Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Αρχιμ. Ανανία Κουστένη - Η καλή έγνοια (κείμενο και mp3)

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 175-ο τεύχος (Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2019) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
Κάντε κλικ στον σύνδεσμο:
Στα παλιά τα χρόνια ήταν στα βουνά του Μοριά ένας αγαθός τσοπάνης, που ζούσε κυρίως στα βουνά με τα γιδοπρόβατά του. Είχε όμως μέσα του και πίστη μεγάλη. Και προσπαθούσε να κάνει ότι έλεγε ο Χριστός και η εκκλησία μας. Και λίγο αργότερα κατέβηκε στο χωριό για δουλειές, βρίσκει τον παπά και τον ρωτάει: Παππούλη μου, τώρα κοντά είναι η σαρακοστή των Αποστόλων. Πότε αρχίζει να την τηρήσω; Ε. τώρα παιδί μου πέρασε. Ε, παππούλη και το ‘χα μια έγνοια…

Τι ωραίο πράγμα να έχουμε έγνοια κάποια ζητήματα, που αφορούν την ψυχή και τη σωτηρία μας, που αφορούν την αγάπη και τη λατρεία! Πολύ σπουδαία είναι αυτά! Σήμερα οι καημένοι μπορεί να ξέρομε πιο πολλά γράμματα και να έχομε μεγαλύτερη γνώση, όμως από τους πιο πολλούς –και από μένα πρώτα- λείπει εκείνο το αίσθημα που είχαν οι παλαιότεροι, κληρικοί και λαϊκοί και μοναχοί. Γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θεωρία αλλά αίσθημα –άλλο το συναίσθημα. Το αίσθημα έρχεται απ’ έξω ως ένα μεράκι, ως μία θεία χάρις, ως η ανάσα του Θεού, ως το Πνεύμα το Άγιον και συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον κάνει μερακλή, τον κάνει ερωτευμένο με το Θεό και με τα πάντα. Διότι, κατά τον μακαριστό Βενέζη, τα πάντα είναι έρως. Κι ανέραστη ψυχή είναι δυσκολεμένη ψυχή. Και διάβαζα το πρωί στο Θεοφάνη (θα σας ρωτήσω στο τέλος γι’ αυτόν, να μου πείτε τη γνώμη σας) για τον αυτοκράτορα Νικηφόρο, ο οποίος διεδέχθη την Ειρήνη την Αθηναία. Η οποία μπορεί να είχε λάθη και ατέλειες, αλλά ήταν εύσπλαχνη και ελεήμων ψυχή και αισθηματίας.

Ο Νικηφόρος λοιπόν τίποτε άλλο δεν σκεφτόταν, παρά μονάχα τα χρήματα. Έπιανε, λοιπόν, τους υπηκόους και ρώταγε: Πόσα χρόνια έχεις αυτό το χωράφι; Τόσα. Δε σου τα ‘χω φορολογήσει, βρε παιδί μου. Κάτσε να πάμε πίσω… Και γινόντουσαν τόσα και τόσα… Όπως και τώρα. Αφού διαβάζοντας την ιστορία του Θεοφάνη, εμελαγχόλησα, αδελφοί μου, σκεπτόμενος: Κοίτα, τι έκαναν κι εκείνοι. Αλλά τι βλέπομε;

Όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερπερίσσευσεν η χάρις. Είχαμε δηλαδή συμπόρευση της αμαρτίας με τη χάρη. Και θυμάμαι εδώ τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον χρυσούν την γλώτταν, χρυσούν και την καρδίαν, ο οποίος λέγει: Έχουμε δύο αμάξια που πάνε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Το ένα το σέρνουν η αμαρτία και η χάρις, η ταπείνωσις. Το άλλο το σέρνει η αρετή και η υπερηφάνεια. Ποιο θα φτάσει στη θεία Βασιλεία; Αναμφιβόλως το πρώτο! Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αμαρτάνομε για να είμαστε ταπεινοί, αλλά θέλει να δείξει πόσο μεγάλο και ολέθριο κακό είναι η υπερηφάνεια. Από την οποία εξεπήγασαν όλα τα κακά. Και η φιλαυτία.

Ο άνθρωπος γίνεται αγνώριστος. Και φθάνει σε σημείο δύσκολο. Είχαν λοιπόν οι βυζαντινοί μας πρόγονοι και πλεόνασμα αμαρτίας… Αφού λέει ο Θεοφάνης ότι γίνονταν σεισμοί για μήνες, σαράντα μέρες, εξάμηνα, ώστε να μη μπορεί να μείνει κανείς μέσα σε σπίτι. Μα αφού δεν υπήρχε και σπίτι. Και τι έκαναν οι άνθρωποι; Μετάνιωναν μέχρι που να περάσει ο σεισμός και μετά γινόντουσαν χειρότεροι! «Κάτσε να κοινωνήσω και σου λέω εγώ». Τα δικά μας. Συγχώρα με τώρα που θέλω να κοινωνήσω… 

‘Έχουμε συμπόρευση λοιπόν της αμαρτίας με τη χάρη. Και βλέπομε την παρέμβαση του Θεού συχνή πυκνή στο Βυζάντιο. Γιατί μαζί με τους αμαρτωλούς είχαμε πολλούς και μεγάλους αγίους και εναρέτους. Τα σημειώνει αυτά ο Θεοφάνης. Και αυτοί εξιλέωναν το Θεό και βαστούσαν λεπτές ισορροπίες στο βίο. Και πρόσφερναν τόσο μεγάλο καλό. Γι’ αυτό έχομε ανάγκη από τους Αγίους της εκκλησίας μας. Και εξαιρέτως από την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, η οποία συχνά πυκνά αναφέρεται στο Θεοφάνη με τις παρεμβάσεις της στις πιο δύσκολες ώρες κι εκεί έδινε λύση στο αδιέξοδο κι έφερνε σωτηρία και νίκη. Γι’ αυτό κι οι Βυζαντινοί την υπεραγαπούσαν την Παναγία μας. Και οι νεοέλληνες το ίδιο. Εκείνος που τη βρίζει στα νεύρα και στη δυσκολία και στην απελπισία του, ύστερα από λίγο την επικαλείται. Άντε να βρεις άκρη μ’ αυτό το τραγελαφικό πράγμα. Τι σημαίνει όμως; Υπάρχει μέσα στην ψυχή μας η αγάπη και η αφοσίωση στη μάνα του Χριστού και στη μάνα τη δική μας. Και οι Έλληνες που έχουν καρδίαν, είναι αισθηματικός λαός, αγαπούν τη Θεοτόκο Μαρία και το Χριστό και τους αγίους και την εκκλησία. Καμιά φορά αυτή η αγάπη αποκοιμιέται και έχουμε νεκροφάνεια. Κι αυτό είναι το κακό, αλλά ο Κύριος έχει πάλι τον τρόπο του να μας ξυπνήσει και να μας επαναφέρει. Τους παιδαγωγούσε πολύ τους βυζαντινούς μας προγόνους, είχαν όμως τη χάρη και προπαντός την ειλικρίνεια. Οι βυζαντινοί δεν ήθελαν να καλύψουν την αμαρτία τους. Την αποκάλυπταν και στο Θεό και στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και βλέπουμε στα βυζαντινά κείμενα πολλές εκφράσεις μετανοίας, αλλά και ταπεινότητος και προπαντός αυτομεμψίας. Και λέμε, καλά τι πάθανε αυτοί οι άνθρωποι; Είχαν, αδελφοί μου, συναίσθηση. Συναίσθηση της αμαρτωλότητός τους. Και αυτό τους συνέτριβε και έχυναν δάκρυα κι έτσι κέρδιζαν πάλι το έλεος του Θεού, την ευσπλαχνία της Παναγίας μας και την προστασία των Αγίων και των Αγγέλων. Ενώ είναι μέγα κακό να θέλομε να βγάλομε απ την ψυχή και τη ζωή μας την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Υπάρχει ένα ρεύμα νεοπαγανισμού στην Ελλάδα. Επιστροφή, δηλαδή, στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Μα αν εκείνοι οι καημένοι σήμερα σηκωνόντουσαν, θα μας παίρνανε με τις πέτρες!

Όπως οι αδιόριστοι καθηγητές τους αστυνομικούς και τους συναδέλφους τους. Θα μας έπαιρναν με τις πέτρες. Και θα μας λέγανε, βρε τόσο το χάσατε; Τόσο άδειασε το μυαλό σας; Τόσο μωρανθήκατε; Εμείς οι καημένοι με τα μέ4σα που είχαμε τότε και τους τρόπους ερχόμασταν προς το μέγα φως. Προς το Χριστό! Πάρτε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία κι όλα τα μνημεία της τέχνης… Τι έχουν, τι υποκρύπτουν και υποδηλώνουν; Θρησκευτικότητα, παρακαλώ.

Και οι Αθηναίοι ήσαν και οι πιο θρήσκοι από τους θρήσκους. Έτσι τους ονόμασε ο μέγας σαγηνευτής των εθνών Απόστολος Παύλος. Είχαν κάνει κατείδωλον την πόλιν. Γεμάτη είδωλα. Και είχαν αφιερώσει ιερά και βωμούς σε όλους τους γνωστούς θεούς. Και επειδή πίστευαν πως υπήρχε και κάποιος –ή κάποιοι- που δεν ήξεραν, έφτιαξαν βωμό και σ’ αυτόν τι επέγραψαν; Τω αγνώστω Θεώ. Και από κει πιάνεται ο μέγας Απόστολος Παύλος και τους ομιλεί για το Χριστό και για την ανάσταση. Με αποκορύφωμα την τραγωδία! Τι επεδίωκε η τραγωδία; Την κάθαρση και την αποκατάσταση του ανθρώπου. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να φάμε το σώμα του θεού Διονύσου. Να κάνομε θεοφαγία. Αν αυτό δεν παραπέμπει στη Θεία Ευχαριστία, στο Μυστικό Δείπνο, πού αλλού παραπέμπει αδελφοί μου; Δείχνει ακριβώς τη λαχτάρα της ανθρώπινης ψυχής να ενωθεί με το Θεό της, να καθαρθεί και να αποκατασταθεί. Γι’ αυτό κι όταν μας μεταλαμβάνει ο λειτουργός λέει: Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.

Η άφεσις είναι η κάθαρσις και η ζωή η αιώνιος, είναι η αποκατάστασις. Και την εις ουρανούς αποκατάστασιν, ψάλλομε στο Α’ εωθινό δοξαστικό, θέλει αυτό ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και οι αρχαίες θρησκείες και οι ανατολικές και οι αιγυπτιακές και οι δικοί μας επινόησαν τη μεγαλοφάνταστη θεωρία της μετεμψυχώσεως. Αυτοί τότε καλώς έκαναν, αδελφοί μου. Θέλανε να βρουν ένα τρόπο να απαλλαγούν από την ενοχή, να καθαρθούν από την αμαρτία και να αποκατασταθούν στην αρχαία πατρίδα. Για να γίνει αυτό έπρεπε να περάσουν από διάφορες ζωές κι από το ένα κι από το άλλο. Έτσι, οι καημένοι είναι επαινετοί για την προσπάθειά τους. Τότε. Και κάποτε θυμάμαι ήρθε ένας που νόμιζε ότι ο βουδισμός λύνει το πρόβλημά του. Ήταν ορθόδοξος. Πήγε εκεί στους άλλους που έχουν έρθει απ’ την Ινδία να μας διδάξουν οι καημένοι. Κι εμείς αντί να τους διδάξουμε, καθόμαστε και μας διδάσκουν. Αυτά ξέρουν, αυτά λένε. Και ανταμώσαμε μια φορά –ο Θεός παίρνει αυτές τις ψυχές, αυτός ξέρει- και μου είπε: Πάτερ, θέλω να δω έναν Άγιο. Θέλω να δω έναν πραγματικό Χριστιανό να πάρω ανάσα, να βγάλω το άχτι μου. Γι’ αυτό κάθε μέρα η εκκλησία βάνει αγίους να βγάλουμε το άχτι μας. Μπορεί να γίνουμε κι εμείς λίγο άγιοι… Πού ξέρετε;

Λοιπόν ναι, λέω, μπορώ να σας στείλω. Και τον έστειλα τότε στο γέροντα Πορφύριο, ζούσε τότε. Και πες του ότι πας από την ευτέλειά μου, για να αισθανθείς κι εσύ ότι είσαι λίγο συστημένος… Το θέλουμε αυτό οι άνθρωποι. Λοιπόν και πες του αυτά που με ρωτάς κι εμένα. Με ρώταγε διάφορα. Πήγε εκεί. Του λέει, γέροντα, εγώ πιστεύω στο βουδισμό. Πιστεύεις, βρε, στη μετεμψύχωση; Ναι, λέει. Δηλαδή, ότι έχεις περάσει κι από άλλες ζωές; Μάλιστα, παππούλη. Σε παρακαλώ, διηγήσου μία από τις προηγούμενες ζωές σου. Και μου λέει ο καημένος τότε: Τα ‘χασα, πάτερ. Δεν ήξερα τι να του πω. Καμία ζωή! Και μετά πάλι, πιστεύεις, του λέει, ότι πάει η ψυχή του ανθρώπου στα ζώα; Ναι, γέροντα. Πρώτα στα ζώα και μετά καθαρίζεται κ.λπ. Λοιπόν, πιστεύεις παιδί μου, ότι πάει και στα γουρούνια μετά συγχωρήσεως; Βρε Γιωργάκη, του απαντά, έχεις δει κανένα γουρούνι να σκέπτεται σαν άνθρωπος; Και τότε, λέει, με κόλλησε ο παππάς στον τοίχο. Δεν είχα τίποτα να του απαντήσω κι έφυγα κι ευχαριστημένος.

Κι έρχεται πάλι. Λοιπόν, και τι να κάνω τώρα; Να ξαναπάς στο βουδισμό, παιδί μου. Αν δεν έχεις πίστη, να ξαναπάς εκεί. Ελεύθερος δεν είσαι; Ο Θεός σε έφτιαξε ελεύθερο. Πήγε πάλι. Και μετά επείσθη ότι δεν έκανε για εκεί. Κι έφυγε δια παντός. Αν εγώ τον ζόριζα (είδες τι σου είπε ο γέροντας κ.λπ.), τον ψυχανάγκαζα, θα του έμενε κάτι μέσα του. Θα του έλειπε κάτι. Καταλαβαίνετε πόσο λεπτό και σοβαρό είναι αυτό; Και αυτό το κάτι θα το κουβάλαγε πάντοτε. Και που ξέρομε αν αυτό το κάτι μια δεδομένη στιγμή δεν τον έστελνε πάλι εκεί πέρα; Γι’ αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος συμφώνησε με το Λικίνιο το 313 στα Μεδιόλανα –το σημερινό Μιλάνο- να δώσουν σε όλους τους υπηκόους της απέραντης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανεξιθρησκία. Να σεβαστούν το αυτεξούσιο, το δώρο της ελευθερίας, που έδωκε ο Θεός στον κάθε άνθρωπο.

Κι αν ήθελε, ο Θεός προτίμησε να σταυρωθεί παρά να καταργήσει την ελευθερία του Αδάμ, όπως λέει ο άγιος και ιερός Αυγουστίνος που γιόρταζε προχτές- να ‘χουμε την ευχή του και του μακαριστού γέροντος Φλωρίνης που είναι ο μεγαλύτερος, την ευχή και την ευλογία του να ‘χουμε. Και να ευχόμεθα και για τον Αρχιεπίσκοπό μας, που τόσον αγώνα κάνει, τόση προσπάθεια γίνεται. […]

Ο μέγας Κωνσταντίνος και ο Λίκίνιος ο συναυτοκράτωρ συμφώνησαν να δώσουν στους υπηκόους την ανεξιθρησκία. Ο καθένας είναι ελεύθερος να λατρεύει ό,τι θέλει. Αρκεί να μην παρενοχλεί τον άλλον. Τα δικαιώματά μας και η ελευθερία μας σταματάει εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα και η ελευθερία του άλλου. Και να μην είμαστε ούτε τύραννοι του άλλου, λέει ο σοφός Σενέκας, ο διδάσκαλος του Νέρωνος. Ανεξιθρησκία. Ανεξίθρησκος ο Κωνσταντίνος ο Μέγας. Ανεξίθρησκος και ο πατέρας του Κώνστας ή Κωνστάντιος ο Χλωρός. Χριστιανή Ορθόδοξη η μητέρα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά ανεξίθρησκη κι εκείνη με τον τρόπο της.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να ανατρέφουμε τα παιδιά μας εν νουθεσία και παιδεία Κυρίου. Και να μην τα παροργίζομε, δηλαδή να μην τα ψυχαναγκάζομε, ακόμη και με τη θρησκεία μας που είναι η άνοιξη, που είναι το έαρ. Όχι, διότι εάν ψυχαναγκάσομε τον άλλον και μάλιστα μέσα στη θρησκεία, μέσα στην Ορθοδοξία, όπως λέει κάπου ο Ντοστογιέφσκι, τον δαιμονίζομε στο τέλος. Ή τον φέρνουμε σε μελαγχολία.

Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Παύλος να μην παροργίζομε τα τέκνα ημών ίνα μη αθυμώσι. Και η σύγχρονη ψυχολογία μιλάει για αμφιθυμία, «Παθών με ταράττουσι προσβολαί πολλής αθυμίας εμπιπλώσαι μου την ψυχήν» διαβάζουμε στο δεύτερο τροπάριο της πρώτης ωδής του μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Σας παρακαλώ πολύ όποτε μπορείτε να τον διαβάζετε. Ο άγιος Νεκτάριος ιδιαίτερα τον συνιστούσε. Και μάλιστα έλεγε στις μοναχές του, δε θέλω να κάνετε τύπον λατρείας αλλά λατρείαν! Τι κάνουμε εμείς οι χριστιανοί, οι ψάλτες –κυρίως- και οι παπάδες στα μοναστήρια; Κοιτάμε να διαβάσουμε όλα τα γράμματα, αλλά πώς; Σαν τον παπατρέχα. Αρκεί να το διαβάσουμε και τελείωσε. Μα δε λειτουργεί μαγικά αυτό. Γι’ αυτό λέει να μην κάνουμε τύπον λατρείας, αλλά λατρείαν. Να διαβάζετε έναν κανόνα κι αν θέλετε της Θεοτόκου. Κι αφήστε τους κανόνες των αγίων, που είναι γραμμένοι για τις πανηγύρεις των και τις αγρυπνίες. Διαβάστε το μικρό Παρακλητικό Κανόνα της Θεοτόκου. Και φτάνει! Και να κάνετε λοιπόν λατρεία και ουχί τύπον λατρείας. Εάν λοιπόν υπάρξει ψυχαναγκασμός, ο άνθρωπος φτάνει στην αθυμία, στην αντίδραση, στη δυσκολία. Η αγία Ελένη δεν ψυχανάγκασε και δεν παρόργισε τον υιόν της το Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τον άφησε ελεύθερο να λατρεύσει όποιον Θεό θέλει και ό,τι θέλει. Εκείνη όμως του παρείχε το υπέροχο παράδειγμά της. Την αγία ζωή της, την πολλή της αγάπη, την αρχοντιά και την εν Χριστώ ελευθερία που είχε. Όπου το πνεύμα Κυρίου, εκεί και ελευθερία. Λοιπόν, και έτσι τον άφησε. Ήταν η ψυχή του αγαθή, ήταν γη καλή και αγαθή, όπως λέει στην παραβολή του σπορέως ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας. Κι όταν ήλθε η ώρα του – έρχεται η ώρα στον καθένα, κι αυτή την ξέρει ο Θεός μας. Κι ό,τι γίνεται στην ώρα του πώς ονομάζεται; Ωραίον! Τι θα πει ωραίον; Στην ώρα του! Εκάλεσε από τον ουρανό ο Χριστός το Μεγάλο Κωνσταντίνο, όπως και το μεγάλο Απόστολο Παύλο. «Και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ’ ανθρώπων δεξάμενος». Τον εκάλεσε από τον ουρανό διά του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Στο καταμεσήμερο είδε στον ουρανό το σταυρό του Κυρίου με επιγραφή «Τούτω» ή «εν τούτω Νίκα». Και το βράδυ είδε στον ύπνο τον χριστόν Κυρίου, τον ίδιο το Θεάνθρωπο και του εξήγησε τι να κάνει για να νικήσει. Να βάλει μπροστά το λάβαρο και σημαία τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό. Και με τη χάρη και δύναμή Του θα νικήσει τους εχθρούς και θα ελευθερώσει την ανθρωπότητα από τους τυράννους. Και το έκαμε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Έφτιαξε ολόχρυσο σταυρό και τον ύψωσε και προεπορεύετο του στρατεύματος και τον έβλεπαν οι στρατιώτες του και ενεψυχώνοντο. Και έβλεπαν από απέναντι από τον εχθρό πολλοί αγαθοί στρατιώτες, καλοπροαίρετοι –παντού υπάρχουν οι καλοπροαίρετοι και οι αγαθοί Ισραηλίτες που δεν έχουν δόλο- και έβλεπαν τον Τίμιο Σταυρό να λάμπει και έφευγαν από το στράτευμα του τυράννου και αυτομολούσαν στο στρατό του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Γιατί οι Τούρκοι δεν επιχειρούν να έρθουν προς τα δώθε;
Γιατί στην Ελλάδα λάμπει ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός κι όταν τον βλέπουν παθαίνουν, αδελφοί μου. Γιατί έχει δύναμη ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός. Γιατί πάνω του εσταυρώθη ο αναμάρτητος και εδόθη η κραταιότερη μάχη των αιώνων. Ενίκησε ο Θεάνθρωπος Χριστός το σατανά και την αμαρτία και το θάνατο και τη φθορά. Κι έφερε την ανάσταση, την αγάπη, τη δικαίωση, τη λευτεριά και τον παράδεισο. Γι’ αυτό ο Τίμιος Σταυρός ονομάζεται και κοσμοχαρμόσυνος και κοσμοπόθητος, αγαπημένος του κόσμου και χαρμόσυνος για τον κόσμο. Κι είναι και όπλον κατά του διαβόλου και η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο. […]
Από το βιβλίο Λόγοι Β’, εκδ. Αρμός.
Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 304, Ιούνιος 2018.
Πηγή: orp.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου