ. Σωφρονίου, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», σελ. 333
[22] P.G. 36.16B
Απόσπασμα από : Ομιλία Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό Χίου (18/3/2012)
Πηγή : Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου