«Το μεν ποτήριον, ο εγώ πίνω πίεσθε˙ και το βάπτισμα, ο εγώ
βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε. Το δε καθήσαι εκ δεξιών μου
και εξ ευωνύμων μου, ουκ έστιν εμόν δούναι, άλλ’ οις ητοίμασται».
Οποία περιεκτική απάντησις, ή μάλλον διδασκαλία δίδεται υπό του Κυρίου προς τους νηπιάζοντας ταις φρεσίν έτι Αποστόλους και έτι πρόσγεια φρονούντας και αρχάς και προεδρείας έτι ορεγομένους και υπό του της αντιζηλίας πάθους εισέτι κατεχομένους! Πόσον σαφής διδασκαλία, πόσον λαμπρώς εκφράζει το πνεύμα της αποστολής του Κυρίου! Πόσον δε σαφώς αναγγέλλει ότι δεν είναι προσωπολήπτης ότι δεν ορίζει αυτός την θέσιν εκάστου εν τη σωτηρία, άλλ’ ότι έκαστος άνθρωπος δια της πίστεως αυτού και των έργων του ορίζει αυτήν˙ διδάσκει λοιπόν, ότι ουχί η εκλογή αυτών εις αποστόλους θέλει δωρήσει τας προτοκαθεδρίας κατά την αποκατάστασιν της βασιλείας του Κυρίου, άλλ’ ότι η πίστις και τα έργα αυτών˙ διότι το «οις ητοίμασται» καίτοι φανερώνει πράξιν τετελεσμένην, ης το αποτέλεσμα σώζεται, δεν πρέπει όμως να εκληφθή, ως αυθαιρέτως τελεσθείσα˙ διότι ουχί τω αυτώ μέτρω αι θείαι και αι ανθρώπιναι μετρούνται πράξεις˙ ό,τι δε παρά τοις ανθρώποις είνε αδύνατον, τούτο είνε δυνατόν παρά τω Θεώ˙ δηλοί άρα το «ητοίμασται» πράξιν τετελεσμένην μεν, αλλά δια προγνώσεως, ως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος˙ «ους προέγνω και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού»˙ (Ρωμ. η’. 29) ώστε καίτοι προωρίσθη η θέσις, δεν επηρεάσθη όμως η ελευθερία του ανθρώπου, όστις οφείλει να ορίση την εν ουρανώ και τη βασιλεία του Σωτήρος θέσιν αυτού˙ δέον άρα να πίωμεν το ποτήριον, ο ο Κύριος έπιε, και να βαπτισθώμεν τω βαπτίσματι, ο εβαπτίσθη ο Κύριος, ήτοι λόγω και έργω να γίνωμεν οπαδοί του Κυρίου, όπως και την θέσιν ημών παρ’ αυτώ ορίσωμεν. Δια των δύο τούτων συμβολικών λέξεων, καίτοι ο Κύριος υπηνίσσετο το ποτήριον του θανάτου και το δι’ αίματος μαρτυρικόν βάπτισμα, ουχ ήττον εδήλου και την προδιατύπωσιν των δύο πρωτίστων μυστηρίων της Αγίας Ευχαριστίας και του Αγίου Βαπτίσματος άτινα πας χριστιανός δέον να κέκτηται ως εφόδια δια την μέλλουσαν ζωήν˙ ότι δε οι λόγοι του Κυρίου και τούτο εσήμαινον, μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος, λέγων˙ «Τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι˙ τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν˙ οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη». (Κορ. Α’ ια’ 25- 26). Το ποτήριον άρα και τον θάνατον του Κυρίου κατήγγελλε και το μυστήριον της θείας μεταλήψεως προδιετύπου. Επειδή δε είνε το ύψιστον των μυστηρίων και το αναγκαιότατον δια τον άνθρωπον, ομιλήσαντες ήδη περί εξομολογήσεως, θα ομιλήσωμεν σήμερον περί της θείας ευχαριστίας και θα αποδείξωμεν α’) το μέγεθος του Μυστηρίου και β’) πως χρεωστούμεν να προσερχώμεθα προς Αυτό.
Μέγεθος και αξία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
Το παραδοθέν παρά του Κυρίου μυστήριον της θείας ευχαριστίας είνε το ανώτερον όλων των μυστηρίων˙ είνε το θαυμασιώτερον των θαυμάτων, όσα η δύναμις του Θεού εξετέλεσεν˙ είνε το υψηλότερον εξ όσων η σοφία του Θεού επενόησεν˙ είνε δε και το τιμιώτερον όλων των χαρισμάτων, όσα η αγάπη του Θεού εχαρίσατο τοις ανθρώποις˙ διότι τούτο υπερέχει όλων των άλλων κατά την αριθμητικήν υπερβασίαν των όρων της φύσεως˙ διότι πάντα μεν τα θαύματα προέρχονται εξ υπερβασίας νόμων τινών της φύσεως, το μυστήριον όμως της θείας μεταλήψεως υπερέβη πάντας˙ διο και δικαίως το θαύμα των θαυμάτων και το μυστήριον των μυστηρίων δύναται να κληθή και να θεωρηθή.
Ο Αριστοτέλης ορίζων τους τρόπους της υπάρξεως των φυσικών πραγμάτων ανάγει αυτούς εις δέκα, ους ονομάζει, κατηγορίας˙ εισί δε οι εξής˙ ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, πού, πότε, κείσθαι, έχειν, ποιείν (είτε ενεργείν) και πάσχειν.1 Το μυστήριον της θείας ευχαριστίας υπερβαίνει πάντας τους ειρημένους τύπους˙ διο και δικαίως θαύμα θαυμάτων δύναται να κληθή˙ και ιδού η απόδειξις. Θαύμα κατά την Ουσίαν, διότι τα άγια δώρα, ενώ προ της ευλογίας, εισίν ουσία άρτου και οίνου, μετά την ευλογίαν και τον αγιασμόν είνε ουσία του σώματος και αίματος του Χριστού. Θαύμα κατά ποσόν˙ διότι όλον το σώμα του Χριστού εις όλον τον άγιον άρτον και επίσης ολόκληρον εις πάσαν μερίδα˙ είνε θαύμα και ποιόν˙ διότι αισθανόμεθα μεν την ποιότητα του άρτου και του οίνου, αλλά τρώγομεν και πίνομεν σώμα και αίμα Χριστού. Θαύμα κατά το προς τι˙ δηλ. κατά την σχέσιν˙ διότι εις την θείαν ευχαριστίαν είνε μεν αυτός ο υιός, ον εγέννησεν εν χρόνω η Παρθένος Μαρία, πλην ενταύθα δεν γεννάται κυρίως εκ πατρός ή μητρός, αλλά τελεσιουργείται μυστηριωδώς˙ ώστε εν τω τρόπω της μετουσιώσεως, ήτοι της μεταβολής του άρτου και οίνου εις σώμα αυτού, δεν αναφέρεται ούτε εις πατέρα ούτε εις μητέρα˙ θαύμα κατά το που˙ διότι ο αυτός Ιησούς Χριστός είναι και εις τον Ουρανόν και εις την Γην και ο αυτός και εις το ιερόν ημών θυσιαστήριον. Θαύμα και το πότε˙ διότι ως σώμα Χριστού είνε άφθαρτον και αθάνατον˙ ως αίμα Χριστού είνε πηγή ζωής αιωνίου˙ αλλά διαμένουσι τα θεία ιδιώματα εν τη θεία ευχαριστία ενόσω διαμένουσι τα είδη του άρτου και του οίνου. Θαύμα κατά το κείσθαι˙ διότι εις την θείαν λειτουργίαν θεωρείται ο Ιησούς κείμενος εν τη φάτνη, ως γεννηθείς, ως επί του σταυρού, ως πάσχων, ως αναστάς και ανερχόμενος εις ουρανούς, ως αναληφθείς και καθήμενος εν δεξιά του πατρός, ως υιός και Θεός. Θαύμα κατά το έχειν˙ διότι το σώμα και αίμα του Κυρίου έχει εξωτερικήν περιβολήν τα είδη του άρτου και του οίνου. Θαύμα κατά το ποιείν (είτε ενεργείν)˙ διότι η μετάληψις των αχράντων μυστηρίων εγγίζει μεν την αίσθησιν, άλλ’ αγιάζει το πνεύμα. Θαύμα τέλος κατά το πάσχειν˙ διότι ο θείος άρτος μελίζεται μεν, άλλ’ ως σώμα Χριστού δεν διαιρείται˙ τρώγεται μεν, άλλ’ ως σώμα Χριστού δεν δαπανάται. Όθεν η θεία ευχαριστία, επειδή υπερβαίνει πάντας τους όρους, ή τας κατηγορίας, υφ’ ας εκδηλούνται οι νόμοι της φύσεως, είνε το μεγαλύτερον όλων των θαυμάτων˙ επίσης είνε και το υψηλότερον, επειδή υπερβαίνει πάσαν κατάληψιν. Το μέγεθος του θαύματος τούτου θέλει γίνει καταληπτόν, εάν λάβωμεν υπόψη έτερον θαύμα. Η εκ Παρθένου γέννησις του Σωτήρος είνε μεν θαύμα, διότι δεν εννοούμεν τίνι τρόπω γεννάται εν χρόνω και εκ γυναικός ο αΐδιος Θεός˙ νοούμεν όμως, ότι γεννάται, διότι βλέπομεν αυτόν τέλειον άνθρωπον˙ υπερβαίνει μεν πολλούς όρους, ή πολλάς κατηγορίας, αλλά μένουσι και τινές, υφ’ ας αντιλαμβανόμεθα αυτού. Εις το μυστήριον όμως της θείας μεταλήψεως κρύπτεται ου μόνον η θεότης, αλλά και η ανθρωπότης˙ ώστε είναι μυστήριον των μυστηρίων˙ το κατά πάντα τρόπον απόκρυφον˙ το υπερβαίνον πάντας τους όρους της φυσικής γνώσεως˙ δια του μυστηρίου τούτου ο Θεός έδειξεν εις ημάς, ως δυνατός, το μέγιστον κράτος της θείας αυτού παντοδυναμίας, ως σοφός, το μέγιστον ύψος της θείας παναγαθίας.
Τοιούτο το μυστήριον της θείας ευχαριστίας˙ υποδείξαντες το μέγεθος και την αξίαν αυτού, ήδη μεταβαίνομεν εις την υπόδειξιν του τρόπου καθ’ ον πρέπον είνε να προσερχώμεθα εις την Μετάληψιν αυτού.
Πώς πρέπει να προσερχώμεθα εις την μετάληψιν των θείων μυστηρίων
Τον τρόπον, καθ’ ον ανάγκη να προσερχώμεθα εις την θείαν Ευχαριστίαν, διδάσκει ημάς ο Απόστολος Παύλος, λέγων˙ «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω˙ ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου»˙ (Κορ. Α’. ια’. 28-29).
Ας εξετάζη λοιπόν έκαστος την εαυτού συνείδησιν πρώτον, ίνα γνωρίση την ηθικήν αυτού κατάστασιν και την σχέσιν αυτού προς τον Θεόν και τον πλησίον αυτού, και αν εύρη αυτάς εν θεαρέστω καταστάσει, ας προσέλθη να κοινωνήση˙ άλλως ας επιφυλαχθή˙ διότι ουδέν κοινόν μεταξύ αγίου και εναγούς. Ο Απόστολος Παύλος νουθετών τους Κορινθίους μη ετεροζυγείν απίστοις, ήτοι μη λαμβάνειν συζύγους απίστους, λέγει «τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δε συμφώνησις Χριστού προς Βελίαλ;» (Κορ. Β’ ς 14)˙ ώστε τις κοινωνία αμαρτωλού προς την θείαν μετάληψιν; Ότι δε μετ’ ευλαβείας πρέπει να προσρχώμεθα, διδάσκει ημάς αυτός ο Θεός, διατάξας τω Μωυσή να μη πλησιάση τη καιομένη βάτω υποδεδημένος, αλλά να λύση το υπόδημα των ποδών αυτού εις σημείον ευλαβείας˙ διότι ο τόπος, εν ω ίστατο, ην άγιος. «Μωσή! Μη εγγίσης ώδε˙ λύσαι το υπόδημά σου εκ των ποδών σου˙ ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας επ’ αυτού, γη αγία εστί»˙ (Έξοδος Γ’ 3). Δέον άρα πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετά πάσης ευλαβείας, καθαροί παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ίνα αξίως μεταλαμβάνωμεν˙ διότι, εάν ο Θεός διέταξε τω Μωυσή να λύση το υπόδημα, ίνα πλησιάση τόπον άγιον, πόσον οφείλεις, συ χριστιανέ, να λύσης πάντα δεσμόν αμαρτίας, ίνα δεχθής εν σοι όλον τον Θεόν; Διότι ουχί ο Άγιος εκείνος άρτος το σώματα του Κυρίου εστί; Και το άγιον ποτήριον ουχί το αίμα του Κυρίου εστί; «Το ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Τον άρτον, ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστί;» (Κορ. Α’. ι’. 16). Πώς λοιπόν θα πλησιάσης με βεβαρημένην συνείδησιν το πυρ, το φλέγον αναξίους; Άνθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων. Όθεν λύσον πάντα προς τον πλησίον σου δεσμόν έχθρας, λύσον πάσαν άδικον συναλλαγήν, απόδος το αλλότριον, έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα, επίστρεψον εις τον Κύριον και πρόσελθε, ίνα αγιασθής όλος, φωτισθής και γίνης ταμείον της θείας χάριτος, ίνα ενωθής μετά του Χριστού, ίνα μείνης εν αυτώ και αυτός εν σοι. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. ΣΤ΄. 56).
Χαρακτήρ του επαξίως μεταλαμβάνοντος
Ώ! Πόσον ευδαίμων και μακάριος δέον να λογίζηται ο επαξίως των θείων μεταλαμβάνων μυστηρίων! Ούτως εξέρχεται του ναού όλος ανακαινισθείς, διότι το πυρ της θεότητος, το δια της θείας μεταλήψεως κοινωνήσαν μετά της ψυχής του ανθρώπου, τας μεν αμαρτίας αυτής κατέφλεξεν, αυτήν δε θείας ενέπλησε χάριτος, τας φρένας ηγίασε, τα δυνάμεις της ψυχής ενίσχυσε, τον νουν διεφώτισε και την καρδίαν τω φόβω του Θεού καθήλωσε και τέλος ανέδειξε σκήνωμα πνεύματος μόνου.
Ο επαξίως κοινωνήσας έλαβεν ως αρραβώνα την ουράνιον βασιλείαν˙ ευρίσκεται δε ενδεδυμένος την θείαν πανοπλίαν, ήτις προφυλάττει αυτόν από παντός κακού και πάσης του πονηρού επιβουλής, και καθιστά επίφοβον και αυτοίς τοις δαίμοσιν. Η καρδία του επαξίως κοινωνήσαντος πληρούται χαράς αφάτου και θυμηδίας αρρήτου˙ ούτος μόνος αισθάνεται την επελθούσαν αλλοίωσιν, επί δε τω ανακαινισμώ αυτού ευφραίνεται. Αι αρεταί πάσαι περικοσμούσι την καρδίαν αυτού, πόθος δε αυτού είνε η μετά του Κυρίου ένωσις. Η ψυχική γαλήνη, ην δίδωσιν η συναίσθησις της μετά του Θεού διαλλαγής και κοινωνίας, και η βασιλεύουσα εν αυτώ ουρανία ειρήνη, κατοπτρίζονται επί του ιλαρού προσώπου, του επαξίως κοινωνήσαντος˙ πάσα δε αυτού η εξωτερική όψις μαρτυρεί την εσωτερικήν αυτού ηθικήν κατάστασιν˙ αγνότης και αθωότης, δύο περιστρέφουσαι αυτόν χάριτές εισίν, αι προς πάντας περί αυτού ομιλούσαι. Ιδού ο χαρακτήρ του αληθώς και επαξίως μεταλαμβάνοντος˙ τοιαύτα τα αποτελέσματα της θείας μεταλήψεως.
Ταύτα έχων τις υπόψη, πόσον δεν οικτείρει, ουχί πλέον τους αναξίως μεταλαμβάνοντας, ή τους μη δυναμένους εκ κωλύοντος αμαρτήματος να μεταλάβωσιν, άλλ’ εξ αδιαφορίας και περιφρονήσεως, ούτως ειπείν, προς την εκ της θείας μεταλήψεως προσγινομένην ωφέλειαν, ψυχικήν τε και σωματικήν; – διότι η υγεία της ψυχής επιδρά και επί της υγείας του σώματος, ως γινώσκομεν, ότι συμβαίνει, και τανάπαλιν –τι είπωμεν περί αυτών; Τι καλέσωμεν αυτούς; Εις ποίαν τάξιν χριστιανών κατατάξωμεν αυτούς; Η στάσις αυτών προς τον χριστιανισμόν είνε τοιαύτη, οποίαν μόνον οι ψυχροί και αδιάφοροι έχουσιν˙ άλλ’ άρα γε ούτοι εισίν αληθείς χριστιανοί; Τούτο ημίν άδηλον˙ ό,τι δε ημείς δυνάμεθα να γινώσκωμεν είνε, ότι οι τοιούτοι πελαγοδρομούσιν άνευ πυξίδος, άνευ πηδαλίου και άνευ κυβερνήτου˙ ουαί δε αυτοίς τη ημέρα εκείνη, ότε επαναστήσεται κατ’ αυτών η θάλασσα και πνεύουσιν ισχυροί οι άνεμοι και τα κύματα κατακλύσουσι το σκάφος αυτών˙ έρημοι τότε και εστερημένοι της θείας παρηγορίας, θέλουσιν ατενίζει με οφθαλμόν ένδακρυν και με βλέμμε απελπισίας, τα ανοιγόμενα προ των ποδών αυτών βάραθρα τα απειλούντα καταποντισμόν και παντελή αφανισμόν. Προς τους τοιτούτους μίαν έχομεν να αποτείνωμεν αδελφικήν συμβουλήν˙ να σπεύσωσι να κοινωνήσωσιν, όπως σωθώσι˙ διότι ουδεμία υπάρχει έξοδος˙ καταπαύονετς τον λόγον λέγομεν αναγκαία τινά περί της μετά την θείαν μετάληψιν οφειλομένης ευχαριστίας και της αρμοζούσης πολιτείας.
Μετά την θείαν Ευχαριστίαν
Μετά την θείαν Ευχαριστίαν ύμνησον ευθύς και ευχαρίστησον τον Κύριον, διότι σε ηξίωσε να γίνης κοινωνός του σώματος και αίματος αυτού˙ δι’ αξίων τη ημέρα έργων δίελθε αυτήν και έχε αυτήν ως παράδειγμα και δια τας λοιπάς του βίου σου ημέρας˙ μη ανεχθής του λοιπού να λυπήσης τον Άγγελον τον φύλακα της ψυχής και του σώματός σου, επιστρέφων εις τας πρώτας κακίας, ως υς λουσαμένη εν τω βορβόρω, και ως κύων επί το ίδιον εξέραμα, διότι δύσκολος έσται η επιστροφή σου˙ μη είπης ότι και πάλιν μετανοώ και πάλιν καθαρίζομαι˙ διότι ουχί απολύτως εκ της ιδίας εξαρτάται θελήσεως η μετάνοιά σου και η σωτηρία σου˙ αλλά και εκ της θελήσεως του Θεού˙ διότι εις την σωτηρίαν του ανθρώπου δύο ενεργούσι παράγοντες, η χάρις του Θεού και η θέλησις του ανθρώπου. Όθεν δέον αφμότεροι να συνεργασθώσιν, όπως το της σωτηρίας αποτέλεσμα επέλθη˙ η σωτηρία άρα ημών, μη εξαρτωμένη απολύτως εκ της βουλήσεως ημών, δεν διατελεί υπό τας διαθέσεις ημών˙ διο και δεν δυνάμεθα να φρονώμεν ότι είμεθα κύριοι της σωτηρίας ημών και ότι, οπότε είνε ημίν αρεστόν, δυνάμεθα να μετανοώμεν και επιστρέφωμεν από των πονηριών ημών προς τον Κύριον˙ ουχί! Ουχί! Αληθές, ότι ο Κύριος πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, αναμένει δε την μετάνοιαν του αμαρτωλού, ότι είπεν «ου θέλω θελήσει τον θάνατον του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζην αυτόν»˙ άλλ’ αναμένει τον αμαρτωλόν τον εξ αγνοίας αμαρτάνοντα, ή τον εν γνώσει μεν αμαρτάνοντα συνεπεία ηθικής αδυναμίας, αλλά μη ολιγωρούντα δια τα ίδια αμαρτήματα, ουχί δε και τον εν γνώσει αμαρτάνοντα και περί των αμαρτιών αυτού ολιγωρούντα˙ επειδή ο τοιούτος ουδέποτε θέλει μετανοήσει, διότι επί σαθρών όλως θεμελίων οικοδομεί˙ και διότι φρονεί, ότι το γήρας θέλει φέρει την εξάλειψιν των παθών, την άρσιν των ελατηρίων προς την αμαρτίαν και την εύκολον προπαρασκευήν αυτού προς την μετάνοιαν, την άγουσα προς την σωτηρίαν˙ φρονούσι δε ότι η φυσική αδυναμία προς διάπραξιν της αμαρτίας είναι η οδός προς την σωτηρίαν! Πόσον πλανώνται οι τοιούτοι! Πόσον απέχουσιν ούτοι του αληθούς πνεύματος του χριστιανισμού και επομένως πόσον ολίγον δύνανται να ονομασθώσι χριστιανοί! Πόσο δε απέχουσι και του των χριστιανών κλήρου! Οι τοιούτοι πλανώνται αναμένοντες μετάνοιαν και σωτηρίαν˙ γνωστόν γενέσθω αυτοίς σωτηρία ουκ έστι, διότι ουδέ μετάνοια έσται˙ και ιδού διατί˙ διότι οι τοιούτοι δεν εξετίμησαν τον χριστιανιμόν, εισί δε οι κατά του Πνεύματος βλασφημήσαντες˙ διότι βλασφημά κατά του Πνεύματος δεν είναι το απρεπώς άπαξ περί αυτού λαλήσαι και μεταμεληθήναι, αλλά το εμμένειν τινά μετά την αμαρτίαν αδιάφορον και αμετανόητον˙ διότι ο μη μετά την αμαρτίαν μετανοών, ούτος ου μόνον τον θείον προσβάλλει νόμον, αλλά και τον νομοθέτην περιφρονεί και περιυβρίζει, απαξιών να δώση δίκας των πεπραγμένων υπ’ αυτού. Ο λόγος της πλάνης του αναβάλλοντος την μετάνοιαν είναι ή τε άγνοια του πνεύματος του χριστιανού, και η της σημασίας της μετανοίας˙ διότι ούτος αγνοών το χριστιανικόν δόγμα, «έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα» και το «άγιοι γίνεσθε» και το «φρόνιμοι γίνεσθε» και όλας τας λοιπάς χριστιανικάς εντολάς, δι’ ων προτρεπόμεθα εις την αρετήν, φρονεί, ότι ο Θεός περί των σωμάτων μόνον φροντίδα ποιείται και ότι αυτά ζητεί να ώσιν απηλλαγμένα ρύπου, όθεν δήποθεν και αν προσλαμβάνεται ούτος, είτε εκ της ασθενείας του σώματος, είτε εξ ετέρου τινός κωλύματος˙ ότι δε ούτω φρονούσι, δείκνυται εκ των σκέψεων και των φρονημάτων αυτών, μάλιστα δε εκ της περιλαλήτου κατάστασης πλέον φράσεως: σαν γεράσουμε˙ ουχί δι’ αυτής θέλουσι να φανερώσωσι τον χρόνον της αδυναμίας και ανικανότητος προς αμαρτίαν; Ουχί λοιπόν αληθές, ότι ούτοι ουδέ μίαν περί πνευματικού βίου έχουσι γνώσιν; Ουχί αρετήν θεωρούσι, την τω Θεώ αρέσκουσαν, την οπωσδήποτε αποχήν από της αμαρτίας άνευ όμως της μορφώσεως της καρδίας, άνευ της προσκτήσεως αρετών και άνευ αγώνων κτλ; Η ακριβής αύτη έκθεσις των φρονημάτων αυτών περί του χριστιανικού πνεύματος διαβεβαιοί ημάς και περί της αληθείας, της αγνοίας της σημασίας της μετανοίας˙ ούτοι ταυτίζουσι την μετάνοιαν μετά της αδυναμίας προς την αμαρτίαν διο και νομίζουσιν, ότι ευρίσκονται εν μετανοία μη κατεργαζόμενοι τα πονηρά, έστω και εξ αδυναμίας και ανικανότητος, διότι άλλως δεν θα εφρόνουν ως αποφαίνονται. Το τιθέναι την μετάνοιαν εν τη αδυναμία, ήτοι το λέγειν θα μετανοήσω όταν γηράσω, τουτ’ αυτό δηλοί, ότι δεν έχει ο λέγων γνώσιν της σημασίας της λέξεως˙ διότι η μετάνοια ενώ είνε προϊόν του συναισθητικού, ούτοι εξαρτώσιν αυτήν εκ του βουλητικού˙ αν είνε λοιπόν ποτέ δυνατόν να ορίσωσιν, ό,τι δεν εξαρτάται εκ της βουλήσεως αυτών και αν δύνανται να μετανοήσωσιν, αφού η συναίσθησις καθεύδει. Πόσον πλανάται, όστις νομίζει, ότι δύναται, χωρίς να διεγερθή η συναίσθησις, να αποφασίση την μετάνοιαν αυτού. Εάν η συναίσθησις δεν διεγερθή, αδίκως αποφασίζεις περί της μετανοίας σου˙ η μετάνοια προσκαλουμένη φεύγει˙ αδύνατον άρα ο τοιούτος να τύχη σωτηρίας. Αλλά και αν εννοήση ο τοιούτος, ότι η συναίσθησις είνε ο παράγων της μετανοίας, ουχ ήττον, εάν παραμελήση την ικανοποίησιν της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν δύναται να μετανοήση, διότι ο Θεός δια την μεγάλην κακίαν του πολλάκις αμαρτήσαντος και μη ικανοποιήσαντος την θείαν δικαιοσύνην δεν εγείρει εκ του ληθάργου την ναρκωθείσαν καρδίαν αυτού, άλλ’ εγκαταλείπει αυτόν, όπως μη επιστρέψη, ιαθή και σωθή˙ ανάγκη άρα οι ορεγόμενοι σωτηρίας και μελλούσης ζωής να μη αναβάλλωσι την μετάνοιαν αυτών, αλλά να σπεύδωσι να μετανοήσωσιν. Επειδή όμως, ως είπομεν, δεν εξαρτάται απολύτως εκ του βουλητικού η μετάνοια, διότι του συναισθητικού είναι προϊόν, την δε καρδίαν κινεί ο Θεός ,να σπεύσωμεν μετά δακρύων να καθικετεύσωμεν τον Θεόν υπέρ της μετανοίας ημών, όπως δώση κατάνυξιν και συντριβήν εις τας καρδίας ημών και αιχμαλωσίαν εν τοις διανοήμασι των λογισμών ημών, όπως, διεγερθή το συναισθητικόν, γνωρίση την ηθικήν αυτού κατάστασιν και προκαλέση την μετάνοιαν την αληθώς σώζουσαν.
Δεύτε λοιπόν, χριστιανοί αδελφοί, επωφεληθώμεν την χάριν του Θεού, φροντίσωμεν περί της ημετέρας σωτηρίας˙ αξιούμενοι δε των αχράντων μυστηρίων, ας διερχώμεθα το υπόλοιπον του βίου ημών εν σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ευσεβεία. Επεφάνη γαρ, ως λέγει ο Παύλος (Τίτ. β’ 12, 13), η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα, αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αμήν.
Υποσημείωσις
1. Ουσία˙ τ.έ. παν φυσικόν ον, είτε φυσικόν πράγμα, είνε μιας τινός ουσίας, ξύλου, λίθου, ή άλλου τινός. Ποσόν˙ τ.έ. έχει εν ωρισμένον μέγεθος, μίαν ωρισμένην έκτασιν. Ποιόν˙ έχει μίνα τινά ποιότητα˙ είνε λευκόν ή μέλαν, γλυκύ ή δριμύ, ή άλλο τι. Προς τι˙ αναφέρεται, ή έχει σχέσιν τινά προς άλλο τι˙ ο πατήρ προς τον υιόν, η θυγάτηρ και ο υιός προς τους γονείς. Πού˙ ευρίσκεται εις τινά τόπον ωρισμένον πράγματι ή καθήμενον, ή ιστάμενον, ή κρεμάμενον, ή άλλως πως. Έχειν˙ έχει εξωτερικά τινά φαινόμενα ως γνωρίσματα της ουσίας. Ποιείν˙ έχειν ενέργειάν τινά προς άλλο. Πάσχειν˙ να πάσχη τι, ήτοι να κόπτηται, να δαπανάται κτλ.
Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη/ orp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου