Από το πρωινό τούτο της 27ης του Νοέμβρη, ο Γρηγόριος είχε την επισκοπική ευθύνη για την Κωνσταντινούπολη. Στη διάθεσή του όλοι οι ναοί. Δεν είχε τυπικά ενθρονιστεί μα ήτανε κι αναγνωριζότανε απ’ όλους επίσκοπος κανονικός.
Οι περισσότεροι αρειανοί και μάλιστα οι λαϊκοί ενώθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μείνανε όμως αρκετοί φανατικοί και ιδιαίτερα κληρικοί, που κάνανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να βλάψουνε το Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, οργάνωναν τη δράση τους και τις επιθέσεις τους. Φτάσανε στο σημείο να οργανώσουνε ακόμα και τη δολοφονία του Γρηγορίου. Εκεί έφτασε το μίσος.
Τα μελετήσανε όλα σε όλες τις λεπτομέρειες. Πλησίασαν ένα δικό τους, ένα νεαρό και φανατικό. Του υποσχεθήκανε πολλά. Εκείνος δέχτηκε μ’ ευκολία. Και μ’ ένα θράσος φοβερό. Τη νύχτα, κλείνανε καλά τις πόρτες οι άνθρωποι του Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν το κακό. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να επιτεθεί ο δολοφόνος μια ώρα, που να μην έχει κόσμο στην αυλή του Αβλάβιου. Να μην υπάρχει άνθρωπος εκεί στην άκρη, στο χαμηλό σπιτάκι με το κελί του Γρηγορίου.
Ήταν χειμωνιάτικο απόγευμα, προς το τέλος του Δεκέμβρη. Πήρε να σκοτεινιάζει γρήγορα. Ο κόσμος μαζεύτηκε νωρίς. Το χιονόνερο έστελνε βιαστικά τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Οι αρειανοί όπλισαν μ’ ένα μαχαίρι το νεαρό δολοφόνο και τον έστειλαν εκεί που ήξερε. Με προφυλάξεις, έφτασε στο αρχοντικό του Αβλάβιου. Η μεγάλη πόρτα του κήπου ήτανε ανοιχτή. Την περίμενε κλειστή και παραξενεύτηκε. Μπαίνανε από κει όσοι πήγαιναν για το ναό της Αναστασίας. Τέτοια ώρα όμως κανείς δεν ερχόταν· ακολουθίες τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, δε γίνονταν. Ο νεαρός δεν πολυσκέφτηκε. Δρασκέλισε αθόρυβα. Προχώρησε για το σπιτάκι με την πλάτη στο φράχτη, να παρακολουθεί, μήπως φανεί κίνηση. Το μυαλό και τα μάτια καρφωμένα στο σπιτάκι. Κίνηση εκεί καμία. Επομένως, δεν είχε ’ρθει ακόμα ο Θεόφιλος· αυτός που έκανε τις πρόχειρες δουλειές του σπιτιού. Προχώρησε ακόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τα μάτια στο σπιτάκι. Έβλεπε μόνο το φωτάκι στο κελί του επισκόπου. Θα προσευχότανε ή θα διάβαζε. Αυτές τις μέρες ήτανε πάλι άρρωστος. Αποκλειόταν να κυκλοφορεί όρθιος.
Περίμενε ακόμα λίγο και μ’ ένα σάλτο αθόρυβο βρέθηκε στην πόρτα. Την έσπρωξε μαλακά και μπήκε στο διάδρομο. Κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπε απέναντί του τη μικρή πόρτα, στο κελί του Γρηγορίου. Το μυαλό και οι αισθήσεις του στο κελί. Μηχανικά παραμέρισε το ρούχο του, έβαλε το χέρι στη ζώνη κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού. Μια κρυάδα του ήρθε, αλλά έσφιξε καλά τη λαβή και τράβηξε το μαχαίρι έξω. Ασυναίσθητα το ‘φερε κοντά στα μάτια να το δει καλά, γιατί το σκοτάδι τον εμπόδιζε. Τότε ξαφνικά, ένας ελαφρύς θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωση. Ένας νέος άντρας έμπαινε από την πόρτα μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι. Ο δολοφόνος δεν είχε να φύγει από πουθενά. Χαμένος, έμεινε ακίνητος. Τα μέλη του παράλυτα, το στόμα του σφαλισμένο. Ο Θεόφιλος σήκωσε ψηλά το λυχνάρι να δει καλά και κατάλαβε. Μέσα του ένιωσε τρόμο. Άρχισε να τρέμει και να τραυλίζει. Όμως δεν ήτανε καιρός. Φτάσανε οι εκπρόσωποι ενός ναού, που θέλανε να δουν τον επίσκοπο - γι’ αυτό έμεινε η έξω πόρτα ανοιχτή. Οι εκπρόσωποι πατούσαν κιόλας το σκαλοπάτι του σπιτιού. Ο Θεόφιλος, χωρίς να σκεφτεί, οδηγημένος από κάποια δύναμη, σηκώνει το αριστερό του χέρι και παίρνει απλά το μαχαίρι από το νεαρό, που έστελε σαν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οι επισκέπτες. Ο Θεόφιλος τους άνοιξε την πόρτα του κελιού, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, έπιασε από το χέρι το νεαρό και τον έβαλε κι αυτόν στο κελί.
Ο άρρωστος επίσκοπος ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι, να τους βλέπει και να τον βλέπουνε. Οι εκπρόσωποι του λέγανε, αυτά που είχανε να πουν. Μα το διαπεραστικό μάτι του Γρηγορίου στάθηκε σ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό και ωχρό σαν πανί. Ο νεαρός με το μαχαίρι στεκότανε θλιμμένος, με κατεβασμένα τα μάτια, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του.
Καμιά φορά φύγανε οι εκπρόσωποι. Τότε ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου. Γονατιστός τον αγκάλιασε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι κι έκλαιγε με λυγμούς. Τον ρωτούσε απορημένος ο Γρηγόριος κι αυτός μόνο έκλαιγε και βογκούσε. Ρώτησε πάλι και πάλι, απάντηση καμία. Στενοχωρήθηκε ο επίσκοπος και, βλέποντας το νεαρό να κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ο ίδιος από συμπόνια. Ο Θεόφιλος, που βγήκε να ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες, γύρισε στο κελί. Ακούοντας πάλι το δακρυσμένο επίσκοπο να ρωτάει το νεαρό, ποιος είναι και τί έπαθε, έδωσε κείνος την απάντηση:
- Ο φονιάς σου είναι, γέροντα. Τώρα δα ήταν έτοιμος. Κι αν δεν προλάβαινα, τώρα δε θα ρωτούσες, ούτε και θα μας έβλεπες, σ’ έσωσε ο Θεός.
- Μα τούτος κλαίει, παιδί μου, πώς είναι δυνατό; έκανε ο Γρηγόριος.
- Κλαίει γιατί τον χτύπησε η συνείδηση. Του ‘γίνε θηλιά και πάει να τον πνίξει, έγινε ο δήμιός του, πρόσθεσε ο Θεόφιλος.
Περάσανε ακόμα λίγα λεπτά κι ο νεαρός συνήλθε. Του ‘γνεψε και πλησίασε στην κορυφή του κρεβατιού. Εκείνος γονάτισε κι ο Γρηγόριος έβαλε το ιερό του χέρι στο κεφάλι του μετανοημένου. Τον συγχώρεσε και τού ‘πε λίγα λόγια:
- Ο Θεός να σ' ελεήσει και να σε σώσει, παιδί μου. Για μένα, που τόσα χρόνια είμαι δικός του και σωσμένος, δεν είναι δύσκολο να φανώ και στο σφαγέα μου καλός. Μόνο πια τώρα, κοίτα να γίνεις καλός, καθώς πρέπει σε μένα και στο Θεό.
Η απόπειρα δολοφονίας μαθεύτηκε σ’ όλη την Πόλη, που μέρα με τη μέρα μαλάκωνε και αγαπούσε περισσότερο το Γρηγόριο. Μαλάκωνε η καρδιά και πολλών πρώην φανατικών αρειανών. Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε αθέατοι στο κελί του, να ζητήσουνε συγχώρηση για όσα του είχανε κάνει. Και δεν του είχανε κάνει λίγα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους πολλούς λιθοβολισμούς, ότι παραλίγο να τον σκοτώσουνε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις βρισιές, τα ομαδικά γιουχαΐσματα, τις κατάρες, την απόπειρα δολοφονίας.
Εκείνος πάραυτα δεν έστελνε τους κρατικούς υπαλλήλους να συλλάβουνε τους καταχραστές αρειανούς. Δεν ήθελε να δείξει ότι για χρήματα κινεί τέτοιες διαδικασίες. Ούτε κι ο ίδιος αναμίχτηκε στα οικονομικά, μέχρι το καλοκαίρι του 381, που έμεινε στην Πόλη ως επίσκοπος. Υπερβολή κι αυτό. Μα δεν άντεχε το πιο εκμαυλιστικό από τα κοσμικά πράγματα· τα χρήματα. Έφτασε στο σημείο να μην παρακολουθεί τι γίνεται με την κληρονομιά του πατέρα του και της μητέρας του. Κτήματα μεγάλα και υποστατικά. Πολλά τα ’χε δώσει με λόγο σ’ αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Άλλα μπαίνανε και του τα παίρνανε γείτονες και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα επιβλέπανε άνθρωποί του. Εκείνος ούτε να ξέρει δεν ήθελε. Αγαπούσε τη φτώχεια και ζούσε σαν ασκητής. Άλλωστε σε λίγους μήνες, στις 31 Μαΐου του 381, θα κάνει διαθήκη, για να δώσει από δω κι από κει όλα τα υπάρχοντά του, να μην τον βαραίνει τίποτα στη γη. Ήτανε τότε πενήντα ενός χρόνων. Πολλά τ’ άφηνε στην Εκκλησία της Ναζιανζού· άλλα για πτωχοτροφείο κι άλλα πάλι αλλού.
Στυλιανού Παπαδόπουλου,
Ο πληγωμένος αετός,
εκδ. Αποστολική Διακονία,
σελ. 232-236
Πηγή: wra9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου