«Ἔχουμε πάει μέ τήν σύζυγό μου νά τόν ἐπισκεφθοῦμε στό κελλί του. Ἐκεῖνος κάθεται στήν καρέκλα του κι ἔχει μπροστά του ἕνα τραπέζι. Πάνω σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἕνα πιάτο μέ φροῦτα, ἕνα μπουκάλι χυμός πορτοκαλιοῦ καί πλαστικά ποτήρια. Ἀριστερά καί κοντά στά πόδια του βρίσκεται τό πετραχήλι του, χρώματος κόκκινου μέ χρυσαφιά κεντήματα.
Ἀριστερά του κάθεται ἡ σύζυγός μου καί δεξιά του ἐγώ. Ἡ συζήτησί μας περιστρεφόταν γύρω ἀπό τήν ἀλλεργία, πού βασάνιζε τήν σύζυγό μου, καί τί φάρμακα παίρνει. Γέλασε, μάλιστα, ὅταν ἡ σύζυγός μου τοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ γιατρός τῆς χορήγησε γιά φαρμακευτική ἀγωγή τό Atarax, λέγοντάς της: «Τό Atarax σοῦ ἔδωσε; Ἔμ, αὐτό θά σέ ταράξη, γι᾿ αὐτό τό λένε ἔτσι».
Ἐν τῷ μεταξύ ἄρχισε νά ψιχαλίζη. Εὐθύς ἡ σύζυγός μου πάει νά σηκώση τό πετραχήλι λέγοντας στόν γέροντα Εὐμένιο νά σηκωθῆ κι αὐτός, νά τόν βάλουμε στό κελλάκι του, γιά νά μήν βραχῆ. Ἐκεῖνος ἁπλώνει, τότε, τά χέρια του καί χαράζει ἕνα νοητό ἡμικύκλιο ἀπό τήν μεριά τῆς συζύγου μου μπροστά του καί ἀπό τήν πλευρά τήν δική μου, λέγοντας: «Ποῦ βλέπεις ὅτι βρεχόμαστε; Καθῆστε κάτω, νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας».
Ἐγώ ἔμεινα ἄφωνος, ὅπως καί ἡ σύζυγός μου. Ἡ ψιχάλα εἶχε γίνει μπόρα, ἀλλά ἐκεῖ πού ὁ Γέροντας εἶχε ὁριοθετήσει νοητά, ἡ βροχή δέν ἄγγιζε τίποτε».»
Από το βιβλίο Σίμωνος Μοναχοῦ: «Πατήρ Εὐμένιος – ὁ κρυφός Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου