Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανές εἰκόνες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Οἱ βίοι καί οἱ λόγοι τους μᾶς μεταδίδουν νοήματα πού ζωοποιοῦν τόν νοῦ μας, γιατί μεταφέρουν τήν ἰαματική καί ζωοποιό χάρη τῆς ὀρθόδοξης
ζωῆς καί θεολογίας· τῆς ζωῆς πού εἶναι θεολογία, ἀφοῦ ζώντας οἱ ἅγιοι στήν Ἐκκλησία μεταμορφώθηκαν κατά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «κτίσαντος» αὐτούς, αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τήν ἀρχοντική ἀγάπη Του.
Ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή στήν ὁποία συμμετέχει ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ὁποία γεννιέται καί τρέφεται ἀπό τά θεῖα νοήματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Στούς βίους καί τούς λόγους τῶν ἁγίων μαρτυρεῖται ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα ζωῆς καί θεολογίας, ὀρθοδόξου δόγματος καί εὐαγγελικῆς ἄσκησης. Καρπός αὐτῆς τῆς φυσιολογικῆς σύζευξης (στό πλαίσο τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς) εἶναι ἡ ἔμπνευση γιά θερμή καί εἰλικρινῆ προσευχή, πού ἔχει θεολογικά καί ἀσκητικά θεμέλια.
Κι ἐπειδή τά παραπάνω μπορεῖ νά μοιάζουν θεωρητικά, θά ἀνατρέξουμε στούς ἁπλούς, σχεδόν καθημερινούς λόγους τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, πού δείχνουν τό πῶς ἡ ὀρθόδοξη ζωή βιώνεται μέσα στήν καθημερινότητα, τό πῶς ἡ καθημερινότητα πλουτίζεται μέ τήν ἐμπειρία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Κέντρο τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Χριστός τῆς ἱστορίας, τῶν Γραφῶν, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ Χριστός, ὁ Ἕνας τῆς Μίας Ἐκκλησίας, «ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν» καί μᾶς ἄφησε μέσα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν Ἀποστόλων τόν ἑαυτό Του «ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσ[ωμεν] τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ». Τό Πάθος καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπισφράγισαν τήν διδασκαλία Του, αἰχμαλωτίζουν τίς εὐαίσθητες ψυχές τῶν ἁγίων στήν ἀγάπη Του. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό καύχημα τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ Σταυρός εἶναι τό κεντρί πού πληγώνει θεραπευτικά τίς καρδιές τῶν Ἁγίων. Ὅσοι μιλοῦν μόνον γιά τόν θρίαμβο τῆς Ἀνάστασης, παραθεωρώντας τό Πάθος καί τόν Σταυρό (ἤ ἀφήνοντάς τον ὡς χαρακτηριστικό τῶν «δυτικῶν Χριστιανῶν»), μᾶλλον ἀγαποῦν φίλαυτα τήν ζωή τοῦ παρόντος αἰῶνος καί δέν ἔχουν αἰχμαλωτισθῇ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἕλκει τήν ἐπιθυμία σέ «ὁδούς σκληράς».
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, ἀρρενωπά εὐαίσθητος, δίνοντας τήν καρδιά του στά θεολογικά νοήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας, ἔλεγε: «“Ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός!». Ἄν σκεφθῇ κανείς τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, διαλύεται. […] Ἐσεῖς πιάνετε τήν φυλλάδα μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Σταυροῦ, ψάλλετε “Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανῶν ἡ ἐλπίς”, καί ὁ νοῦς σας δέν εἶναι ἐκεῖ. Τότε πῶς νά ἀλλοιωθῇ ἡ ψυχή; Ἄχ, ἄν δουλέψῃ ἡ καρδιά, ἄν ἀλλοιωθῇ ἡ ψυχή, θά εἶναι πανηγύρι. Ξέρετε τί θά πῇ πανηγύρι;». Ὁ Ὅσιος ἤξερε τί θά πῇ πανηγύρι καί δίδασκε (καί μᾶς διδάσκει), ὅτι ὁ νοῦς μας πρέπει νά εἶναι στά νοήματα τῶν ὕμνων, ὅταν βρισκόμαστε στήν κοινή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ αὐτά νά τροφοδοτεῖται ἡ καρδιά, γιά νά ἀλλοιώνεται καί νά μπαίνῃ ἀπό τώρα στό πανηγύρι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί συμπλήρωνε: «Ὅταν κανείς παρακολουθῇ καί αἰσθάνεται αὐτά πού ψάλλει, ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει καί ἡ εὐλάβεια, ἀπό ἐκεῖ ἔρχεται καί ἡ κατάνυξη καί ὅλα» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος στ΄, σελ. 224). Ἤθελε μέ τά θεῖα νοήματα «νά κεντιέται ἡ καρδιά, νά τά νιώθῃ». Τά ὀρθόδοξα θεολογικά νοήματα δέν εἶναι ψυχρά φιλοσοφικά δόγματα. Κεντοῦν τήν καρδιά. Γεννοῦν τήν ἀγάπη. Ἀρκεῖ νά «δουλεύῃ» ἡ καρδιά.
Κάποτε ρωτήθηκε: «Γέροντα, ὅταν ἔχω ἐμπάθεια, μπορεῖ νά δουλέψῃ ἡ καρδιά μου στήν προσευχή;». Ἡ ἄμεση ἀπάντησή του ἦταν: «Πῶς νά δουλέψῃ ἡ καρδιά σου στήν προσευχή, ὅταν μέσα σου ἔχῃς πάθη;». Ἡ θεραπεία τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη τήν κάνει ἱκανή νά «κεντιέται» ἀπό τά θεολογικά νοήματα, νά ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί νά προσεύχεται. Ὁ Ὅσιος ἐξήγησε ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχῃ μέσα του πάθη, τά ὁποῖα μοιάζουν μέ τίς σκουριές στά καλώδια τῶν τηλεφώνων, τότε δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσῃ μέ τόν Θεό, διότι «ἔχει βραχυκυκλώματα στήν πνευματική ζωή· μόνος του βραχυκυκλώνεται». Πρέπει νά συντηρῇ σέ καλή κατάσταση τούς ἀγωγούς ἐπικοινωνίας του μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό «χρειάζεται νά προσέξῃ τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό, τό θέλημα, τήν ἀναίδεια. Γιατί ἄν εἶναι κυριευμένος ἀπό αὐτά, δέν εἶναι δυνατόν νά τόν ἐπισκεφθῇ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μπορέσῃ νά προσευχηθῇ».(ὅ.π. σελ. 33)
Εἶναι σημαντικός αὐτός ὁ λόγος τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Μᾶς λέει ὅτι ἡ προσευχή δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀνθρώπινη διανοητική ἄσκηση, πού μπορεῖ ὁ καθένας ἀπροϋπόθετα νά τήν ἐπιχειρήσῃ. Δέν εἶναι δηλαδή μιά ὀρθόδοξη μορφή διαλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν προϋποθέτει μετάνοια. Τυπικά, διανοητικά, χωρίς τήν συμμετοχή τῆς καρδιᾶς καί χωρίς ἀποτελέσματα στήν ψυχή του, μπορεῖ κανείς ὄχι μόνο νά ἀναγνώσῃ καί νά ἀπαγγείλῃ, ἀλλά ἀκόμη καί νά συνθέσῃ πολλές προσευχές. Γιά νά μπορέσῃ νά προσευχηθῇ ὅμως μέ συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, χρειάζεται νά τόν ἐπισκεφθῇ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐπισκεφθῇ, ἄν εἴμαστε κυριευμένοι ἀπό τά πάθη. Ὅσοι «ἄγονται» ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι «υἱοὶ Θεοῦ», καί μέ αὐτό τό «Πνεῦμα» τῆς «υἱοθεσίας» κράζουν «ἀββᾶ ὁ πατήρ». Στήν δική μας προαίρεση καί πράξη ἀπόκειται τό νά ἀνοίξουμε τόπο νά μᾶς ἐπισκεφθῇ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, νά γεμίσῃ «ἡ μπαταρία μας πνευματικά», ὥστε νά πιάσουμε προσευχητική ἐπαφή μέ τόν Θεό, νά μποῦμε στό «δίκτυό» Του.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε: «γιά νά δικτυωθοῦμε μέ τόν Θεό, πρέπει νά συντονίσουμε τόν πομπό μας στήν ἀγάπη καί τόν δέκτη μας στήν ταπείνωση, γιά νά ἀκούῃ ὁ Θεός καί νά Τόν ἀκοῦμε, γιατί σ’ αὐτήν τήν συχνότητα ἐργάζεται ὁ Θεός: Ἀγάπη-Ταπείνωση». Δηλαδή, γιά ἐπαφή μέ τόν Θεό πρέπει νά κινούμαστε πρός τούς ἄλλους μέ ἀγάπη καί νά δεχόμαστε ὅ,τι ἔρχεται ἀπό τόν Θεό ἤ τούς ἀνθρώπους μέ ταπείνωση, δηλαδή μέ ὑπομονή καί εὐχαριστία.
Ἡ συζυγία ἀγάπης καί ταπείνωσης δέν μπορεῖ νά συμβιώσῃ μέ τήν ἰδιοτέλεια. Γι’ αὐτό ὁ Ὅσιος συμβούλευε: «Νά καλλιεργήσῃς τήν πνευματική ἀρχοντιά, τό φιλότιμο, γιά νά φύγῃ ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ ἰδιοτέλεια ἐμποδίζει τήν προσευχή, γιατί χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό· δημιουργεῖ μόνωση. Ξέρεις τί θά πῇ μόνωση; Εἶναι σάν νά σοῦ λέῃ ὁ Θεός: “Δέν σέ καταλαβαίνω, παιδάκι μου!». (ὅ.π. σελ. 34) Μᾶς λέει γιά παράδειγμα ὁ Θεός «δέν σέ καταλαβαίνω», ὅταν ἀπό τήν μιά λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί ἀπό τήν ἄλλη: «Ἄσε με ἥσυχο», σέ ὅσους ζητοῦν νά τούς διακονήσουμε.
Ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ αὐθόρμητη καλοσύνη μᾶς κάνουν «συγγενεῖς» μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός μᾶς δίνει τίς εὐλογίες Του. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχῃ συγγένεια μέ τόν Θεό, ὁ Θεός δίνει τήν εὐλογία Του».
Τό πῶς ἡ καλοσύνη «ἀνοίγει τούς οὐρανούς», συμβολικά καί πραγματικά, ὅταν ἀποδεικνύονται ἄκαρπες πολλές προσευχές, τό περιγράφει ὁ Ὅσιος μέ ἕνα γεγονός: «Ὅταν εἶχα πάει στό Σινᾶ, ὑπῆρχε μεγάλη ἀνομβρία. Χρόνια εἶχε νά ρίξῃ μιά σταγόνα νερό καί αὐτό δυσκόλευε καί τό μοναστήρι καί τούς Βεδουΐνους πού ζοῦσαν κοντά σέ αὐτό. Οἱ μοναχοί ἔκαναν προσευχή γιά τήν ἀνομβρία, ἀλλά κανένα ἀποτέλεσμα. Τήν ἐποχή τοῦ κλαδέματος τῶν ἐλιῶν πῆγα νά βοηθήσω καί ἐγώ. Ἀφοῦ κλάδεψαν οἱ Βεδουΐνοι τά δένδρα, οἱ μοναχοί κράτησαν τά χονδρά κλαδιά γιά τό μοναστήρι καί τά λεπτά τά ἄφησαν σέ μιά ἄκρη. Οἱ Βεδουΐνοι τούς παρακάλεσαν νά τούς τά δώσουν, γιά νά τά χρησιμοποιήσουν στήν φωτιά, ὅταν μαγειρεύουν, καί νά ζεσταίνονται τό βράδυ πού κάνει πολύ κρύο· ἐκεῖνοι ὅμως ἀρνήθηκαν καί οἱ Βεδουΐνοι ἔφυγαν λυπημένοι. Τήν ἄλλη μέρα πού ἦρθαν οἱ Βεδουΐνοι καί τά ξαναζήτησαν, ἔκανα δεμάτια ὅλα τά λεπτά κλαδιά καί τούς τά ἔδωσα ὅλα. Τότε ἕνας ἡλικιωμένος Βεδουΐνος μοῦ εἶπε: “Ἐσύ εἶσαι καλός ἄνθρωπος· θά βρέξῃ”. Πράγματι, μέχρι νά γυρίσω στό μοναστήρι, ἄρχισε νά βρέχῃ, καί ἔβρεξε πολύ. Ἡ εὐχή τοῦ Βεδουΐνου ἄνοιξε τούς οὐρανούς».(ὅ.π. σελ. 36-37)
Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη τοῦ ὁσίου Παϊσίου, ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς του πού εἶχε λεπτυνθῇ ἀπό τά θεῖα νοήματα, ζέστανε τήν καρδιά τοῦ Βεδουΐνου, καί ὁ Χριστός πού ταυτίζεται μέ ὅλους τούς ἐλαχίστους πού ὑποφέρουν, ἔδωσε τήν δύναμη στήν εὐχή τοῦ Βεδουΐνου νά ἀνοίξῃ τούς οὐρανούς.
Ἔτσι ἐργάζεται ὁ Θεός στήν Ἐκκλησία Του· ἀναδεικνύει ἁγίους σάν τό ὅσιο Παΐσιο, μέσῳ τῶν ὁποίων, μέ τήν ἀπεριόριστη ἀγάπη Του εὐεργετεῖ καί ὅσους ὑποφέρουν ἔξω ἀπό αὐτήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου - Περιοδικό Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου