Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

παπα Τύχων Αγιορείτης: «Τώρα, παιδί μου, ή­ταν ε­δώ η Παναγία, ο Ά­γιος Σέργιος και ο Ά­γιος Σεραφείμ»

Ο Όσιος Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ήταν υποτακτικός του παπα Τύχωνος και τόν γη­ρο­κό­μη­σε τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες, τόν ἔ­θα­ψε καί τόν δι­α­δέ­χθη­κε στό Κα­λύ­βι. Ἐ­κοι­μή­θη στίς 10 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1968, ἀ­φοῦ προηγουμένως εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α μα­ζί μέ τόν ἅ­γιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί 
τόν ἅ­γιο Σε­ρα­φε­ίμ τοῦ Σάρωφ, πού τοῦ προ­εῖ­παν ὅ­τι θά πε­ρά­σει ἡ ἑ­ορτή τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου καί θά τόν πά­ρουν. 
Διηγεῖται γιά τή θαυμαστή κοίμησή του ὁ Ἅ­γιος Γέροντας Παΐσιος:«Μιά μέρα ἀ­πό ἐ­κείνες τίς τελευταῖες του, εἶ­χα βγεῖ ἔ­ξω, γιά νά τοῦ φέρω λίγο νερό. Ὅταν ἄνοιξα μετά καί μπήκα στό Κελλί του, μέ κοιτοῦσε παράξενα καί μοῦ λέγει: «Ἐσύ, ὁ Ἅ­γιος Σέργιος εἶ­σαι;».

«Ὄχι, Γέροντα, εἶ­μαι ὁ Παΐσιος».

«Τώρα, παιδί μου, ἦ­ταν ἐ­δῶ ἡ Παναγία, ὁ Ἅ­γιος Σέργιος καί ὁ Ἅ­γιος Σεραφείμ.

Ποῦ πῆγαν;».

Κατάλαβα ὅ­τι κάτι γίνεται καί τόν ρώτησα:

«Τί σοῦ είπε ἡ Παναγία;».

«Θά περάσει ἡ Πανήγυρη καί μετά θά μέ πάρει».

Ἦταν ἀ­πόγευμα, παραμονή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου 1968 καί μετά ἀ­πό τρεῖς ἡμέρες, στίς 10 Σεπτεμβρίου, ἀ­ναπαύθηκε ἔ­ν Κυρίω.

Τήν προτελευταῖα ἡμέρα μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Γέροντας: «Αὔριο θά πεθάνω καί θέλω νά μήν κοιμηθής, γιά νά σέ εὐλογήσω».

Ἐγώ τόν λυπόμουνα ἐ­κεῖνο τό βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεῖς ώρες εἶ­χε τά χέρια του ἐ­πάνω στό κεφάλι μου, μέ εὐλογοῦσε καί μέ ἀ­σπαζόταν γιά τελευταῖα φορά. Γιά νά ἐ­κφράση καί τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τό λίγο νερό πού τοῦ εἶ­χα δώσει στά τελευταία του, μοῦ ἔ­λεγε: «Γλυκό μου Παΐσιο, ἐ­μεῖς, παιδί μου, θά ἔ­χουμε ἀ­γάπη εἰς αἰῶνας αἰώνων ἡ ἀ­γάπη εἶ­ναι ἀ­κριβή ἡ δική μας. Ἐσύ θά κάνης εὐχή ἀ­πό ἐδῶ, καί ἐ­γώ θά κάνω ἀ­πό τόν οὐρανό.

Πιστεύω ὅ­τι θά μέ ἐ­λεήση ὁ Θεός, γιατί ἑ­ξῆν­τα χρόνια, παιδί μου, καλόγηρος, συνέχεια ἔ­λεγα Κύριε Ἰησού Χριστέ, ἐ­λέησόν με».

«Ἐγώ θά λειτουργῶ πιά στόν Παράδεισο. Ἐσύ νά κάνης εὐχή ἀ­πό ἐδῶ, καί ἐ­γώ θά ἔ­ρχομαι κάθε χρόνο νά σέ βλέπω». Εἶ­ναι ἀ­λήθεια ὅτι ἐ­κείνες οἱ δέκα τελευταῖες ἡμέρες, πού παρέμεινα κοντά του, ἦ­ταν ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο ἀ­πό κάθε ἄ­­λλη φορά, ἀ­φοῦ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν ζήσω λίγο ἀ­πό κοντά καί νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Ἡ πρώτη του λοιπόν φορά πού μοῦ ἔ­κανε τήν πρώτη του ἐ­πίσκεψη ἦ­ταν στίς 10 Σεπτεμβρίου 1971, τό βράδυ, μετά τό μεσονύκτιο. Ἐνῶ ἔ­λεγα τήν εὐχή, βλέπω ξαφνικά τόν Γέροντα παπα-Τύχωνα νά μπαίνει στό Κελλί! Πετάχθηκα καί τοῦ ἔ­πιασα τά πόδια καί τά φιλοῦσα μέ εὐλάβεια. Δέν κατάλαβα ὅμως πῶς μοῦ ξεγαντζώθηκε ἀ­πό τά χέρια μου καί, καθώς ἔ­φευγε, τόν εἶδα νά μπαίνει στόν Ἱερό Ναό καί ἐξαφανίσθηκε. Με­τά τήν κοίμησή του ὁ ἴ­διος ὁ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ἔ­γρα­ψε τόν βί­ο τοῦ πα­πα-Τύχωνα, ἔπειτα ἀ­πό τή θαυ­μα­στή ἐμ­φά­νι­σή του μέσα στό Κελλί του. Τό βιβλίο ὀνομάζεται: «Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες»!” .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου