Ο Άγιος Κορνήλιος, κατα κόσμον Κόνωνας, ήταν γιος ενός εμπόρου από το Ριαζάν. Σε μικρή ηλικία εγκατέλειψε το σπίτι του και έγινε υποτακτικός του γέροντα Ησυχαστή Παύλου, στην έρημο του Λουκιάνωφ, κοντά στο Πέρεσλαβ.
Μετά από μία χρονική περίοδο έστειλαν τον νεαρό Κόνωνα στην Μονή των Αγίων Μπόρις και Γκλέμπ, όπου συμμετείχε με ζήλο στις Ακολουθίες και έκανε απόλυτη υπακοή.
Ο Κόνωνας δεν καθόνταν στην τράπεζα με τους άλλους αδελφούς και ήταν ευχαριστημένος με τα περισσεύματα. Δεχόνταν φαγητό τρεις φορές την εβδομάδα. Μετά από πέντε χρόνια έγινε μοναχός με το όνομα Κορνήλιος. Από την στιγμή εκείνη δεν ξανακοιμήθηκε σε κρεββάτι. Οι άλλοι αδελφοί του τον θεωρουσαν σαλό. Ο Άγιος δεχόνταν με υπομονή και ταπείνωση τις προσβολές τους. Μετά από λίγο καιρό ζήτησε την ευλογία του Ηγουμένου για να ζήσει έγκλειστος στο κελί του εν νηστεία και προσευχή.
Μια φορά οι αδελφοί τον βρήκαν ίσα-ίσα να αναπνέει. Για τρεις μήνες κείτονταν και τρεφόνταν μόνο με νερό και λάχανα. Όταν ανάρρωσε, ο Ηγούμενος κατάφερε να τον πείσει να ζήσει με την αδελφότητα. Είχε υπακοή στην τράπεζα και στον κήπο. Τόσο πολύ ευλογούσε ο Θεός τον κόπο του, που οι μηλιές έδιναν τόσους πολλούς καρπούς που τους μοίραζαν σε όλους τους προσκυνητές.
Για τριάντα χρόνια ζούσε εν σιωπή, τόσο που οι αδελφοί του τον νόμιζαν κωφάλαλο, γι'αυτό ονομάστηκε "Άγιος Κορνήλιος ο Σιωπηλός".
Πριν την μακαρία κοίμηση του, στις 22 Ιουλίου 1693, εξομολογήθηκε στον Πνευματικό της Μονής Βαλαάμ, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και έλαβε το Μέγα Αγγελικό Σχήμα. Μετά από εννιά χρόνια, όταν έχτισαν νέο ναό, βρήκαν το Λείψανό του άφθαρτο και ευωδιάζων.
Το 1705, ο άγιος Ιεράρχης Δημήτριος, Μητροπολίτης του Ροστώφ (28 Οκτωβρίου), βλέποντας το Λείψανο του Αγίου Κορνηλίου, ζήτησε να το τοποθετήσουν σε περίοπτη θέση στον νέο ναό. Τιμώντας τον με πολλή ευλάβεια ο άγιος Ιεράρχης έγραψε για τον Άγ. Κορνήλιο Απολυτίκιο και Κοντάκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου