Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Η Μικρασιάτισσα Γερόντισσα Τιμοθέη Χριστοδούλου

Στη χορεία των μεγάλων σύγχρονων οσιακών μορφών της ορθοδοξίας, βρίσκονται πολλοί μικρασιάτες, όπως οι γεννηθέντες στη Μικρά Ασία γέροντες Παΐσιος Εζνεπίδης εκ Καππαδοκίας (Φάρασα) και Ιάκωβος Τσαλίκης εκ Λυκίας (Λιβίσι) καθώς και ο μικρασιατικής καταγωγής 
γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης, γεννηθείς στη Νίκαια Αττικής – οι γονείς του ήρθαν πρόσφυγες από τα Σήμαντρα της Καππαδοκίας, η εκ πατρός γιαγιά του Ευδοξία ήταν Κωνσταντινουπολίτισσα, ο δε παππούς του Αλέξανδρος κατήγετο από την Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης). Επίσης βρίσκονται και πολλές Μικρασιάτισσες, όπως η καθηγουμένη της Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Πηλίου γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (γεννηθείσα στο Βιλαέτι της Σμύρνης το 1921), η γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου της Δράμας (γεννηθείσα στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας το 1903) και η καθηγουμένη της Μονής Αναλήψεως Ταξιαρχών Δράμας γερόντισσα Ακυλίνα Παρμαξίδου (γεννηθείσα στα Θείρα της Σμύρνης το 1921). Ανάμεσα σε αυτές τις Μικρασιατικές οσιακές μορφές μπορεί κανείς να διακρίνει και τη Γερόντισσα Τιμοθέη Χριστοδούλου, ηγουμένη του μικρού μοναστηριού του αγίου Γεωργίου Βρανά στο Μαραθώνα Αττικής.

Η Μάκρη της Μικράς Ασίας. Από αυτά τα μέρη της αρχαίας Λυκίας κατάγονται οι μεγάλες πνευματικές μορφές των Γερόντων Ιακώβου Τσαλίκη (Λιβίσι Λυκίας) και Τιμοθέης Χριστοδούλου (Μάκρη Λυκίας).Γεννήθηκε τό 1918 στη Ρόδο από τούς ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς Παναγιώτη και Αικατερίνη Χριστοδούλου πού έφτασαν στο νησί πρόσφυγες τη δεκαετία του 1910 από τη Μάκρη της Μικράς Ασίας. Όταν ή κατά κόσμο Άννα ήλθε εις ηλικία 3 μηνών, ή οικογένεια της μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί έχασε αρκετά από τα αδέλφια της από επιδημική αρρώστια της εποχής. Εις ηλικία 10 ετών έχασε και τούς δύο γονείς της.
Μόνο της στήριγμα έμεινε ή αδελφή της Κυριακή καθώς και ή Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Κορασίδων του πατρός Αγγέλου Νησιώτη στην αγκαλιά της οποίας βρήκε τη θαλπωρή πού τής έλειπε όπως και το στήριγμα για να συνέχιση την πορεία του πονεμένου Βίου της.
Στα κατηχητικά του πατρός Αγγέλου γνωρίζεται με την μεγαλύτερή της κατά αρκετά χρόνια Φωτεινή Χατζηδάκη με την οποία συμφωνούν στα πνευματικά και επιθυμούν από κοινού να μονάσουν. Ή ίδια έλεγε χαριτωμένα ότι «έγινα υποτακτική από 10 ετών. Ή αδελφή Φωτεινή και κατόπιν Γερόντισσα Μελετία ήταν για μένα τα πάντα. Μάνα και Γερόντισσά μου». Έτσι με τη σύσταση τού πατρός Αγγέλου όταν ή ‘Άννα διήγε το 16ο έτος τού βίου της εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ και βάζουν μετάνοια στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Μάντζαρη Ευβοίας όπου μετά τη νόμιμο δοκιμασία κείρονται ρασοφόρες μοναχές. Ή μεν Φωτεινή μετονομάζεται εις Μελετία μοναχή ή δε Άννα εις Τιμοθέη μοναχή.
Τα χρόνια των 2 αδελφών στο μοναστήρι κυλούν με προσευχή, με άσκηση, με σεμνότητα αλλά και αρκετή χειρωνακτική εργασία. Ή δεκαετία του 1940 με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ή παντοειδής στέρηση, ό κατατρεγμός, ή φτώχεια πλήττουν και το μοναστήρι.

Ή αδελφή Μελετία δοκιμάζεται σκληρά από την υγεία της. Καθημερινά κάνει αιμοπτύσεις από το στομάχι και δυστυχώς το διαιτολόγιο της Μονής είναι ακατάλληλο: τα όσπρια και οι τραχανάδες επιδεινώνουν το πρόβλημά της. Έτσι οι δύο αδελφές με σύσταση πνευματικού αποχωρούν από τού Μάντζαρη και έρχονται στην Αθήνα με το ξηρό και υγιεινό κλίμα για μια νέα δημιουργία.
Στα 1960 λοιπόν ζητούν συμβουλή από τον τότε Ηγούμενο της Μονής Πετράκη ό όποιος τούς συστήνει να κατοικήσουν στο ερειπωμένο Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου Βρανά πλησίον τού Μαραθώνος Αττικής και το όποιο αποτελεί μετόχιο παλαιό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Πεντέλης. Ή εν λόγω Μονή τούς χορηγεί την άδεια και εγκαθίστανται σε ένα χώρο ό οποίος εκτός από την μισοχαλασμένη Εκκλησιά τού Αη-Γιώργη δεν διαθέτει ούτε μία σκεπή. Ασκεπείς λοιπόν παραμένουν και αυτό γιατί το όλο περιβάλλον τού μοναστηριού αυτού τού 12ου αιώνος με τα άσκεπή κελιά, την απέριττη μεταβυζαντινή Εκκλησιά και την μισογκρεμισμένη μάνδρα ξυπνάει μέσα τους μνήμες ιερές από τον καιρό πού πατέρες Όσιοι κατοίκησαν εκεί και με τον κόπο τους έστησαν το μοναστήρι και με τα δάκρυα τους τα ασκητικά αγωνίστηκαν να ημερέψουν τον τόπο. Ήδη μια υπερκόσμια ευωδία υποδέχεται τις δύο ταπεινές αυτές υπάρξεις. Και όταν κάθονται να ξαποστάσουν από την ταλαιπωρία τής πρώτης τους εγκατάστασης στις 20 Ιουλίου 1960 έκπληκτες βλέπουν στην ερημιά ένα κάτασπρο άλογο να καλπάζει και τρεις φορές να περνά γύρω από την πρόχειρη σκηνή τους. Ξάφνου ακούγεται αντρική φωνή να λέει: «Σουτ, εδώ θα μείνετε!». Δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τις αδελφές και γαλήνη διακατέχει το είναι τους καθώς συνειδητοποιούν ότι ό Άγιος Γεώργιος τούς υποδέχτηκε στο μοναστήρι του, εκφράζοντας την θέλησή του με το παραπάνω συμβάν…
Αλατότοπος κοντά στη θάλασσα της Μάκρης στη Μικρα Ασία. Χειρ Φώτη Κόντογλου.Νέος αγώνας αρχίζει για τις αδελφές με νέο κύκλο δοκιμασιών και στερήσεων. Φώς δεν υπάρχει όπως και, νερό και τηλέφωνο. Κοιμούνται σε δύο στενά ράντζα. Προσκύνημα δεν υπάρχει. Ξεκινούν τα εργόχειρα τα οποία τούς αποφέρουν το πενιχρό έσοδο των 300 δραχμών. Όταν ξοδεύουν για τις ανάγκες τους τα χρήματα ταυτοχρόνως τελειώνουν και οι γαλέτες με τις όποιες περνούσαν. Στις 15 Αύγουστου μετά την ακολουθία τους τις επισκέπτεται τυχαία κάποιος αμπελουργός από τον Μαραθώνα και βλέποντας τες στενοχωρημένες τους προσφέρει να φάνε σταφύλι νουθετώντας τες: «Μην στενοχωριέστε αδελφές μου! Όπως ή Παναγία μας θαυματουργικά παρουσίασε το άγιασμα με το νερό στον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη έτσι και για σας θα φροντίσει για τη συντήρηση σας».
Τα λόγια του φωτισμένου εκείνου άνθρωπου στήριξαν τις ψυχές των αδελφών πού καθώς έφευγε, άρχισαν να τσιμπολογούν αχόρταγα το σταφύλι. Κάποιοι περαστικοί πού έρχονταν από Γλυφάδα, τις είδαν να τρώνε λαίμαργα το σταφύλι και τις ρώτησαν αντρική είναι παραθεριστές. Καθώς τις είδαν στενοχωρημένες, τούς υποσχέθηκαν να τούς μεταφέρουν νερό 2 φορές την εβδομάδα για να χτίσουν. Ή Παναγία τη μεσιτεία του Αγίου Γεωργίου έκανε το θαύμα της, διότι έτσι κτίστηκαν τα 2 πρώτα κελιά τα όποια τα θεώρησαν παλάτι.
Οι μέρες τους κυλούσαν γεμάτες πολλή προσευχή, ακολουθία και κομποσκοίνι. Όλη μέρα κουβαλούσαν πέτρες για χτίσιμο και καθάριζαν τα χαλάσματα. Κάποια φορά έβαλαν φωτιά για να καούν κάποια ξερόχορτα. Λόγω τού ανέμου όμως δυνάμωσε και έγινε πυρκαγιά πού άρχιζε να απειλή ότι είχαν κτίσει. Στην απεγνωσμένη φωνή τους «Άγιε Γιώργη σώσε μας» απάντησε ή αλλαγή τού ανέμου πού ώ τού θαύματος! άφησε τη φωτιά να κάψει τόσο χώρο μόνο, όσο έπρεπε να κτίσουν την επαύριον.
Ή μεγάλη πνευματική χαρά στη ζωή τους, τούς δόθηκε από τον τότε πνευματικό τους αρχιμανδρίτη Φιλόθεο Ζερβάκο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου ό όποιος τις έκειρε μεγαλόσχημες την Κυριακή τού Ασώτου τού 1969. Ό επί γης χωρισμός των δύο συνασκητριών ήλθε με το θάνατο της αυστηρής και δυναμικής Γεροντίσσης Μελετίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1973. Μέτ’ ολίγας ημέρας ανέλαβε τα καθήκοντα τής Ηγουμένης ή αδελφή Τιμοθέη με εντολή τής κυριάρχου Μονής Πεντέλης.
Εκτοτε κατοίκησαν και άλλες αδελφές στο ταπεινό μοναστηράκι τού Αγίου Γεωργίου και πολλά έργα έγιναν αναδεικνύοντας τον ιερό πρώην κατεστραμμένο χώρο σε κοινοβιακή Μονή.
Στα χρόνια πού ακολούθησαν μαζί με την Μονή αναδείχτηκε και ή ταπεινή και αφανής προσωπικότης τής Ηγουμένης Τιμοθέης.
Με την προσευχή της έγιναν πολλά θαύματα. Πρώτα από’ όλα ή Ύπεραγία Θεότητος έδειξε την αντίληψη Της επί τής Μονής ταύτης διά τής μυροβλυσίας τής άχραντου εικόνος Της «ή Ρίζα τού Ίεσσαί» στο τέμπλο τού παλαιού Καθολικού.
Ή αείμνηστος Ηγουμένη είχε την ευχή και το χάρισμα των δακρύων. Ή διάνοια της ήταν κεκοσμημένη με φόβον Θεού και μνήμην θανάτου.
Είχε πολύ λεπτή συνείδηση. Τηρούσε το άκατάκριτον και ήταν αόργητος. Στολίζετο με την χάρη τής καλωσύνης, τής πραότητος και τής αγάπης. Ήταν πρότυπο ανεξικακίας και μακροθυμίας.
Σε ερώτηση πού έκανε ό γράφων στην διάδοχο της Ηγουμένη, Θεοτίμη μοναχή, σχετικά με τα χαρίσματα της μακαριστής, εκείνη απάντησε:
«Πρώτ’ από’ όλα το γεγονός ότι έκανε δηλ. μπορούσε να μείνει με όλους, ακόμη και τούς πιο δύσκολους χαρακτήρες, τούς χειρότερους. Ύστερα ή ξενητεία της προς τον κόσμο και τα εν αύτώ διότι ούδέποτε έξήρχετο τής Μονής ούτε συναναστροφές, συνομιλίες και συνδιαλλαγές είχε.
Τέλος ή προσευχή της πού έκανε θαύματα σε πολλούς ασθενείς και άτεκνες γυναίκες όπως και ένα ακόμη περιστατικό πού με τον αγιασμό έσωσε την ημιθανή αγελάδα μιας πτωχής αγρότισσας.
Επίσης μας έλεγε: «Ότι πέτυχα, οφείλεται στην ευχή της Γερόντισσας μου στην οποία έκανα άκρα υπακοή» και έφερνε ως παράδειγμα την περίπτωση πού με την επίκληση τής ευχής τής Γερ. Μελετίας ξέφυγε τον κίνδυνο από την επίθεση ενός φιδιού.
Όταν τής έδιδαν ονόματα για προσευχή διά ζώσης ή από το τηλέφωνο, τα περνούσε πρώτα 3 φορές από το κομποσκοίνι της και πάντοτε γονυπετής και ένδακρυς και κατόπιν τα έδιδε του Ιερέως για 3 λειτουργίες να μνημονευθούν. Πάντοτε -χάριτι θεού- ή προσευχή της καρποφορούσε και δεχόταν ευχαριστήρια τηλεφωνήματα. Είχε καλό θυμητικό όσον αφορά στα πρόσωπα και τα προβλήματα τους για τα όποια προσευχόταν. Αν δεν την ενημέρωναν φρόντιζε εγκαίρως να πληροφορείται από τις αδελφές.
Διέθετε λεπτότητα, δεν οργιζόταν, ούτε εκφραζόταν αρνητικά για τις πτώσεις των αδελφών. Συνήθως έλεγε: «Ας κάνουμε προσευχή, θα το ζητήσω και εγώ να σε συγχώρηση ό Χριστός μας». Μιλούσε ευγενικά και πάντοτε στον πληθυντικό αριθμό ακόμη και στις αδελφές. Όταν τής συνέβαινε κάτι θαυμαστό, από την υπερβολική της συγκίνηση δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και έδιδε τότε το λόγο σε άλλη αδελφή να το διηγηθεί δημοσία προς όφελος των συνανθρώπων της.
Το μεσημέρι πρότυπο τής κοιμήσεώς της κατέβηκε στο τραπέζι όπου έφαγε πολύ ολίγο και αποχαιρέτησε γελαστή την αδελφή Σωφρονία για να την τονώσει εν όψει τού επικειμένου αποχωρισμού τους.
Στις 17.30 μ.μ. έδωσε εντολή στην αδελφή Θεοτίμη πού μόλις είχε σηκωθεί από την μεσημβρινή ανάπαυση, να ξεκούραστη λέγοντάς της: «Ξεκουράσου τώρα γιατί σε λίγο θα έλθουν πολλοί». Ή αδελφή υπακούοντας πήγε στο κελί της και μη μπορώντας να κοιμηθεί, άρχισε να διαβάζει τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας. Προτού τούς τελειώσει και ενώ ή ώρα ήταν 18.00 μ.μ. ή αδελφή ανησύχησε και μπήκε στο κελί τής Γερόντισσας όπου βρέθηκε ενώπιων ενός θαυμαστού θεάματος:
Ή Γερόντισσα τακτοποιημένη στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με σφαλιστά τα μάτια και το στόμα της, είχε ήδη παραδώσει την ψυχή της στον Κύριον τής δόξης! Το βράδυ πολλοί ζήτησαν να προσκυνήσουν στο κελί της το όποιο σφραγίστηκε για να μη πάρουν ως ευλογία τίποτε. Τελικώς συνωστίζονταν στο ανοιχτό παράθυρο όπου δεν χόρταιναν να οσφραίνονται την ευωδία πού έξήρχετο από τον τόπο αναπαύσεως τής Γερόντισσας.
Ή Γερόντισσα Τιμοθέη στολισμένη με τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος άπήλθεν εις άπάντησιν τού Νυμφίου τής ψυχής της Χριστού στις 25 Ιουνίου 1997 και ημέρα Τετάρτη. Το όσιακό της λείψανο ευωδίασε και μαζί με αυτό όλο το μοναστήρι καθώς την έντυναν για να την βάλουν στην εκκλησία. Ζεστό και ευλύγιστο παρέμεινε μέχρι τον τάφο καθώς πιστοποιούν και οι σχετικές φωτογραφίες όπου φαίνεται κάποια γυναίκα να ανυψώνει σταυρωτά το χέρι της για να το άσπαστή. Κάποια άλλη γυναίκα πού δεν την πρόλαβε ζωντανή να την χαιρετήσει, από ευλάβεια ανασήκωσε το λείψανο για να το άσπαστή και το άφησε καθιστό στο φέρετρο αγκαλιάζοντας το πολλές φορές. Πέρασε μάλιστα το χέρι τής Γερόντισσας γύρω από τον αυχένα της. Τόσο μεγάλη ήταν ή ευκαμψία τού λειψάνου και τόσο μεγάλη και ή ευλάβεια τής γυναίκας! Για τη Γερόντισσα έδωσε μαρτυρία και ό πνευματικός της, Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σακκάς ό οποίος τόνισε την απλότητα τού χαρακτήρος της όπως και την καθαρότητα τής εξομολογήσεως της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου