Μία φορά, ένας παράδελφος του παπά Εφραίμ ευρίσκονταν μέσα στην κουζίνα, κάνοντας εργόχειρο στις σφραγίδες. Ο παπά Εφραίμ ήταν μέσα στο κελλί του, κάνοντας επίσης το εργόχειρο του, ευρισκόμενος, όμως, παράλληλα, σε προσευχή, «εννοώ χαριτωμένη προσευχή, ώρα Χάριτος», όπως διηγούνταν ο ίδιος.
Κάποια στιγμή, τον ειδοποίησε ο παράδελφος του: «Παπά, η φωτιά έσβησε!». Μαγείρευαν και φαγητό, κατά την ίδια ώρα, κι έπρεπε να πάει ο παπά Εφραίμ για να συντηρήσει τη φωτιά με τα καυσόξυλα.
Ο Γέροντας, κατά την ώρα που του ομίλησε ο αδελφός για να πάει στη φωτιά, δεν ήθελε να χάσει τη χαριτώμενη στιγμή της προσευχής, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι η Χάρις έρχεται ανύποπτα όταν προσεύχεσαι, κάθεται όσο το θελήσει και φεύγει πάλι ανύποπτα κατά το θέλημα του Θεού. «Μπορεί να σε χαριτώσει και πέντε λεπτά, μπορεί και ώρα» όπως συνήθιζε να λέει. Και έτσι, λοιπόν, επείσθη ο παπά Εφραίμ με τον λογισμό του, ότι, «τώρα, που έχω, τρόπον τινά, τροφή πνευματική, ας μην πάω στη φωτιά, και πηγαίνω αργότερα, όταν δω ότι η Χάρις αρχίζει και συστέλλεται».
«Αυτό ήταν!» παραδέχονταν ο Γέροντας, εξιστορώντας και ετούτο το προσωπικό περιστατικό. Όπως διηγείται ο ίδιος, αυτοστιγμεί με τον παραπάνω λογισμό – της παρακοής προς τον παράδελφο του – αντί η Χάρις να συντηρηθεί, εξαφανίστηκε!
«Έμεινα ξύλο απελέκητο» έλεγε. Πάει και η Χάρις, πάει και η προσευχή, πάνε όλα. «Λέω, τώρα, τι έκανα; Και την παρακοή κέρδισα και την προσευχή έχασα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου