Γράφει ο Ανδρέας Ν. Παπαβασιλείου, Διδάκτωρ Θεολογίας.
Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την έκδοση του «Διατάγματος των Μεδιολάνων». Επειδή το Διάταγμα - Edictum των Μεδιολάνων αποτέλεσε αποφασιστικής σημασίας νομική πράξη για τη
σταδιακή ανύψωση του Χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους, το οποίο στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε Ελληνορωμαϊκό - Βυζαντινό, γι’ αυτό στο σημερινό μας άρθρο θα ασχοληθούμε με αυτό.
΄Οπως είναι γνωστό, μέχρι των αρχών του 4ου αιώνα ο Χριστιανισμός, για διαφόρους λόγους, τελούσε υπό διωγμό.
Και αυτή η ομολογία της χριστιανικής ιδιότητας ήταν αρκετή για να οδηγηθεί ο ομολογητής στον μαρτυρικό θάνατο, αφού προηγουμένως γινόταν δήμευση της περιουσίας του.
Εξυπακούεται ότι απαγορευμένη ήταν και η σύναξη των πιστών για την άσκηση των λατρευτικών τους αναγκών. Είναι τόσο πολλοί οι χριστιανοί που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο, από την εποχή του Νέρωνα ως τα χρόνια του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού - Γαλέριου και του Λικίνιου, ώστε να γίνεται λόγος για «νέφος μαρτύρων ».
Η κατάσταση αυτή άρχισε βαθμιαία να διαφοροποιείται μετά την ανάδειξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως ενός από τους δύο άρχοντες στο δυτικό Ρωμαϊκό κράτος.
Ο άλλος άρχων ήταν ο Μαξέντιος. Στο ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος συν-άρχοντες ήταν ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος.
Και οι τέσσερις αποτελούσαν την τετραρχία στην άλλοτε ενιαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Από τους τέσσερις άρχο-ντες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να τιτλοφορούνται αυτοκράτορες, αυτός που τε-λικά κατέστη μονοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος σταδιακά εξουδετέρωσε τους συνάρχοντές του στη Δύση και στην Ανατολή.
΄Οπως είναι, γνωστό, μετά την ήττα του Μαξέντιου, η οποία συνέβη στις 28 Οκτωβρίου του 312 μ. Χ., κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, τον Φεβρουάριο του επομένου έτους, (κατ’ άλλους τον Ιούνιο του ιδίου έτους ) δηλ. του 313 μ. Χ., ο Μέγας Κωνσταντί-νος, σε συνεννόηση με τον Λικίνιο, εξέδωσαν στα Μεδιόλανα ( = Μιλάνο ) το ρηθέν « Διάταγμα ».
Στη συνάντηση αυτή των Μεδιολάνων δεν έλαβε μέρος ο Μαξιμίνος, ο έτερος άρχων της Ανατολής, ο οποίος απέθανε λίγο αργότερα, στα τέλη του ιδίου έτους.
Ο Μαξιμίνος όμως αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αποδεχθεί τις αποφάσεις των Μεδιολάνων.
Μερικά χρόνια αργότερα απέθανε και ο Λικίνιος, το 324 μ. Χ., ηττηθείς από τον Μέγα Κωνσταντίνο, κατά διαταγή του οποίου και φονεύθηκε, ή ύστερα από σύγκρουσή του με τους Γότθους, κοντά στη Χρυσόπολη της Θράκης. Κατά το έτος αυτό παρέμεινε ο μόνος αυτοκράτο-ρας και κατέστη ο ιδρυτής του νέου Ρωμαϊκού - Βυζαντινού κράτους.
Το «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το περιεχόμενο του οποίου πληροφορού-μαστε από δύο έγγραφα ( rescripta ) του Λικίνιου, τα οποία στην πραγματικότητα είναι ένα και τα οποία διασώθηκαν από δύο χριστιανούς συγγραφείς του 4ου αίώνα, τον λατίνο Λακτάντιο και τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος είναι και ο βιογράφος του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Το Διάταγμα αυτό δεν συνιστούσε, βεβαίως, ομολογία χριστιανικής πίστεως, ούτε δημιουργούσε για τους χριστια-νούς συνθήκες προνομιακής μεταχειρίσεως. Απλά παρεχόταν και στον Χριστιανισμό πλήρης ελευθερία, όπως μέχρι τότε συνέβαινε για τις άλλες θρησκείες.
Με την έκδοση του Διατάγματος τούτου συνεπαγόταν και η πλήρης ελευθερία στην τέλεση της χριστιανικής λατρείας.
Αρα, δεν ήταν πια αναγκαία η καταφυγή των χριστιανών στις κατακόμβες και η τέλεση στα κρυφά της θείας λατρείας. Θα μπορούσαν οι χριστιανοί οπουδήποτε και οποτεδήποτε να συνέρχονται για την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Εφόσον έπαυσε πια το κράτος να θεωρεί υποχρεωτική την τιμή στις θεότητες της επίσημης ειδωλολατρικής θρησκείας, άνοιξε ο δρόμος για την ελευθερία της λατρείας στους οπαδούς κάθε άλλης θρησκείας.
Γι’ αυτό το « Διάταγμα των Μεδιολάνων » θεωρείται και ως Διά-ταγμα για την Ανεξιθρησκεία.
Με το Διάταγμα τούτο ετίθετο τέρμα στους διωγ-μούς και εισήγετο η αρχή του παναθρώπινου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Η πολιτεία υποχρεωνόταν να επιστρέψει στους δικαιούχους χριστιανούς τα χρήματα και τα κτήματα, που εισέπραξε από την πώλησή τους.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι η επιστροφή των κατασχεθέντων αγαθών θα έπρεπε να γίνεται στις χριστιανικές κοινότητες, το οποίο υποδηλώνει την αποδοχή της ύπαρξής τους και τη νομική τους αναγνώριση.
Η συμπερίληψη στο Διάταγμα της πρόνοιας αυτής δεν φανερώνει και την εκ μέρους του κράτους ανάληψη οποιασδήποτε ιδιαίτερης φροντίδας και μεριμνας για τους χριστιανούς, των οποίων ο αριθμός μέχρι τότε είχε αυξηθεί σημαντικά.
Ωστόσο η όλη δομή του Διατάγματος τούτου μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο επίσημο βήμα, για την έκδοση σειράς άλλων διατάξεων, με τις οποίες ρυθμίζονταν ευνοϊκά θέματα που αφορούσαν ειδικά στον Χριστιανισμό.
Σαν τέτοιες διατάξεις θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, την απαλλαγή του Κλήρου από τα δημόσια βάρη, την αναγνώριση του δικαιώματος στις εκκλησίες να δέχονται ιδιοκτησία και κληρονομίες και την παραχώρηση σ’ αυτές ( τις εκκλησίες ) αυτοκρατορικών επιχορηγήσεων, τον καθορισμό των ναών ως τόπων ασύλου, την ανάδειξη των χριστιανικών εορτών ως κρατικών εορτών, την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής, την απεικόνιση σε νομίσματα χριστιανικών παραστάσεων και την ανέγερση χριστιανικών ναών με κρατικές χορηγίες.
Οι διατάξεις αυτές, μπορεί να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές των αποφάσεων των Μεδιολάνων, γι’ αυτό και είναι δυνατή η διατύπωση της άποψης, ότι με το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» ο Χριστιανισμός ανυψώθηκε σε επίσημη θρησκεία του νέου Ρωμαϊκού κράτους.
Να, ο λόγος για τον οποίο κρίναμε ως επιβεβλημένη την αναφορά σήμερα σ’ αυτό το Διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε πριν από 1700 ακριβώς χρόνια.
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου