Ἡ ἐν λόγῳ τιμὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ σχετίζεται μὲ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἔλαβε χώρα στὴν ἀθωνικὴ πολιτεία, ὅπως σημειώνει καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνους δέδεκται ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς».
Εἰδικότερα, τὸ γεγονὸς συνέβη σὲ κελλίον τῆς Σκήτης τοῦ Πρωτάτου, «τὸ κείμενον εἰς τὸν πλησίον τῆς Μονῆς Παντοκράτορος μεγάλον λάκκον», ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Τὸ 1548, ὁ τότε πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφεὶμ κατέγραψε σὲ Συναξάριο ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἀγγελοφάνεια πραγματοποιήθηκε τὴν Κυριακή 11 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 982 μ.Χ.
Ἡ συγκεκριμένη διήγηση, ὅμως, ἦταν ἀρχαιότερη τοῦ 1548, ὅπως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴ ρωσσικὴ μετάφρασή της ἀπὸ τὸν Μάξιμο τὸν Γραικὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ..
Στὸν Μέγα Συναξαριστὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑποστηρίζεται ὅτι τὸ γεγονὸς συνέβη «ἐπὶ τῆς βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου τῶν αὐταδέλφων, τῶν καὶ Πορφυρογεννήτων καλουμένων, υἱῶν Ρωμανοῦ τοῦ Νέου ἐν ἔτει σωτηρίῳ 980, Νικολάου δὲ τοῦ Χρυσοβέργου πατριαρχοῦντος» .
Ὁ πρῶτος διασκευαστὴς τοῦ Συναξαρίου τοῦ Σεραφεὶμ ὑπῆρξε ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιρείτης, ὁ ὁποῖος ἐκαλλώπισε φιλολογικῶς τὸ κείμενο ἀφήνοντας, ὅμως, ἀναλλοίωτο τὸ περιεχόμενό του. Νεότερη διασκευὴ περιέχεται στὴν ἀκολουθία ποὺ συνέταξε γιὰ τὸ θαῦμα ὁ ἱεροδιάκονος Βενέδικτος ὁ Συμιακός, τὸ 1837, μετὰ ἀπὸ αἴτηση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τοῦ Πρωτάτου.
Ὁ λόγιος αὐτὸς μοναχὸς τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ «Συναξάριο» τῆς ἀκολουθίας ἐπεξεργάστηκε τὴν ἀφήγηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ δημιούργησε ἕνα νέο κείμενο. Σὲ αὐτὸ προσέθεσε τὴν πληροφορία ὅτι τὸ θαῦμα συνέβη ἐπὶ βασιλείας Βασιλείου καὶ Ρωμανοῦ τῶν πορφηρογεννήτων υἱῶν Ρωμανοῦ, ἐπὶ Πατριαρχίας Νικολάου Χρυσοβέργη, τὸ 980.
Βάσει τῆς συγκεκριμένης ἁγιορειτικῆς παραδόσεως, ὁ ὕμνος «Ἄξιον ἐστίν» δόθηκε στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε μὲ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ καὶ φιλοξενήθηκε στὸ ἐν λόγῳ κελλίο.
Κατὰ τὴν τέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ῎Ορθρου καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν ἐννάτη ᾠδὴ τοῦ κανόνα, «ὁ μὲν κελλιώτης μοναχὸς στιχολογῶν τὴν ᾠδὴν τῆς Θεοτόκου ἐπισυνῆψε, κατὰ τὰ εἰωθότα, εἰς τὸν α´ στίχον αὐτῆς τὸν εἱρμὸν τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιοπολίτου “Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ”, ὁ δὲ ξένος μοναχὸς ποιούμενος ἀρχὴν τοῦ ἐφυμνίου ἔψαλλε προΰμνιον αὐτοῦ τὸ “Ἄξιον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Ὁ κελλιώτης μοναχὸς ἐξέφρασε μὲν τὴν ἀπορία του γιὰ τὸν ἄγνωστο ὕμνο, ἀλλὰ παρεκάλεσε τον ἄγνωστο μοναχὸ να τοῦ γράψει τὸν ὕμνο, ὥστε νὰ τὸν ψάλλει καὶ ἐκεῖνος πρὸς τὴν Θεοτόκο. Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ὑπῆρχε μελάνι καὶ χαρτί, «λαβὼν πλάκα ὁ ξένος ἔγραψεν ἐπ᾽ αὐτῆς διὰ τοῦ δακτύλου του τὸν ρηθέντα ὕμνον, ἤτοι τὸ “Ἄξιον ἐστίν” καὶ, ὦ τοῦ θαύματος, τόσον βαθέως ἐχαράχθησαν τὰ γράμματα ἐπὶ τῆς σκληρᾶς πλακός, ὡς νὰ ἐγράφησαν ἐπὶ κηροῦ ἀπαλοτάτου.
Εἶτα εἰπὼν εἰς τὸν ἀδελφὸν “ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οὕτω νὰ ψάλλητε ὑμεῖς καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι”, ἔγινεν ἄφαντος».
Ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο κελλίο, ἡ πλάκα μὲ τὸν ὕμνο μεταφέρθηκε στὸ Πρωτάτο, παρουσιάστηκε στὸν πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ στοὺς ὑπολοίπους γέροντες τῆς Συνάξεως, οἱ ὁποῖοι ἐδόξασαν τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς, ἀπέστειλαν δὲ τὴν πλάκα στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἐκθέτοντας γραπτῶς τὶς λεπτομέρειες τοῦ θαύματος.
Στὸ Συναξάριο τοῦ Μηναίου ἀναφέρεται ὅτι «προδήλως ἐπρόκειτο περὶ του Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ», διὰ τοῦ δὲ καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν ᾽Αρχάγγελο καταγράφεται ὡς «ἡ σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν», οἱ δὲ στίχοι σημειώνουν τὰ ἀκόλουθα: «Ἦσας Γαβριὴλ πρὶν τὸ Χαῖρε τῇ Κόρῃ, Ἄδεις δὲ καὶ νῦν Ἄξιόν σε ὑμνέειν».
Ὡς ἐκ τούτου, τὸ συγκεκριμένο κελλί ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία «Ἄξιον ἐστιν» καὶ ὁ τόπος (κατ᾽ ἀναλογίαν) «Ἄδειν», «ὅ ἐστι ψάλλειν, διότι ἐψάλη τὸ πρῶτον εἰς αὐτὸν ὁ Ἀγγελικὸς καὶ Θεομητροπρεπὴς αὐτὸς ὕμνος».
Σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἐν λόγῳ θαύματος τελεῖται λαμπρὴ πανήγυρις, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κέντρο της τὴν τιμὴ της Θεοτόκου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ ὀνομάζεται καὶ «Σύναξις τῆς Παναγίας “Ἄξιον ἐστιν” ἤ “ἐν τῷ Ἄδειν”».
Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τιμᾶται (μὲ ἀφορμὴ τὸ ἐν λόγῳ θαῦμα) ὡς «ὁ ἔνθεος ὑμνολόγος τῆς Θεοτόκου καὶ τροφεὺς καὶ διακονητής», ὡς ὁ ἀποκαλύψας «τὸν ὄντως Θεομητορικὸν ὕμνον». Εἶναι ἄγνωστο τὸ πότε ἄρχισε ἡ τιμὴ τῆς ἐν λόγῳ Συνάξεως τοῦ Ἀρχαγγέλου.
Τὸ θαῦμα, πάντως, καταχωρίζεται στὰ ἔντυπα Μηναῖα τοῦ 16ου αἰ.· ἔτσι, σὲ ἔντυπο Μηναῖο τοῦ 1568 ἀναγράφεται στὸ Συναξάριο ἡ πληροφορία ὅτι, «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 11ῃ Ἰουνίου, ἡ σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἅδειν».
Γ.Ν. ΦΙΛΙΑ Καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου