Έξω από τα ευαγγελικά κείμενα, δεν έχουμε παρά μια μαρτυρία που σχετίζεται μ’ αυτά τα εξαιρετικά γεγονότα. Αυτή είναι η μαρτυρία του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου, που διοικούσε το ιουδαϊκό στράτευμα στον ηρωικό αγώνα του εναντίον των Ρωμαίων.
Γράφει, λοιπόν, ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος στην «Αρχαιολογία» του: «Κατά τούτον τον χρόνον Ιησούς, σοφός ανήρ, είγε άνδρα αυτόν λέγειν χρη (αν ταιριάζει να τον ονομάζουμε άνθρωπο). Ην γαρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκαλος ανθρώπων των ηδονή τ’ αληθή δεχόμενων». (!)
Επί πλέον, ο Ιώσηπος περιγράφει, πως ο Πιλάτος, υποχωρώντας στις παρακλήσεις των αρχόντων του λαού, καταδίκασε τον Ιησού να σταυρωθεί και προσθέτει πως η πίστη στην ανάστασή Του εξακολουθούσε να επικρατεί μεταξύ των χριστιανών, στην εποχή που έγραφε. Ο Ιώσηπος έγραψε το βιβλίο του περίπου 50 χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Ιησού.
Στο σημείο τούτο αξίζει να προσέξουμε ότι ο Εβραίος Ιώσηπος μιλάει επίσης και με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, για το έργο του, το βάπτισμά του, την επιρροή του, και τον θάνατο του. Κατακρίνει τον Ηρώδη γιατί θανάτωσε αυτόν τον προφήτη, κι όλ’ αυτά χωρίς ν’ αναφέρει κανένα θαύμα ότι έγινε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Από αυτή την άποψη ο Ιώσηπος, σαν ιστορική πηγή, συμφωνεί απόλυτα με τους συγγραφείς των Ευαγγελίων.
Αν υποθέσουμε ότι, —καθώς ακούμε τους επικριτές της Βίβλου να λένε- στο πνεύμα των χρόνων εκείνων υπήρχε η συνήθεια ν’ αποδίδουν θαύματα στα μεγάλα θρησκευτικά πνεύματα, ρωτάμε: Δεν θα έπρεπε αυτή η διάθεση να εκδηλωθεί και στην περίπτωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, που η προσωπικότητα και το έργο του είχαν δημιουργήσει βαθειά εντύπωση στην φαντασία του λαού, μία εντύπωση ακόμη σπουδαιότερη από του ίδιου του Ιησού; Κι όμως δεν υπάρχει κανένα κείμενο που ν’ αναφέρει έστω και ένα θαύμα που να έγινε από τον Πρόδρομο.
Ας έρθουμε τώρα στη Μαρτυρία των Ευαγγελίων.
Κάποιοι κριτικοί προσπάθησαν να προσβάλουν την αξιοπιστία των ευαγγελικών περιγραφών, με το επιχείρημα ότι γράφτηκαν σε χρόνο που απείχε πάρα πολύ από τα γεγονότα που περιγράφουν. Ήταν εποχή λ.χ. που η σύνταξη των κειμένων χρονολογήθηκε μέχρι τη δεύτερη εκατονταετία μ.Χ., σε 120 χρόνια από τον θάνατο του Ιησού. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Αρκετοί ερμηνευτές από κείνους που επικρίνουν τη Βίβλο, καθώς λ.χ. ο Χόλτζμαν (Η. Holtzmann) (2), συμφωνούν με τη διαπίστωση ότι τα συμπεράσματα πάνω στο θέμα της χρονολογίας, συμφωνούν απόλυτα με τους αρχαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ως προς τα κείμενα των τριών πρώτων ευαγγελίων. Συμφωνούν, δηλαδή, ότι γράφτηκαν μεταξύ των ετών 60 και 80 μ.Χ., που σημαίνει απόσταση όχι μεγαλύτερη από 30 ως 40 χρόνια, ύστερα από τον θάνατο του Ιησού. Το τέταρτο ευαγγέλιο συμπληρώθηκε αργότερα, κοντά στο τέλος της πρώτης εκατονταετίας, τότε που πέθανε ο απόστολος Ιωάννης.
Τότε, λοιπόν, όταν ολοκληρώθηκαν τα Ευαγγέλια, πολλοί από τους σύγχρονους του Ιησού ζούσαν ακόμη. Έτσι, δύο ή τρία χρόνια πρωτύτερα, ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του, που γράφτηκε το 58 μ.Χ., κάνει λόγο για πεντακόσιους «εξ ων οι πλείονες μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν» (Α’ Κορινθ. 15/6). Στην παρουσία μιας γενεάς συγχρόνων και αυτόπτων μαρτύρων που ακόμη ζούσαν, δύσκολα θα πιστέψουμε ότι περιγραφές θαυμάτων τόσο λεπτομερειακές σαν αυτές που περιέχονται στα Ευαγγέλια και αναφέρουν τα ονόματα τόπων και προσώπων, μπορούσαν να γίνουν πιστευτές, αν τα γεγονότα δεν αναγνωρίζονταν για πραγματικά;
Αφού, λοιπόν, υπήρχαν τόσοι μάρτυρες των γεγονότων, σύγχρονοι κι αυτόπτες, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι τόσο λεπτομερειακές περιγραφές των θαυμάτων που υπάρχουν στα Ευαγγέλια αναφέρουν ψεύτικα ή παραλλαγμένα πράγματα. Εκεί αναφέρονται ονόματα τόπων και ανθρώπων που μας πείθουν ότι τα γεγονότα, όπως περιγράφονται, αναγνωρίζονται γι’ αληθινά. Κι είναι απίθανο να παραδεχτεί κανείς ότι θα τολμούσαν οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, να δημοσιεύσουν τέτοια παραμύθια σε τόσο σύντομο χρόνο μετά από τα δήθεν γεγονότα. Ακόμη και πολλοί απ’ αυτούς που αρνούνται, λίγο ή πολύ, τα θαύματα σαν πραγματικά, παραδέχονται όμως ότι για να γίνει δυνατό να διαδοθούν τέτοιες αφηγήσεις και να γίνουν κι’ όλας αποδεχτές, θα χρειαζόταν να περάσουν τόσες δεκαετίες όσες πέρασαν από τότε που ζούσε ο Χριστός ως τότε που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι τα Ευαγγέλια δημοσιεύτηκαν κάτω από τα ίδια τα μάτια της γενεάς που υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων είναι το πρώτο επιχείρημα που προβάλλουμε:
Το δεύτερο, είναι το εξής:
Ας πάρουμε την περιγραφή του Ίδιου του θαύματος και ας την συγκρίνουμε όπως αναφέρεται στα τρία πρώτα ευαγγέλια. Θα δούμε διαφορές ανάμεσά τους. Βέβαια, αυτές οι διαφορές στις τρεις περιγραφές, προκαλούν εντύπωση, όμως γεγονός είναι ότι τα ουσιαστικά σημεία μένουν ίδια, σ’ όλες τις περιγραφές. Οι διαφορές που υπάρχουν, αφορούν μόνον τις λεπτομέρειες. Και οι τρεις περιγραφές συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους τόσο στα σημεία που αναφέρουν τα λόγια του Ιησού, όσο κι εκείνων με τους οποίους μιλούσε.
Να ένα παράδειγμα από τη ζωή:
Κάποιος ακούει τρεις μάρτυρες που φθάνουν από διαφορετικό σημείο και αναφέρουν —ο καθένας τους με τον δικό του τρόπο – ένα ναυάγιο που το παρακολούθησε πολύς κόσμος. Και οι τρεις τους ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Ο ένας άκουσε τον θόρυβο που έκανε το κατάρτι, καθώς έσπαζε απ’ την ορμή της θύελλας. Ο δεύτερος είδε τα πανιά που έπεσαν στο κατάστρωμα και τύλιξαν τους άτυχους ναύτες. Κι ο τρίτος είδε τα θεόρατα κύματα που ορμούσαν και σκέπασαν το καράβι.
Φυσικό είναι ο καθένας από τους τρεις, να μιλάει για τα γεγονότα που έτυχε να του κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Οι τρεις περιγραφές δεν συμπίπτουν εντελώς, εκτός όταν αναφέρονται σε κάποιο πρόσταγμα του καπετάνιου που όλοι το άκουσαν ή σε κάποια κραυγή αγωνίας κάποιου θύματος του ναυαγίου.
Αλλά και στην περίπτωση αυτή, κι αυτές ακόμα οι ασυμφωνίες ανάμεσα στις τρεις περιγραφές, μαρτυρούν ότι τα γεγονότα που περιγράφονται είναι αληθινά. Έτσι είναι κι η μαρτυρία των πρώτων Ευαγγελίων. Η αρμονία τους αφορά την ουσία της αφήγησης, ενώ οι διαφορές τους δείχνουν ότι η αρμονία αυτή δεν είναι τεχνητή, δεν οφείλεται σε υπολογισμούς για να εξαπατηθεί ο αναγνώστης. Είναι αφηγήσεις από πρώτο χέρι και καθώς συμπληρώνονται μεταξύ τους και αλληλοδιορθώνονται, συγχρόνως η μια επιβεβαιώνει την άλλη.
Το τρίτο μας επιχείρημα, στηρίζεται στα τόσο χαρακτηριστικά λόγια με τα οποία ο Ιησούς συνοδεύει τα θαύματά Του, και που οι τρεις Ευαγγελιστές, γενικά τα αναφέρουν σε πλήρη συμφωνία. Είναι αδύνατο ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα τέτοιων λόγων. Είναι τόσο πρωτότυπα, τόσο βαθιά, τόσο χαρακτηριστικά, τόσο αποκαλυπτικά, που μπορούμε να πούμε πως αν πρόκειται για κάτι φτιαχτό, τότε φτιαχτή πρέπει να είναι και η ύπαρξη του Ιησού. «Έχε θάρρος, θυγατέρα· η πίστη σου σε έσωσε… Μη φοβάσαι μόνο πίστευε… να μην αμαρτάνεις για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο… Δεν σου είπα ότι αν πιστεύεις θα ιδείς την δόξα του Θεού;.. Τι είναι ευκολότερο να σου πω, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή (εδώ ο Ιησούς διακόπτοντας τη φράση Του γυρίζει προς τον άρρωστο και συμπληρώνει την πρόταση Του με το θριαμβευτικό πρόσταγμα) «σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε». Πώς μπορεί τέτοια λόγια να θεωρηθούν σαν φτιαχτά;
Είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε αυτά τα λόγια από το θαύμα στο οποίο αναφέρονται. Αποτελούν ένα αδιάσπαστο τμήμα του. Βρίσκονται με το θαύμα στην ίδια σχέση που έχει, και το νόμισμα με την επιγραφή που είναι τυπωμένη πάνω του. Αν, λοιπόν, τα λεγόμενα είναι γνήσια, τότε και το θαύμα – που χωρίς αυτό τα λόγια θα έχαναν το νόημα τους- πρέπει να είναι κι αυτό γνήσιο.
Το τέταρτο επιχείρημα, το παίρνουμε από τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της όλης διδασκαλίας του Ιησού και των θαυμαστών έργων Του. Κάποιοι προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον Ιησού σαν κήρυκα ηθικής, από τον θαυματουργό Ιησού. Δέχονται την πρώτη Του ιδιότητα, αλλά Τού αρνούνται τη δεύτερη. Τέτοια υπόθεση είναι τελείως άστοχη. Καθώς η ευαγγελική αφήγηση ξετυλίγεται, όλο και διαπιστώνεται πως η διδασκαλία και τα θαύματα είναι δεμένα τόσο γερά το ένα με το άλλο ώστε αν περικόψουμε αυθαίρετα την ιστορική περιγραφή θ’ αναγκαστούμε ν’ απορρίψουμε και τα θαύματα.
Θα πάρουμε ένα παράδειγμα: Η επί του όρους ομιλία αναγνωρίζεται απ’ όλους σαν το αριστούργημα της ηθικής διδασκαλίας του Ιησού, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε οι πολέμιοι του υπερφυσικού θα προτιμούσαν να περιορίσουν ολόκληρη τη διδασκαλία Του μονάχα σ’ αυτή την ομιλία.
Αλλά τι διαβάζουμε σ’ αυτή; «Πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα, Κύριε, Κύριε, δεν προφητεύσαμε στο όνομα σου και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τότε θα ομολογήσω σ’ αυτούς ότι ποτέ δεν σας γνώρισα» (Ματθ. 7/22-23).
Αν το πλήθος που άκουγε αυτά τα λόγια, δεν έβλεπε με τα μάτια του ότι ο Ιησούς έκανε συχνά θαύματα θα ήταν δυνατό, χωρίς να γελοιοποιηθεί, να μιλήσει στο πλήθος εκείνο για τα θαύματα που και άλλοι από τους οπαδούς Του πραγματοποιούσαν στο όνομα Του;
Σ’ αυτό θα μπορούσε κάποιος από τους επικριτές ν’ απαντήσει: «Αν είναι έτσι, αν, πραγματικά, στη ζωή του Ιησού τα θαύματα Του δεν ξεχωρίζονται από τα λόγια Του, τότε ο απλούστερος τρόπος για ν’ απαλλαγούμε από τα θαύματα είναι ν’ απορρίψουμε μαζί και τα λόγια». Mα τότε αγαπητοί επικριτές, δεν θ’ απομείνει πλέον κανένα στήριγμα στην άποψη σας για τη μεγαλύτερη ηθική επανάσταση που μαρτυρείται μέχρι τώρα για την ανθρωπότητα. Ο πασίγνωστος φιλόσοφος Ερνέστος Ρενάν, σφοδρός επικριτής της Βίβλου και αρνητής του υπερφυσικού, στο βιβλίο του για τη ζωή του Ιησού διατυπώνει το αξίωμα: «Τα μεγάλα γεγονότα έχουν πάντα μεγάλες αιτίες».
Και ρωτάμε: Δεν πρέπει, λοιπόν, ν’ αναζητήσουμε μια μεγάλη αιτία για την καταγωγή του Χριστιανισμού, δηλ. αυτού του γεγονότος που ο ίδιος ο Ρενάν, στους πρώτους στίχους του βιβλίου του, αναγνωρίζει σαν το πιο σημαντικό στην παγκόσμια ιστορία των θρησκειών;
Αν από την ζωή του Κυρίου Ιησού αφαιρέσουμε τα θαύματά Του, τότε, διαγράφοντας τα θαύματα, θα πρέπει να διαγράψουμε και τα λόγια Του. Στην περίπτωση αυτή, τι θ’ απομείνει από τις ευαγγελικές αφηγήσεις; Θ’ απομείνει μια μόνο γραμμή, που ένας Γερμανός κριτικός, να πώς την συνοψίζει: «Τον καιρό εκείνο συνέβη, ότι δεν συνέβη τίποτε»! Και ρωτάμε: Από το «τίποτε», λοιπόν, προήλθε το μεγαλύτερο γεγονός της παγκόσμιας ιστορίας; Από το «τίποτε» το ανθρώπινο γένος μπήκε σε μια νέα εποχή; Από το «τίποτε» η Ιστορία άρχισε να χρονολογεί τα έτη, καθώς τα γνωρίζουμε σήμερα; Από το «τίποτε» γράφτηκε το βιβλίο που λέγεται Καινή Διαθήκη και που για 19 αιώνες τώρα, όχι μονάχα έχει διατηρηθεί ακέραιο αλλά και κυκλοφορεί διαρκώς σε αυξανόμενο αριθμό τρέφοντας πνευματικά και φωτίζοντας τον γραμματισμένο και τον αγράμματο, τον πολιτισμένο και τον απολίτιστο, άτομα από κάθε φυλή και λαό και έθνος και γλώσσα; Τέλος, από το «τίποτε» καθιερώθηκε η τελετή στην οποία οι προσκαλεσμένοι τρώνε ένα κομματάκι ψωμί και πίνουν μια γουλιά κρασί για να θυμηθούν τον ατιμωτικό θάνατο του γιου ενός φτωχού μαραγκού, που μεγάλωσε σ’ ένα άγνωστο χωριουδάκι σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά της Παλαιστίνης; Όλα αυτά από το «τίποτε»;
«Για να γίνει κανείς άπιστος», έλεγε ο μεγάλος Πασκάλ, «δεν χρειάζεται ν’ αφήσει την πίστη του, αλλά ν’ αποκτήσει μεγάλη δόση ευπιστίας· οι άπιστοι είναι οι περισσότερο εύπιστοι».
Nα, λοιπόν, το συμπέρασμα και τούτο είναι το τέταρτο επιχείρημα μας: Tα θαύματα του Κυρίου Ιησού είναι αναπόσπαστο μέρος της ευαγγελικής ιστορίας.
Άλλωστε, μήπως δεν είναι αλήθεια ότι κι αυτοί ακόμα οι εχθροί του Ιησού, επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες των μαθητών Του, για την πραγματικότητα της υπερφυσικής Του δύναμης; Οι άρχοντες του λαού λ.χ. αναγνώρισαν ότι ο Ιησούς θαυματούργησε, άσχετα αν χαρακτήρισαν τα θαύματα Του σαν έργα του Βεελζεβούλ (Λουκ. 11/15). Το Ταλμούδ (εβραϊκή εγκυκλοπαίδεια σοφίας), δεν αρνείται τα θαυμαστά έργα του Ιησού. Tα αναγνωρίζει, άσχετα αν τα αποδίδει σε μαγικές δυνάμεις που τις είχε ο Ιησούς αποκτήσει στο διάστημα της δήθεν διαμονής Του στην Αίγυπτο, ή «στη μαγική επίδραση του τετραγράμματου που έκλεψε από το Ναό της Ιερουσαλήμ» (Τολντώθ Γιέζου).
Ακόμα και οι σταυρωτές του Ιησού, έχοντας υπόψη τα θαύματα Του, Τον προκαλούσαν με σαρκαστικά λόγια να κάμει το τελευταίο θαύμα της ζωής Του, ενώ πέθαινε στο σταυρό: «Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του σταυρού ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν» (Μάρκ. 15/32).
Το τελικό μας επιχείρημα, το παίρνουμε από τον χαρακτήρα που έχουν οι περιγραφές των θαυμάτων, που περιέχονται στα Ευαγγέλια. Πόσο μεγάλη είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια τους! Ένας άνθρωπος τίμιος φέρνει στο πρόσωπο του και στον τρόπο της ομιλίας του τη σφραγίδα της ειλικρίνειας. Χρειάζονται άραγε οι ευαγγελιστές πιστοποιητικό τιμιότητας ή καλής πίστεως;
Όταν συμβεί η ζωή σου να περνά από κακοτοπιές και βλέπεις μπροστά σου τα εμπόδια σα βουνά, άνοιξε ένα από τα ευαγγέλια και διάβασε μια-δυο γραμμές. Τα προβλήματα-βουνά θα σου φανούν αμέσως σα σύννεφα που διαλύονται.
Θα αισθανθείς αμέσως ότι άγγιξες θείες πραγματικότητες. Όταν κάποιος παρουσιάζει ένα φτιαχτό θαύμα, η υπερβολική έμφαση που δίνει στην περιγραφή του προδίδει αμέσως την ανυπαρξία του περιστατικού. Μονάχα η αλήθεια έχει το προνόμιο να φαίνεται μεγάλη μαζί και απλή.
Αλλά και στο περιεχόμενο, πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα θαύματα των ευαγγελίων και των θαυμάτων από τα οποία είναι γεμάτοι οι εβραϊκοί θρύλοι και οι ειδωλολατρικές μυθολογίες! Η αντίθεση είναι τόσο κτυπητή που ανάγκασε τον ίδιο τον Ρενάν, σ’ ένα από τα πρώτα έργα του να κάνει την εξής ομολογία: «Το αξιοθαύμαστο στα ευαγγέλια» είπε, «είναι η σοβαρότητα και η φρόνηση που λείπουν από τα Απόκρυφα Ιουδαϊκά κείμενα και από τις Ινδοευρωπαϊκές μυθολογίες» (3).
Συμπέρασμα:
Από την παραπάνω μελέτη του θέματος μας βγαίνει ότι η ιστορική κριτική θα πρέπει ν’ αναγνωρίσει τα θαυμαστά έργα που αποδίδονται στον Ιησού Χριστό. Tα θαύματα του Ιησού είναι βαθιά και αναπόσπαστα από την ιστορία Του, όπως και η Ιστορία Του είναι αναπόσπαστη από την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.
Σημειώσεις:
1. Testimonium Flavianum XVIII, 3. 3.
2. Η. Holtzemann «Die synoptischen Evangelien» σ. 412-414.
3. Etudes de I΄ histoire religieuse, σ. 117 και 203.
Από το: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ», Τόμος 1, Αριθμός 1, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1983).
Πηγή: greekorthodoxweb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου