Του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Στο απολυτίκιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου περιγράφονται μερικές πολύ χαρακτηριστικές πτυχές του “Θεομητορικού θαύματος”. Πώς όμως ακούγονται αυτά τα υπερφυή γεγονότα στις μέρες μας;
“Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας· εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε”. Σ’ αυτές τις δύο προτάσεις παρουσιάζονται δύο κρίσιμες συνθέσεις, οι οποίες αντιφάσκουν προς την εμπειρία και την κοινή λογική του θνητού ανθρώπου, συνιστούν όμως το θεμέλιο της σωτηρίας του κόσμου. Το πρόσωπο που συνθέτει αυτές τις αντινομικές καταστάσεις είναι η Παναγία. Η πρώτη, λοιπόν, σύνθεση που πραγματοποιείται στο πρόσωπό της είναι η “σύνθεση” της μητρότητας και της παρθενίας. “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας”. Στην κοινή πείρα του ανθρωπίνου γένους η γέννηση – η μητρότητα– είναι αποτέλεσμα της καταργήσεως της παρθενίας και η “φύλαξη” της παρθενίας έχει ως αποτέλεσμα την στέρηση της μητρότητας. Αυτή την κοινή πείρα άλλωστε ψάλλει ο υμνογράφος άγιος Ανδρέας ο Κρήτης όταν λέει: “Αλλότριον των μητέρων η παρθενία και ξένον ταις παρθένοις η παιδοποιία”. Συνεχίζει όμως λέγοντας: “επί σοι Θεοτόκε αμφότερα ωκονομήθη”. Με άλλα λόγια διατυπώνει το ίδιο νόημα με τον στίχο: “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας”. Είναι η ομολογία ότι στην Παναγία έχουμε την “κατόρθωση” του “μητροπαρθενικού κάλλους”. Συγκεντρώνει επάνω της την χάρη της παρθενίας και την χάρη της μητρότητας. Αυτό, βέβαια, το αφύσικο γεγονός είναι φυσική συνέπεια της θέσης της μέσα σε όλη την δημιουργία. Είναι το “μεθόριο” της κτιστής και της άκτιστης φύσης. Αυτή πρώτη απ’ όλη την κτίση, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δέχεται την χάρη του Θεού, την οποία στη συνέχεια κατανέμει “κατ’ αξίαν” σε όλα τα κτίσματα. Η θέση αυτή χαρίστηκε στην Θεοτόκο, λόγω της ακριβούς και βαθιάς αυτοπροαίρετης υπακοής της στο θέλημα του Θεού. Αυτή η ολοκληρωτική ελεύθερη υπακοή της δώρισε την “γονιμότητα της παρθενίας”. Την έκανε μητέρα του Θεού. Η Παναγία έδωσε “εκ των αγνών αιμάτων” της την ανθρώπινη φύση στο Υιό του Θεού, ο οποίος έγινε έτσι και Υιός ανθρώπου, πλήρης και τέλειος άνθρωπος από παρθενικό τόκο, από τόκο που ήταν άσχετος με την φθορά και τα πάθη των συνηθισμένων γεννήσεων. Αυτή η “παρθενική γέννηση” και το “μητροπαρθενικό κάλλος” της Θεοτόκου υμνείται με το στίχο: “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας”.
Η σύνθεση της παρθενίας με την μητρότητα είναι η αφετηρία της νέας ζωής της χάριτος, η αρχή της νεκρώσεως του Θανάτου. Η γέννηση του Χριστού ήταν ελεύθερη από κάθε αναγκαιότητα. “Επεσκίασε” η χάρη του Θεού την “Κεχαριτωμένη” και συνέδεσε μέσα στη μήτρα της το κτιστό και το άκτιστο, σχηματίζοντας το εμψυχωμένο σώμα του Χριστού με ψυχή νοερή και λογική. Αυτή η ανθρώπινη φύση του Χριστού από τη σύλληψή της ήταν ελεύθερη από την αμαρτία, γιατί υπόστασή της ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού. Έτσι προσέλαβε ο Θεός σώμα θνητό και παθητό, αλλά “χωρίς αμαρτίας”. Με αυτό νίκησε τον θάνατο και δώρισε την ζωή σε όλο το ανθρώπινο γένος.
Ό,τι λοιπόν συνέβη με τον Χριστό, ο οποίος πέθανε και ανέστη, το ίδιο θα συμβή και με κάθε άνθρωπο. Προς το παρόν, βέβαια, γευόμαστε οι άνθρωποι μόνο το θάνατο. Βλέπουμε την κυριαρχία του πάνω σε όλη την δημιουργία. Αυτό που προσδοκούμε – αυτό που είναι και η “αποκαραδοκία” όλης της κτίσεως– είναι η “κοινή ανάσταση”· η ζωοποίηση των “από αιώνος” νεκρών σωμάτων και η ένδυση των φθαρτών με αφθαρσία. Αυτό που αναμένουμε εμείς να συμβή, όταν θα έλθη ο Χριστός “εν τη δόξη αυτού”, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, συνέβη ήδη στην Θεοτόκο. Η Μητέρα του Χριστού τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση και την ταφή της από τον “σύλλογο” των Μαθητών και των πρώτων αποστολικών Πατέρων, “μετέστη” στους ουρανούς. Η “μετάσταση” της Θεοτόκου είναι ταυτόχρονα ανάσταση και ανάληψη. Δηλαδή, το νεκρό της σώμα συνδέθηκε πάλι με την ψυχή της και “ανελήφθη” από τον Υιό της στα Άνω Βασίλεια. “Μετέστη προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής”. Δεν ήταν δυνατόν αυτή που γέννησε τον νικητή του θανάτου να κατέχεται από τον θάνατο.
Αυτή όμως η “μετάσταση” δεν χώρισε την Θεοτόκο από τον κόσμο. Γι’ αυτό ψάλλει ο υμνογράφος: “εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε”. Σ’ αυτή την πρόταση βρίσκεται η δεύτερη σύνθεση που αντιφάσκει προς την ανθρώπινη εμπειρία. Είναι η “σύνθεση” του θανάτου και της παρουσίας στον κόσμο του ανθρώπου που τον έχει υποστή. Ο θάνατος είναι στην ανθρώπινη εμπειρία ταυτόσημος με τον χωρισμό. Χωρίζει με αδιαπέραστο τείχος και αδιάβατη απόσταση αγαπημένα πρόσωπα. Από το Χριστό όμως ο θάνατος έγινε ύπνος – “κοίμηση”– και ταυτόχρονα γκρεμίστηκε το αδιαπέραστο τείχος και έγινε “εν Πνεύματι Αγίω” βατή η απόσταση ζώντων και κεκοιμημένων. Έτσι, περισσότερο από όλους τους Αγίους, η Θεοτόκος, παρά την “κοίμησή” της, συνεχίζει να είναι παρούσα μέσα στο κόσμο με την άμαχη προστασία της. Αυτό μαρτυρούν τα αμέτρητα θαύματά της.
Πώς, λοιπόν, ακούγονται στις μέρες μας αυτές οι πτυχές του “θεομητερικού θαύματος”, που περιγράφονται από το απολυτίκιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου; Στην εποχή μας έχουν γίνει αποδεκτές ως φυσικές καταστάσεις δύο από τις πιο καταπιεστικές συνέπειες της εκούσιας απομακρύνσεως του ανθρώπου από το πνεύμα των εντολών του Θεού. Έχει γίνει αποδεκτό ως φυσικό το αφύσικο· έχει κυριαρχήσει το σαρκικό φρόνημα ως φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Και από την άλλη μεριά έχει γίνει αποδεκτή ως φυσική κατάληξη της ανθρώπινης ζωής ο θάνατος, του οποίου επιδιώκεται η αναβολή και όχι η υπέρβαση ή η κατάργηση. Μέσα σ’ αυτήν την κρατούσα κατάσταση δεν μπορεί εύκολα “να αποκρυπτογραφηθή το άσπιλο”, δεν μπορεί να γίνη εύκολα αποδεκτός ο λόγος για το “μητροπαρθενικό κάλλος” της Θεοτόκου. Η προσέγγισή του απαιτεί “κεκαθαρμένες διάνοιες” και “αρρύπωτα χείλη”. Απαιτεί σε κάποιο βαθμό, έστω πολύ μικρό, ζωή παρόμοιας ποιότητας με την ζωή της Θεοτόκου μέσα στα Άγια των Αγίων του νομικού ναού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έχει περιγράψει τη ζωή της Θεοτόκου μέσα στα Άγια των Αγίων με βάση τη δική του ησυχαστική εμπειρία. Μέσα στο Ναό η Παρθένος Μαρία έφθασε στην καθαρή προσευχή, αφού υπερέβη τις αισθήσεις, τη φαντασία, τους λογισμούς και τις αντιλήψεις που δημιουργούνται από αυτές τις δυνάμεις του ανθρώπου. Με καθαρό, αθόλωτο νου ενώθηκε με το Θεό και έγινε το κατάλληλο όργανο για τη σάρκωσή Του.
Αυτήν την πνευματική πορεία ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής την συνδέει με τα μέρη του χριστιανικού ναού. Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο η Εκκλησία είναι εικόνα του ανθρώπου και ο άνθρωπος εικόνα της Εκκλησίας. Πιο αναλυτικά, “Κυρίως Ναός” είναι το σώμα του ανθρώπου, “Ιερό Βήμα” η ψυχή του και “Θυσιαστήριο” ο νους του. Το σώμα, ως Κυρίως Ναός, λαμπρύνεται με την πρακτική αρετή. Η ψυχή, ως Ιερό Βήμα, προσφέρει – με την πνευματική γνώση των κτισμάτων– όλη τη δημιουργία στο Θεό. Ο νους, ως Θυσιαστήριο, δέχεται την αποκάλυψη του Θεού και διατυπώνει, όσο του είναι δυνατό, τη θεολογική γνώση που αποκτά.
Η εξελικτική πορεία του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία, όπως περιγράφεται από τον άγιο Μάξιμο, αποκαλύπτει εμμέσως και τη ζωή της Θεοτόκου μέσα στα Άγια των Αγίων, όπως αργότερα την περιέγραψε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η Θεοτόκος βρισκόταν διαρκώς στο ανώτατο άκρο της πνευματικής εξελίξεως του ανθρώπου. Ο νους της, ως θυσιαστήριο, ήταν ενωμένος με το Θεό.
Το μυστήριο της Θεοτόκου προσεγγίζεται όταν η πνευματική μας πορεία ακολουθή σε κάποιο βαθμό την περιγραφή του αγίου Μαξίμου του ομολογητή και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Πηγή: parembasis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου