Παπαζάχος Γεώργιος, Ἐπίκ. Καθηγητὴς Καρδιολογίας
“Γράφω αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ, ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ πίεση νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Γέροντα Πορφύριο, ποὺ κοιμήθηκε πρὶν ἀπὸ 40 μέρες. Ἔζησα τόσα γεγονότα 14 χρόνια κοντά του, σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς γιατρούς του, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὸ κρύψω ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου.
Θὰ διηγηθῶ μερικὰ περιστατικά, ποὺ παρουσιάζουν τὸ Γέροντα σὰν ἄρρωστο καὶ σὰν γιατρό. Συγχωρέστε μου τὰ προσωπικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἂν ἀφαιρεθοῦν ἀλλοιώνουν τὰ γεγονότα. Ἀσφαλῶς, ἄλλοι ἔζησαν ἄλλες συγκινήσεις κοντά του. Καὶ δὲν πρέπει νὰ χαθοῦν, γιατί ἀποτελοῦν σημάδια τῆς ἁγίας βιοτῆς του, ἀποδείξεις τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας καὶ ὑποθῆκες γιὰ ὁλόκληρη τὴ γενιά μας.
Ὁ Γέροντας καὶ ἡ ἀρρώστια του
Ἦταν πραγματικὰ ἄρρωστος. Μὲ πλῆθος ἀρρώστιες ἐπάνω του. Τὰ περισσότερα συστήματα ἔπασχαν. Προσωπικὰ διεπίστωσα: ἔμφραγμα μυοκαρδίου (προσθιοδιαφραγματικὸ μὲ πλαγία ἰσχαιμία), χρονία νεφρικὴ ἀνεπάρκεια, ἕλκος δωδεκαδακτύλου (μὲ ἐπανειλημμένες γαστρορραγίες), χειρουργηθεῖς καταρράκτης (μὲ ἀποβολὴ τοῦ φακοῦ καὶ τύφλωση), ἕρπης ζωστὴρ στὸ πρόσωπο, σταφυλοκοκκικὴ δερματίτιδα στὸ χέρι, βουβωνοκήλη (μὲ συχνὴ περίσφιγξη), χρονία βρογχίτιδα, ἀδένωμα τῆς ὑποφύσεως στὸ κρανίο.
Καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἰώβειος. Ὅταν εἶχε τὸν ἕρπητα σὲ ἔξαρση καὶ ὅλο τὸ δεξιό του πρόσωπο (τριχωτὸ κεφαλῆς, παρειά, αὐτί, σαγόνι) ἦταν μιὰ ἀνοιχτὴ πληγή, τὸν ἐρώτησα πόσο ἔντονο πόνο αἰσθάνεται καί μοῦ ἀπάντησε: “Σὰν νὰ ἀκουμπάω τὸ δεξί μου μάγουλο σὲ τηγάνι μὲ ζεματιστὸ λάδι”. Καὶ ἦταν ἀπόλυτα ἤρεμος. Δὲν ἄφηνε οὔτε ὑποψίες, ὅτι ὑποφέρει, οὔτε ἕνα βογγητό.
Πολλὲς φορές, ἐνῶ βρισκόμουν στὸ κελλί του καὶ κουβεντιάζαμε, συνέβαινε περίσφιγξη τῆς βουβωνοκήλης του, πάντα ἐπώδυνη. Δὲν ζητοῦσε βοήθεια. Ἀγωνιζόταν νὰ τὴν ἀνατάξη μόνος του κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες του.. Κανεὶς δὲ μιλοῦσε, ἐνῶ ἀπὸ τὰ χείλη του ἀκουγόταν ψιθυριστά, μὲ μιὰ ἀνεπανάληπτη γαλήνη, τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας”.
Μερικοὶ τὸν παρεξήγησαν κάποτε, ποὺ φίλησαν τὸ χέρι του καλυμμένο μὲ μιὰ γάζα, νομίζοντας ὅτι σιχαίνεται. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐμεῖς τὸ καλύψαμε, γιατί εἶχε τὴν σταφυλοκοκκικὴ δερματίτιδα καὶ ἦταν ὁλόκληρο ἐξελκωμένο.
Ἀλλ’ ἡ κουβέντα μας ἕνα βράδυ, μετὰ τὴν καρδιολογικὴ ἐξέταση καὶ τὸ τυπικὸ ἠλεκτροκαρδιογράφημα, μὲ συνεκλόνισε. Οὔτε φαντάσθηκα ποτὲ, ὅτι θὰ μποροῦσε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετωπίση ἔτσι τὴν ἀρρώστια του. Μοῦ εἶπε: “Θὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ κάτι, ἀλλὰ νὰ μείνη μυστικό. Ἔχω καρκίνο στὴν ὑπόφυση. Ἤδη αἰσθάνομαι τὴ γλῶσσα μου μεγαλωμένη καὶ δὲν γυρίζει καλὰ μέσα στὴ στοματικὴ κοιλότητα”. Ὕστερα μοῦ ἀνέλυσε ἰατρικὰ καὶ σωστὰ τὴ λειτουργία τῶν ἐνδοκρινῶν ἀδένων καὶ κατέληξε: “Πρέπει νὰ ξέρης ὅτι, ὅταν ἤμουν καλογεράκος -ἴσως 16 χρονῶν- στὸ Ἅγιο Ὅρος αἰσθανόμουνα τόσο εὐτυχισμένος, ἰδίως μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, ὥστε ἔβγαινα στὸ δάσος καὶ μὲ δάκρυα φώναζα: Δόξα Σοι, Κύριε! Ἦρθες ὁλόκληρος μέσα μου, σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ, Ἐσὺ ὁ Χριστός μου, ποὺ σταυρώθηκες καὶ πόνεσες γιὰ μένα καὶ σήκωσες τὶς ἁμαρτίες μου. Κι ἐγὼ τί κάνω γιὰ σένα; Ποιόν πόνο ὑποφέρω γιὰ σένα; Κύριε, στεῖλε μου ἕναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου ἕναν καρκίνο, νὰ ὑποφέρω καὶ γῶ μαζὶ Σοῦ! Αὐτὴ τὴν προσευχὴ τὴν ἔκανα συνέχεια καὶ μετὰ τὸ ἐξομολογήθηκα στόυς Γεροντάδες μου. Ἐκεῖνοι μοῦ σύστησαν νὰ μὴν τὴν ἐπαναλάβω, γιατί ἐκπειράζω τὸν Θεό. Ξέρει ἐκεῖνος, τί θὰ κάνη. Δὲν τὴν ξανάκανα αὐτὴ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ τώρα, Γιωργάκη μου, μοῦ τὸν ἔστειλε τὸν καρκίνο! Καταλαβαίνεις τὴν εὐεργεσία; Ἔστω καὶ ἀργά, θὰ ὑποφέρω λίγο μαζὶ Του”. Ἔμεινα ἐνεός. Πρώτη φορὰ στὴν ἰατρικὴ σταδιοδρομία μου ἄκουγα τὴ φράση: “Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω καρκίνο!”. Εἶχα ξεχάσει, ὅτι μπροστά μου δὲν βρισκόταν ἄνθρωπος κοινὸς, ἦταν ὁ Γέροντας Πορφύριος.
Ὡστόσο ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἰατρικὴ βοήθεια τῶν πολλῶν γιατρῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν. Μάλιστα μιὰ μέρα τὸν ἐρώτησα: “Γιατί πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, κυρίως μοναχοί, ἀρνοῦνται τὴν ἰατρικὴ βοήθεια, πιστεύοντας ὅτι θὰ τοὺς βοηθήση κατ’ εὐθεῖαν ἡ Παναγία;”. Μοῦ ἀπάντησε: “Εἶναι ἐγωϊσμός -πονηρὴ ἐνέργεια- νὰ νομίζης ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κάνη, κατ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τοὺς πολλούς, θαυματουργικὴ ἐπέμβαση γιὰ σένα. Ὁ Θεὸς κάνει θαύματα καὶ τώρα, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ τὸ προσδοκᾶς γιὰ σένα. Εἶναι ἐγωϊστικὴ ἐξαίρεση. Ἄλλωστε καὶ μέσῳ τῶν γιατρῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ. “Ἰατροὺς καὶ φάρμακα Κύριος ἔδωκεν”, λέει ἡ Ἁγία Γραφή”.
Δεχόταν δὲ μόνο τὴν κλασσικὴ ἰατρική, πολλὰ κεφάλαια τῆς ὁποίας γνώριζε ἄριστα. Μὲ τὴν ἐμπειρία του ἀπὸ τὴ μακρὰ θητεία στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ “χάρισμά” του, ἔβλεπε βαθύτερα τὴν ἀρρώστια καὶ πολλὲς φορὲς μᾶς στρίμωχνε μὲ σαφῶς ἐπιστημονικὲς ἐρωτήσεις.
Ὁ Γέροντας θεραπεύει
Εἰδικότητά του ἡ “τηλε-διαγνωστική”! Ἔβλεπε μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια ἀλλαγὲς στὸν ἑαυτό του καὶ σὲ ἄλλους, συχνὰ καὶ στοὺς γιατρούς του.
Ὁ ἴδιος μοῦ διηγήθηκε, ὅτι διέγνωσε ὑπογοναδισμὸ σὲ ἕναν νέο μόνο κοιτάζοντάς τον, κάταγμα σπονδύλου σὲ μιὰ μοναχὴ ποὺ βρισκόταν σὲ ἄλλη πόλη. Εἶναι ἴσως χιλιάδες αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν τὴ διαγνωστική του ἐνέργεια καὶ ἐπιβεβαιώθηκε ἡ νόσος ἀργότερα καὶ ἐπιστημονικά.
Ἐδῶ θὰ ἀναφέρω μιὰ αὐτοδιάγνωσή του. Διεπίστωσε μεταβολὲς στὸ ἠλεκτροκαρδιογράφημά του, χωρὶς καρδιογράφο. Ἕνα βράδυ μοῦ τηλεφώνησε ἀνήσυχος: “Ἔλα, ἔστω καὶ ἀργά, καὶ θὰ δῆς ἀλλοιώσεις στὸ καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα, πολλὲς φορές, καὶ ὁ πόνος εἶναι στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ἰσχαιμικὲς μεταβολὲς (στὶς ἀπαγωγὲς v3-v6) καὶ τὸν ρώτησα σὲ ποιό stress βρέθηκε σήμερα. Ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ μὲ διακοπὲς νὰ μοῦ περιγράφη λεπτομερῶς σκηνὲς ἀπὸ τὶς ὀδομαχίες στὴ Ρουμανία. Ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Τσαουσέσκου καὶ μὲ τὸ “χάρισμά” του ἔβλεπε τοὺς πυροβολισμοὺς καὶ τοὺς θανάτους στὶς πλατεῖες, ὅπως τὶς δημοσίευσαν οἱ ἐφημερίδες τὶς ἑπόμενες ἡμέρες.
Συνέχισε νὰ κλαίη καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀφαιρέση γιὰ λίγο αὐτὴ τὴν “ὅραση”. Ἡ καρδιά του βρισκόταν σὲ κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἔνταση. Θὰ μποροῦσε νὰ κάνη ἐπέκταση τοῦ ἐμφράγματός του. Στὴν ἴδια ἔνταση βρισκόμουν κι ἐγώ, βλέποντας τὴν εὐαισθησία τῆς “ἄλλης” καρδιᾶς ἑνὸς ἁγίου. Ἔκρυψα τὰ μάτια μου μὲ τὸ καρδιογράφημα καὶ σκεφτόμουν: Τί σημασία ἔχουν, Γέροντα, γιὰ σένα τά νιτρώδη ἀντιστηθαγχικὰ φάρμακα ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ σοῦ δώσω; Ἐσὺ δὲν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ καρδιά σου χτυπᾶ στὸν Ὠρωπὸ καὶ ζῇ στὴν Ρουμανία. Στὸ ἠλεκτροκαρδιογράφημα, ἡ καρδιὰ φαίνεται μὲ ἰσχαιμικὴ “κατάσπαση” τοῦ Sε διαστήματος, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βρίσκεται σὲ μεγάλη “ἀνάσπαση” πρὸς τὸν οὐρανό. Ἔφυγα ἀργὰ μὲ τὸν τρόμο, ὅτι εἶδα λίγο ἀπὸ τὸ φῶς ἑνὸς ἁγίου.
Ἐγὼ πήγαινα στὸ κελλί του σὰν διαγνώστης γιατρός, ἀλλὰ πολλὲς οἱ φορὲς ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε διαγνώσεις γιὰ μένα. Θὰ ἀναφέρω δύο: Εἶχα χειρουργηθῇ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ κ. Βασ. Γολεμάτη (δύο βουβωνοκῆλες ταυτόχρονα) καὶ ἐνῶ ἤμουν στὴ φάση τῆς ἀναρρώσεως, πήγαμε μὲ τὴ γυναῖκα μου στὸν Ὠρωπό. Δὲν ξέρω, ἂν εἶχε μάθει ἀπὸ φίλους, ὅτι ἤμουν χειρουργημένος, ἀλλὰ μόλις μπήκαμε μὲ κοίταξε ἐπίμονα γιὰ πολλὴ ὥρα στὴν κοιλιὰ καὶ μοῦ εἶπε: “Βλέπω ὅτι δεξιὰ ἔγινε καλὴ ἐγχείρηση ἀλλὰ ἀριστερὰ ἀριστοτεχνικὴ, γιατί περιποιήθηκε τόσο ἐκεῖ;”. Ἡ γυναῖκα μου μοῦ ἔκανε νόημα: “Τί λέει ὁ Γέροντας;”. Δὲν εἶχα πεῖ, οὔτε σὲ ἐκείνη οὔτε σὲ ἄλλον, ὅτι ὁ χειρουργὸς εἶχε ἐφαρμόσει τὴν μέθοδο Soudaice ἀριστερά, ἐπειδὴ ἦταν μεγάλη. Ὁ Γέροντας τὸ “εἶδε”.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1990 ἤμουν στὸ κρεβάτι μὲ τὴν πολλοστὴ γαστρορραγία μου. Σὲ κάποια στιγμὴ ἔντονου προβληματισμοῦ μου, ἂν πρέπη νὰ χειρουργηθῶ ἢ ὄχι, χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Μεταφέρω αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ Γέροντα: “Αὐτὲς τὶς μέρες σὲ ἐπισκέπτομαι συχνὰ καὶ μὲ τὸ “χάρισμα” ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐνεργῶ θεραπευτικά. Ποτὲ δὲν εἶχα μπεῖ στὸ σπίτι σου τόσες πολλὲς φορὲς σὲ λίγες μέρες… Κάτι μοῦ λέει νὰ μὴν τὸ χειρουργήσης τώρα ἀλλὰ νὰ ἀλλάξης τρόπο ζωῆς, νὰ χαλαρώσης. Ἄφησε τὸ χειρουργεῖο νὰ τὸ σκεφθοῦμε ἀργότερα. Τί κάνω ἐγὼ τώρα, τὸν γιατρὸ στὸν γιατρό; (γελάει). Νὰ ξεκουράζεσαι περισσότερο, γιατί σὲ ἀγαπάει ὁ κόσμος. Μοῦ ἔφαγες τὴ δόξα (γελάει)”. Φαντάζεσθε, πῶς ἔνοιωσα κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν προστατευτική του παρουσία!
Ἀγαποῦσε τόσο πολὺ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν πλησίαζαν καί, φυσικά, καὶ τοὺς γιατρούς του, ὥστε νὰ ἐνεργοποιῇ γιὰ μᾶς τὸ θεραπευτικὸ χάρισμά του. Ὅσοι τὸν πλησίαζαν ἀνεπιτήδευτα, ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνα μαζί μου φιλικὰ ἢ συγγενικὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξεπλήσσονταν, ὅταν ἄρχιζε νὰ μιλάη γιὰ τὸ πρόβλημά τους, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸν ἐνημερώσω ἐκ τῶν προτέρων. Κάποια κυρία, φεύγοντας, ἤθελε νὰ δώσω ὅρκο, ὅτι δὲν τοῦ μίλησα γιὰ κείνη, πρὶν πᾶμε στὸν Ὠρωπό.
Τὸ χάρισμά του τὸν ἔκανε περισσότερο εὐαίσθητο ἀπέναντι στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἕνα σούρουπο, διέκοψαν τὴν καρδιολογικὴ ἐξέταση οἱ μοναχές, γιατί ἔξω εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ περίμεναν νὰ πάρουν τὴν εὐχή του πρὶν νυχτώση. Βγῆκα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ καὶ οἱ ἐπισκέπτες φίλησαν ἁπλῶς τὸ χέρι του. Ἦταν κουρασμένος καὶ δὲ μίλησε σὲ κανέναν. Ἡ τελευταία κυρία βγῆκε κλαίγοντας. Ὅταν ξαναμπῆκα βρῆκα τὸν Γέροντα νὰ κλαίη. “Αὐτὰ παθαίνω πάντα, μοῦ εἶπε. Εἶδα τώρα αὐτὴ τὴ μητέρα νὰ τὴ δέρνη αὔριο ὁ ναρκομανὴς γιός της, γιὰ νὰ τοῦ δώση χρήματα. Καὶ ἡ καημένη ἀσφαλῶς θὰ σκανδαλίστηκε ποὺ ἔχει τέτοιο πρόβλημα καὶ ἔφυγε χωρὶς βοήθεια… Τί μπορεῖς ἐσὺ νὰ κάνης, φτωχὲ Πορφύριε… Κύριε Ἰησοῦ…”. Καὶ ἐπανέλαβε πολλὲς φορὲς ψιθυριστὰ τὴ λέξη “Ἰησοῦ”.
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος χαρίζει ἴαση σὲ ψυχὲς καὶ σὲ σώματα
Ἦταν τόσο ἁπλὸς καὶ γλυκὸς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μὴ κωλύεσαι νὰ τοῦ ἀπευθύνης ὁποιαδήποτε ἀνόητη ἐρώτηση. Ἔτσι, μιὰ μέρα τὸν προκάλεσα ἀδιάκριτα: “Πῶς ξέρεις, Γέροντα, ὅτι αὐτὸ τὸ προορατικό σου χάρισμα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Διάβολο;”. Γέλασε καλοκάγαθα καὶ μοῦ εἶπε: “Τὸ δοκίμασα. Εἶναι ἐκ Θεοῦ, γιατί δὲν λανθάνει. Νὰ σοῦ δώσω παράδειγμα; Ἡ νεωκόρος στὴν Πολυκλινικὴ πόναγε στὸν δεξιὸ ἄνω γομφίο καὶ κράταγε τὸ δεξιὸ μάγουλό της. Τῆς εἶπα, ὅτι εἶναι χαλασμένος ὁ ἀριστερὸς γομφίος. Ἐκείνη ἐπέμενε ἀλλὰ ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸν ὀδοντίατρο, μοῦ εἶπε ἐνθουσιασμένη, ὅτι εἶχα δίκαιο. Στὴν ἀκτινογραφία ἡ βλάβη ἦταν ἀριστερά ἀλλὰ αἰσθανόταν τὸν πόνο δεξιά, ἐπειδὴ ἦταν στὸ ἴδιο νευροτόμιο. Ἄν, λοιπόν, ἦταν ἀπὸ τὸν πονηρό αὐτὴ ἡ προόραση, θὰ βασιζόταν στὸ αἴσθημα τοῦ ἀσθενοῦς καὶ θὰ’ βγαινε λανθασμένη. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνέργεια δὲν σφάλλει”.
Ὁ Γέροντας, σὰν γιατρός μου, δὲν “ἔβλεπε” μόνο τὶς σωματικές μου ἀσθένειες. Φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς πολλὲς πνευματικὲς ἀτέλειές μου. Προσπάθειά του νὰ βρῶ τὴν ταπείνωση. Ἕνα ἀπόγευμα μοῦ τηλεφώνησε στὸ ἰατρεῖο, ἀκριβῶς μετὰ τὴν ὑπερβολικὴ ἐκδήλωση ἀγάπης ἑνὸς ζεύγους ἀσθενῶν μου, ποὺ περιποιήθηκα. Μεταφέρω τὰ λόγια του: “Γιωργάκη, εἶμαι ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς οἱ δυὸ θὰ πᾶμε μαζὶ στὴν κόλαση. Θὰ ἀκούσουμε: Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ… Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου ἀπήλαυσες, ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;”. Τὸν διέκοψα: “Τί ἀπολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή; Τὸ σαράβαλο αὐτοκίνητο, τὸ ἄδειο βιβλιάριο ἢ τὸν ἀνύπαρκτο ὕπνο μας;”. Ἀπάντησε ἀπότομα: “Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Δὲ σοῦ λέει ὁ κόσμος: Τί καλὸς γιατρὸς ποὺ εἶσαι; Μᾶς ἀγαπᾶς, μᾶς φροντίζεις, δὲ μᾶς γδέρνεις. Καὶ σὺ τὰ ἀποδέχεσαι, τὰ χάφτεις. Ἔ! Τὸν ἔχασες τὸ μισθό σου. Τὸ ἴδιο παθαίνω καὶ ἐγώ. Μοῦ λένε πὼς ἔχω “χαρίσματα”, πὼς μπορῶ νὰ τοὺς ἀκουμπήσω καὶ νὰ κάνω θαύματα, πὼς εἶμαι ἅγιος. Καὶ τὰ χάφτω, ὁ ἀνόητος καὶ ἀδύναμος. Ἔ! Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα, ὅτι μαζὶ θὰ πᾶμε στὴν κόλαση!”. “Ἂν εἶναι νὰ πᾶμε μαζί”, τοῦ ἀπάντησα, “πᾶμε καὶ στὴν κόλαση!”. Κι ἐκεῖνος ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο, λέγοντας: “Ἐγὼ σοῦ μιλάω σοβαρὰ καὶ σὺ πάντα ἀστειεύεσαι. Καλὴ μετάνοια καὶ στοὺς δυό μας”.
Ἄλλη μέρα ἤμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ὅτι ἔφυγαν τὰ περισσότερα χρόνια μου ἄκαρπα, μέσα ἀπὸ ἄχρηστες καθημερινὲς λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ὁ Γέροντας καὶ μὲ ἀναπτέρωσε μὲ δυό-τρεὶς φράσεις του: “Ἄκουσες ποτέ, γιατρέ, τὸ “οὐ μὴ γεύσονται θανάτου”; Μποροῦμε, ἂν θέλουμε, νὰ ἀποφύγουμε τὴν πεθαμενίλα. Ἀρκεῖ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Καὶ σὺ “ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου”, κύριε καρδιολόγε” (γελάει).
Ὁ Γέροντας δὲν ἦταν μόνο γιατρός. Ἦταν καὶ κτηνίατρος. Ἀγαποῦσε τὰ ζῶα. Ἐξημέρωσε ἐπιθετικοὺς παπαγάλους καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν Εὐχή. Ἐξεπλάγην, ὅταν ἄκουσα μέσα στὸ κελλὶ τὸν παπαγάλο νὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὴν εὐχή. “Εἶναι πιὸ πνευματικὸς ἀπὸ μένα”, εἶπε. “Ἐγὼ ἀποκάμνω καὶ κοιμοῦμαι, ἀλλ’ αὐτὸς ἀγρυπνεῖ”. Τελευταῖα, προσπαθοῦσε νὰ ἐξημερώση ἕναν ἀετό. Κάποιο Σαββατοκύριακο, στὴ βόρειο Εὔβοια ποὺ ἡσύχαζε, συνέβη τὸ ἑξῆς, ποὺ μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος: “Μιὰ τσομπάνισσα παρακάλεσε νὰ διαβάσω μιὰ εὐχὴ στὸ κοπάδι της, γιατί ἀρρώσταιναν τὰ γίδια της. Συμφώνησα καὶ ἔφεραν ὅλο τὸ κοπάδι κοντὰ στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἔμενα. Στάθηκα μπροστὰ στὸ κοπάδι, σήκωσα τὰ χέρια μου ψηλὰ καὶ εἶπα διάφορες προσευχὲς ἀπὸ ψαλμικοὺς στίχους, ποὺ ἀναφέρονται στὴν κτίση. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπὴ στὰ ζῶα. Κανένα δὲν κουνιόταν. Ὕστερα κατέβασα τὰ χέρια μου καὶ ὁ τράγος κινήθηκε μόνος του. Ἦρθε κοντά, μοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ὑποχώρησε ἤρεμα… Τὰ λέω σωστὰ Πηνελόπη;” φώναξε στὴν ἀνηψιά του, ποὺ στεκόταν πιὸ πέρα. “Ναί, Γέροντα. Ἀκριβῶς ἔτσι ἔγιναν. Ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ”.
Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινα στὸν π. Πορφύριο μὲ συνεῖχε φόβος, μήπως αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸν ἐξετάζω. Ἔτσι, φρόντιζα νὰ κάνω ψηλάφηση καρδιακῆς ὤσεως καὶ καρωτίδων γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ψηλαφῶ τὸ σῶμα ἑνὸς αὐριανοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ὅταν ἔπαιρνα τὸ χέρι μου ἀπὸ τὸ προκάρδιο ἐπανελάμβανε τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τὸν κόσμο σου”. Πόσα νὰ ὀφείλη ἄραγε αὐτὸς ὁ κόσμος, ἡ γενιά μας, σ’ αὐτὲς τὶς προσευχὲς τοῦ Γέροντα Πορφυρίου! Καὶ πόσα τοῦ ὀφείλω ἐγὼ προσωπικά!
Φεύγοντας, ἔσκυβα νὰ πάρω τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοτε μοῦ ἔδινε χαστούκι (ἦταν ἡ ἄκρα ἐκδήλωση τῆς χαρᾶς του) ἢ ἄλλοτε ἔσφιγγε τὸ κεφάλι μου στὰ δυό του χέρια, λέγοντας τὴν εὐχὴ (ἦταν τὸ δικό του ἠλεκτροεγκεφαλογράφημα).
Τώρα ἐξηγῶ, γιατί ὁ Θεὸς φύτεψε μέσα μου τὴν ἐπιθυμία νὰ σπουδάσω ἰατρικὴ σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ νὰ γίνω καρδιολόγος. Ἤθελε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ ψηλαφήσω ἀπὸ κοντὰ τὸν ἁπλό, προσηνῆ καὶ χαρισματικὸ ἅγιο Γέροντα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη.
Κάποια μέρα μοῦ εἶπε: “Ὅταν θὰ φύγω, θὰ εἶμαι πιὸ κοντά σας. Μετὰ θάνατον, καταργοῦνται οἱ ἀποστάσεις”. Ἐλπίζω τώρα νὰ μπαίνη εὐκολότερα στὰ σπίτια μας καὶ στὶς καρδιές μας.
Πηγή: agiazoni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου