Σ’ αὐτούς τούς πολύ χαλεπούς καιρούς, πού παντοῦ βασιλεύει ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ὑλισμός καί ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς χριστιανικές, ἠθικές καί ἐθνικές ἀρχές, γιά νά μᾶς ξυπνήσουν ἀπό τόν
λήθαργο χρειάζονται ἀναχώματα πνευματικά, φάροι σωστικοί, γιά ὅσους ταξιδεύομε στό ἄγριο πέλαγος τῆς προσωρινῆς τούτης ζωῆς, ὥστε νά μᾶς στηρίζουν γιά νά μήν καταποντιστοῦμε στά ἀπύθμενα βάθη τῆς ἁμαρτίας.
Μία τέτοια παρηγορητική μορφή στά μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ὑπῆρξε γιά τήν περιοχή Πιτσιλιᾶς, ἰδίως γιά τό χωριό Πλατανιστάσα καί τά γειτονικά του χωριά, ὁ ἀείμνηστος θεῖος μου Ἰωάννης Εὐσταθίου Παχουλίδης, ὁ γνωστός ὡς «Πασιουλῆς» ἤ «Κουτσογιαννῆς», πού γιά δεκαοκτώ συναπτά χρόνια ἔζησε μία ἀσκητική ἐρημική ζωή μακριά ἀπό τόν κόσμο, ὑπηρετώντας μέ ἔνθεο ζῆλο «τήν πάλαι ποτέ διαλάμψασαν» Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι τῆς Κύπρου, σάν φύλακας ἄγγελός της καί ξεναγός τῶν λίγων, ἀλλά ἐκλεκτῶν ἐπισκεπτῶν της.
Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στό χωριό Πλατανιστάσα στίς ἀρχές τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά ἕξι παιδιά τοῦ Εὐσταθίου Χατζηδημήτρη Πασιουλῆ καί τῆς Παρασκευῆς, τό γένος Πρωτοπαπᾶ Ἰωάννη. (Τά ἄλλα ἀδέλφια του ἦταν: Ἑλένη, Εἰρήνη, Μαρία, Παναγιωτοῦ, Γεώργιος). Ὁ παπποῦς του, ἀπό τήν μητέρα, πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης, ἦταν συνεφημέριος στήν...
Ἐκκλησία Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Πλατανιστάσας μαζί μέ τούς ἀδελφούς του ἱερεῖς, παπα–Γεώργιο καί παπα–Μιχαήλ καί τόν πατέρα τους, παπα–Χριστόδουλο. Ὁ Πρωτοπαπᾶς Ἰωάννης ἀγαποῦσε πολύ τόν πρῶτο του ἐγγονό Ἰωάννη καί ἀπό μικρό τόν εἶχε πάντα μαζί του στήν Ἐκκλησία καί τόν ἔμαθε πρῶτα νά τόν βοηθᾶ μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀκολούθως στό ψαλτήρι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Ἔτσι ἔμαθε τήν τυπική διάταξη ὅλων τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τόν ἔμαθε νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί τοῦ ἐξηγοῦσε μέ ἁπλῆ γλῶσσα διάφορα γεγονότα, πού ἀναφέρονται μέσα στά ἀναγνώσματα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Τόν ὤθησε στήν μελέτη καί μέχρι τοῦ θανάτου του συνέχιζε νά μελετᾶ ἐκκλησιαστικά βιβλία. Ἤθελε πολύ νά γίνη καί αὐτός ἱερέας. Ὅμως οἱ συνθῆκες τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί λόγοι ὑγείας, δέν τοῦ τό ἐπέτρεψαν.
Ὁ πατέρας του πέθανε ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦταν δεκαοκτώ χρόνων καί ἀνέλαβε τό βάρος τῆς συντήρησης τῆς οἰκογένειας ὁ ἴδιος. Ἀπό μία πάθηση τῆς σπονδυλικῆς στήλης, πιθανόν κήφωση, ἄρχισε νά καμπουριάζη καί τό κακό προχωροῦσε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Σταμάτησε τίς γεωργικές ἐργασίες καί τήν μεταφορά τῶν διαφόρων προϊόντων (ἀμυγδάλων, φουντουκιῶν, κρασιοῦ κ.λπ.), μέ γαϊδούρια στήν Λευκωσία καί στήν Λεμεσό. Ὅμως ἡ ἐσωτερική δύναμη τῆς ψυχῆς του γιά ζωή, τόν βοήθησε νά μάθη διάφορες ἄλλες ἐργασίες, πού μποροῦσε νά κάνη μέ τήν ἀναπηρία του καί νά τόν καταστήση χρήσιμο ἄνθρωπο στήν οἰκογένεια καί στήν κοινωνία. Ἔμαθε νά πλέκη καλάθια, κοφίνια, πανέρια, ταλάρια (γιά γαλακτοκόμους), κυψέλες, κάλτσες μέ καλτσομηχανή, πού ἀγόρασε ὁ ἴδιος μέ χρήματα πού ἔπαιρνε ἀπό τά πιό πάνω, ξύλινα ἄροτρα, ξύλινα κουτάλια καί ἄλλα χειροποίητα πράγματα. Ἀκόμα καί ὡς πωλητής στό Συνεργατικό Παντοπωλεῖο τοῦ χωριοῦ, πού ἵδρυσε ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, ἐργάστηκε ἀμισθί, γιά τό καλό τοῦ χωριοῦ του μαζί μέ τήν ἀδελφή του Παναγιωτοῦ γιά ἕνα διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου