Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Μύθος ή πραγματικότητα τα θαύματα του Ιησού;

Έξω από τα ευαγγελικά κείμενα, δεν έχουμε παρά μια μαρτυρία που σχετίζεται μ’ αυτά τα εξαιρετικά γεγονότα. Αυτή είναι η μαρτυρία του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου, που διοικούσε το ιουδαϊκό στράτευμα στον ηρωικό αγώνα του εναντίον των Ρωμαίων.
Γράφει, λοιπόν, ο Εβραίος ιστο­ρικός Ιώσηπος στην «Αρχαιολογία» του: «Κατά τούτον τον χρόνον Ιη­σούς, σοφός ανήρ, είγε άνδρα αυ­τόν λέγειν χρη (αν ταιριάζει να τον ονομάζουμε άνθρωπο). Ην γαρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκα­λος ανθρώπων των ηδονή τ’ αληθή δεχόμενων». (!)

Επί πλέον, ο Ιώσηπος περιγρά­φει, πως ο Πιλάτος, υποχωρώντας στις παρακλήσεις των αρχόντων του λαού, καταδίκασε τον Ιησού να σταυρωθεί και προσθέτει πως η πί­στη στην ανάστασή Του εξακολου­θούσε να επικρατεί μεταξύ των χρι­στιανών, στην εποχή που έγραφε. Ο Ιώσηπος έγραψε το βιβλίο του πε­ρίπου 50 χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Ιησού.

Στο σημείο τούτο αξίζει να προ­σέξουμε ότι ο Εβραίος Ιώσηπος μι­λάει επίσης και με ακόμη περισσό­τερες λεπτομέρειες, για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, για το έργο του, το βάπτισμά του, την επιρροή του, και τον θάνατο του. Κατακρίνει τον Η­ρώδη γιατί θανάτωσε αυτόν τον προφήτη, κι όλ’ αυτά χωρίς ν’ ανα­φέρει κανένα θαύμα ότι έγινε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Από αυτή την άποψη ο Ιώσηπος, σαν ιστορική πηγή, συμφωνεί απόλυτα με τους συγγραφείς των Ευαγγελίων.

Αν υποθέσουμε ότι, —καθώς α­κούμε τους επικριτές της Βίβλου να λένε- στο πνεύμα των χρόνων ε­κείνων υπήρχε η συνήθεια ν’ αποδί­δουν θαύματα στα μεγάλα θρησκευ­τικά πνεύματα, ρωτάμε: Δεν θα έ­πρεπε αυτή η διάθεση να εκδηλωθεί και στην περίπτωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, που η προσωπικότητα και το έργο του είχαν δημιουργήσει βαθειά εντύπωση στην φαντασία του λαού, μία εντύπωση ακόμη σπουδαιότερη από του ίδιου του Ιησού; Κι όμως δεν υπάρχει κανένα κείμε­νο που ν’ αναφέρει έστω και ένα θαύμα που να έγινε από τον Πρόδρομο.

Ας έρθουμε τώρα στη Μαρτυρία των Ευαγγελίων.

Κάποιοι κριτικοί προσπάθησαν να προσβάλουν την αξιοπιστία των ευαγγελικών περιγραφών, με το επι­χείρημα ότι γράφτηκαν σε χρόνο που απείχε πάρα πολύ από τα γεγο­νότα που περιγράφουν. Ήταν εποχή λ.χ. που η σύνταξη των κειμένων χρονολογήθηκε μέχρι τη δεύτερη ε­κατονταετία μ.Χ., σε 120 χρόνια από τον θάνατο του Ιησού. Αυτή η προσ­πάθεια απέτυχε. Αρκετοί ερμηνευ­τές από κείνους που επικρίνουν τη Βίβλο, καθώς λ.χ. ο Χόλτζμαν (Η. Holtzmann) (2), συμφωνούν με τη διαπίστωση ότι τα συμπεράσματα πάνω στο θέμα της χρονολογίας, συμφω­νούν απόλυτα με τους αρχαιότε­ρους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ως προς τα κείμενα των τριών πρώ­των ευαγγελίων. Συμφωνούν, δηλα­δή, ότι γράφτηκαν μεταξύ των ετών 60 και 80 μ.Χ., που σημαίνει απόστα­ση όχι μεγαλύτερη από 30 ως 40 χρόνια, ύστερα από τον θάνατο του Ιησού. Το τέταρτο ευαγγέλιο συμ­πληρώθηκε αργότερα, κοντά στο τέλος της πρώτης εκατονταετίας, τότε που πέθανε ο απόστολος Ιωάν­νης.

Τότε, λοιπόν, όταν ολοκληρώθη­καν τα Ευαγγέλια, πολλοί από τους σύγχρονους του Ιησού ζούσαν ακό­μη. Έτσι, δύο ή τρία χρόνια πρωτύτερα, ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του, που γράφτηκε το 58 μ.Χ., κάνει λόγο για πεντακόσιους «εξ ων οι πλείονες μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν» (Α’ Κορινθ. 15/6). Στην παρουσία μιας γενεάς συγ­χρόνων και αυτόπτων μαρτύρων που ακόμη ζούσαν, δύσκολα θα πιστέ­ψουμε ότι περιγραφές θαυμάτων τόσο λεπτομερειακές σαν αυτές που περιέχονται στα Ευαγγέλια και αναφέρουν τα ονόματα τόπων και προσώπων, μπορούσαν να γίνουν πιστευτές, αν τα γεγονότα δεν ανα­γνωρίζονταν για πραγματικά;

Αφού, λοιπόν, υπήρχαν τόσοι μάρτυρες των γεγονότων, σύγχρο­νοι κι αυτόπτες, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι τόσο λεπτο­μερειακές περιγραφές των θαυμά­των που υπάρχουν στα Ευαγγέλια α­ναφέρουν ψεύτικα ή παραλλαγμένα πράγματα. Εκεί αναφέρονται ονόμα­τα τόπων και ανθρώπων που μας πείθουν ότι τα γεγονότα, όπως περι­γράφονται, αναγνωρίζονται γι’ αληθινά. Κι είναι απίθανο να παραδε­χτεί κανείς ότι θα τολμούσαν οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, να δημοσιεύσουν τέτοια παραμύθια σε τόσο σύντομο χρόνο μετά από τα δήθεν γεγονότα. Ακόμη και πολλοί απ’ αυτούς που αρνούνται, λίγο ή πολύ, τα θαύματα σαν πραγματικά, παραδέχονται όμως ότι για να γίνει δυνατό να διαδοθούν τέτοιες αφη­γήσεις και να γίνουν κι’ όλας αποδε­χτές, θα χρειαζόταν να περάσουν τόσες δεκαετίες όσες πέρασαν από τότε που ζούσε ο Χριστός ως τότε που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι τα Ευαγ­γέλια δημοσιεύτηκαν κάτω από τα ίδια τα μάτια της γενεάς που υπήρ­ξε μάρτυρας των γεγονότων είναι το πρώτο επιχείρημα που προβάλ­λουμε: 

Το δεύτερο, είναι το εξής:

Ας πάρουμε την περιγραφή του Ίδιου του θαύματος και ας την συγ­κρίνουμε όπως αναφέρεται στα τρία πρώτα ευαγγέλια. Θα δούμε διαφο­ρές ανάμεσά τους. Βέβαια, αυτές οι διαφορές στις τρεις περιγραφές, προκαλούν εντύπωση, όμως γεγο­νός είναι ότι τα ουσιαστικά σημεία μένουν ίδια, σ’ όλες τις περιγραφές. Οι διαφορές που υπάρχουν, αφο­ρούν μόνον τις λεπτομέρειες. Και οι τρεις περιγραφές συμφωνούν από­λυτα μεταξύ τους τόσο στα σημεία που αναφέρουν τα λόγια του Ιησού, όσο κι εκείνων με τους οποίους μι­λούσε.

Να ένα παράδειγ­μα από τη ζωή: 
Κά­ποιος ακούει τρεις μάρτυρες που φθά­νουν από διαφο­ρετικό σημείο και αναφέρουν —ο κα­θένας τους με τον δικό του τρόπο – ένα ναυάγιο που το παρακολούθησε πολύς κόσμος. Και οι τρεις τους ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Ο ένας άκουσε τον θόρυβο που έκανε το κατάρτι, κα­θώς έσπαζε απ’ την ορμή της θύελ­λας. Ο δεύτερος είδε τα πανιά που έπεσαν στο κατάστρωμα και τύλιξαν τους άτυχους ναύτες. Κι ο τρίτος είδε τα θεόρατα κύματα που ορ­μούσαν και σκέπασαν το καράβι.

Φυσικό είναι ο καθένας από τους τρεις, να μιλάει για τα γεγονότα που έτυχε να του κάνουν ιδιαίτερη εν­τύπωση. Οι τρεις περιγραφές δεν συμπίπτουν εντελώς, εκτός όταν α­ναφέρονται σε κάποιο πρόσταγμα του καπετάνιου που όλοι το άκου­σαν ή σε κάποια κραυγή αγωνίας κάποιου θύματος του ναυαγίου.

Αλλά και στην περίπτωση αυτή, κι αυτές ακόμα οι ασυμφωνίες ανά­μεσα στις τρεις περιγραφές, μαρτυ­ρούν ότι τα γεγονότα που περιγρά­φονται είναι αληθινά. Έτσι είναι κι η μαρτυρία των πρώτων Ευαγγε­λίων. Η αρμονία τους αφορά την ουσία της αφήγησης, ενώ οι διαφορές τους δείχνουν ότι η αρμονία αυτή δεν είναι τεχνητή, δεν οφείλεται σε υπολογισμούς για να εξαπατηθεί ο αναγνώστης. Είναι αφηγήσεις από πρώτο χέρι και καθώς συμπληρώ­νονται μεταξύ τους και αλληλοδιορθώνονται, συγχρόνως η μια επιβε­βαιώνει την άλλη.

Το τρίτο μας επιχείρημα, στηρί­ζεται στα τόσο χαρακτηριστικά λό­για με τα οποία ο Ιησούς συνοδεύει τα θαύματά Του, και που οι τρεις Ευαγγελιστές, γε­νικά τα αναφέρουν σε πλήρη συμφω­νία. Είναι αδύνατο ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα τέτοι­ων λόγων. Είναι τόσο πρωτότυπα, τόσο βαθιά, τόσο χαρακτηριστικά, τόσο αποκαλυπτικά, που μπορούμε να πούμε πως αν πρόκειται για κάτι φτιαχτό, τότε φτιαχτή πρέπει να εί­ναι και η ύπαρξη του Ιησού. «Έχε θάρρος, θυγατέρα· η πίστη σου σε έσωσε… Μη φοβάσαι μόνο πίστευε… να μην αμαρτάνεις για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο… Δεν σου είπα ότι αν πιστεύεις θα ιδείς την δόξα του Θεού;.. Τι είναι ευκολότερο να σου πω, συγχωρούνται οι α­μαρτίες σου ή (εδώ ο Ιησούς διακό­πτοντας τη φράση Του γυρίζει προς τον άρρωστο και συμπληρώνει την πρόταση Του με το θριαμβευτικό πρόσταγμα) «σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε». Πώς μπορεί τέτοια λόγια να θεωρηθούν σαν φτιαχτά; 
Είναι αδύνατο να ξε­χωρίσουμε αυτά τα λόγια από το θαύμα στο οποίο αναφέρονται. Απο­τελούν ένα αδιάσπαστο τμήμα του. Βρίσκονται με το θαύμα στην ίδια σχέση που έχει, και το νόμισμα με την επιγραφή που είναι τυπωμένη πάνω του. Αν, λοιπόν, τα λεγόμενα είναι γνήσια, τότε και το θαύμα – που χωρίς αυτό τα λόγια θα έχα­ναν το νόημα τους- πρέπει να είναι κι αυτό γνήσιο.

Το τέταρτο επιχείρημα, το παίρ­νουμε από τη στενή σχέση που υ­πάρχει μεταξύ της όλης διδασκα­λίας του Ιησού και των θαυμαστών έργων Του. Κάποιοι προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον Ιησού σαν κήρυ­κα ηθικής, από τον θαυματουργό Ιη­σού. Δέχονται την πρώτη Του ιδιό­τητα, αλλά Τού αρνούνται τη δεύτε­ρη. Τέτοια υπόθεση είναι τελείως άστοχη. Καθώς η ευαγγελική αφήγη­ση ξετυλίγεται, όλο και διαπιστώνε­ται πως η διδασκαλία και τα θαύματα είναι δεμένα τόσο γερά το ένα με το άλλο ώστε αν περικόψουμε αυθαίρετα την ιστορική περιγραφή θ’ αναγκαστούμε ν’ απορρίψουμε και τα θαύματα.

Θα πάρουμε ένα παράδειγμα: Η επί του όρους ομιλία αναγνω­ρίζεται απ’ όλους σαν το αριστούρ­γημα της ηθικής διδασκαλίας του Ιησού, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώ­στε οι πολέμιοι του υπερφυσικού θα προτιμούσαν να περιορίσουν ολό­κληρη τη διδασκαλία Του μονάχα σ’ αυτή την ομιλία.

Αλλά τι διαβάζουμε σ’ αυτή; «Πολλοί θα μου πουν εκείνη την η­μέρα, Κύριε, Κύριε, δεν προφητεύσαμε στο όνομα σου και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τότε θα ομολογήσω σ’ αυτούς ότι ποτέ δεν σας γνώρισα» (Ματθ. 7/22-23).
Αν το πλήθος που άκουγε αυτά τα λόγια, δεν έβλεπε με τα μάτια του ότι ο Ιησούς έκανε συχνά θαύ­ματα θα ήταν δυνατό, χωρίς να γε­λοιοποιηθεί, να μιλήσει στο πλήθος εκείνο για τα θαύματα που και άλλοι από τους οπαδούς Του πραγματο­ποιούσαν στο όνομα Του;

Σ’ αυτό θα μπορούσε κάποιος από τους επικριτές ν’ απαντήσει: «Αν είναι έτσι, αν, πραγματικά, στη ζωή του Ιησού τα θαύματα Του δεν ξεχωρίζονται από τα λόγια Του, τότε ο απλούστερος τρόπος για ν’ απαλ­λαγούμε από τα θαύματα είναι ν’ α­πορρίψουμε μαζί και τα λόγια». Mα τότε αγαπητοί επικριτές, δεν θ’ α­πομείνει πλέον κανένα στήριγμα στην άποψη σας για τη μεγαλύτερη ηθική επανάσταση που μαρτυρείται μέχρι τώρα για την ανθρωπότητα. Ο πασίγνωστος φιλόσοφος Ερνέστος Ρενάν, σφοδρός ε­πικριτής της Βίβλου και αρνητής του υπερφυσικού, στο βιβλίο του για τη ζωή του Ιησού διατυπώνει το αξίωμα: «Τα μεγάλα γεγονότα έχουν πάντα μεγάλες αιτίες».

Και ρωτάμε: Δεν πρέπει, λοιπόν, ν’ αναζητήσουμε μια μεγάλη αιτία για την καταγωγή του Χριστιανι­σμού, δηλ. αυτού του γεγονότος που ο ίδιος ο Ρενάν, στους πρώτους στίχους του βιβλίου του, αναγνωρί­ζει σαν το πιο σημαντικό στην παγ­κόσμια ιστορία των θρησκειών;

Αν από την ζωή του Κυρίου Ιη­σού αφαιρέσουμε τα θαύματά Του, τότε, διαγράφοντας τα θαύματα, θα πρέπει να διαγράψουμε και τα λόγια Του. Στην περίπτωση αυτή, τι θ’ α­πομείνει από τις ευαγγελικές αφη­γήσεις; Θ’ απομείνει μια μόνο γραμ­μή, που ένας Γερμανός κριτικός, να πώς την συνοψίζει: «Τον καιρό ε­κείνο συνέβη, ότι δεν συνέβη τίποτε»! Και ρωτάμε: Από το «τίποτε», λοιπόν, προήλθε το μεγαλύτερο γε­γονός της παγκόσμιας ιστορίας; Από το «τίποτε» το ανθρώπινο γένος μπήκε σε μια νέα εποχή; Από το «τίποτε» η Ιστορία άρχισε να χρονο­λογεί τα έτη, καθώς τα γνωρίζουμε σήμερα; Από το «τίποτε» γράφτηκε το βιβλίο που λέγεται Καινή Διαθή­κη και που για 19 αιώνες τώρα, όχι μονάχα έχει διατηρηθεί ακέραιο αλ­λά και κυκλοφορεί διαρκώς σε αυξα­νόμενο αριθμό τρέφοντας πνευματι­κά και φωτίζοντας τον γραμματι­σμένο και τον αγράμματο, τον πολι­τισμένο και τον απολίτιστο, άτομα από κάθε φυλή και λαό και έθνος και γλώσσα; Τέλος, από το «τίποτε» καθιερώθηκε η τελετή στην οποία οι προσκαλεσμένοι τρώνε ένα κομμα­τάκι ψωμί και πίνουν μια γουλιά κρασί για να θυμηθούν τον ατιμωτι­κό θάνατο του γιου ενός φτωχού μαραγκού, που μεγάλωσε σ’ ένα ά­γνωστο χωριουδάκι σε κάποια απο­μακρυσμένη γωνιά της Παλαιστίνης; Όλα αυτά από το «τίποτε»;

«Για να γίνει κανείς άπιστος», έλεγε ο μεγάλος Πασκάλ, «δεν χρειάζεται ν’ αφήσει την πίστη του, αλλά ν’ αποκτήσει μεγάλη δόση ευ­πιστίας· οι άπιστοι είναι οι περισσό­τερο εύπιστοι».

Nα, λοιπόν, το συμπέρασμα και τούτο είναι το τέταρτο επιχείρημα μας: Tα θαύματα του Κυρίου Ιησού είναι αναπόσπαστο μέρος της ευαγγελικής ιστορίας.
Άλλωστε, μήπως δεν είναι αλή­θεια ότι κι αυτοί ακόμα οι εχθροί του Ιησού, επιβεβαιώνουν τις μαρ­τυρίες των μαθητών Του, για την πραγματικότητα της υπερφυσικής Του δύναμης; Οι άρχοντες του λαού λ.χ. αναγνώρισαν ότι ο Ιησούς θαυ­ματούργησε, άσχετα αν χαρακτήρι­σαν τα θαύματα Του σαν έργα του Βεελζεβούλ (Λουκ. 11/15). Το Ταλμούδ (εβραϊκή εγκυκλοπαίδεια σοφίας), δεν αρνείται τα θαυμαστά έρ­γα του Ιησού. Tα αναγνωρίζει, άσχε­τα αν τα αποδίδει σε μαγικές δυνά­μεις που τις είχε ο Ιησούς αποκτή­σει στο διάστημα της δήθεν διαμο­νής Του στην Αίγυπτο, ή «στη μαγι­κή επίδραση του τετραγράμματου που έκλεψε από το Ναό της Ιερου­σαλήμ» (Τολντώθ Γιέζου).

Ακόμα και οι σταυρωτές του Ιη­σού, έχοντας υπόψη τα θαύματα Του, Τον προκαλούσαν με σαρκαστι­κά λόγια να κάμει το τελευταίο θαύμα της ζωής Του, ενώ πέθαινε στο σταυρό: «Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του σταυρού ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν» (Μάρκ. 15/32).

Το τελικό μας επιχείρημα, το παίρνουμε από τον χαρακτήρα που έχουν οι περιγραφές των θαυμάτων, που περιέχονται στα Ευαγγέλια. Πόσο μεγάλη είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια τους! Ένας άνθρωπος τίμιος φέρνει στο πρόσωπο του και στον τρόπο της ομιλίας του τη σφραγίδα της ειλικρίνειας. Χρειά­ζονται άραγε οι ευαγγελιστές πιστοποιητικό τιμιότητας ή καλής πίστεως;

Όταν συμβεί η ζωή σου να περ­νά από κακοτοπιές και βλέπεις μπροστά σου τα εμπόδια σα βουνά, άνοιξε ένα από τα ευαγγέλια και διάβασε μια-δυο γραμμές. Τα προβλήματα-βουνά θα σου φανούν αμέσως σα σύννεφα που διαλύονται.
Θα αισθανθείς αμέσως ότι άγγιξες θείες πραγματικότητες. Όταν κά­ποιος παρουσιάζει ένα φτιαχτό θαύμα, η υπερβολική έμφαση που δίνει στην περιγραφή του προδίδει αμέσως την ανυπαρξία του περιστα­τικού. Μονάχα η αλήθεια έχει το προνόμιο να φαίνεται μεγάλη μαζί και απλή.

Αλλά και στο περιεχόμενο, πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα θαύ­ματα των ευαγγελίων και των θαυμάτων από τα οποία είναι γεμάτοι οι εβραϊκοί θρύλοι και οι ειδωλολατρι­κές μυθολογίες! Η αντίθεση είναι τόσο κτυπητή που ανάγκασε τον ί­διο τον Ρενάν, σ’ ένα από τα πρώτα έργα του να κάνει την εξής ομολο­γία: «Το αξιοθαύμαστο στα ευαγγέ­λια» είπε, «είναι η σοβαρότητα και η φρόνηση που λείπουν από τα Από­κρυφα Ιουδαϊκά κείμενα και από τις Ινδοευρωπαϊκές μυθολογίες» (3).

Συμπέρασμα:
Από την παραπάνω μελέτη του θέματος μας βγαίνει ότι η ιστορική κριτική θα πρέπει ν’ αναγνωρίσει τα θαυμαστά έργα που αποδίδονται στον Ιησού Χριστό. Tα θαύματα του Ιησού είναι βαθιά και αναπόσπαστα από την ιστορία Του, όπως και η Ιστορία Του είναι αναπόσπαστη από την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.

Σημειώσεις:
1. Testimonium Flavianum XVIII, 3. 3.
2. Η. Holtzemann «Die synoptischen Evangelien» σ. 412-414.
3. Etudes de I΄ histoire religieuse, σ. 117 και 203.
Από το: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ», Τόμος 1, Αριθμός 1, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1983).
Πηγή: greekorthodoxweb

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου