Ψάλλουν οι ιεροψάλτες του Ναού της Αναλήψεως Νέου Κόσμου - Αθήνα Θεοδόσιος Φλώρος και Αχιλλέας Παυλίδης
Εκφωνήσεις: Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Παντζαρίδης
Αναγνώστης: Θωμάς Καραγεώργος
Ισοκράτημα: Ιωάννης Αθανασίου, Γεώργιος Ρωμυλιώτης, Θωμάς Καραγεώργος.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς ο Κηπουρός [30 Ιουνίου ή 9 Ιουλίου 1770 (ή 1771)] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ:
Ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην Αθήνα από φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στο 1750. Ζούσε στη συνοικία της Βλασσαρούς, η οποία βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη, στο σημερινό χώρο της Αρχαίας Αγοράς.
Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα κι έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός, με πολλή όμως πίστη στο Χριστο, μεγάλωνε ο Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Όταν έγινε έφηβος, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του.
Μετά, σαν έχασε τον πατέρα του, αγόρασε ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα γύρω χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που καλλιεργούσε παλιότερα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα χωριά τους τα πουλούσε.
Κάπως έτσι ήταν η ζωή του Μιχαήλ, με πολύν κόπο και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα δύσβατα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους οποίους τότε ήταν σκλάβοι οι Έλληνες.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ:
Μια μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, στην είσοδο της Αθήνας, συνάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα της πόλης, Μωαμεθανοί κι αυτοί. Από καιρό τον είχαν βάλει στο μάτι, και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό τον συκοφάντησαν κατηγορώντας τον πως πήγε μπαρούτι στους κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά, και τον φυλάκισαν.
Έτσι οι Αγαρηνοί έρχονταν καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους τρόπους να τουρκέψει, δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει ψευδοπροφήτες, δεν θα άφηνε το άγιο Ευαγγέλιο, για χάρη του Κορανίου.
Η Ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά την πίστη μέσα του, και τίποτα μπορούσε να την ξεριζώσει.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ:
Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε αποτέλεσμα οι πιέσεις των Οθωμανών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν πως, αν δεν αλλάξει την πίστη του, έχουν απόφαση και διαταγή να τον θανατώσουν.
Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος, ονόματι Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις χαρές της, κλονιστεί και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα» στους φύλακες, για να τον αφήσουν να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο τους ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύ
στερα προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός πιστού, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’ έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΕΒΟΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗ:
Τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους απίστους ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός στην άρνηση του: “δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός!”, έλεγε συνέχεια. Κάποτε, τον έβγαλαν απ’ τη φυλακή και τον παρουσίασαν στο Βοεβόδα, ελπίζοντας πως με κολακείες και ταξίματα (φορέματα, χτήματα, πλούτη), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς όμως έμενε ασάλευτος στην πίστη του Χριστού. Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια λέγοντάς του πως στο τέλος θα τον θανατώσει αν δεν αλλαξοπιστήσει.
Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο λέξεις (δεν τουρκεύω), δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας τον έστειλε στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος και τρόμος καθώς ήταν για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακισμένους, θα γύριζε τον Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, εκτός από το: «δεν τουρκίζω»!
Τότε ο Καλοπασσιάς του λέει με πονηριά: “Μπρέ λωλέ, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, κι ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, και έχε πάλι την πίστη σου”. Αλλά ο Μάρτυς δεν πειθόταν με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε ακατάπαυστα: “δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου