Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Δανιήλ του Στυλίτου.
Και γήϊνον παν, αλλά και γην εκκλίνων,
Οικεί Δανιήλ πριν στύλον και νυν πόλον.
Ενδεκάτη Δανιήλ στυλοβάμων εύρατο τέρμα.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του μεγάλου, του επικαλουμένου Μακέλλη, εν έτει υξζ’ [467], καταγόμενος από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της ενορίας Σαμοσάτων, από χωρίον καλούμενον Μαρουθά, υιός, πατρός μεν Ηλία, μητρός δε Μάρθας.
Ούτος λοιπόν εγεννήθη δια μέσου τινός θαυμαστής οπτασίας, η οποία εφάνη εις την μητέρα του, προ του ακόμη να συλληφθή εις την κοιλίαν της. Όταν δε έγινε πέντε χρόνων, επροσφέρθη υπό των γονέων του εις ένα Μοναστήριον, ίνα ο ιερός παις και εις ιερόν τόπον δεχθή το όνομα. Εν τω Μοναστηρίω γαρ εκείνω επωνομάσθη Δανιήλ υπό του προεστώτος, δια μέσου τινός σημείου. Και βέβαια από τότε ήθελεν αφιερωθή εις τον Θεόν, κατά την υπόσχεσιν των γονέων του, καθώς νηπιόθεν αφιερώθη και ο Προφήτης Σαμουήλ, ανίσως ο προεστώς του Μοναστηρίου ήθελε στέρξη να τον δεχθή εις τοιαύτην νηπιώδη πολλά ηλικίαν. Αλλ’ επειδή εκείνος δεν έστερξε, δια τούτο και ο Δανιήλ δεν αφιερώθη τότε εις τον Θεόν.
Όταν δε έφθασεν εις τον δωδέκατον χρόνον της ηλικίας του, τότε καταφρονήσας όλα του κόσμου τα πράγματα, επήγεν εις ένα Κοινόβιον, και εκεί ενεδύθη το των Μοναχών σχήμα. Όθεν ήτον εκεί ο Δανιήλ προκόπτων και κραταιούμενος, τόσον κατά την σωματικήν ηλικίαν όσον και κατά την πνευματικήν της αρετής. Έπειτα επήγεν εις τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, και ευλογήθη από αυτόν. Επιστρέψας δε εις το Μοναστήριον, εύρεν αποθανόντα τον εκείνου Ηγούμενον. Όθεν εβιάζετο από τους αδελφούς του Μοναστηρίου να γένη εις αυτούς Ηγούμενος. Αυτός όμως δεν επείσθη εις τούτο τελείως. Αλλ’ επειδή είχε παλαιόν σκοπόν να υπάγη εις τους Ιερούς Τόπους των Ιεροσολύμων, δια τούτο ευγαίνωντας κρυφίως από το Μοναστήριον και περιπατών, εστοχάσθη ως εύλογον, το να ανταμώση τον προρρηθέντα Άγιον Συμεών τον Στυλίτην. Ανταμώσας λοιπόν αυτόν, εμποδίσθη παρ’ αυτού να μη υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα. Αλλά μάλλον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν πηγαίνωντας πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, εις τον καλούμενον Ανάπλον, εκεί έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα ναόν των ειδώλων, και πολλούς πειρασμούς έπαθεν από τους δαίμονας.
(1) Τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ώσπερ επί των αριστέων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Λουκά του νέου Στυλίτου.
Προς ύψος ανήνεγκε τον Λουκάν στύλος,
Λουκάς δε τον νουν προς Θεόν, προς ον τρέχει.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους μεν του βασιλέως Ρωμανού του Λεκαπηνού και Γέροντος, και Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και γαμβρού αυτού, υιού δε Λέοντος του Σοφού, κατά την πατριαρχείαν δε, του Θεοφυλάκτου υιού γνησίου του αυτού Ρωμανού, εν έτει Ϡιθ’, ήτοι 919, καταγόμενος από την γην της Ανατολής, και υιός ων Χριστοφόρου και Καλής.
Όταν λοιπόν εκινήθη κατά τον καιρόν εκείνον ο κατά των Βουλγάρων πόλεμος, τότε η προσταγή των βασιλέων εβίασε και τον Όσιον τούτον να υπάγη εις τον πόλεμον. Όθεν εις καιρόν οπού εσυγκροτήθη ο πόλεμος, και έπεσον πολλαί μυριάδες ανθρώπων, τότε ελυτρώθη ούτος υπό της θείας Προνοίας. Δια τούτο έγινεν ύστερον Μοναχός. Και επειδή επρόκοψεν εις την άσκησιν, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και εφόρεσε σίδηρα βαρέα δια να καταδαμαζη το σώμα του. Ενήστευε δε τας εξ ημέρας της εβδομάδος, και άλλο τι δεν έτρωγε, πάρεξ μόνον την προσφοράν οπού του έφεραν, και λάχανα ωμά. Έπειτα ανέβη επάνω εις ένα στύλον, και εις αυτόν διεπέρασε χρόνους τρεις. Επειδή δε ήκουσε θείαν φωνήν οπού τον εκάλει, δια τούτο πειθόμενος εις τον καλούντα Θεόν, επήγεν εις τον Όλυμπον. Και βάλλει εις το στόμα του μίαν πέτραν, ωσάν ένα χαλινάρι, δια να εμποδίζεται να μη ομιλή. Από εκεί δε γυρίζει πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκείθεν πηγαίνει εις την Χαλκηδόνα, και αναβαίνει πάλιν επάνω εις ένα άλλον στύλον, και μυρία θαύματα ενεργεί. Έτζι λοιπόν διαπεράσας εις τον στύλον χρόνους τεσσαρακονταπέντε, προς Κύριον εξεδήμησεν.
Πηγή: koinoniaorthodoxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου