Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

Ιερά Μονή Κηπίνας: Το άγνωστο μικρό «Μετέωρο» της Ηπείρου

Η μονή Κοίμησης της Θεοτόκου Κηπίνας είναι αφιερωμένη στην Παναγία (αλλά γιορτάζει και της Ζωοδόχου Πηγής). Από τα βράχια αναβλύζει κρυστάλλινο νερό. Μια πέτρινη βρύση κελαρύζει, καλωσορίζοντας τον επισκέπτη, τον προσκυνητή. 
Ο ευρύτερος χώρος του μοναστηριού οριοθετείται από έναν πέτρινο τοίχο - περνάς την πρώτη τοξωτή πόρτα, την εξωτερική θύρα, συνεχίζεις την μικρή ανηφόρα και διασχίζεις την εξωτερική αυλή της μονής. Μπορείς να ξαποστάσεις στους ίσκιους της, κάτω από τα δέντρα και τον «δεσποτικό» βράχο - η θέα όμως είναι απελευθερωτική, ακούς το ποτάμι από κάτω και θαρρείς πως είναι ο ήχος από τα ηλιόλουστα χιόνια που λιώνουν. Για να φτάσεις στο κυρίως τμήμα του μοναστηριού, περνάς την μικρή, ξύλινη γέφυρα, την «λισιά» στην ηπειρώτικη ντοπιολαλιά - «λισιά», προφανώς, γιατί είναι μια κινητή γέφυρα, ο μηχανισμός ανύψωσής της οποίας, η «μαναβέλα», διασώζεται ακόμη.
Για το μοναστήρι δεν έχουμε πολλά ιστορικά στοιχεία - η μελέτη «Ιερά Μονή Κηπίνας, Ιστορία και Τέχνη» της αρχαιολόγου Αργυρώς Καραμπερίδη και του Βασίλη Κασκάνη, αρχιτέκτονα και προϊσταμένου της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, είναι το πιο ολοκληρωμένο σύγγραμμα για την ιστορία και την αρχιτεκτονική της. Οι δύο αυτοί επιστήμονες συνέταξαν το 1996 την μελέτη στερέωσης και αποκατάστασης του μοναστηριακού συγκροτήματος - οι εργασίες συντήρησης που έγιναν τα επόμενα χρόνια από το Υπουργείο Πολιτισμού σε αυτή την μελέτη βασίστηκαν.

Το κυρίως κτιριακό συγκρότημα της Μονής αποτελείται από το καθολικό, τα τρία κελιά και τον εξώστη, όλα τους λαξευμένα στην κακοτράχαλη, βουνίσια επιφάνεια. Περνάς λοιπόν την «λισιά», ακολούθως το διαβατικό στην είσοδο του κτηρίου και έτσι μπαίνεις στο καθολικό του μοναστηριού, με τον ξύλινο εξώστη στο μπροστά τμήμα και τον σπηλαιώδη ναό στα ενδότερα του βουνού. Ο θόλος του ναού και οι τρεις κόγχες του ιερού είναι σκαλισμένα στο βράχο - ο χώρος «διακατέχεται» από ένα βαθύ ημίφως. Ο ναός, μονόχωρος και με τρούλο, μοιάζει με πολλούς ναούς της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Οι τοιχογραφίες του έχουν κι αυτές σκοτεινιάσει, δυσδιάκριτες πλέον οι λεπτομέρειες των μορφών και εικονογραφήσεων από τον καπνό και την αιθάλη που τα χρόνια συσσώρευσαν πάνω στα χρώματά τους. Σημειώνω, ενδεικτικά, μερικά μόνο από τα θέματα και τις παραστάσεις των τοιχογραφιών, όπως αναφέρονται στην μελέτη των Καραμπερίδη και Κασκάνη: στον θόλο η μορφή του Παντοκράτορα, στην κόγχη της κεντρικής αψίδας η ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος ανάμεσα σε αγγέλους, μορφές ιεραρχών και διακόνων στα κατώτερα τμήματα των τοίχων του ιερού.
Ο ζωγράφος είναι άγνωστος - μπορούμε να τον φανταστούμε να δουλεύει αιώνες πριν υπό το φως των κεριών, το έργο του έχει φτάσει, έστω κάτω από στρώματα καπνού και χρόνου, μέχρις εμάς, αλλά το όνομά του έσβησε. Πάντως οι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής είχαν ακόμη τη σεμνότητα του λαϊκού τεχνίτη και την «ανωνυμία» του μάστορα, δεν τους «έκαιγε» όπως τους σημερινούς ανθρώπους της τέχνης η δόξα των επόμενων αιώνων. «Διακρίνονται εικονογραφικά στοιχεία της σχολής της βορειοδυτικής Ελλάδας», γράφουν η Καραμπερίδη και Κασκάνης - τα πλούσια, με γούνινη επένδυση ενδύματα των αγίων, τα χρυσά άστρα στο βάθος των παραστάσεων. Εντυπωσιακό μου φάνηκε ότι ακόμα και σε αυτό το μικρό, δυσπρόσιτο μοναστήρι των Τζουμέρκων υπάρχουν στοιχεία δυτικών και μπαρόκ επιδράσεων, όπως αυτές που, συνήθως, διακρίνονται στα έργα Επτανήσιων και Κρητικών ζωγράφων.

«Κάποια σημεία των τοιχογραφιών που καθαρίστηκαν δοκιμαστικά από συντηρητές της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αποκαλύπτουν έναν ιδιαίτερα αξιόλογο και ικανό, πάντα μέσα στο καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής, ζωγράφο, με αρκετά έντονη καλλιγραφική διάθεση και έμφαση στη λεπτομέρεια… όπως φανερώνουν τόσο οι σκηνές όσο και οι ολόσωμες μορφές, όλες μικρής κλίμακας, προσαρμοσμένες στην κλίμακα του μνημείου», γράφουν οι Καραμπερίδη και Κασκάνης. Ο δημιουργός τους, πιθανότατα, έζησε κάπου στα τέλη του 17ου αι. ή στις αρχές του 18ου αι.- δεν ξέρουμε την καταγωγή του, πάντως το 18ο αι. οι γειτονικοί Καλαρρύτες υπήρξαν «μήτρα» πολλών ζωγράφων που εργάστηκαν σε ομάδες στην Ήπειρο και την Θεσσαλία.
Το αυθεντικό τέμπλο του ναού βανδαλίστηκε από αγνώστους πριν είκοσι χρόνια - ήταν ξυλόγλυπτο και διακοσμούνταν από επιχρυσωμένα φυτικά κοσμήματα σε έντονο κόκκινο ή γαλαζοπράσινο φόντο. Το 1734 ο ιερέας Ιωάννης από τη Σαγιάδα της Θεσπρωτίας ζωγράφισε τις εικόνες της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Προδρόμου, που δυστυχώς κι αυτές έχουν κλαπεί.


Στο ισόγειο του μοναστηριού υπάρχουν δύο εστίες - μάλλον εκεί ήταν η «κουζίνα», το μαγειρείο του μοναστηριού. Στο δυτικό τμήμα του ισογείου ένα ερμάριο κρύβει την είσοδο σε έναν χώρο «μέσα» στον βράχο, που πιθανότατα λειτουργούσε και ως κρύπτη. Ξύλινα δοκάρια στηρίζουν το θόλο και την προεξοχή, το «σαχνισί» του πάνω ορόφου. Τα τρία κελιά που βρίσκονται εκεί, το ένα δίπλα στ’ άλλο, είναι λιτά και πανέμορφα - πέτρινα, με ξύλινη οροφή, όλα τους έχουν χαμηλές εστίες (μπουχαρί) και από δύο παράθυρα που αγναντεύουν τα γύρω βουνά.
Από το 1944 το μοναστήρι ερήμωσε από μοναχούς. Πότε κτίστηκε όμως;

«Το παρόν κτίσμα χρονολογείται στα τέλη του 17ου αι., εξολοκλήρου», μου λέει η αρχαιολόγος Αργυρώ Καραμπερίδη. «Αν υπήρχε κάτι παλιότερο, γκρεμίστηκε - ήταν πάντως ανέκαθεν ένα μικρό μοναστήρι όπου ζούσε μια ολιγάριθμη αδελφότητα, σε αντίθεση με τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα της Ηπείρου και, μάλλον, είχε ξεκινήσει ως ασκηταριό. Ηπειρώτες λόγιοι, θεωρούν πως η μονή ιδρύθηκε στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, τον 13ο ή 14ο αι.- σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, μητροπολίτη Άρτης, η μονή ανεγέρθηκε το 1212 ή το 1222, επί Δεσποτάτου της Ηπείρου. Δεν γνωρίζουμε όμως που στηρίζουν αυτές τις εκτιμήσεις τους, ίσως είχαν στη διάθεσή τους στοιχεία από τοπικές παραδόσεις ή επιγραφές που σήμερα έχουν φθαρεί τόσο ώστε δεν διαβάζονται. Η ιστορία του είναι εν πολλοίς άγνωστη, θραύσματά της διασώζονται μόνο».

«Πόσο δύσκολο τεχνικό εγχείρημα ήταν η ανέγερσή του; Και από ποιους κατασκευάστηκε; Ποιοι άνθρωποι να δούλεψαν εκεί;», ρωτάω την κυρία Καραμπερίδη.
«Όλα τα γύρω χωριά, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες, το Ματσούκι, τα Πράμαντα και οι Μελισσουργοί, υπήρξαν σπουδαία μαστοροχώρια, χωριά ονομαστών «πετράδων». Πιθανότατα κάποιο τοπικό συνεργείο εργάστηκε στο κτίσιμο του μοναστηριού. Τεχνικά δεν είναι ακατόρθωτο έργο, γιατί στους μαστόρους έδινε «πάτημα» το πλάτωμα στην είσοδο του σπηλαίου, σίγουρα όμως απαιτήθηκε μεγάλη επιδεξιότητα».

Το μοναστήρι άκμασε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 18ου αι.- τέτοια ήταν η ευμάρεια της Μονής Κηπίνας, ώστε το 1760 ο ηγούμενος Καλλίνικος χρηματοδότησε το κτίσιμο της γέφυρας κοντά στο χωριό Αρμπορίσι (Κηπίνα), τον πλησιέστερο στη μονή οικισμό. Υπάρχει επίσης η πληροφορία ότι το κοινωνικό έργο της μονής επεκτεινόταν και στην εκπαίδευση, αφού εντός αυτής λειτουργούσε και σχολείο. «Τα χωριά της περιοχής από τον 17ο αι. ακμάζουν. Εκείνη την περίοδο είναι κτισμένες οι εκκλησίες τους, τότε τοιχογραφούν τους ναούς τους», λέει η κ. Καραμπερίδη. «Είχανε προνόμια (φορολογικά), ήταν απομακρυσμένα, σε έναν δύσβατο τόπο όπου οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν να φτάσουν, αλλά η γεωγραφική τους θέση ήταν προνομιακή, αφού βρίσκονται στο πέρασμα Ηπείρου- Θεσσαλίας. Πολλοί κατέφευγαν στην περιοχή ως κυνηγημένοι και ζούσαν από την κτηνοτροφία, την υλοτομία, ή σε ”μπουλούκια” μαστόρων που έφερναν χρήματα “απ’ έξω”».
Τελικά, το μοναστήρι ακολουθεί ανάλογη πορεία με τον τόπο του και τις ανθρώπινες κοινότητες εκεί - ακμάζει και μετέπειτα, στα δύσκολα, εμπόλεμα χρόνια του 19ου αι., φθίνει παράλληλα με την ευρύτερη περιοχή. Ο Βρετανός περιηγητής WilliamMartinLeake που επισκέφθηκε την μονή το 1809 και συνάντησε εκεί μόνο δύο μοναχούς και έναν λαϊκό αναφέρει ένα περιστατικό όπου άνθρωποι του Αλή Πασά απήγαγαν, εκτελώντας εντολές του, μια νύφη από το γειτονικό Συρράκο και αναγκάστηκαν, κυνηγημένοι από τους ντόπιους, να οχυρωθούν στη μονή. Λίγα χρόνια μετά, το 1821, τα οθωμανικά στρατεύματα κατέστρεψαν Συρράκο και Καλαρρύτες, που είχαν προηγουμένως εξεγερθεί. Μέχρι και το 1913, οπότε συμπεριλήφθηκαν στο ελληνικό κράτος, τα Τζουμερκοχώρια «έβραζαν» από επαναστατική ορμή - τα κινήματα του 1854 και του 1878 ήταν μόνο δύο κορυφώσεις της συνεχούς εξεγερτικής διάθεσης των Ηπειρωτών.

Πόσοι να αναζήτησαν καταφύγιο στη Μονή της Κηπίνας, σκέφτομαι καθώς περνάω το πέτρινο γεφύρι στο φεύγα μου από το μοναστήρι - πόσοι να ξαπόστασαν στην πέτρινη δροσιά του, ή να πέρασαν μερόνυχτα στην κρύπτη του, άλλοτε σχηματίζοντας τα τέσσερα σημεία του σταυρού, άλλοτε με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Φωτογραφίες Alexis Gaglias
Πηγή: briefingnews

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου