Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλύτης (1880-1946)

Ο πα­τήρ Ἠλί­ας Δια­μα­ντί­δης[1] γεν­νή­θηκε τό 1880 στό χω­ριό Χουρ­μι­κιά­ντο τῶν Σουρ­μέ­νων τοῦ Πό­ντου, τό ὁποῖο ἀπέ­χει ὀκτώ ὧρες μέ τό καΐκι ἀπό τήν Τρα­πε­ζοῦ­ντα.
Οἱ γο­νεῖς του Πα­να­γι­ώ­της καί Ἀ­θη­νᾶ ἦ­ταν φτω­χοί ἀλ­λά μέ φό­βο Θε­οῦ. Ἀ­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διά, τόν Κων­σταν­τῖ­νο, τόν Γε­ώρ­γιο καί τόν Ἠ­λί­α. Τό 1888 ἀ­φοῦ στε­ρέ­ω­σε τά παι­διά της στήν εὐ­λά­βεια ἐ­κοι­μή­θη ἡ Ἀ­θη­νᾶ. Ὁ Πα­να­γι­ώ­της ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε καί πῆρε μιά γυ­ναῖ­κα βάρ­βα­ρη καί κα­κιά, τήν Καν­τί­να. Ἡ μη­τρυιά κα­κο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν καί βα­σά­νι­ζε τόν μι­κρό Ἠ­λί­α. Μέ δά­κρυ­α δι­η­γεῖ­το ἀρ­γό­τε­ρα πο­λύ ἐμ­πι­στευ­τι­κά σέ μιά ὀρ­φα­νή τά βά­σα­να τῆς παι­δι­κῆς του ἡ­λι­κί­ας, μέ σκο­πό νά τήν στη­ρί­ξη.

Ἡ μη­τρυιά του τόν κρε­μοῦ­σε ἀ­νά­πο­δα σέ δέν­δρο ἐ­πί μιά ὥ­ρα καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ἀ­νάλ­γη­τη τό μαρ­τύ­ριό του, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος τήν πα­ρα­κα­λοῦ­σε μέ δά­κρυ­α νά τόν λύ­ση. Τόν ξε­γύ­μνω­νε καί μέ ἕ­να μά­τσο τσου­κνί­δες τόν χτυ­ποῦ­σε στά ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Τύ­λι­γε τά γεν­νη­τι­κά του ὄρ­γα­να μέ κλω­στή προ­ξε­νώ­ντας ἀ­φό­ρη­τους πό­νους ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τό δέ­σι­μο ἀλ­λά καί ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α δι­ού­ρη­σης. Ἔ­βα­ζε φω­τιά στά ροῦ­χα του καί τό παι­δί ἔ­τρε­χε τρο­μαγ­μέ­νο νά τήν σβή­ση. Ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα τόν ἄ­φη­νε νη­στι­κό, δί­νον­τάς του μό­νο λί­γο ξε­ρό ψω­μί. (Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­παρ­χή τῆς με­γά­λης του ἐγ­κρά­τειας πού ἐ­τή­ρη­σε σ᾿ ὅλη του τήν ζω­ή). Τόν ἔ­στελ­νε σ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α νά βό­σκη μο­σχά­ρια καί τόν ἀ­πει­λοῦ­σε μέ βα­σα­νι­στή­ρια, ἄν τά ζῶ­α ἔ­κα­ναν ζη­μιά. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε τό βρά­δυ τόν ρω­τοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας του ἄν ἔ­φα­γε τί­πο­τε καί ἀ­παν­τοῦ­σε γι᾿ αὐ­τόν ἡ μο­χθη­ρή μη­τρυιά του: «Τόν τά­ϊ­σα, τόν τά­ϊ­σα».

Στά πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια πο­τέ δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Ἐ­φάρ­μο­σε τό «ἀ­σχη­μο­σύ­νην μη­τρός σου οὐκ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις»[2]. Ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά πού ὑ­πέ­μει­νε μέ ἀ­μνη­σι­κα­κί­α ἔ­λα­βε ἀ­πό μι­κρός ὁ Ἠ­λί­ας ἄ­φθο­νη τήν θεί­α Χά­ρι.

Ἀρ­γό­τε­ρα πού ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­τέ­ρας του, ἡ μη­τρυιά του, γη­ρα­σμέ­νη πιά, εἶ­χε τόν φό­βο μή­πως ὁ Ἠ­λί­ας τήν ἐκ­δι­κη­θῆ γιά ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε. Ἐ­κεῖ­νος ὅμως τήν κα­θη­σύ­χα­ζε: «Μή φο­βᾶ­σαι μη­τέ­ρα, θά σέ κοι­τά­ξω κα­λά». Ἔ­μει­νε κα­τά­κοι­τη στό κρεβ­βά­τι καί ὁ Ἠ­λί­ας δέν ἄ­φη­νε κα­νέ­ναν ἄλ­λο νά τήν πε­ρι­ποι­ῆ­ται. Ὁ ἴδιος μέ πολ­λή ἀ­γά­πη τήν τά­ϊ­ζε, τήν ἔ­πλε­νε, τῆς προ­σέ­φε­ρε τά πάν­τα. Ἀν­τί τῆς χο­λῆς καί τοῦ ὄ­ξους τῆς ἀν­τα­πέ­δω­σε μάν­να καί ὕ­δωρ. Ἐ­κεί­νη συν­τε­τριμ­μέ­νη ἔ­λε­γε καί ξα­νά­λε­γε: «Ἠ­λί­α, πο­λύ σέ τυ­ράν­νη­σα, πολ­λά κα­κά σοῦ ἔ­κα­να, συγ­χώ­ρε­σέ με, παι­δί μου», καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­νε­ξί­κα­κα τῆς ἔ­λε­γε: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, μη­τέ­ρα, εἶ­σαι συγ­χω­ρη­μέ­νη».

Ὁ Ἠ­λί­ας λό­γῳ οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­σχέ­ρειας δέν πῆ­γε στό σχο­λεῖ­ο καί δέν ἔ­μα­θε γράμ­μα­τα. Μέ­χρι τά δε­κα­ε­πτά του ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς ντε­νε­κε­τζῆς στά Πλά­τα­να Τρα­πε­ζοῦν­τος, στόν ξά­δερ­φό του Πέ­τρο Δι­α­μαν­τί­δη.

Τό 1897 ὁ με­γά­λος του ἀ­δελ­φός Κων­σταν­τῖ­νος καί ἡ μη­τρυιά του ἐ­πέ­με­ναν νά τόν παν­τρέ­ψουν μέ μιά κο­πέλ­λα τριά­ντα χρό­νων πού ὅμως δέν ἦ­ταν ἀ­πό κα­λή γε­νε­ά γιά τήν πε­ρι­ου­σί­α της. Ὁ Ἠ­λί­ας δέν ἤ­θε­λε γι᾽ αὐτό τή νύ­χτα τοῦ γά­μου ἔ­φυ­γε καί μέ­σα ἀ­πό τά βου­νά Χο­τσε­ράν­το ἔ­φτα­σε στό χω­ριό Κα­ρα­κατ­ζή. Πῆ­γε στούς γο­νεῖς μιᾶς φτω­χῆς νέ­ας, τῆς Σω­τή­ρας, τήν ὁ­ποί­α συμ­πα­θοῦ­σε καί ἤ­θε­λε γιά γυ­ναῖ­κα του. Μέ τήν εὐ­χή τῶν γο­νέ­ων της, Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης, νυμ­φεύ­φθη­κε τήν δε­κα­ε­πτά­χρο­νη Σω­τή­ρα Γε­ρον­τί­δου.

Ἔζη­σε μέ τήν γυ­ναῖ­κα του στήν ἀρ­χή πο­λύ φτω­χι­κά. Δού­λευε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος στόν φοῦρ­νο τοῦ Πα­να­γι­ώ­τη Χατ­ζη­λιά. Ὁ Πα­να­γι­ώ­της εἶ­δε τόν Ἠ­λί­α πού δού­λευ­ε τί­μια καί φι­λό­τι­μα καί τοῦ ἔ­δω­σε τόν φοῦρ­νο του. Ἀλλά καί ὁ Θε­ός τόν εὐ­λο­γοῦ­σε καί κέρ­δι­ζε πολ­λά. Τό­τε ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να με­γά­λο σπί­τι στό Κα­ρα­κατ­ζή στό Χά­νι. Τό σπί­τι του ἔ­γι­νε παν­δο­χεῖ­ο γιά ξέ­νους καί φτω­χούς. Βο­η­θοῦ­σε κρυ­φά τούς πει­να­σμέ­νους. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τουρ­κά­λες γιά νά κρύ­βε­ται ὁ ἴ­διος, νά νο­μί­ζουν ὅ­τι Τοῦρ­κοι κά­νουν τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Τίς πλή­ρω­νε καί με­τέ­φε­ραν τή νύ­χτα τρό­φι­μα σέ σπί­τια πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Ἔ­δι­νε αὐ­στη­ρή ἐν­το­λή νά μήν τόν μαρ­τυ­ρή­σουν. Σέ μιά χή­ρα μέ τέσ­σε­ρα μω­ρά ἔ­στελ­νε μέ μιά τουρ­κά­λα ἀ­λεύ­ρι καί κα­θό­ταν ἡ τουρ­κά­λα καί βο­η­θοῦ­σε τήν χή­ρα στό ζύ­μω­μα.

Ὁ Ἠ­λί­ας μέ τήν Σω­τή­ρα ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­ξι κο­ρί­τσια. Τήν Ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α παν­τρεύ­τη­κε καί με­τά τήν χη­ρεί­α της ἔ­γι­νε μο­να­χή μέ τό ὄ­νο­μα Μα­ρί­α στήν Κού­μα τοῦ Σο­χούμ, τήν Βα­σι­λι­κή, τήν Ἑ­λέ­νη, τήν Καλ­λι­ό­πη (Κά­λλη), τήν Ἀ­θη­νᾶ καί τήν Ὄλ­γα.

Ὁ Ἠ­λί­ας ἦ­ταν προ­κομ­μέ­νος καί ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Στε­νο­χω­ριό­ταν ὅμως πού δέν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα. Φά­νη­κε λοι­πόν κά­πο­τε στόν ὕ­πνο του Ἄγ­γε­λος καί ἄρ­χι­σε νά τοῦ μα­θαί­νη γράμ­μα­τα, ψαλ­τι­κή καί ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Κά­θε βρά­δυ τόν ἔ­βλε­πε στόν ὕ­πνο του καί συ­νέ­χι­ζε τό μά­θη­μά του, μέ­χρι πού ἔ­μα­θε ὁ Ἠ­λί­ας νά δι­α­βά­ζη, νά γρά­φη κα­λά, νά ψέλ­νη καί νά ἁ­γι­ο­γρα­φῆ. Τίς Κυ­ρια­κές ἔ­ψελ­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ στό χω­ριό Τσί­τα τῶν Σουρ­μέ­νων. Ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά καλ­λί­φω­νος καί ἔ­ψελ­νε μέ εὐ­λά­βεια, ὅ­πως εἶ­χε δι­δα­χθῆ ἀ­πό τόν Ἄγ­γε­λο. Ἔ­χον­τας ἀ­γά­πη καί ἔ­φε­ση γιά τήν προ­σευ­χή ξυ­πνοῦ­σε πάν­τα νω­ρίς γιά νά προ­σεύ­χε­ται.

Τό 1918 ἡ ζω­ή τους, ὅ­πως καί ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ Πόν­του, ἔ­γι­νε ἀ­φό­ρη­τη ἀ­πό τίς βι­αι­ό­τη­τες τῶν Τούρ­κων. Ἀ­νή­με­ρα τῶν Φώ­των, τήν ὥ­ρα τοῦ ἁ­για­σμοῦ οἱ Τοῦρ­κοι πε­ρι­κύ­κλω­σαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ. Ὁ στρα­τός τῶν Ἀρ­με­νί­ων ὅ­μως τούς δι­ε­σκόρ­πι­σε. Ἔ­τσι ξε­κί­νη­σαν τήν ἴ­δια μέ­ρα πολ­λές οἰ­κο­γέ­νει­ες νά φύ­γουν γιά τήν Ρωσ­σί­α. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Ἠ­λί­α. Ὁ ἴ­διος ἔ­φυ­γε ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ­δοι­πο­ρών­τας ἐ­πί δε­κα­πέν­τε ἡ­μέ­ρες μέ­σα στά χι­ό­νια.

Στό Βα­τούμ στό χω­ριό Μαχ­μου­τί­α ἦ­ταν ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη μέ τόν σύ­ζυ­γό της Ἀ­βρα­άμ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν πο­λύ πλού­σιος. Ἀ­γό­ρα­σε γιά τόν πε­θε­ρό του Ἠ­λί­α μιά με­γά­λη ἔ­κτα­ση στό βου­νό καί ἐ­κεῖ ὁ Ἠ­λί­ας ἔχτι­σε μό­νος του τό σπί­τι του. Ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά ἀ­σκῆ τό ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ φούρ­να­ρη ἀλ­λά καί νά βο­η­θᾶ τούς φτω­χούς. Ἀ­νάγ­κα­ζε τούς ξέ­νους νά ἔρ­θουν νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν στό σπί­τι του. Ἔ­στελ­νε τήν ­κό­ρη του Κάλ­λη στά σταυ­ρο­δρό­μια μέ τήν δι­εύ­θυν­σή του γραμ­μέ­νη στό χαρ­τί νά τήν δί­νη στούς ξέ­νους καί νά τούς προ­σκα­λῆ γιά φι­λο­ξε­νία. Ἔ­κλαι­γε ἀ­πό χα­ρά ὅ­ταν τόν ἐπι­σκέ­πτο­νταν ζη­τιᾶ­νοι, πρό­σφυ­γες καί φτω­χοί. Κάθε βράδυ εἶχε πέντε–δέκα ἄτομα. Ἔ­βα­ζε τά παι­διά του νά τούς ξε­ψει­ρί­σουν, νά τούς πλύ­νουν τά πό­δια, τά ροῦ­χα τους καί με­τά τούς ὡδη­γοῦ­σαν στό με­γά­λο δω­μά­τιο, τό «μου­σα­φίρ–ὀν­τά», πού τό εἶ­χε εἰ­δι­κά γιά τήν φι­λο­ξε­νί­α τῶν πτω­χῶν. Ὁ ἴ­διος τούς ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε καί τούς τά­ϊ­ζε μέ­χρι νά χορ­τά­σουν. «Φᾶ­τε, πι­έ­τε, μήν ντρέ­πε­στε», ἔ­λε­γε. Ὁ ἴ­διος ἔ­τρω­γε τε­λευ­ταῖ­ος. Εἶ­χε ξε­χω­ρι­στό δω­μά­τιο γιά τούς ἀρ­ρώ­στους.

Κά­πο­τε φι­λο­ξέ­νη­σε γιά χρό­νια δυ­ό ἀ­δέλ­φια μο­να­χούς, τόν Πα­χώ­μιο καί τόν Ἰ­ω­άν­νη, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ντυ­μέ­νοι μέ κο­σμι­κά ροῦ­χα γιά τόν φό­βο τῶν ἀ­θέ­ων κομ­μου­νι­στῶν καί ἀ­σκή­τευ­αν σέ βρά­χο τοῦ Σο­χούμ. Ἀ­πό αὐ­τούς ὁ Ἰ­ω­άν­νης κοι­μή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα στόν Πό­ντο καί ὁ Πα­χώ­μι­ος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἡ κα­λή του σύ­ζυ­γος τόν βο­η­θοῦ­σε στήν φι­λο­ξε­νί­α καί τόν συ­να­γω­νι­ζό­ταν στήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ρω­τοῦ­σαν νά μά­θουν ποι­ός ἔ­χει ἀ­νάγ­κη καί τή νύ­χτα ἔ­στελ­ναν τσου­βά­λια ἀ­λεύ­ρι, τυ­ριά, φροῦ­τα σέ χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, σέ φυ­λα­κές καί ἱ­δρύ­μα­τα.

Μιά νύ­χτα, ἡ ὀρ­φα­νή Αὐ­γού­λα πού τήν με­γά­λω­ναν στό σπί­τι τους, εἶ­δε τήν Σω­τή­ρα νά βγαί­νη κρυ­φά ἀ­πό τό σπί­τι καί τήν ρώ­τη­σε ποῦ πά­ει τέ­τοια ὥ­ρα. «Ἡ­σύ­χα­σε», τῆς εἶ­πε, «πά­ω ν᾿ ἀρ­μέ­ξω τίς ἀ­γε­λά­δες». «Τέ­τοι­α ὥ­ρα;», ρώ­τη­σε πά­λι ἡ Αὐ­γού­λα. «Θά πά­ω τό γά­λα στίς φυ­λα­κές».

Ἐ­κτός ἀ­πό τήν Αὐ­γή με­γά­λω­σε καί πάν­τρε­ψε καί ἄλ­λο ὀρ­φα­νό κο­ρι­τσά­κι, τήν Ἐλ­πι­νί­κη.

Μιά νύ­χτα ὁ Ἠ­λί­ας εἶ­δε στόν ὕ­πνο του τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ πα­ρήγ­γει­λε νά κτί­ση κο­ντά στό σπί­τι του Ἐκ­κλη­σί­α στό ὄ­νο­μά του. Τοῦ ὑπέ­δει­ξε μά­λι­στα καί τό ση­μεῖ­ο πού θά κρε­μοῦ­σε τήν εἰ­κό­να του κα­θώς καί τίς ἄλ­λες εἰ­κό­νες, ἐνῶ τοῦ ὑπο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θά τόν βο­η­θοῦ­σε καί θά ἐ­νερ­γοῦ­σε θαύ­μα­τα.
Διακρίνονται ἀπό ἀριστερά: ὄρθιος ὁ πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης, κάτω ἡ θετή κόρη Ἐλπινίκη, ἡ σύζυγος Σωτήρα, ἡ θυγατέρα Ἀγάπη Παρασκευοπούλου (μοναχή Μαρία), Κώστας Κυριακίδης, πίσω του ἡ ἀδελφή του Δέσποινα, ἡ θυγατέρα του Κάλλη Κυριακίδου καί ἡ κόρη της Μαρία Πιλιτσίδου.
Κά­ποια ἡμέ­ρα πού ὁ Ἠλίας ἔσκα­βε στό κτῆ­μα του σφη­νώ­θη­κε ὁ κα­σμᾶς καί δέν ἔβγαι­νε. Ἔσκα­ψε γύ­ρω του μέ κο­πί­δι καί σφυ­ρί καί τό­τε βρῆ­κε τοῖ­χο Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔσκα­ψε μέ προ­σο­χή. Ἀμέ­σως φά­νη­καν οἱ τρεῖς πλευ­ρές τοῦ να­οῦ καί στόν τοῖ­χο μιά τοι­χο­γρα­φία τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου πού διε­τη­ρεῖ­το καλά.

Ἔ­φτια­ξε τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ σα­νί­δια καί τήν σκέ­πα­σε μέ χορ­τά­ρια. Ἀπ­᾿ ἔ­ξω ἔ­μοια­ζε μέ ἀ­χυ­ρῶ­να, ὥστε νά μήν δί­νη ὑ­πο­ψί­α στούς κομ­μου­νι­στές. Ζω­γρά­φι­σε μό­νος του τίς εἰ­κό­νες καί τίς το­πο­θέ­τη­σε ὅ­πως ἤ­θε­λε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος. Ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη πού ἦ­ταν κρυ­φή μο­να­χή πε­ρι­ε­ποι­εῖ­το τήν Ἐκ­κλη­σία. Ὁ Ἠλί­ας τῆς πα­ρήγ­γει­λε νά κρα­τᾶ ἀ­κοί­μη­το τό καν­τή­λι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ὅταν πή­γαι­νε νά σβή­ση, αὐ­τή ἄκου­γε ἕναν ἦχο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό καί τό­τε πή­γαι­νε νά προ­σθέ­ση λά­δι καί νά κα­θα­ρί­ση τό φυ­τί­λι του. Αἰ­σθά­νο­νταν μέ διά­φο­ρους τρό­πους τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ὅταν ἐρ­χό­ταν ὁ Ἅ­γιος ἄκου­γαν πο­δο­βο­λη­τό καί ἔ­βλε­παν τά πα­τή­μα­τα τοῦ ἀ­λό­γου του στόν χω­μά­τι­νο δρό­μο.

Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ καί τό πα­ρά­δειγ­μά του πα­ρα­κι­νοῦ­σε καί τούς ἄλ­λους. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 τή νύ­χτα καί μέ­χρι τό πρωΐ προ­σευ­χό­ταν. Βί­α­ζε τόν ἑαυ­τό του πο­λύ στήν προ­σευ­χή. Ἔ­κα­νε κομ­πο­σχοί­νι καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυ­ά του συ­νέ­χεια. Ἄν κά­πο­τε δέν ξυ­πνοῦ­σε, τόν σκουν­τοῦ­σε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος λέ­γο­ντας: «Σή­κω, ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε». Ὁ ἴ­διος ξυ­πνοῦ­σε καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά του γιά νά προ­σευ­χη­θοῦν ἐνῶ τήν ὀρ­φα­νή Αὐ­γού­λα τήν ξυ­πνοῦ­σε στίς 3.30΄ μέ πρα­εῖ­α φω­νή.

Πῆ­γε στόν ἱε­ρέα τῆς πε­ριο­χῆς ὁ Ἠλί­ας καί τοῦ ἀνέ­φε­ρε γιά τήν Ἐκ­κλη­σία πού ἀνα­κά­λυ­ψε. Ἐκεῖ­νος ἦταν γέ­ρος καί γιά τόν φό­βο τῶν ἀθέ­ων κομ­μου­νι­στῶν δέν φο­ροῦ­σε ρά­σα. Πα­ρα­κί­νη­σε τόν Ἠλία νά χει­ρο­το­νη­θῆ ἱε­ρέ­ας γιά νά μπο­ρῆ νά βα­πτί­ζη καί νά κοι­νω­νᾶ τούς χρι­στια­νούς. Δέ­χθη­κε καί χει­ρο­το­νή­θηκε ἱε­ρέ­ας ἀ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πο τοῦ Βα­τούμ. Φο­ροῦ­σε μιά ἱ­ε­ρα­τι­κή στο­λή πού εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει ἀ­πό ἕ­να θεῖο του ἱ­ε­ρέ­α, τόν πα­πα–Γιώρ­γη, καί λει­τουρ­γοῦ­σε κρυ­φά στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί σ᾿ ἄλ­λα ἐ­ρη­μοκ­κλή­σια.

Ὅ­ταν οἱ πι­στοί τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἱ­ε­ρέ­ας στό χω­ριό, πή­γαι­ναν γιά νά λει­τουρ­γη­θοῦν τή νύ­χτα στό Ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Οἱ Τοῦρ­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν καί τό κα­τέ­δω­σαν στήν Ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε ἐ­φό­δους. Ὅμως ὁ πα­τήρ πάν­τα εἰ­δο­ποι­εῖ­το ἔγ­και­ρα ἀπό κα­λούς ἀν­θρώ­πους καί πρίν ἔρ­θη ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α, σκορ­πί­ζον­ταν καί ἔ­κα­ναν ὅ­τι μα­ζεύ­ουν ξύ­λα ἤ ὅ­τι ἀ­πα­σχο­λοῦν­ται μέ κά­ποι­α ἄλ­λη ἐρ­γα­σί­α. Ὁ π. Ἠ­λί­ας δή­λω­νε εὐ­θαρ­σῶς ὅ­τι ἦ­ταν χρι­στια­νός, καί οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­λε­γαν στήν Ἀ­στυ­νο­μί­α ὅ­τι ἦ­ταν ἐρ­γά­τες του. Σέ κά­θε ἔ­φο­δο τῶν ἀ­στυ­νο­μι­κῶν τόν συ­νε­λάμ­βα­ναν, τόν ἀνέ­κρι­ναν, τόν ἔ­κλει­ναν στήν φυ­λα­κή, τόν χτυ­ποῦ­σαν καί τόν ἄ­φη­ναν νη­στι­κό. Ὑπέ­στη πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια χω­ρίς νά λυ­γί­ση, ὅμως πα­ρέ­μει­νε στα­θε­ρός ὁ­μο­λο­γη­τής. Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τήν φυ­λα­κή, ἐ­νῶ ἀ­κό­μη πο­νοῦ­σε ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ρια, πή­γαι­νε κρυ­φά κά­θε νύ­χτα στό Ἐκ­κλη­σά­κι του καί μέ τούς πι­στούς τε­λοῦ­σαν τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κός καί λι­το­δί­αι­τος. Συ­νή­θως τό φα­γη­τό του ἦ­ταν λί­γο ρυ­ζά­κι νε­ρου­λό ἤ λί­γα κα­ρύ­δια ἤ λί­γο λά­χα­νο βρα­στό. Στά τέ­λη του ἔ­πι­νε τσά­ϊ μέ πα­ξι­μά­δι. Κρα­τοῦ­σε τά τρι­ή­με­ρα καί τό βρά­δυ ἔ­τρω­γε μό­νο τρί­α φουν­τού­κια. Νή­στευ­ε μέ ζῆ­λο τίς Σα­ρα­κο­στές. Συ­χνά πά­θαι­νε γα­στρορ­ρα­γί­ες καί ἦ­ταν πο­λύ ἀ­δύ­να­τος. Συ­νή­θι­σε καί τά παι­διά του ἀ­πό μι­κρά στή νη­στεί­α.

Τήν ἡ­μέ­ρα ἐρ­γα­ζό­ταν στό κτῆ­μα του. Καλ­λι­ερ­γοῦ­σε λα­χα­νι­κά καί πολ­λῶν εἰ­δῶν καρ­πο­φό­ρα δέν­δρα, ἀκό­μη καί τσά­για.

Ὁ πατήρ εἶ­χε ὡς εὐ­λο­γί­α τό δε­ξί χέ­ρι τοῦ πα­πα–Γιά­ννη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δη[3] πού ἁ­γί­α­σε. Ἐ­πί­σης μιά ἡ­γου­μέ­νη ἀ­πό τό Σο­χούμ τοῦ χά­ρι­σε τήν καρ­διά καί τό δα­κτυ­λά­κι μιᾶς παι­δού­λας, ὀ­νό­μα­τι Μα­ρί­ας, πού δι­α­τη­ρή­θη­καν ἄ­φθαρ­τα με­τά τήν ἐκτα­φή της. Τό κο­ρι­τσά­κι αὐ­τό κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Σάν­τα τοῦ Πόν­του. Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πάμ­πλου­τοι ἀλ­λά ὑπερ­βο­λι­κά φι­λάρ­γυ­ροι καί ἄ­σπλα­χνοι. Ὅταν ἐκοι­μή­θη ἡ μη­τέ­ρα της ἡ μη­τρυιά ἐβα­σά­νι­ζε τή Μα­ρία καί τήν ἄφη­νε νη­στι­κή. Αὐ­τή μοί­ρα­ζε κρυ­φά τίς νύ­χτες σέ φτω­χούς καί ἐγ­κυ­μο­νοῦ­σες γυ­ναῖ­κες πολ­λά ὑλι­κά ἀ­γα­θά. Ἔδι­νε ἀκό­μη καί τό λι­γο­στό ψω­μά­κι της σέ πει­να­σμέ­νους καί αὐ­τή ἔμε­νε νη­στι­κή. Ἐ­κοι­μή­θη σέ ἡλι­κί­α δώ­δε­κα χρό­νων καί στήν ἐκτα­φή της βρέ­θη­καν ἄφθαρ­τα τό δε­ξί της χέ­ρι καί ἡ καρ­διά της μέ­σα σέ μύ­ρο. Ἔ­βλε­παν πρίν στόν τά­φο της κά­θε νύ­χτα ἕ­να φῶς πού ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­νε τρεῖς φο­ρές, καί αὐ­τό τούς πα­ρα­κί­νη­σε νά κά­νουν ἀ­να­κο­μι­δή ὅπου βρέ­θη­κε ὁ τά­φος της νά εὐ­ω­διά­ζη γε­μᾶ­τος μύ­ρο.

Ὅ­πως ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος, ἔ­δω­σε στόν πα­πα–Ἠ­λί­α τό χά­ρι­σμα νά θε­ρα­πεύ­η ἀ­σθε­νεῖς. Τούς δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τούς σταύ­ρω­νε καί τούς ἔ­δι­νε νά ἀ­σπα­σθοῦν τά λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ νέ­ου ἐλε­ή­μο­νος καί τῆς Μα­ρί­ας.

Σταύ­ρω­νε ἀ­κό­μη καί Τούρ­κους καί Ἀρ­με­νί­ους οἱ ὁποῖ­οι θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Γιά κά­ποι­ον εἶ­πε ὅ­τι θά ἔλ­θει ἀ­πό μα­κρυ­ά ἀλ­λά δέν θά γί­νει κα­λά, για­τί δέν ἔρ­χε­ται μέ πί­στη. Ἔ­τσι τοῦ εἶ­πε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε.

Ἕ­να ὀρ­φα­νό παι­δί, ὁ Κώ­στας ἀ­πό τήν Κρι­μαία, ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἐ­πι­λη­ψί­α. Τόν θε­ρά­πευ­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας καί ἡ κό­ρη του, ἡ Ἀ­γά­πη, τόν στε­φά­νω­σε.

Μιά μέ­ρα ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος τοῦ ἔ­δει­ξε στό βου­νό ἕ­να λου­λού­δι πού ἔ­μοια­ζε μέ μαρ­γα­ρί­τα. Εἶ­χε δυό­ χρώ­μα­τα, ἄ­σπρο καί κί­τρι­νο. Τοῦ εἶ­πε νά τά βρά­ζη ξε­χω­ρι­στά. Τά ἄ­σπρα ἀ­φοῦ τά βρά­σει, νά τά δί­νη στούς ἀ­τέ­κνους ἄν­δρες καί τό ζου­μί ἀ­πό τά κί­τρι­να στίς γυ­ναῖ­κες. Ἐ­πει­δή φο­βή­θη­κε μή­πως εἶ­ναι ἀ­πό τόν πει­ρα­σμό γιά νά φαρ­μα­κώ­ση τούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­βρα­σε, ἤ­πι­ε πρῶ­τα ὁ ἴ­διος καί, ἀ­φοῦ εἶ­δε ὅ­τι δέν ἔ­πα­θε τί­πο­τε τό ἔ­δι­νε καί στούς ἀ­τέ­κνους καί τε­κνο­ποι­οῦ­σαν. Ὁ ἴ­διος βά­πτι­ζε τά παι­διά τους.

Ἡ ἐγ­γο­νή τοῦ π. Ἠλία Μα­ρία, κόρη τῆς Κάλ­λης, πού ζεῖ ἀκό­μη, θυ­μᾶ­ται τό ἑξῆς πε­ρι­στα­τι­κό: «Κά­ποια ἡμέ­ρα ἤμα­σταν ἔξω στό κτῆ­μα καί σκα­λί­ζα­με. Ξαφ­νι­κά ἀκού­στη­κε ἀπό τόν δρό­μο θό­ρυ­βος καί γαύ­γι­ζαν τά σκυ­λιά. Ἐμεῖς δέν βλέ­πα­με για­τί πα­ρεμ­βαλ­λόταν τό δά­σος. Ὁ παπ­ποῦς (π. Ἠλί­ας) μο­νο­λο­γοῦ­σε: “Κά­τι γί­νε­ται”. Μᾶς εἶ­πε νά μποῦ­με μέ­σα στό σπί­τι καί αὐ­τός κά­θη­σε ἔξω. Με­τά ἀπό λί­γο φά­νη­καν δύο κα­βαλ­λά­ρη­δες ἀγα­να­κτι­σμέ­νοι καί ρω­τοῦ­σαν: “Ποιός ἦταν αὐ­τός μέ τό ἄσπρο ἄλο­γο πού μᾶς ἐμπό­δι­ζε τό­ση ὥρα νά ἔρ­θου­με; Ποῦ εἶ­ναι νά τόν σκο­τώ­σου­με;”. Ὁ παπ­ποῦς τούς εἶ­πε νά κα­θή­σουν νά ξε­κου­ρα­στοῦν καί τούς κέ­ρα­σε. Ὕστε­ρα τούς ρώ­τη­σε ἄν τόν δοῦν θά τόν γνω­ρί­σουν καί εἶ­παν “ναί”. Τό­τε τούς ἔφε­ρε τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί αὐ­τοί ἔκ­πλη­κτοι ἀνα­γνώ­ρι­σαν τόν κα­βαλ­λά­ρη πού τούς ἐμπό­δι­ζε. Συγ­κλο­νί­στη­καν καί βα­πτί­στη­καν καί οἱ δύο χρι­στια­νοί».

Ἕνας Τοῦρ­κος, ὀνό­μα­τι Χου­σε­ΐν, ζοῦ­σε στό σπί­τι τῆς κό­ρης του στήν Μαχ­μου­τί­α. Δί­πλα τους ἔ­με­νε ἕ­νας Δι­οι­κη­τής Ἀ­στυ­νο­μί­ας πού ἡ γυ­ναῖ­κα του ἦ­ταν τρελ­λή καί τήν ἔ­δε­ναν μέ ἁ­λυ­σί­δες. Ὁ Χου­σε­ΐν τόν λυ­πή­θη­κε καί τοῦ εἶ­πε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Ἕλ­λη­νας πού μπο­ρεῖ νά θε­ρα­πεύ­ση τήν γυ­ναῖ­κα του. Ἀ­μέ­σως ζή­τη­σε νά τόν φέ­ρη στό σπί­τι του. Ὁ π. Ἠ­λί­ας εἶ­πε νά φέ­ρουν τήν ἄρ­ρω­στη στό σπί­τι τῆς κό­ρης τοῦ Χου­σε­ΐν. Ἐ­κεῖ ἐπί δώ­δε­κα ἡ­μέ­ρες τήν δι­ά­βα­ζε, τήν σταύ­ρω­νε καί με­τά ἔ­γι­νε κα­λά καί ἦρ­θε στά λο­γι­κά της. Ἀ­πό τό­τε ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α δέν τόν ξα­να­ε­νό­χλη­σε. Ὁ Δι­οι­κη­τής ἔ­γι­νε κρυ­φά χρι­στια­νός καί ὁ π. Ἠ­λί­ας βά­πτι­σε ὅ­λη τήν οἰ­κο­γέ­νειά του.

Τρεῖς Τοῦρ­κοι πού ζοῦ­σαν στήν Ρωσ­σί­α ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὁ πατήρ κά­νει θαύ­μα­τα καί ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν σκο­τώ­σουν ἤ νά τόν ἀπα­γά­γουν καί νά σφρα­γί­σουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Πη­γαί­νον­τας μέ τ᾿ ἄ­λο­γά τους τή νύ­χτα, ἕ­νας κα­βαλ­λά­ρης μέ ἄ­σπρο ἄ­λο­γο τούς ἔ­κο­βε τόν δρό­μο. Τ᾿ ἄ­λο­γά τους φο­βή­θη­καν καί γύ­ρι­σαν πί­σω. Ἦταν ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος πού τούς ἔ­δι­ω­ξε. Με­τα­νοι­ω­μέ­νοι δι­η­γή­θη­καν τό πά­θη­μά τους στόν π. Ἠ­λί­α ζη­τώ­ντας συγ­χώ­ρη­ση.

Τό ἰα­μα­τι­κό χά­ρι­σμα τοῦ πατρός ἔ­γι­νε γνω­στό παν­τοῦ. Ἔρ­χον­ταν ἀ­πό πο­λύ μα­κρυ­ά Ἀρ­μέ­νιοι, Ρῶσ­σοι, Γε­ωρ­για­νοί, ἀ­κό­μη καί Τοῦρ­κοι γιά νά θε­ρα­πευ­θοῦν. Ὁ πα­πα–Ἠ­λί­ας κοιτά­ζο­ντάς τους προ­σε­κτι­κά προ­γνώ­ρι­ζε ἄν θά γί­νουν κα­λά. Κα­τα­λά­βαι­νε ποιοί θά θε­ρα­πεύ­ον­ταν καί τούς τό ἔ­λε­γε. Με­τά τούς δι­ά­βα­ζε. Ὅταν ὅ­μως “ἔ­βλε­πε” ὅτι δέν θά γί­νον­ταν κα­λά, τούς ἔ­λε­γε νά φύ­γουν.

Ὁ γυι­ός ἑ­νός ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ τοῦ στρα­τοῦ ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ριά. Οἱ για­τροί στό Λέ­νιγ­κραντ καί στήν Μό­σχα τόν ἀ­πο­γο­ή­τευ­σαν. Ἄ­κου­σε γιά τόν πα­πα–Ἠ­λί­α καί ἔ­φε­ρε τόν γυι­ό του στήν Μαχ­μου­τί­α. Ὁ πα­τήρ τόν κρά­τη­σε λέ­γον­τας στόν πα­τέ­ρα: «Ἐ­σύ πή­γαι­νε στό σπί­τι σου ἥ­συ­χος. Ὁ γυι­ός σου θά μεί­νει τρεῖς βδο­μά­δες ἐ­δῶ. Ἄν θέ­λης, νἄρ­χε­σαι νά τόν βλέ­πης». Κά­θε φο­ρά πού ἐρ­χό­ταν τόν ἔ­βλε­πε κα­λύ­τε­ρα μέ­χρι πού θε­ρα­πεύ­θη­κε τε­λεί­ως.

Ἐ­κτός ἀ­πό τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε προ­έ­λε­γε γε­γο­νό­τα πού ἐ­πα­λη­θεύ­ον­ταν, για­τί εἶ­χε τό προ­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα. Εἶ­πε στήν ὀρ­φα­νή Αὐ­γού­λα κά­πο­τε: «Κο­ρί­τσι μου, Αὐ­γή, αὐ­τόν τόν δρό­μο πού βα­δί­ζεις σ᾿ αὐ­τόν θά μεί­νεις καί θά βγεῖς στό τέ­λος κα­θα­ρή. Θά πᾶς στόν οὐ­ρα­νό Χρι­στοῦ νύμ­φη. Ρώ­τη­σα τόν ἁ­η–Νι­κό­λα καί μοῦ εἶ­πε πώς ἡ Αὐ­γή θά πά­ει Χρι­στοῦ νύμ­φη ἐ­πά­νω. Ἐ­σύ δέν θά παν­τρευ­τεῖς». Πολ­λοί τήν ζή­τη­σαν νά τήν παν­τρευ­τοῦν. Ἔγι­νε ὅμως ὅπως προ­έ­βλε­ψε ὁ π. Ἠλί­ας.

Ὅ,τι εἶχε ὁ ἄλλος στήν καρδιά του τό γνώριζε καί πολλές φορές τό ἔλεγε. Ξεκινοῦσαν νά ᾿ρθοῦν στήν Ρωσσία μερικοί ἀπό τόν Πόντο καί αὐτός τό γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεῖς Ἕλληνες ἀπό τό χωριό Ἀχαλσενί γιά νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Ἔχασαν τόν δρόμο καί νυχτώθηκαν στήν ὕπαιθρο. Ὁ π.Ἠλίας ἀνέφερε γιά τούς τρεῖς πού χάθηκαν καί μόλις ἔφθασαν τούς εἶπε: «Καλά εὐλογημένοι, πῶς χάσατε τόν δρόμο καί ταλαιπωρηθήκατε;».

Ἔ­λε­γε με­ρι­κές φο­ρές: «Σή­με­ρα θά ἔλ­θουν οἱ τά­δε, πι­στεύ­ουν καί θά γί­νουν κα­λά», ἤ «αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται δέν πι­στεύ­ει­ καί δέν θά γί­νει κα­λά», καί γι­νό­ταν ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ π. Ἠ­λί­ας. Ἄλ­λο­τε ἔ­βλε­πε μέ τό χά­ρι­σμά του κά­ποι­ον πού ἐρ­χό­ταν νά τόν δῆ καί ­εἶ­χε χα­θῆ στό δά­σος. Τό­τε ἔ­στελ­νε ἕνα γνω­στό του στό ση­μεῖ­ο πού βρι­σκό­ταν ὁ χα­μέ­νος, τόν εὕ­ρι­σκε καί τόν ἔ­φερ­νε κο­ντά του. Εἶ­πε κά­πο­τε: «Ἔρ­χε­ται ὁ Πέ­τρος καί ἔ­χει αὐ­τήν τήν ἀρ­ρώ­στια καί θά γί­νει κα­λά. Πέ­ντε ἡ ὥρα τό πρωΐ θά εἶ­ναι ἐδῶ», καί ἔτσι ἔγι­νε.

Συ­χνά προ­φή­τευ­ε λέ­γον­τας: «Θά ᾿ρθεῖ ἕ­νας και­ρός πού θά γί­νουν οἱ ἄν­δρες γυ­ναῖ­κες καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἄν­δρες. Τό­τε θά πέ­σει με­γά­λη κα­τά­ρα στόν κό­σμο. Θά γί­νει πό­λε­μος στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ὁ Ρῶσ­σος θά νι­κᾶ˙ θά πά­ει ὡς τόν Εὐ­φρά­τη πο­τα­μό. Θ᾿ ἀ­νοί­ξει ἡ Ἁ­γιά Σο­φιά καί θά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἕ­νας ἑ­ξα­δά­κτυ­λος βα­σι­λι­άς θά εἶ­ναι τό­τε». Καί ἔ­λε­γε: «Ξύ­πνα Ρωσ­σί­α καί δρά­ξον τά ὅ­πλα σου». Δη­λα­δή ἔ­λα σέ με­τά­νοι­α, σέ πί­στη καί ἀ­πόρ­ρι­ψε τήν ἀ­θε­ΐ­α.

Ἔ­βλε­πε συ­χνά τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο. Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πε: «Θἄρ­θουν Τοῦρ­κοι νά κά­ψουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί θά προ­σπα­θή­σουν νά σᾶς σκο­τώ­σουν». Τό εἶ­πε στήν οἰ­κο­γέ­νειά του ἀλ­λά δυ­σπί­στη­σαν. Τό κτῆ­μα τους τό ζή­λευ­αν οἱ Τοῦρ­κοι καί ἤ­θε­λαν νά τό πά­ρουν.
Ὁ π. Ἠλίας μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Μα­ζεύ­τη­καν πολ­λοί μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν Ἀχ­μέτ Κι­τιάκ καί τή νύ­χτα πῆ­γαν καί χτύ­πη­σαν τήν πόρ­τα τους, ζη­τών­τας δῆ­θεν νά τούς δεί­ξη τόν δρό­μο. Δέν τούς ἄ­νοι­ξαν, αὐ­τοί ὅμως σκό­τω­σαν τό σκυ­λί καί ἄρ­χι­σαν νά πυ­ρο­βο­λοῦν. Οἱ σφαῖ­ρες πή­γαι­ναν δῶ­θε–κεῖ­θε ἀλλά καμ­μί­α δέν ἄγ­γι­ξε τό σπί­τι. Ἡ Κάλ­λη ἔ­βλε­πε στήν πόρ­τα τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο μέ ἀ­νοι­χτά τά χέ­ρια νά τούς προ­στα­τεύ­η. Τέ­λος ἔ­βα­λαν φω­τιά δί­πλα στόν ἀ­χε­ρῶ­να ὅπου μέ­σα ἦ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καί κά­η­κε. Πῆ­ρε φω­τιά καί ἡ σκε­πή τοῦ σπι­τιοῦ, ἀλ­λά τήν ἔ­σβη­σαν. Ὁ π. Ἠ­λί­ας ὕ­στε­ρα πῆ­γε καί προ­σευ­χή­θη­κε μπρο­στά στά εἰ­κο­νί­σμα­τα καί ρώ­τη­σε τόν Χρι­στό: «Ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί πού ἔ­κα­ψαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α;». Καί ὁ Χρι­στός τούς ἀ­πα­ρίθ­μη­σε ἕ­ναν–ἕ­ναν.

Ὁ φθό­νος ὅ­μως τῶν ἀν­θρώ­πων δέν τόν ἄ­φη­σε ἥσυ­χο. Ἕ­νας ἐξ ἀγ­χι­στεί­ας συγ­γε­νής του τόν κα­τη­γό­ρη­σε στούς κομ­μου­νι­στές ὅ­τι κρύ­βει χρυ­σα­φι­κά. Εἶ­πε ὅ­τι μέ τά θαύ­μα­τα πού κά­νει μα­ζεύ­ει ὅ,τι τοῦ δί­νουν, ἐ­νῶ ὁ π. Ἠ­λί­ας δέν ἔ­πια­νε χρή­μα­τα στά χέ­ρια του. Ἦρ­θαν καί ρή­μα­ξαν τό σπί­τι του, ἅρ­πα­ξαν τά πάν­τα, ἐνῶ αὐ­τόν καί τήν πρε­σβυ­τέ­ρα του Σω­τή­ρα τούς φυ­λά­κι­σαν. Τόν π. Ἠ­λί­α τόν βα­σά­νι­σαν πο­λύ για­τί ἦ­ταν πι­στός, δέν ἤ­ξε­ραν ὅ­τι εἶ­ναι καί ἱ­ε­ρέ­ας. Τόν ἔ­βα­λαν σ᾿ ἕ­να λάκ­κο στε­νό τό­σο πού νά μήν μπο­ρῆ νά κα­θή­ση οὔ­τε νά γυ­ρί­ζη ἀ­πό τήν μιά καί τήν ἄλ­λη με­ριά. Οὐ­ροῦ­σαν καί ἀ­πο­πα­τοῦ­σαν πά­νω του καί τόν ἄ­φη­ναν νη­στι­κό.

Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε ὁ Ρῶσ­σος Δι­οι­κη­τής τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας, τοῦ ὁποί­ου εἶ­χε θε­ρα­πεύ­σει τήν γυ­ναῖ­κα, ἐ­νήρ­γη­σε καί ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε σ᾿ ἕ­να μῆ­να τήν Σω­τή­ρα καί στούς τρεῖς μῆ­νες τόν π. Ἠ­λί­α, τό ἔ­τος 1938. Τοῦ ἔ­δω­σε ροῦ­χα, χρή­μα­τα καί τρό­φι­μα, ἀλ­λά ὁ π.Ἠλί­ας πλέον ἦ­ταν πο­λύ ἄρ­ρω­στος ἀ­πό τίς κα­κου­χί­ες καί τά βα­σα­νι­στή­ρια πού τοῦ ἔ­κα­ναν. Εἶ­χε αἱ­μα­του­ρί­α ἀπό τόν προ­στά­τη καί πο­νοῦ­σε πο­λύ.

Ὅ­ταν κά­πως συ­νῆλ­θε ἄρ­χι­σε πά­λι νά λει­τουρ­γῆ καί νά βα­πτί­ζη. Οἱ λει­τουρ­γί­ες γί­νον­ταν τή νύ­χτα κρυ­φά καί μέ προ­φυ­λά­ξεις. Ἔρ­χον­ταν εἴ­κο­σι–τριά­ντα πι­στοί. Ὁ π. Ἠ­λί­ας λει­τουρ­γοῦ­σε στά Ἑλ­λη­νι­κά μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη. Τίς νύ­χτες ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε τίς βα­πτί­σεις στό σπί­τι κά­ποιου κα­λοῦ Τούρ­κου γιά νά μήν δί­νη ὑπο­ψί­ες. Κά­ποι­α νύ­χτα βά­πτι­σε τριά­ντα ἑ­πτά, πού τούς ἀ­να­δέ­χθη­κε ἡ Σω­τή­ρα, καί ἄλ­λους ἐ­νε­νήν­τα ἐ­ννιά μέ ἀ­νά­δο­χο τήν κό­ρη του Ἀ­γά­πη (Μα­ρί­α μο­να­χή).

Μιά γυ­ναῖ­κα δι­η­γή­θη­κε πώς κά­πο­τε τήν ὥ­ρα πού λει­τουρ­γοῦ­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας βγῆ­κε φῶς ἀ­πό τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί στά­θη­κε πά­νω του.

Ἔ­κα­νε συ­χνά λι­τα­νεῖ­ες για­τί προ­έ­βλε­πε κά­ποια συμ­φο­ρά πού ἐρ­χό­ταν. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­πό τά ξε­ρά ξύ­λα καί­γον­ται καί τά χλω­ρά. Ἀ­πό τούς ἁ­μαρ­τω­λούς καί­γον­ται καί οἱ κα­λοί», «χω­ρίς κα­λά ἔρ­γα ἡ πί­στις νε­κρά ἐ­στι».

Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα μό­λις ἄρ­χι­σε νά σκο­τει­νιά­ζη, ὁ ἐγ­γο­νός τοῦ π. Ἠ­λί­α Γι­ῶρ­γος Κυ­ρι­α­κί­δης εἶ­δε ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φῶς πού ἄρ­χι­σε νά ἀ­νε­βαί­νη ἀ­πό τό δά­σος χα­μη­λά πρός τό βου­νό πού ἦ­ταν τό σπί­τι, καί ὅ­λο δυ­νά­μω­νε. Σάν νά πῆ­ρε φω­τιά ὅ­λος ὁ τό­πος καί τό παι­δί ἄρ­χι­σε νά κλαί­η. Τόν ρώ­τη­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας για­τί κλαί­ει καί τό παι­δί τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε γιά τό φῶς. Γέ­λα­σε ὁ πα­τήρ καί τοῦ εἶ­πε: «Μήν κλαῖς παι­δί μου, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἁη–Γι­ώρ­γης. Εἶ­ναι ὁ και­ρός πού ἔρ­χε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α».

Στά τε­λευ­ταῖ­α του χρό­νια δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Οἱ συ­χνές γα­στρορ­ρα­γί­ες, ὁ καρ­κί­νος τοῦ προ­στά­τη, ἡ αἱ­μα­του­ρί­α τόν εἶ­χαν κα­τα­βά­λει ἀ­φάν­τα­στα. Ση­κω­τό τόν πή­γαι­ναν στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λη τήν μέ­ρα ἦ­ταν σάν νε­κρός ἀλ­λά τήν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς σάν νά ἔμ­παι­νε μιά θεί­α δύ­να­μη στό ἀ­δύ­να­το σῶ­μα του καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν πᾶ­νε στόν ἁη–Γι­ώρ­γη. Δι­ά­βα­ζε ἐ­πί τρεῖς ὧ­ρες τό Με­σο­νυ­κτι­κό καί τόν Ὄρ­θρο, ὕ­στε­ρα λει­τουρ­γοῦ­σε καί κοι­νω­νοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους πού ἔρ­χον­ταν ἀ­πό μα­κρυ­ά μέ­σα στά χι­ό­νια.

Στίς 6 Δε­κεμ­βρί­ου 1939 ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή, ἀ­νή­με­ρα τῆς γι­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, ἄρ­γη­σε, δέν ση­κώ­θη­κε κα­τά τό σύ­νη­θες στίς 3. Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος τόν ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ, συ­χνά τοῦ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν καί συ­νω­μι­λοῦ­σαν. Ἦρ­θε λοι­πόν ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος λου­σμέ­νος σέ φῶς, τόν ξύ­πνη­σε μ᾿ ἕνα θω­πευ­τι­κό ἁ­πα­λό χτύ­πη­μα καί γε­λοῦ­σε ὅ­λος ἀ­πό ἱ­λα­ρό­τη­τα.

Τό ἴ­διο ἔ­τος 1939 ἔ­φυ­γαν τά παι­διά του γιά τήν Ἑλ­λά­δα. Ὁ π. Ἠ­λί­ας ἐνέ­τει­νε τούς ἀ­γῶ­νες του καί ἄρ­χι­σε νά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τήν ἔ­ξο­δό του ἀπ᾿ αὐ­τόν τόν κό­σμο.

Ὅταν πλη­σί­α­σε ὁ και­ρός τῆς κοι­μή­σε­ώς του, τίς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες ἔ­μει­νε κα­τά­κοι­τος. Δέν δε­χό­ταν φα­γη­τό τρε­φό­με­νος ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Κοι­μή­θη­κε ὁ­σια­κά μέ με­γά­λη εἰ­ρή­νη τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1946. Τήν ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του ἕ­να φῶς κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί τό δω­μά­τιό του πλημ­μύ­ρι­σε ἀ­πό εὐ­ω­δία. Τό δε­ξί του χέ­ρι ἔ­γι­νε σάν τό κε­ρί καί μαρ­τυ­ροῦ­σε τίς κρυ­φές του ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Ἐ­τά­φη κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του στήν αὐ­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου του Ἁ­γί­ου. Δε­ξιά του ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­τά­φη ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του Σω­τή­ρα πού κοι­μή­θη­κε τό 1963 σέ ἡ­λι­κί­α 83 ἐ­τῶν καί ἀ­ρι­στε­ρά του ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη (Μα­ρί­α μο­να­χή).

Ἀ­πό τόν τά­φο του τίς νύ­χτες ἔ­βγαι­νε φῶς. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πό τά γύ­ρω ρωσ­σι­κά φυ­λά­κια τό ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τό ἐ­ξη­γή­σουν καί αὐ­τό τούς φό­βι­ζε. Κά­θε νύ­χτα στίς δώ­δε­κα ἀ­κρι­βῶς τά με­σά­νυ­χτα, ἔ­βγαι­νε τό φῶς ἀ­πό τόν τά­φο του καί ἔρ­ρε­ε μύ­ρο. Ὅ­σοι χρί­ον­ταν ἀ­πό τό μύ­ρο, ἀ­πό ὅποια ἀρ­ρώ­στια καί ἄν ἔ­πα­σχαν, ἀ­μέ­σως γί­νον­ταν κα­λά. Αὐ­τά ἔ­γι­ναν γνω­στά καί πλέ­ον ἦ­ταν τό­σοι αὐ­τοί πού πή­γαι­ναν νά θε­ρα­πευ­θοῦν στόν τά­φο τοῦ π. Ἠ­λί­α, πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά κρυ­φθοῦν˙ ἔ­γι­νε φα­νε­ρό προ­σκύ­νη­μα.

Τό­τε ὁ Δι­οι­κη­τής τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας βρέ­θη­κε σέ δύ­σκο­λη θέ­ση. Ἤ­θε­λε μέν νά προ­στα­τεύ­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ἡ με­γά­λη συρ­ρο­ή τῶν πι­στῶν στόν τά­φο τοῦ π. Ἠ­λί­α δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα καί ἡ κα­τά­στα­ση ξέ­φευ­γε ἀ­πό τόν ἔ­λεγ­χό του, γι᾿ αὐ­τό ἀπε­φά­σι­σε νά κά­νουν τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν ὀ­στῶν. Ἄ­νοι­ξαν τόν τά­φο ση­κώ­νο­ντας τήν πλά­κα καί βγῆ­κε φῶς ἀ­πό τόν τά­φο. Τό λεί­ψα­νο τοῦ πα­πα–Ἠ­λί­α ἦ­ταν ἀ­κέ­ραι­ο καί εὐ­ω­δί­α­ζε. Τό ἔθα­ψαν πά­λι καί ἀπα­γό­ρευ­σαν στόν κό­σμο νά προ­σέρ­χε­ται στόν τάφο. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἄλ­λα­ξαν τά πράγ­μα­τα καί δό­θη­κε ἐ­λευ­θε­ρί­α, οἱ πι­στοί ἄρ­χι­σαν πά­λι νά πη­γαί­νουν στόν τά­φο τοῦ π. Ἠ­λί­α, τόν ἀ­να­κή­ρυ­ξαν Ἅ­γιο στό Βα­τούμ καί ἔ­βα­λαν τήν εἰ­κό­να του στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Τό 1962 Γε­ωρ­για­νοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἄ­νοι­ξαν πά­λι τόν τά­φο του. Τό λεί­ψα­νό του δέν βρέ­θη­κε. Ὁ τά­φος του εἶ­χε συ­λη­θῆ. Με­τά τήν κοί­μη­σή του ἀ­νέ­βλυ­σε ἁ­γί­α­σμα πού θαυ­μα­τουρ­γεῖ σέ ὅ­σους ἀρ­ρώ­στους πλύ­νον­ται ἤ πί­νουν.

Σή­με­ρα στό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου λει­τουρ­γεῖ ὁ δι­σέγ­γο­νος τοῦ π. Ἠ­λί­α, ὁ π. Ἀ­βρα­άμ Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος.

Πρε­σβεῖες τοῦ ἁγί­ου Ἠλία τοῦ μυ­ρο­βλή­του, Κύ­ριε Ἰη­σοῦ Χρι­στέ, ἐλέ­η­σον καί σῶ­σον ἡμᾶς. Ἀμήν.
[1]. Τά στοι­χεῖ­α πού συν­θέ­τουν τόν σύν­το­μο βί­ο τοῦ π.Ἠ­λί­α προ­έρ­χο­νται ἀπό διη­γή­σεις τῆς κό­ρης του Καλ­λιό­πης (Κάλ­λης) καί τῶν ἐγ­γο­νῶν του Μα­ρί­ας καί Ὄλγας (κό­ρες τῆς Καλ­λιό­πης). Εὐ­χα­ρι­στί­ες ὀ­φεί­λον­ται στούς κ. Κλη­με­ντί­δη Πα­να­γιώ­τη καί κ. Πι­λι­τσί­δη Μι­χα­ήλ, δι­σέγ­γο­νο τοῦ π. Ἠλία, πού κα­τέ­γρα­ψαν ἀντι­στοί­χως τίς διη­γή­σεις. Ὁ Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­χε δι­α­βά­σει τόν βί­ο, ἔ­κα­νε τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις του καί τό­νι­σε ὅτι ὁ π.Ἠλίας ἀ­πό μι­κρός πῆ­ρε τήν θεί­α Χά­ρι για­τί ὑ­πέ­μει­νε μέ ἀνε­ξι­κα­κία τά βα­σα­νι­στή­ρια τῆς μητρυιᾶς του.
[2]. Λευϊτ. ιη΄, 7.
[3]. Βλ. στήν σελ. 38 τοῦ παρόντος.
Πηγή: enromiosini

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου