Τω αυτώ μηνί Κ’, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου.
Ο πάντα λαμπρός Αρτέμιος εν βίω,
Τμηθείς ανήλθεν εις υπέρλαμπρον κλέος.
Ούτος ο μακάριος Αρτέμιος, έγινε δούκας και αυγουστάλιος, ήτοι μικρός αύγουστος της Αλεξανδρείας. Ομοίως έγινε και πατρίκιος από τον Μέγαν Κωνσταντίνον τον βασιλέα, εν έτει τλ’ [330]. Όταν δε ο παραβάτης Ιουλιανός έγινε βασιλεύς εν έτει τξα’ [361], και ετιμώρει τους Χριστιανούς εις την Αντιόχειαν, τότε ο μακάριος ούτος Αρτέμιος αυτοκάλεστος επήγεν εις το μαρτύριον. Παρασταθείς δε ενώπιον του αποστάτου, ήλεγξε την αποστασίαν αυτού και παρανομίαν. Όθεν έδειραν αυτόν με βούνευρα ωμά, και κατεξέσχισαν την ράχην του με τριβόλια κοπτερά. Και με αγκύδας σιδηράς εκάρφωσαν τα πλευρά και τα ομματόκλαδά του. Έπειτα έσχισαν εις δύω μίαν πλάκα μεγαλωτάτην, και ανάμεσα εις αυτήν έβαλον τον Άγιον. Από δε το υπερβολικόν βάρος της πέτρας, τόσον εσφίγχθη το σώμα του, ώστε οπού ευγήκαν έξω οι οφθαλμοί του. Είτα ετράβιξαν έξω τα εντόσθιά του, και κάθε του μέλος ετζάκισαν. Και εις όλον το ύστερον, απεκεφάλισαν αυτόν. Και ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Το δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν, παρά τινος γυναικός Διακόνου, καλουμένης Αρίστης, και ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Οξείαν.
Άξιον δε είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Αγίου διήγησιν. Ένας άνθρωπος με το να είχε τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από το σπάσιμον, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου, κλαίωντας και ζητώντας την ιατρείαν. Εκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Ναού επάνω εις στρώμα. Και ολίγον υπνώσας, βλέπει τον Άγιον Αρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα αυτώ. Δείξον μου το πάθος σου. Ο δε εσχημάτισε τον τόπον, οπού είχε το πάθος. Τότε ο Άγιος σκύψας, και πιάσας επιτήδεια με τα δύω του χέρια το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον εδύνετο. Ο δε ασθενής πονέσας μεγάλως, και φωνάξας το, ουαί μοι, εξύπνησε, και εύρε τον εαυτόν του υγιή δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον.
Άλλος πάλιν έχωντας τρεις φούσκας εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Αρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν. Αποκαμών δε υπό της αγρυπνίας, εκοιμήθη. Και ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν. Και γυμνώσας το πάθος, και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του σταυρού. Έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν, έγινεν άφαντος. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, ευρήκε τον εαυτόν του υγιή, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχωντας μίαν μεγάλην φούσκαν εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου, παρακαλών αυτόν δια να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρι το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και βρωμερά. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του, ευρήκεν υγιή. Τα δε ρούχα του και το έδαφος της γης, ευρήκε γεμάτα από υγρασίαν και βρώμαν πολλήν.
Άλλος πάλιν τώρα κοντά, ελθών από την Αφρικήν (ήτις είναι το τέταρτον μέρος του κόσμου, και ευρίσκεται προς τα νότια μέρη), και ακούσας από ένα Χριστιανόν, οπού εδιηγείτο τα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, επίστευσεν αυτά αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχεν ένα συγγενή εις την Αφρικήν, πάσχοντα και κινδυνεύοντα από το σπάσιμον των διδύμων, δια τούτο επήρεν, όσα ήτον επιτήδεια δια να κάμη αγρυπνίαν, και επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον δια τον συγγενή του. Αφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, επήρε λάδι από την κανδήλαν του Αγίου, και εγύρισεν εις το οσπήτιον, οπού έμενεν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος, κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο ρηθείς Χριστιανός εις την Κωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Αφρικήν. Και σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει εις αυτόν. Επειδή ο εδικός σου συγγενής με επαρακάλεσε δια λόγου σου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο από του νυν και εις το εξής ας ήσαι υγιής. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, εύρε τον εαυτόν του υγιή εν αληθεία. Όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν.
Επειδή όμως δεν εγνώριζε, ποίος ήτον οπού εχάρισεν εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του. Όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, οπού επαρακάλεσε τον Άγιον Αρτέμιον δια λόγου του. Και του φανερόνοι, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πως ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. Ο δε συγγενής του ταύτα μαθών, εκατάλαβεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Κωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν (1) ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Αφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας. Ακολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις. Και πως ο τούτον ιατρεύσας, είναι ο Άγιος Αρτέμιος.
Ένας Χριστιανός από βάρος ανυπόφορον οπού είχεν εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει αυτώ. Αδελφέ, πήγαινε εις τον γείτονά σου Ιωάννην τον χαλκέα, και βάλε την φούσκαν των διδύμων σου επάνω εις το αμώνι του. Και εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρί του, ευθύς θέλεις ιατρευθής. Ο δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν, και πάλιν του λέγει τα αυτά. Ο δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Τότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει. Πίστευσόν μοι αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, οπού σοι είπον, ποτέ δεν θέλεις ιατρευθής. Ο δε ασθενής θέλωντας και μη θέλωντας, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα. Και έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις το αμώνι εκείνου. Βλέπωντας δε το πυρωμένον σφυρί, οπού εκατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβίχθη οπίσω από τον φόβον του. Και ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον αφανίσθη, και το σφυρί εκτύπησεν επάνω εις το ξηρόν αμώνι. Εθαύμασαν δε και οι δύω, ο τε χαλκεύς και ο ασθενής, δια το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύω εδόξασαν και ευχαρίστησαν εξ όλης της καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Μάρτυρά του Αρτέμιον.
Αλλά και ένας άλλος Χριστιανός, πέρνωντας με πίστιν θερμήν λάδι και κηρία επήγαινεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου. Περνώντας δε από τον δρόμον, ερωτήθη από ένα ράπτην, πού πηγαίνει. Ο δε Χριστιανός μετά ευλαβείας απεκρίθη. Πηγαίνω εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου να προσευχηθώ. Καθώς δε επήγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ο ράπτης, και του λέγει. Αδελφέ, όταν γυρίσης από τον Άγιον Αρτέμιον, φέρε μοι μίαν φούσκαν των διδύμων. Έλεγε δε τούτο, περιγελώντας τον Άγιον, πως ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων. Ο δε Χριστιανός, χωρίς να φροντίση δια τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου. Αφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, εγύριζεν εις τον οίκον του. Περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, άρχισαν να καταβαίνουν τα δίδυμά του. Και επειδή εκατέβησαν πολύ, και το σπάσιμόν του αυξήνθη, εκατάλαβεν, ότι δια τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου, έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας εδυνήθη να φθάση έως εις το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν ων από τους πόνους και άφωνος. Εκατηγόρει λοιπόν τον ράπτην, και το σπάσιμον έδειχνε, και εβεβαίονεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθη τούτο, αν ίσως αυτός και δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια. Όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύω εις λογομαχίας και έριδας.
Οι δε παρευρεθέντες εκεί, ερώτουν να μάθουν την αιτίαν, δια την οποίαν μάχονται. Τότε ο πάσχων εδιηγήθη τον τρόπον και την αιτίαν του πάθους. Θέλωντας δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν αδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, δια να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον οπού έπαθε. Και, ω του θαύματος! αυτός μεν ευρήκε τον εαυτόν του υγιή. Ο δε ράπτης εφώναζεν, ουαί μοι! και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, οπού τότε παρευθύς ηκολούθησεν εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος, και πως από τον Χριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι. Και εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Μάρτυρα Αρτέμιον, ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν. Εις δε τον ράπτην έλεγον. Μη λυπήσαι αδελφέ. Δικαία είναι η κρίσις του Θεού. Διατί εκείνο οπού εζήτησες, εκείνο και έλαβες. Σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες. Με τοιούτον τρόπον δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός, τους εδικούς του θεράποντας. (Τον κατά πλάτος μεταφρασμένον Βίον του Αγίου τούτου, όρα εις τον Παράδεισον. Τον οποίον Βίον ελληνιστί συνέγραψε Συμεών ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά την του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Χριστού». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα (2).)
(1) Εις πολλά γαρ και διάφορα μέρη ευρίσκονται τα πνεύματα και αι ψυχαί των Αγίων. Δια τούτο και ενεργούσιν εν τω αυτώ καιρώ εις αυτά, διαφόρους ενεργείας και χάριτας, είτε αμέσως αι ψυχαί αυτών ως θέλουσί τινες, είτε εμμέσως δια των Αγγέλων, ως θέλουσιν άλλοι. Ή μάλλον και αληθέστερον ειπείν, δια της θείας χάριτος. Τι λέγω; Αι των Αγίων ψυχαί πανταχού ορώσι και ενεργούσιν, ως λέγει ο Μέγας Βασίλειος· «Τα των Αγγέλων αναρίθμητα πλήθη. Και μετά τούτων τα των Πατέρων άγια πνεύματα (αιδεσθήσεται η Παρθένος). Ουδείς γαρ τούτων εστίν ος ουχί πανταχού καθορά» (Λογ. περί παρθενίας). Πώς δε τούτο γίνεται; Άκουσον. Ο Θεός και η του Θεού χάρις πανταχού εστιν ως φύσει απεριόριστος, επειδή δε αι ψυχαί των Αγίων ηνωμέναι εισί τω πανταχού όντι Θεώ, και τη πανταχού ούση του Θεού χάριτι, δια τούτο και αύται δια της πανταχού ούσης χάριτος του Θεού, η ήνωνται, πανταχού γίνονται. Ου κατά φύσιν και ουσίαν. Περιγραπταί γαρ και περιορισταί αύται τω λόγω της ουσίας εισίν. Αλλά κατά χάριν και μέθεξιν θείαν.
(2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι η εμή αδυναμία επεδιώρθωσε την ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου τούτου Αρτεμίου, ήτις ήτον εις πολλά σφαλερά και επιλήψιμος, εν χειρογράφοις σωζομένη.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Εβόρης και Ενόης, λιθοβοληθέντες τελειούνται.
Λίθοις Εβόρην και σύναθλον Ενόην,
Λίθων λάτραι κτείνουσιν αθλητοκτόνοι.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ματρώνης της Χιοπολίτιδος.
Λιπούσα κόσμον έμπλεων ακοσμίας,
Νύμφη Ματρώνα νυν παρέστη Νυμφίω.
Αύτη η Οσία, πατρίδα μεν είχε την νήσον Χίον, καταγομένη από ένα χωρίον ονομαζόμενον Βολισσόν. Οι δε γονείς αυτής ωνομάζοντο Λέων και Άννα, ευσεβείς εις τον Θεόν, σεμνοί εις τα ήθη, και ονομαστότεροι από τους άλλους εις το γένος και εις τον πλούτον. Αύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή και εκ νεαράς ηλικίας είχε γνώσιν πολλήν, δια τούτο ηγάπησε τον Θεόν. Όθεν και εκαταφρόνησε κάθε άλλην αγάπην γήϊνον, και προσπάθειαν κοσμικήν. Και αφήσασα χωρίον και γένος και γονείς, έγινε ξένη και παρεπίδημος, δια τον επί γης δι’ ημάς φανέντα ξένον Κύριον. Από δε την κληρονομίαν οπού έλαβε παρά των γονέων της, μέρος μεν, εμοίρασεν εις χήρας και ορφανά. Όσον δε άλλο μέρος της έμεινε, το εξώδευσε και έκτισεν Εκκλησίαν με πολλήν επιμέλειαν, και ταύτην αφιέρωσεν εις το όνομα του Σωτήρος Χριστού.
Όταν δε άνοιξε τα θεμέλια της Εκκλησίας, ευρέθη εκεί πολύς θησαυρός. Ίσως κατά δύω αίτια, ή κατά ενέργειαν του Διαβόλου, δια να εμποδισθή το καλόν, οπού επιχειρίσθη η Αγία, ή κατά ενέργειαν Θεού, δια να φανερωθή εις όλους η απροσπάθεια οπού είχεν η Οσία εις τον φθαρτόν και μάταιον πλούτον. Ο και μάλλον εκ των έργων εφάνη αληθές, διότι, αντί να λάβη χαράν η Αγία δια την εύρεσιν του θησαυρού, αύτη μάλλον επροσευχήθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να αφανισθή από το μέσον ο ευρεθείς εκείνος θησαυρός. Εισήκουσε λοιπόν ο Θεός της δεήσεώς της, και ο θησαυρός εκείνος, ω του θαύματος! ευθύς μετετράπη εις κάρβουνα εσβυμένα. Ου μόνον δε την ρηθείσαν έκτισεν Εκκλησίαν, αλλά και λουτρόν οικοδόμησεν η Οσία δια τους ασθενείς ξένους. Τόσον δε κατεξήρανε το σώμα της, εις τρόπον ότι εφαίνετο σχεδόν άσαρκος.
Η εργασία της Οσίας ταύτης, ήτον προσευχή και ψαλμωδία και δάκρυα, τα οποία είχεν ως τροφήν και πιοτόν. Καιομένη γαρ από τον ένθεον έρωτα, εδροσίζετο με τα δάκρυα τα εκ του τοιούτου τικτόμενα έρωτος. Ο νους αυτής ήτον ουράνιος, αναφερόμενος όλος εις τον Θεόν, από τον οποίον εφωτίζετο και ελάμπετο. Με τας τοιαύτας δε αρετάς ούσα στολισμένη η μακαρία, ηξιώθη να λάβη και την των θαυμάτων χάριν τε και ενέργειαν, τόσον μεγάλην και πλουσιοπάροχον, ώστε οπού δι’ αυτής ανέστησε και νεκρόν. Ελθόντων γαρ μίαν φοράν εχθρών και πολεμίων εις την νήσον της Χίου, και περικυκλώσαντος την χώραν ενός έθνους βαρβάρου τε και θηριώδους, ένας από αυτούς επήγεν εις το Μοναστήριον της Οσίας, και επεχείρισεν ο αναίσχυντος να βιάση μίαν καλογραίαν εις αισχράν μίξιν. Όθεν ευθύς ευρέθη νεκρός. Τούτον δε βλέπουσα νεκρόν η Αγία, εσπλαγχνίσθη. Και δια της προσευχής της ανέστησεν αυτόν, λέγουσα. Διατί ω ανόητε άνθρωπε, ετόλμησες να κάμης τοιούτον επιχείρημα; Ανάστα. Και εις το εξής μη επιχειρίζεσαι τοιαύτα έργα ανόσια. Και ταύτα ειπούσης, ω του θαύματος! ευθύς ο ακίνητος εκινείτο. Και ο πρώην άπνους και νεκρός, ζων και έμπνους εδείκνυτο. Το θαύμα δε τούτο, έγινεν όλης της χώρας ωφέλεια. Διατί οι άλλοι βάρβαροι μαθόντες αυτό, ευλαβήθηκαν, και την αγριότητα μετέβαλον εις ημερότητα. Όθεν και δεύτερον ελθόντες οι αυτοί εις την Χίον, δεν εκακοποίησαν κανένα από τους εγκατοίκους της.
Με τας τοιαύτας λοιπόν χάριτας διαλάμπουσα η Αγία, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφήκε δε μετά θάνατον το ιερόν αυτής λείψανον, πλούτον αναφαίρετον, και πηγήν αένναον των θαυμάτων, εις όλους τους εγκατοίκους της νήσου Χίου. Από το οποίον πηγάζουσι ποικίλαι ιατρείαι πολλών και διαφόρων ασθενειών, τοις μετά πόθου και πίστεως εις αυτό πλησιάζουσιν. Αγία δε Κυρία επονομάζεται η Οσία αύτη παρά πάσι τοις Χίοις. Διατί έλαβε την κατά των παθών κυριότητα. (Η ασματική Ακολουθία της Αγίας ταύτης, περιέχεται εις ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην, και εις το Νέον Λειμωνάριον (3).)
(3) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την Οσίαν ταύτην Ματρώναν Νείλος ο Ρόδου Μητροπολίτης, ου η αρχή· «Ου ξένα τα της παρούσης ημίν πανηγύρεως». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)
*
Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Γεράσιμος, ο νέος ασκητής, ο Πελοποννήσιος, ου το λείψανον εστίν εν Κεφαληνία, εν ειρήνη τελειούται.
Γεράσιμος κάλλιστον ήρατο στέφος,
Εκ της άνωθεν δεξιάς του Κυρίου.
Ούτος ο νεοφανής Όσιος Γεράσιμος ήτον από την περίφημον Πελοπόννησον, ήτοι τον νυν λεγόμενον Μορέαν, καταγόμενος από το χωρίον των Τρικκάλων. Οι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο Δημήτριος και Καλή, οίτινες επικαλούντο Νοταράδες. Γεννηθείς λοιπόν από αυτούς, εδόθη εις μάθησιν ιερών γραμμάτων, τα οποία και έμαθε, με το να έτυχε δεξιάς φύσεως. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις Ζάκυνθον. Εκείθεν δε ετριγύρισεν όλην την Ελλάδα. Και από εκεί επήγεν εις την Θετταλίαν. Έπειτα ανέβη εις την Μαύρην Θάλασσαν. Και από εκεί επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν και Προποντίδα και Χαλκηδόνα. Μετά ταύτα επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω, και εσύναξεν ως μέλισσα, από τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας, τα κάλλιστα άνθη της αρετής. Από εκεί δε επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, όπου και παροικήσας, εχειροτονήθη παρά του τότε Ιεροσολύμων Γερμανού υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Και εν μεν τω Αγίω Τάφω, έγινε κανδηλάπτης ένα χρόνον. Εις δε τον ρηθέντα Πατριάρχην υπηρέτησε χρόνους δώδεκα. Πηγαίνωντας δε εις τον Ιορδάνην ποταμόν, εκεί διεπέρασε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, κατά μίμησιν του Κυρίου, και πάλιν εγύρισεν εις το Πατριαρχείον.
Είτα αναχωρήσας εκ των Ιεροσολύμων, επήγεν εις το Σίναιον όρος, και εις την Αλεξάνδρειαν και Αντιόχειαν και Δαμασκόν, και όλην την Αίγυπτον. Είτα επήγεν εις την Κρήτην. Και από εκεί εγύρισε πάλιν εις την Ζάκυνθον. Εκεί δε διεπέρασε χρόνους πέντε μέσα εις ένα σπήλαιον, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενος, τρώγων μόνον κολοκύνθι βρασμένον χωρίς αλάτι, και όσπρια βρεγμένα εις το νερόν, χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί. Από την Ζάκυνθον δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Κεφαληνίαν, και εκεί ευρών ένα τόπον, Σπηλαία ονομαζόμενον, διαπέρασε χρόνους πέντε, και μήνας ένδεκα. Είτα επήγεν εις τόπον καλούμενον Ομαλά. Και εκεί ευρών ένα Ναόν μικρόν και παλαιόν, ανεκαίνισεν αυτόν εκ βάθρων. Κτίσας κελλία, εποίησε Μοναστήριον γυναικείον, επονομάσας αυτό Νέαν Ιερουσαλήμ. Εις το οποίον εσυνάχθησαν εικοσιπέντε καλογραίαι. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος, ήτον ο Άγιος ούτος όμοιος με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην, έξω μόνον από το γένειον, το οποίον είχεν ούτος ολίγον ξανθόν. Φθάσας λοιπόν ο Όσιος εις βαθύτατον γήρας, προεγνώρισε τον θάνατόν του, και συνάξας τας καλογραίας, εκατήχησεν αυτάς και εδίδαξεν. Είτα ευλογήσας αυτάς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού εν έτει ͵αφοθ’ [1579], Αυγούστου ιε’ [15]. Επειδή δε εν τη ημέρα ταύτη εορτάζεται η Κοίμησις της Θεοτόκου, δια τούτο η μνήμη του Οσίου μετετέθη εις την παρούσαν εικοστήν του Οκτωβρίου, όταν έγινε και η ανακομιδή του αγίου αυτού λειψάνου. Το οποίον ευρέθη σώον και ολόκληρον, πάντα διασώζον τα σημάδια της αγιότητος, δηλαδή, τον κροκοβαφή χρωματισμόν, και την άρρητον ευωδίαν, και τα παράδοξα θαύματα, οπού ενεργεί εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Εκ των οποίων, ένα μόνον θέλομεν ενθυμηθώμεν εδώ.
Μία γυνή ευρισκομένη εις το Μοναστήριον του Αγίου, κατ’ ενέργειαν του Διαβόλου έπεσε μέσα εις το πηγάδι εν καιρώ της νυκτός. Ο δε Άγιος φανείς και φωνάξας με την συνειθισμένην φωνήν του, εβάστασε την γυναίκα και δεν αφήκεν αυτήν να βλαβή, ή να βυθισθή εις το νερόν. Ακούσασαι δε αι καλογραίαι την συνήθη φωνήν του Αγίου, εσηκώθησαν από την κλίνην, και εγύριζον εις ένα και άλλο μέρος, επιθυμούσαι να ακούσουν και δεύτερον την γλυκείαν φωνήν του διδασκάλου των. Ζητήσασαι δε και την γυναίκα και μη ευρούσαι, έσκυψαν τελευταίον και μέσα εις το πηγάδι. Και ω του θαύματος! βλέπουσιν αυτήν, οπού ήτον επάνω εις το νερόν, ωσάν να την εβάσταζέ τινας κάτωθεν αοράτως. Εκβαλούσαι δε αυτήν έξω, έμαθον παρ’ αυτής, ότι ο Άγιος φανείς εις το πηγάδι, εβάσταζεν αυτήν, και δεν την άφινε να βυθισθή εις το ύδωρ. Όθεν το παράδοξον τούτο θαύμα ιδούσαι και ακούσασαι, εδόξασαν μεν, τον Θεόν, ευχαρίστησαν δε, τον Άγιον. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου και την ασματικήν ακολουθίαν, όρα εις την ιδίαν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Νέον Λειμωνάριον.)
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ζεβινάς, Γερμανός, Νικηφόρος, και Αντωνίνος, ξίφει τελειούνται.
Ξίφος Ζεβινάν, Γερμανόν, Νικηφόρον,
Συν Αντωνίνω δεικνύει νικηφόρους.
*
Η Αγία Μάρτυς Μαναθώ η παρθένος, πυρί τελειούται.
Τι και καθαρθής εις το πυρ βεβλημένη,
Αγνή Μαναθώ, πνεύμα σώμα παρθένε;
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Πηγή: koinoniaorthodoxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου