Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἤτανε παλληκάρι
καὶ τῆς χριστιανοσύνης μας τὸ φωτεινὸ καμάρι.
Διακόσια ἑξήντα μετὰ Χριστὸν εἰς τὴν Θεσσαλονίκη
γεννήθηκε ὁ Ἅγιος, ποὺ ἡ πόλις τοῦ ἀνήκει.
Ἐπίσημο τὸ γένος του καὶ ἦταν στολισμένος
καὶ μὲ Θεοῦ χαρίσματα δαφνοστεφανωμένος.
Φρόνιμος, μὲ ταπείνωσι καὶ μὲ δικαιοσύνη,
Ὁλόψυχα εἰς τὸν Χριστὸν ἐπίστευε ἐκεῖνος
λαμποκοποῦσε μὲ ἀρετὲς σὰν μυρωμένος κρίνος.
Ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς βασιλέας εἰς τὴν Ρώμη,
χριστιανομάχος φοβερὸς καὶ σὰν θηρίο ἀκόμη.
Εἶχε καὶ Μαξιμιανὸ ὀνόματι γαμβρό του,
ποὺ ἦταν τότε στρατηγός, τὸν εἶχε βοηθό του.
Μοβόρος ἤτανε κι αὐτὸς σὰν τ᾿ ἄγρια θηρία,
Καίσαρα τὸν διόρισε εἰς τὴν Μακεδονία.
Γνώρισε τὸν Δημήτριο γεμάτο καλοσύνη,
Θεσσαλονίκης ἄρχοντα τὸν τίμησε νὰ γίνῃ.
Ἐνόμιζε ὁ Δημήτριος πὼς ἦν εἰδωλολάτρης,
τὸν διορίζει στρατηγὸ ἀξίας ἀνωτάτης.
Ἀλλὰ εἰς τὸ ἀξίωμα δὲν δίνει σημασία,
δὲν εἶχε ματαιότητα, οὔτε κενοδοξία.
Χάρηκε ὅμως μὲ αὐτὸ ποὺ βρῆκε εὐκαιρία,
γιὰ νὰ κηρύξῃ τοῦ Χριστοῦ ἀληθινὴ θρησκεία.
Πάσχιζε τώρα πιὸ πολὺ τὶς ἀρετὲς ν᾿ αὐξήσῃ,
καὶ στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ τὸν κόσμο νὰ γυρίσῃ.
Ἡμέρα καὶ νύχτα δίδασκε μὲ τ᾿ ἅγιόν του στόμα,
σὲ νέους καὶ σὲ γέροντες καὶ στὸ στρατὸ ἀκόμα.
Τοὺς ἔλεγε γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὴν Δημιουργία
πῶς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἔδωσε σοφία.
Ἄκουγαν καλοκάγαθοι Χριστοῦ διδασκαλία
κι ἔφευγαν ἀπ᾿ τὰ εἴδωλα μὲ τὴ θεογνωσία.
Γύρισαν Θεσσαλονικεῖς στὴν πίστι τὴν ἁγία
καὶ ἀρνούντανε τοῦ σατανᾶ τὴν εἰδωλολατρεία.
Κατήγγειλαν στὸν βασιλιὰ ἄνθρωποι τὸν Δημήτρη,
ὅτι πιστεύει καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, λυπᾶται στὴν καρδία,
ποὺ ἔχανε ἕναν ἄνθρωπο πού ῾χε μεγάλη ἀξία.
Καλεῖ ἀξιωματικοὺς νὰ κάνουνε θυσία,
δὲν πῆγε ὁ Δημήτριος καὶ πῆρε ἀπουσία.
Καὶ τὸν καλεῖ προσωπικὰ ὁ βασιλιὰς μπροστά του
καὶ ὁμολόγησε Χριστὸν ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του.
Τότε τοῦ λέγει ὁ βασιλιὰς γιὰ τ ᾿ ἀξιώματά του,
ποὺ τὸν ἐτίμησε πολὺ στὴν πόλι τὴν δικιά του.
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος· τιμῶ τὴν βασιλεία,
μὰ ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ αὐτὸς ἔχει ἀξία.
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς ἀληθινός μου,
πιστεύω καὶ θὰ προσκυνῶ, εἶναι δημιουργός μου.
Τὸν πρόσβαλε ὁ βασιλιὰς ποὺ τοῦ ῾δωσε ἀξία
καὶ ἡγεμόνας ἤτανε σ᾿ ὅλη τὴ Θεσσαλία.
Ἀκόμα ἐφοβέρισε πὼς θὰ τὸν βασανίσῃ,
μὲ τιμωρίες φοβερὲς αὐτὸν θὰ τιμωρήσῃ.
Τοῦ ἁπαντᾶ ὁ Ἅγιος· βάσανα καὶ θυσία
εἶν᾿ ἀγαλλίασι γιὰ μὲ στὴν ἄνω βασιλεία.
Τ᾿ ἀκούει ὁ Μαξιμιανός, φρυάζει ἀπ᾿ τὸ κακό του,
τὸν δένουν χειροπόδαρα, τὸν ἔβλεπε ἐμπρός του.
Τὸν ρίχνουνε στὴ φυλακή, μήπως ἀλλάξῃ γνώμη,
καὶ σὲ λουτρὸ ἀκάθαρτο καὶ βρώμικο ἀκόμη.
Μπαίνοντας μέσα στὸ λουτρό, ἕνας σκορπιὸς προβαίνει,
γιὰ νὰ κεντρίσῃ τὸν Ἅγιον ἀμέσως ἐπεμβαίνει.
Καὶ ἀμέσως τότε ὁ Ἅγιος μὲ τοῦ σταυροῦ σημεῖον,
ἐπεκαλέσθη τὸν Χριστόν, πάτησε τὸ θηρίον.
Κατόπιν ἀκούει μία φωνὴ ψηλὰ εἰς τὸ ταβάνι,
ἄγγελος χρυσοστέφανο στὴν κεφαλὴ τοῦ βάνει.
Χαῖρε, λέγει, Δημήτριε, νὰ ἔχῃς μέσ᾿ στὸ νοῦ σου,
πῶς μὲ τὸ ὄνομα Χριστοῦ νικᾶς καὶ τοὺς ἐχθρούς σου.
Τὸν ἄφησε πολὺ καιρὸ φυλάκισι νὰ κάνῃ,
τὸν τιμωρεῖ ὁ βασιλιάς, ὡς ὅτου νὰ πεθάνῃ.
Ἄλλαι αἱ ἀνθρώπινες βουλαὶ καὶ ἄλλαι βουλαὶ Κυρίου,
ἔπρεπε στὴ συνέχεια σειρὰ τοῦ μαρτυρίου.
Βρισκότανε στὴ φυλακὴ ὁ Ἅγιος ἕνα χρόνο,
καὶ ἔκανε κήρυγμα Χριστοῦ στοὺς ἐπισκέπτες μόνο.
Ἕνα παιδὶ στὴ φυλακή, Νέστορας τ᾿ ὄνομά του,
ἦταν δικός του μαθητὴς καὶ ἔμεινε κοντά του.
Ἀγῶνες τότε γίνονταν εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
τὸ μέρος τοῦ αὐτοκράτορα ἐκέρδιζε τὴ νίκη.
Ἀπ᾿ τὴ Σκυθία ἔφερε ἄνδρα ψηλό, γενναῖο,
νίκες αὐτὸς ἐκέρδιζε, τὸν ἔλεγαν Λυαῖο.
Ἀθλητικὸ παράστημα καὶ δύναμη στὴν πάλη,
νικοῦσε κάθε ἀντίπαλο, ἔπαιρνε τὴν σκυτάλη.
Σὰν τὸ θεριὸ τ᾿ ἀνήμερο ἤθελε νὰ παλέψῃ,
καὶ τοὺς ἐτότε χριστιανοὺς ὅλους νὰ καταστρέψῃ.
Φόβος καὶ τρόμος ἔπιανε τότε τὸν κάθε νέο,
σὰν τοῦ ῾λεγαν στὸ στάδιο νὰ μπῇ μὲ τὸν Λυαῖο.
Ἐκάγχασε εἰρωνικὰ εἰς χριστιανῶν τὸ βάρος
καὶ τότε ἕνας χριστιανὸς ἀμέσως παίρνει θάρρος.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Νέστορας, στὴ φυλακὴ πηγαίνει,
στὸν Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὴν εὐχή του παίρνει.
Τὸν σταύρωσε στὸ μέτωπο, τοῦ εἶπε θὰ νικήσῃς
Λυαῖον μὰ καὶ γιὰ Χριστὸν ἐσὺ θὰ μαρτυρήσῃς.
Εὐθὺς τρέχει στὸ στάδιο καὶ βρίσκει τὸν Λυαῖο,
ὁ γίγας τὸν ἐκοίταξε, εἴκοσι χρόνων νέο.
Λέγει περιφρονητικά, ἀγώνα ἔχω μαζί σου
δὲν κάνω, μ᾿ ἕνα πέταγμα θὰ χάσῃς τὴ ζωή σου.
Τὸν ἐρεθίζει ὁ Νέστορας, δέχεται νὰ παλέψῃ
καὶ ἔτσι κρατῆσαν καὶ οἱ δύο τὴν ἰδικήν τους θέσι.
Χιλιάδες θεατὲς ἐκεῖ ποὺ παρακολουθοῦνε,
καὶ μὲ κομμένη ἀνάσα τους τὴν πάλη καρτεροῦνε.
Ὁ Ἅγιος στὴ φυλακὴ κάνει τὴν προσευχή του
γιὰ μαθητή του Νέστορα, ἡ νίκη νά ῾ν᾿ μαζί του.
Στὸ στάδιο οἱ χριστιανοὶ ἀνέπεμπαν δεήσεις
καὶ τὸν Χριστὸ παρακαλοῦν ὁ Νέστωρ νὰ νικήσῃ.
Καὶ προχωρεῖ ὁ Νέστορας, εὐλύγιστος στὰ στήθια,
καὶ τοῦ Θεοῦ Δημήτριον ζητάει τὴν βοήθεια.
Ἔπληξε μὲ τὸ ξίφος του τὸν γίγαντα Λυαῖο,
ἄκουσε ὁ Θεὸς καὶ βράβευσε τὸν Νέστορα τὸν νέο.
Τὸ πτῶμα πέφτει καταγῆς δίχως τὴν πρώτη δόξα,
γιατὶ πολλοὺς ἐφόνευσε μὲ τὰ δικά του τόξα.
Καλεῖ ὁ αὐτοκράτορας, τὸν Νέστορα ἀνακρίνει,
καὶ γιὰ μαγεία νόμισε τὴν νίκη του ἐκείνη.
Ἐγώ, τοῦ λέγει ὁ Νέστορας, δὲν ἔκανα μαγεία,
μὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμι, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ.
Ἀκούει ὁ Διοκλητιανός, ἔξω φρενῶν ἐγίνη,
καὶ λέγει στὸ Μαρκιανὸ ὁ δήμιος νὰ γίνῃ.
Ἔγινε ἀποκεφαλισμὸς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι,
καὶ πῆγε στὸν παράδεισο, Θεοῦ τὸ περιβόλι.
Καὶ βγήκανε ἀληθινά τοῦ Ἁγίου Δημητρίου
τὰ λόγια π᾿ ἄκουσαν τ᾿ αὐτιά, Νέστορος τοῦ Ἁγίου.
Ἦταν πολὺ ἡρωϊκὴ τοῦ Νέστορα ἡ θυσία,
γι᾿ αὐτὸ δικαίως τὸν τιμᾶ Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία.
Καὶ ἔρχεται τώρα ἡ σειρὰ Μάρτυρος Δημητρίου,
ποὺ ἤτανε ἐμψυχωτὴς Νέστορος τοῦ Ἁγίου.
Στέλνει ὁ αὐτοκράτορας δικούς του στρατιῶτες,
τὸν Ἅγιον νὰ φονεύσουνε στὴν φυλακὴ ἐτότες.
Προσεύχεται ὁ Ἅγιος κι ἐσήκωσε τὸ χέρι,
νὰ λογχευθῇ εἰς τὴν πλευρὰν τὸ σῶμα του προσφέρει.
Καὶ ἐμιμήθη τὸν Χριστὸν εἰς τὸν Σταυρὸ ἐπάνω,
ποὺ ἔχυσαν αἷμα θεϊκὸ τὰ χέρια τῶν τυράννων.
Πρῶτα πρωτοκτυπήσανε ἀριστερὴ πλευρά του,
καὶ ἔπειτα τὸ σῶμα του, πλάτες καὶ σωθικά του.
Κτυπήματα καὶ βάσανα ἔπαθε τὸ κορμί του,
παρέδωκε εἰς τὸν Χριστὸν τὴν ἱερὴ ψυχή του.
Καὶ πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου,
καὶ τὸ ἐνεταφίασαν στὸ μέρος μαρτυρίου.
Τὴν ὥρα ποὺ ἐλόγχισαν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου,
Ἅγιος Λοῦπος μάζεψε αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Πῆρε τὸ δακτυλίδι του ἀπὸ τὸ δάκτυλό του
καὶ ἔκανε θαύματα πολλά, τὸ εἶχε βοηθό του.
Τὸ ἔμαθε ὁ βασιλιάς, ἀμέσως διορίζει
καὶ στρατιώτης μὲ σπαθὶ τὸν ἀποκεφαλίζει.
Ὁ Λοῦπος εἶναι μάρτυρας, ἡ μνήμη του ἡ ἁγία
στὶς εἰκοστρεῖς τὸν Αὔγουστο γιορτάζει ἡ ἐκκλησία.
Δίνει ὁ Χριστὸς στοὺς μάρτυρες παρασημοφορία,
καὶ ζοῦν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, αἰώνια Βασιλεία.
Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον καὶ μάρτυρα Δημήτρη,
τοῦ ῾δωσε δόξα καὶ τιμὴ τοῦ θείου Μυροβλύτη.
Καὶ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοὶ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου
ἅγιον μύρον ἔπαιρναν Μάρτυρος Δημητρίου.
Τὸ μύρο εἶχε τὴ δύναμη νὰ κάνῃ θεραπεία,
παίρνει ἀρρώστιες ἀσθενῶν καὶ δίνει τὴν ὑγεία.
Ἂς τὸν παρακαλέσουμε τὸν Ἅγιο Δημήτρη,
νά ῾ναι στὸν κάθε χριστιανὸ ὁ ἰατρὸς στὸ σπίτι.
Θαύματα Ἁγίου Δημητρίου
Πάμπολλα εἶν᾿ τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου
ἔχουν γραφτεῖ ἀπ᾿ τὰ πολλὰ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Καὶ θὰ τὰ ἀντιγράψουμε ὅσα ἐδῶ μποροῦμε
μὲ τὴ δική του προσευχὴ καὶ νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Τὰ θαύματα εἶναι πολλὰ τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου,
ποὺ ἐλογχίσθη στὴν πλευρὰ πρὸς χάριν τοῦ Κυρίου.
Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς δὲν πίστευε στὸ μύρο,
ποὺ στοῦ Ἁγίου ἀνέβλυζε, στὸν τάφο του τριγύρω.
Μία νύχτα ἐκοιμότανε, βλέπει στὸ ὄνειρό του
τὸν Ἅγιο Δημήτριο, πὼς ἦταν στὸ Ναό του.
Καὶ βλέπει ἕναν ἄνθρωπο, τάφου κλειδιὰ κρατοῦσε,
νὰ τοῦ ἀνοίξῃ τοῦ ῾λέγε καὶ αὐτὸς νὰ προσκυνοῦσε.
Σηκώσανε ἕνα μάρμαρο, μὰ μὲ μεγάλο κόπο
καὶ εἶδαν τ᾿ Ἁγίου λείψανο λαμπρὸ σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο.
Οἱ λογχισμένες του πληγὲς ἀνέβλυζαν τὸ μύρο
καὶ τοῦ Ἁγίου ἔβρεχαν τὸν τάφο του τριγύρω.
Φοβήθηκε ὁ ἀσκητὴς σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα·
ὦ, Ἅγιε Δημήτριε, φωνάζει ἐν τῷ ἅμα.
Κι ἐξύπνησε μὲ τὴν φωνὴ τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου
καὶ μουσκεμένος ἤτανε μὲ μύρο τοῦ Ἁγίου.
Ἐπίστεψε τότε κι ἔτρεξε εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
προσκύνησε τὸν Ἅγιο· τιμὴ σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει.
Σὰν ἦταν αὐτοκράτορας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
τ᾿ Ἁγίου ἔκτισε Ναό, ὡς κτίτορας ἐκεῖνος.
Στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, τότε τζαμὶ εἶχε γίνει,
οἱ Τοῦρκοι δὲν τὸ πείραξαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Τὸ χίλια ἐννιακόσια δώδεκα ἦρθε ἐλευθερία
καὶ λειτουργοῦσε ὁ Ναὸς εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Κάποτε ἕνας ἐπίσκοπος ἐπῆγε νὰ ταξιδέψῃ,
στὰ μέρη Ἀλεξάνδρειας ἤθελε νὰ μισεύσῃ.
Στὸ πλοῖο ποὺ ταξίδευε μὲ δίχως νὰ τὸ ξέρῃ,
τὸν πιάσανε οἱ πειρατές, τὸν πᾶνε σ᾿ ἄλλα μέρη.
Σ᾿ ἀγαρηνὸν τὸν πούλησαν, ἦταν σκληρὸς ἐκεῖνος
καὶ βρέθηκε σὲ ἄπιστο ὁ μυρωμένος κρίνος.
Καὶ κοπριὰ στὸν ὦμο του, τοῦ βάζει μὲ κοφίνι
καὶ σκέπτονταν ὁ δυστυχὴς τὴν ἀρχιερωσύνη.
Τὰ ἄχραντα μυστήρια ποὺ εἶχε στὸ κεφάλι,
καὶ τώρα ποὺ κατήντησε, σκεπτότανε καὶ πάλι.
Παρακαλοῦσε τὸν Θεό, τὴν νύχτα καὶ ἡμέρα,
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴ σκλαβιά, νὰ πάρῃ ὁ νοῦς του ἀέρα.
Τὸν ἅγιο Δημήτριο βλέπει μὲ τ᾿ ἄλογό του,
μία νύχτα ἐκεῖ ποὺ ἔκλαιγε, ἐφάνηκε ἐμπρός του.
Τί ἔχεις καὶ κλαῖς, ὁ Ἅγιος ἐπίσκοπον ρωτάει,
καὶ ἀμέσως ὁ ἐπίσκοπος εὐθὺς τοῦ ἀπαντάει.
Ἡμέρα μ᾿ ἔχουν στὴν δουλειά, τὴ νύχτα μὲ κρατοῦνε,
δεμένο μὲ τὰ σίδερα καὶ μὲ ταλαιπωροῦνε.
Τότε, τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ καβαλικεύσῃ,
στ᾿ ἀλόγου τὰ καπούλια του μαζὶ νὰ ταξιδέψῃ.
Δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ ὄρθιος, βρίσκομαι δεσμευμένος,
ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη τὸ σκληρὸ εἶμαι ἁλυσοδεμένος.
Καὶ ἐπεμβαίνει ὁ Ἅγιος καὶ τὸν σηκώνει ἐπάνω,
καβαλικεύει στ᾿ ἄλογο σὰν νά ῾ναι ἀεροπλάνο.
Βρέθηκε θαυματουργικὰ εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
τάφος Ἁγίου εἶν᾿ ἐκεῖ, ἡ πόλις τοῦ ἀνήκει.
Προσκύνησε μὲ σεβασμὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου,
ὅπου τὸν ἐλευθέρωσε ἀφεντικοῦ Ἁγίου.
Ἐμπῆκε μὲς στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἡ δουλειά του πρώτη
εἰς στὴν εἰκόνα γνώρισε Χριστοῦ τὸν στρατιώτη.
Αὐτὸς μὲ ἐλευθέρωσε, εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ ἤμουνα αἰχμάλωτος εἰς τοὺς ἁγίους τόπους.
Καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀφρική, δική του ἐπαρχία
καὶ ἐκεῖ τιμᾶ τὸν Ἅγιο, τοῦ κτίζει ἐκκλησία.
Καὶ τίμησε τὸν Ἅγιο ἀπὸ εὐγνωμοσύνη,
γιατὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν σκληρὴ ὀδύνη.
Ἐπίσκοπος ἕνας Γαβριὴλ στὸ μέρος Τροιζηνία,
μεγάλα ψάρια ψάρευε στὰ ἀνοιχτὰ μὲ πλοῖα.
Τὸν πιάνουν ὅμως πειρατὲς τὸν πᾶνε στὸ Ἀλγέρι,
σὲ μπέη τὸν ἐπούλησαν, ἐκεῖ στὰ ξένα μέρη.
Τὸν βάζει ὁ μπέης σὲ δουλειὰ διὰ τὰ δύο του χέρια
γιὰ νὰ τοῦ κάνῃ ὑπακοὴ μὲ δίχως χασομέρια.
Μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ κουνᾶ πάντα χειρόμυλό του,
μὲ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀραπόπουλο ποὺ ἦταν τὸ μωρό του.
Κι ἔγραψε ἕνα ἑξάστιχο, εἰρωνικὸ δικό του,
ποὺ τὸ αὐτοσχεδίασε διὰ τὸν ἑαυτό του.
«Ἐπίσκοπε τοῦ Δαμαλᾶ, μὲ δίχως νοῦ, δίχως μυαλά,
μικρὰ ψάρια δὲν ἤθελες, τὰ μεγάλα γύρευες
τράβα τὸν χειρόμυλο, κούνα καὶ τὸν Ἀραπόπουλο».
Ὁ μπέης ποὺ τὸ ἄκουγε, τὸν Γαβριὴλ ρωτάει,
τί λέει τὸ τραγούδι αὐτὸ κι ἀμέσως ἀπαντάει.
Πῶς προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸ κάνει γιὰ τὸν υἱόν του
καὶ ὁ μπέης τοῦ φερότανε καλὰ στὸν ἑαυτό του.
Παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ
ὁ Γαβριὴλ ἐπίσκοπος ἀπ᾿ τὴ σκλαβιὰ τὴν τόση.
Μία μέρα ἦταν ἑορτὴ τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου
βρισκότανε περίλυπος εἰς τὴν αὐλὴ Κυρίου.
Τὸν Ἅγιο Δημήτριο τὸν εἶδε καβαλάρη,
μὲ δίχως λέξη νὰ τοῦ πῇ, μαζὶ τὸν εἶχε πάρει.
Καὶ ἀμέσως τὸν μετέφερε εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
καὶ εἰς τὸν Πόρο ἔφτασε μὲ τοῦ Ἁγίου νίκη.
Κάποτε πείνα ἔπεσε εἰς τὴν Μακεδονία,
σιτάρια δὲν ἐφύτρωναν, οὔτε στὴν Θεσσαλία.
Ἡ πείνα τότε ἔφτασε καὶ στὴν Θεσσαλονίκη
ἐνήργησεν ὁ Ἅγιος στὴν πόλι ποὺ τοῦ ἀνήκει.
Ἐτότε κάποιος πλοίαρχος σιτάρι εἶχε φορτώσει
καὶ στὴν Εὐρώπη πήγαινε ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸ δώσῃ.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος στὸν ὕπνο του ἕνα βράδυ,
τὸν πλοίαρχο ἐρώτησε· ποῦ πάει τὸ καράβι.
Λέγει, ἂν θέλει ὁ Θεός, πάω γιὰ τὴν Εὐρώπη
κι ἀμέσως δίνει ὁ Ἅγιος τὴν συμβουλὴ τὴν πρώτη.
Φέρ᾿ το τοῦ λέγει σύντομα εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
γιατὶ ἡ πείνα εἶν᾿ πολλή, γι᾿ αὐτὸ σ᾿ αὐτοὺς ἀνήκει.
Στὰ χέρια του τρία λουριὰ ὁ Ἅγιος τοῦ δίνει,
ποὺ γιὰ καπάρο τοῦ ῾δωσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Σὰν ξύπνησε ὁ πλοίαρχος κοιτᾶ τὰ δυό του χέρια,
τρία χρυσὰ νομίσματα, ἅγια σὰν περιστέρια.
Τὸ εἶπε εἰς τὸ πλήρωμα, πὼς εἶδε στρατιώτη,
νὰ μὴν τὸ ταξιδέψουνε σιτάρι στὴν Εὐρώπη.
Τοὺς εἶπε τὰ καθέκαστα, τί εἶδε στ᾿ ὄνειρό του,
τρία φλουριὰ τοὺς ἔδειξε στὸ χέρι τὸ δικό του.
Οἱ ναῦτες ἐχαρήκανε γι᾿ αὐτὴ τὴν ὀπτασία,
ποὺ ὁ ἅγιος Δημήτριος τοὺς ἔδωσε ὁδηγία.
Θεσσαλονίκης θέλησαν ν᾿ ἀράξουνε λιμάνι,
ὅμως ἐδῶ ὁ διάβολος ἐμπόδιο τοὺς βάνει.
Τὴν καλοσύνη ποὺ γίνονταν θέλει νὰ ἐμποδίσῃ,
μὰ ὁ Ἅγιος Δημήτριος αὐτὸν θὰ τὸν νικήσῃ.
Ξεσήκωσε τὴ θάλασσα, ἔκανε τρικυμία,
τὸ πλοῖο ὁ Ἅγιος ὁδηγεῖ, χωρὶς ζημιὰ καμία.
Καὶ στὸ λιμάνι ἄραξε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
ἐδόξαζαν ὅλοι τὸν Θεό, ποὺ ἔλαβαν σιτάρι.
Τοὺς διηγεῖται ὁ πλοίαρχος, πὼς εἶδε στὸ καράβι
τὸν Ἅγιο Δημήτριο στὸν ὕπνο του ἕνα βράδυ.
Καὶ ἐκεῖνοι εὐχαριστήθηκαν στὴν πρόνοια Ἁγίου
ποὺ εἶχαν σκέπη κραταιὰ, Μάρτυρος Δημητρίου.
Ὁ Ἰουστινιανὸς ἄρχων τοῦ Βυζαντίου
νὰ μεταφέρῃ θέλησε Λείψανον τοῦ Ἁγίου.
Ἤθελε στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ νὰ βάλῃ ἕνα κομμάτι,
καὶ στέλνει εἰς τὸν τάφο του τρεῖς τέσσερις νομάτοι.
Λένε στοὺς Θεσσαλονικεῖς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν
αὐτοὶ τότε ἀρνήθηκαν τὸν τάφο νὰ σκαλίσουν.
Μονάχοι τους ἐσκάβανε στὴν Λάρνακα σὰν πῆγαν
φλόγα μεγάλη ἐπήδησε ἐτρόμαξαν κι ἐφύγαν.
Καὶ ἀκούστηκε μία φωνὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ περιβάλλον,
ἦταν τ᾿ Ἁγίου ἡ φωνὴ μὴ προχωρήσουν ἄλλο.
Δόξασαν ὅλοι τὸν Θεὸ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου
κι ἐζήτησαν συγχώρηση Μάρτυρος Δημητρίου.
Εἶπαν στὸν αὐτοκράτορα σὰν πήγανε στὴν Πόλι
τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ εἴδανε καὶ ἦσαν σῶοι ὅλοι.
Μόνο χῶμα ἐπήρανε ἀπ᾿ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου,
γιὰ νά ῾χουνε βοήθεια τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου.
Κάποτε οἱ Σαρακηνοὶ εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
ἐπῆγαν νὰ κυριέψουνε, χωρὶς νὰ τοὺς ἀνήκει.
Ψηλὰ στὰ τείχη ὁ Ἅγιος ἀνέβη ἐν τῷ ἅμα,
σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα αὐτό, ἔπεσαν εἰς τὸ σκάμμα.
Καὶ ἄλλη φορὰ οἱ βάρβαροι ἐκύκλωσαν τὴν πόλι,
τοὺς ἐφόβισε ὁ Ἅγιος καὶ σκορπιστῆκαν ὅλοι.
Ὁ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς ὁποὺ εἶχε τὴν βασιλεία,
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι ἔραψε ἕνα μανδύα.
Εἰς τὸν μανδύα ἔραψαν πολύτιμα πετράδια,
μαργαριτάρια πάγχρυσα ἐφώτιζε τὰ βράδια.
Καὶ τὸ μανδύα ὁ βασιλιὰς ἤθελε νὰ φορέσῃ,
τὸ Πάσχα τὸ χριστιανικὸ εἰς ὅλους νὰ ἀρέσῃ.
Βράδυ Μεγάλο Σάββατο ἐχάθη ὁ μανδύας,
στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς αὐτοκρατορίας.
Μὰ τοὺς θησαυροφύλακες φόβος πολὺς τοὺς πιάνει
ἔψαχναν ὅμως πουθενὰ μανδύας δὲν ἐφάνει.
Ἀπόρησε ὁ βασιλιὰς τὸ τί νὰ εἶχε γίνει
γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐτιμώρησε τοὺς φύλακες ἐκεῖνοι.
Βράδυ τῆς Ἀναστάσεως στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου
ἀνοίγει τὸ κουβούκλιο τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου.
Καὶ βλέπει ἀπὸ πάνω τὸν πολυτελῆ μανδύα
καὶ ἔφεγγε ὁλόκληρος, τὸν ἐπίασε φοβία.
Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ φύλακας καὶ πρόκριτος προφτάνουν,
στὸν βασιλέα Κομνηνὸ ἐπιστολὴ τοῦ κάνουν.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, ζητᾶ ἡμερομηνία,
ποὺ ἁπλωμένος βρέθηκε στὸν τάφο ὁ μανδύας.
Βράδυ Μεγάλο Σάββατο τοῦ λέν᾿ ἀπεσταλμένοι,
τὸν εἶχαν βγάλει οἱ φύλακες τὸ Πάσχα νὰ προσμένῃ.
Ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε χαλάλι τοῦ Ἁγίου,
καὶ ἀχάριστοι εἶπε εἴμαστε τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου.
Μὲ τοὺς πολέμους πάντοτε μᾶς εἶχε ἐλευθερώσει,
κι ἐμεῖς οὔτε ἐλάχιστο δῶρο τοῦ ἔχουμε δώσει.
Γι᾿ αὐτὸ ἐπῆρε μόνος του ἐνέχυρο μανδύα,
εὐγνώμονες νὰ εἴμαστε καὶ ὄχι ἀχαριστία.
Καὶ ἔγραψε χρυσόβουλλον, τὸν εἶχε ἀφιερώσει
μανδύα αὐτοκρατορικὸ στὸν Ἅγιο εἶχε δώσει.
Ἀγρούς, ἀμπέλια ἔγραψε εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
γιὰ τὴν ἀχαριστία του ποὺ ἡ τιμὴ ἀνήκει.
Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔκανε εἰς τὴν Καππαδοκία,
εἰκόνα μὲ Τίμιο Σταυρό, τοῦ ἔκτισαν ἐκκλησία.
Ὅπως ἐλόγχισαν Χριστὸν εἰς τὸν Σταυρὸ ἐπάνω,
λογχίστη καὶ ὁ Ἅγιος στὰ χέρια τῶν τυράννων.
Ἤτανε ἕνας ἄρρωστος, λέπρα καὶ δυστυχία,
σ᾿ Ἁγίου τάφον ἔτρεξε κι εὑρῆκε θεραπεία.
Καὶ τώρα μία συνάντηση τ᾿ Ἁγίου Δημητρίου,
μ᾿ ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου.
Οἱ χριστιανοὶ τοὺς εἴδανε, στὸν δρόμο τοῦ βαρδάρη,
ποὺ ἐντολὴ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ καὶ οἱ δύο εἶχαν πάρει.
Θεσσαλονίκη, Λάρισα, νὰ τοὺς ἐγκαταλείψουν
ποὺ ἁμάρταναν οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀφοῦ χαιρετιστήκανε μὲ βουρκωμένα μάτια,
ἐκτέλεσαν διαταγὴ ἀπ᾿ τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἴδανε πολλοὶ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
καὶ ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες στοὺς ἰδικούς των τόπους.
Θεσσαλονίκη, Λάρισα, σὰν πέρασε ἕνας μήνας,
Τοῦρκοι ἐλεηλάτησαν ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖνα.
Φρούραρχος τότε Ἀθηνῶν ἐπὶ τουρκοκρατίας
Γιουσοὺφ Ἀγᾶ τὸν λέγανε, ἐχθρός μας στὴν θρησκεία.
Τὸν Ἅγιο Δημήτριο θέλει νὰ πολεμήσῃ
καὶ νὰ σκοτώσῃ χριστιανοὺς Ναόν του νὰ γκρεμίσῃ.
Εἰδοποιεῖ τοὺς χριστιανοὺς γεμάτος πονηρία,
τὸν Ἅγιο νὰ γιορτάσουνε, νὰ πᾶν στὴν ἐκκλησία.
Καὶ ἔτσι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ θά ῾ταν μαζεμένοι,
θὰ τοὺς κανονιοβόλιζε, νά ῾ν᾿ ὅλοι σκοτωμένοι.
Ἔπεσε ὅμως κεραυνὸς στὴν πυριτιδαποθήκη,
σκοτώθηκε ὁ Γιουσοὺφ ἀγὰς μὲ ὅλο τὸ τσιφλίκι.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν ἔγινε τὸν λένε Λουμπαδιάρη
τὸν Ἅγιο Δημήτριο, τῆς Ἐκκλησιᾶς καμάρι.
Πηγή: ~nektar
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου