Τον γνωρίσαμε στις Καρυές. Πάντα σκυφτός, φτωχός, να φτιάχνει κομποσχοίνια· γι’ αυτό τον έλεγαν ο «Γερο-Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς». Πάντα ευδιάθετος, μ’ ένα κρυφό μειδίαμα και να λέει ασταμάτητα την Ευχή, την Ευχή του Ιησού.
Γεννήθηκε στα Βουρλά της Μ. Ασίας το 1914. Ήλθε στο Άγιον Όρος το 1937. Επέστρεψε στον κόσμο, όπου πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των κατακτητών Γερμανών. Σε μια μάχη γλύτωσε ως εκ θαύματος.
«Κάποτε βρεθήκαμε σ’ έναν λόφο που έβαλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο, όλοι σκοτωθήκανε, εκτός ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι οβίδες κι εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν έχω τα χέρια μου, το ’χω στο στήθος μου ή μου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώματα και δεν μ’ έπιανε η βολή, γιατί είχα Τίμιο Ξύλο πάνω μου και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν αυτό, πιαστήκαν απ’ τα ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο…».
Και στον κόσμο σαν καλόγερος ζούσε.
Το 1943 ήλθε οριστικά στο Άγιον Όρος. Εκάρη μοναχός σ’ ένα καλύβι της Σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος της Κουτλουμουσίου και από Βασίλειος ονομάσθηκε Χαράλαμπος. Μέχρι την κοίμησή του δεν βγήκε έξω από το Άγιον Όρος. Ήταν ένας χαριτωμένος μοναχός. Κυρίως έζησε στα μέρη των Καρυών και της Καψάλας.
Ο Γερο–Χαράλαμπος ζούσε απλά και ασκητικά, με την Ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσχοίνι. Είχε μάθει, μάλιστα, να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φως.
Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σ’ έναν λάκκο που είχε σκάψει ο ίδιος για να τον ζεσταίνει ο ήλιος. Από ’κει του βγήκε και το παρατσούκλι …«εν τω λάκκω» (!).
Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο του με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε μια μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, που τον ταλαιπωρούσε και που την έδενε μ’ ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου, είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι’ αυτό και η κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο νοσοκομείο για να κάνει εγχείρηση, καθώς η κατάστασή του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει! Αυτός είναι ο κανόνας μου· αν θέλει ο Θεός, δεν παθαίνω τίποτα».
Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε· και, παρόλα αυτά, έμενε σ’ ένα κελί ετοιμόρροπο. Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά όταν έβρεχε. Έβαζε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από τη θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον· έτσι, τα νερά κυλούσαν δίπλα.
Κάποτε πήγε στον Γερο–Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για ν’ αγοράσει κομποσχοίνια. Εκείνη την εποχή αυτός ο νέος μοναχός αντιμετώπιζε έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον Γερο–Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσχοίνια, εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι, για να του φέρει τον τενεκέ που τα αποθήκευε όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι ο δαίμονας μού δημιούργησε τον εξής πειρασμό…» και άρχισε τότε να περιγράφει ακριβώς την κατάσταση που αντιμετώπιζε ο νέος, λες και ήταν αυτός στη θέση του, καθώς και να του δίνει οδηγίες για την αντιμετώπισή της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».
Μια άλλη φορά, κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσχοίνι από τον Γερο–Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι, το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε μετά: «Να βάλω στη φούντα κόκκινο νήμα, που είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και, όντως, έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
Έλεγε συνεχώς την Ευχή.
«Όταν λέμε την Ευχή, δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε πάντα μαζί μας τον Χριστό, την Παναγία και όλους τους αγίους, αρκεί να λέμε την Ευχή». Τον χειμώνα έλεγε: «Ο Κύριος με θερμαίνει!». Ζούσε, όπως αναφέραμε, σ’ ένα ετοιμόρροπο καλύβι. Έλεγε: «Αν δεν πίστευα στον Χριστό, μπορούσα να τρυπώσω εδώ μέσα;».
Έλεγε πάλι για την Ευχή:
«Να λέμε την Ευχή· αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ο σατανάς. Η Ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ο εχθρός, όταν το επιτρέπει ο Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει η ψυχή μας, θα τον πολεμούμε κι εμείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημά του, θα μας πάρει στα δεξιά Του ο Θεός, στη βασιλεία Του.
»Μέγα πράγμα, που έχουμε το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”! Η Ευχή τα έχει όλα· και σωτηρία ψυχής και φώτιση και ευχαριστία.
»Η προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Κάποτε ο Μέγας Βασίλειος έταξε μια σκούφια με λίρες σε όποιον παπά θα κατάφερνε μέχρι να τελειώσει την ακολουθία του να κρατήσει τον νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελειώσει, του ήρθε στον νου η σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε…
»Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται! Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία «πάν γόνυ κάμψει» (Φιλ. 2, 10). Και μερικοί πλανεμένοι λένε: “Τι θα προσκυνήσουμε το όνομα;”. Ο Απόστολος Παύλος εννοεί ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ο Χριστός από το όνομά Του, ο Ίδιος είναι. Με το όνομά Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα (Πράξ. 5, 12–20).
»Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τους εχθρούς του Θεού, δηλαδή τους αιρετικούς. Γι’ αυτούς καλά είναι να λέμε: “Αν θέλεις Κύριε, φώτισέ τους!”».
Συχνά τον ενοχλούσαν και τον πολεμούσαν οι δαίμονες· τους πολεμούσε κι αυτός όμως, όπως λέει και ο όσιος Ιωάννης της «Κλίμακος», ο Σιναΐτης: «Με το όνομα του Ιησού να μαστιγώνεις τους πολεμίους» («Κλίμαξ», Λόγος Κ΄, §6 [σελ. 235]· PG 88, 9450).
Έβλεπε και φωτεινούς αγγέλους και γέμιζε από άφατη χαρά η καρδιά του. Είχε ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία. Με ιδιαίτερη κατάνυξη έψαλλε συνέχεια τα τροπάριά της.
Η ευλάβειά του ήταν μεγάλη. Λάτρευε τον Χριστό και Τον επικαλούνταν συνεχώς. Έλεγε: «Πρέπει κανείς να χορτάσει Χριστό· μετά έρχονται γλυκά δάκρυα κι έτσι εύχεται με αγαλλίαση και ελπίδα, αλλά και πάλι δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του αλλά στην ευσπλαχνία του Χριστού».
Συνήθιζε να λέει:
«Όστις μουρλαθεί διά τον Χριστόν, συνετιεί (=θα του δώσει γνώση, σύνεση και σοφία) αυτόν ο Θεός!».
Μερικές φορές έκανε και τον διά Χριστόν σαλό. Η συνομιλία μαζί του σου μετέδιδε ειρήνη και αγαλλίαση. Ποτέ δεν έλεγε περιττά και κοσμικά πράγματα.
Συνήθιζε επίσης να λέει:
«Ουαί ο λαλών και μη ποιών!».
Η Παναγία και οι άγιοι, που θερμά επικαλούνταν, πολλές φορές τον έσωσαν από διάφορους κινδύνους. Κάποτε, που τον επισκέφθηκε ένας ιερεύς, συνοδευόμενος από έναν μοναχό, που είχε προβλήματα στον ναό του, ναό του αγίου Γεωργίου, προτού του πει τίποτε, ο Γέρων Χαράλαμπος τού είπε: «Να ξέρετε, όμως, πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα. Και όσους του πάνε ενάντια, θα τους αρχίσει μ’ αυτό το κοντάρι!».
Στους κοσμικούς, που του ζητούσαν κάποιον λόγο ωφελείας, αρκούνταν μονάχα να λέει εκείνα τα λόγια του Ψαλμού (33, 15): «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» («Απομακρύνσου από κάθε κακό και κάνε το καλό»). Ωστόσο έλεγε: «Για όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ: “Αυτός που γνωρίζει πολλά και δεν εφαρμόζει τίποτα απ’ αυτά που γνωρίζει, θα τιμωρηθεί αυστηρά” (Λουκ. 12, 47)». Υπήρξε ανεξίκακος, συγχωρητικός, υπομονετικός και καλοκάγαθος.
Αναφερόταν σε κάποιους πειρασμούς του, αλλά και σε ορισμένες θείες καταστάσεις ως εξής:
«Ο Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας… Κάποτε, ήμουν φιλοξενούμενος στο Σταυρονικήτα και έρχονταν τα καλογέρια στο κελί μου για να τους πω πνευματικά. Το Πάσχα μπαίνει ένα καλογεράκι ντυμένο με καινούργια ράσα, πασχαλινά. Του λέω: “Καλώς το καλογεράκι, που ήρθε ν’ ακούσει του Θεού τα λόγια!”. Αμέσως, άλλαξε μορφή. Κατάλαβα ότι είναι δαίμονας. “Σε επιτιμώ”, του λέω, “ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού!”. Έκανε πίσω, αγρίεψε και χάθηκε.
»Να προσέχουμε να μη μας νικήσει ο πονηρός. Μια φορά τον είδα ως όφη. Τον ξορκίζω με τον Σταυρό και έφυγε. Άλλη φορά τον είδα σαν αράπη. Μ’ έπιασε να με πνίξει. Τον ξορκίζω με τον Σταυρό, άφαντος έγινε. Ο πονηρός παρουσιάζεται με πολλές μορφές.
»Μια μέρα έκανα κάτι κουτσοδουλειές εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και, μόλις σηκώθηκα, βλέπω κάποιον να με χαμογελάει. “Τι θέλεις εδώ;”, του λέω και δεν μιλάει. “Ποιος είσαι;”, τον ξαναρωτώ· και, μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. “Κοπρόσκυλο!”, λέω στον διάβολο, “εσύ ήσουν που μ’ έριξες κάτω;”.
»Το εχθρό τον είδα άλλοτε σαν θηρίο, άλλοτε σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερεώσει στην πίστη. Έχω δει πολλά δαιμόνια, αγίους, αγγέλους, για να στερεωθώ στην πίστη.
»Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ που κάθομαι και πλέκω κομποσχοίνι, να με πειράξουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω που κάθονται και περιμένουν ποτέ θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός.
»Παρακάλεσα τον Θεό να διακρίνω και να κατανοήσω τι είναι αυτά που βλέπω ξύπνιος, γιατί στα όνειρα εγώ δεν βασίζομαι.
»Τους αγγέλους και τους δαίμονες τούς σηκώνει ο αέρας. Δεν βουλιάζουν να πέσουν, είναι πνεύματα. Οι άγγελοι είναι πολύ όμορφοι. Το πρόσωπό τους έχει χρώμα σαν το κεχριμπάρι.
«Μια φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Οπότε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος που άστραφτε. Το φως του μ’ έκανε να δω ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ο άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε.
»Είδα κάποτε στην αγρυπνία στο Κουτλουμούσι τον άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια· τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δω τον διάκο να κάνει κατάλυση και δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι “δεν υπάρχει διάκος…”».
Έλεγε μια φορά για τη θεία ταπείνωση: «Θέλει ταπείνωση ο Θεός. Όσες αρετές κι αν κάνουμε και μας ρωτήσουν “πώς πάει η πνευματική ζωή;”, να λέμε ότι είμαστε “αχρείοι δούλοι” (πρβλ. Λουκ. 17, 10). Άμα πεις “καλά είμαι!” στην πνευματική ζωή, τά ’χασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και λέει εκεί στις Ώρες ο Ψαλμός (3ος Ψαλμός της Α΄ Ώρας): “Μέσα στο βασιλικό Μου σπίτι δεν έχει θέση άνθρωπος υπερήφανος” (Ψαλμ. 100, 7). Ο Θεός λέει (Ψαλμ. 100, 8): “Θα εξολοθρεύσω όλους όσους κάνουν παράνομα έργα στη ζωή τους”. Αλλά πέφτουν (γονατίζουν) οι άγιοι και λένε: “Κι εμείς αμαρτωλοί είμαστε! Συγχώρεσέ μας, Κύριέ μας!”· και σταματάει την οργή Του ο Θεός».
Μια άλλη φορά έλεγε για το θέμα της σωτηρίας: «Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε τον νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ό,τι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και η πίστη (πρβλ. Ιακ. 2, 14–26). Μην απελπιζόμαστε. Η απελπισία είναι διάβολος».
Για τις ανευλόγητες αδιακρισίες και τις λεγόμενες «υπερευλάβειες» στον πνευματικό μας αγώνα έλεγε τα ακόλουθα: «Να μην τρέχουμε και πολύ, γιατί άμα τρέχει ο αθλητής πολύ, λαχανιάζει και σταματά μετά. Δηλαδή, να μην κάνουμε μεγάλες ευλάβειες. Θέλει με σκέψη, ταπείνωση, για να βοηθήσει ο Θεός, και προσευχή στον Θεό. Δεν σε φθάνει να πάμε στον Παράδεισο και θες να πας σε μεγαλύτερα μέτρα; Αν μας ελεήσει ο Θεός, θα πάμε στον Παράδεισο».
Για το θέμα της μετανοίας και εξομολογήσεως, έλεγε: «Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ο δαίμονας τα αμαρτήματα· και να θέλει, δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ο Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου! Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται “πονηρευόμενοι”· και οι “πονηρευόμενοι”, “θα εξολοθρευθούν”, λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογείστε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».
Ένας μοναχός που τον γνώρισε από κοντά, αναφέρει περί αυτού: «Ήταν κάπως αγροίκος, ατημέλητος, ολιγόλογος και απόμακρος. Συχνά τον συναντούσε κανείς ημιξαπλωμένο στη γη πλέκοντας κομποσχοίνι. Όταν του μιλούσες, απαντούσε κοφτά· και μετά, με τη μακρόσυρτη βαριά φωνή του, έλεγε το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, μην παύοντας ποτέ να πλέκει κομποσχοίνι και να βλέπει κάτω. Τα χέρια του ήταν δουλεμένα, όλο ρόζους, τα υποδήματά του ήταν με σόλες από λάστιχο αυτοκινήτων σαν βάρκες. Τα πόδια του κατάξηρα, σκασμένα, σαν το καβούκι της χελώνας. Όταν συνειδητοποίησε ότι το κουβάρι του έχει πλέον μαζέψει, ζήτησε την προστασία στη Μονή Σταυρονικήτα. Το 1995 πήγε στη Μονή με όλη την πραμάτειά του, που την αποτελούσαν τρεις πλάκες καθαρό κερί κι ένα τσουβάλι νήμα για κομποσχοίνια. Όλο το διάστημα που έμεινε στη Μονή ήταν σχεδόν κλινήρης. Οι πατέρες που τον διακονούσαν είχαν ν’ ακούσουν μόνο καλογερικό λόγο από το στόμα του. Με τη βαριά και συρτή φωνή του έλεγε συνεχώς την Ευχή του Ιησού. Διηγείτο χαριτωμένα όνειρα, οράματα και οπτασίες δαιμόνων και αγγέλων. Δεν ήταν καθόλου απαιτητικός. Έραινε τους διακονητές του με θερμές ευχαριστίες για την τόση φροντίδα τους προς αυτόν. Σήκωνε ένα μεγάλο σταυρό από χρόνια. Του είχε δοθεί ένα «αγκάθι στο σώμα» του, κατά τον θείο Παύλο, «για να μην υπερηφανεύεται» (πρβλ. Β΄ Κορ. 12, 7). Υπέφερε πολύ από μια μεγάλη κήλη και γι’ αυτό ήταν κλινήρης. Όταν έβγαινε, με δυσκολία επανερχόταν στη θέση της. Γι’ αυτό και όταν τον συναντούσε κανείς, ήταν ημιξαπλωμένος στη γη. Ήλθε ο καιρός που σταμάτησε πλέον να πλέκει κομποσχοίνια, να μιλάει και να εξιστορεί παλαιά γεγονότα. Διατηρώντας πλήρη διαύγεια πνεύματος επανελάμβανε μόνον την Ευχή».
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 18.2.1998, ημέρα Καθαρά Τρίτη. Εκοιμήθη τον μακάριο ύπνο των δικαίων, αφήνοντας παράδειγμα απλότητας και καρτερίας. Ετάφη στο κοιμητήρι της μονής Σταυρονικήτα.
※
[(1) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου (1952–2014): «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του 20ου αιώνος», Τόμ. Γ΄, Βίος 83ος, σελ. 1461–1467, Εκδόσεις «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 20111.
(2) Ανωνύμου συγγραφέως: «Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση», Μέρος 3ο, σελ. 662–671, Άγιον Όρος 20111.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, προσάρτηση, υπομνηματισμός και πληκτρολόγηση κειμένων: π. Δαμιανός.]
Πηγή: toeilhtarion
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου